Γιατί αποχωρήσαμε από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Ανακοίνωση Τύπου

Αθήνα, 18/5/09

Την Πέμπτη 14/5/09 η Ο.Κ.Δ.Ε. (Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας) αποχώρησε από την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. (Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία για την Ανατροπή), λόγω των αφόρητων συνθηκών, πολιτικών και οργανωτικών, που δημιουργήθηκαν σε βάρος των αρχών του επαναστατικού μαρξισμού.

Από την αρχή του εγχειρήματος τον Δεκέμβρη του 2008 (με την Πρωτοβουλία για την ενότητα και την κοινή δράση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, στην οποία συμμετείχαν οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, ΕΚΚΕ, ΝΑΡ, νΚΑ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ, ΟΚΔΕ Σπάρτακος, ΟΚΔΕ, ΣΕΚ, ανένταχτοι αγωνιστές και τα μέτωπα ΜΕ.Ρ.Α. και ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α.) η Ο.Κ.Δ.Ε. είχε τονίσει τις αρχές, την πολιτική και την πρακτική πάνω στις οποίες πίστευε ότι έπρεπε να στηριχθεί αυτό το πράγματι ελπιδοφόρο εγχείρημα της ενότητας των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων στην χώρα μας, που αποτελεί αταλάντευτα βασική πολιτική της Οργάνωσής μας, τουλάχιστον από την μεταπολίτευση και μετά. Επίσης, είχαμε τονίσει ότι η αναγκαιότητα για την ενότητα και την κοινή δράση των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, γίνεται ακόμη πιο επιτακτική σήμερα, λόγω της κρίσης και των επιπτώσεών της πάνω στις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, στα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, στο περιβάλλον. Πέντε ήταν οι κύριοι άξονες που θέσαμε ως βασικές προϋποθέσεις για την συγκρότηση, την ενότητα και την ανάπτυξη της Πρωτοβουλίας και κατόπιν (μετά την Αθηναΐδα στις 22 Μάρτη) της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α:

1. Πολιτική συμφωνία πάνω στην συγκυρία.

2. Επέμβαση στην κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και στα τρομακτικά προβλήματα, κοινωνικά και πολιτικά, που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, τα φτωχά λαϊκά στρώματα και η νεολαία, λόγω της επίθεσης της ΕΕ, του κεφαλαίου και των αστικών κυβερνήσεων.

3. Ένα πρόγραμμα πάλης άμεσων και μεταβατικών αιτημάτων, ένα σχέδιο αγώνων και δράσης που να βασίζεται σε ενιαιομετωπικές μορφές πάλης πάνω στη βάση της ταξικής ανεξαρτησίας. Πάλη ενάντια στον ρατσισμό, τον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό.

4. Προβολή της εργατικής εξουσίας και της εναλλακτικής σοσιαλιστικής λύσης απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα.

5. Ισοτιμία και σεβασμός των ιδεολογικών και προγραμματικών θέσεων των οργανώσεων του εγχειρήματος, δημοκρατικές λειτουργίες στο εσωτερικό του πάνω στις αρχές της εργατικής δημοκρατίας, λήψη των αποφάσεων και των δράσεων με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση.

Είναι αλήθεια ότι στην αρχή φάνηκε να διαμορφώνεται μια συμφωνία πάνω σε όλα τα σημεία, στην πραγματικότητα όμως ήταν εξαιρετικά επιφανειακή, πράγμα που αποκαλύφθηκε σταδιακά στην πορεία. Πιστεύαμε και πιστεύουμε ακόμη ότι σ’ ένα μετωπικό σχήμα όπου συμμετέχουν τόσες πολλές οργανώσεις και αγωνιστές με διαφορετικές καταγωγές, παραδόσεις, πολιτικές και πρακτικές, είναι φυσιολογικό να υπάρχουν προβλήματα, αλλά ότι αυτά θα μπορούσαν να λυθούν συντροφικά μέσα από το διάλογο, την αντιπαράθεση ακόμη και τη σύγκρουση.

Δυο διαφορετικές αντιλήψεις

Η πολιτική συμφωνία που επιτεύχθηκε αποτυπώνεται στα δυο πολιτικά κείμενα, τις Βασικές Πολιτικές Θέσεις (μετά τη μεγάλη συγκέντρωση του Σπόρτιγκ στις 31/1/09) και την Πολιτική Διακήρυξη (μετά την Αθηναΐδα στις 22 Μάρτη), στα οποία η Ο.Κ.Δ.Ε. είχε μια σημαντική συμβολή. Παρά τις σημαντικές ελλείψεις τους, οι Βασικές Πολιτικές Θέσεις περιείχαν πολλά σημεία και κατευθύνσεις που μπορούσαν να βοηθήσουν στην ενότητα και την κοινή δράση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, αν αξιοποιούνταν. Η Πολιτική Διακήρυξη, όπως διαμορφώθηκε, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι στερέωνε ακόμη περισσότερο την πολιτική συμφωνία, αν δεν έκανε σαφή την αντίληψη όλων των υπολοίπων δυνάμεων για την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. Αυτή η διαφορετική αντίληψη, υπαρκτή σε όλη τη διαδικασία διαμόρφωσης αυτών των βασικών κειμένων -και όχι μόνο-, ήταν και είναι η θεμελιώδης διαφορά της Ο.Κ.Δ.Ε. σχεδόν με όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. και ειδικά με τις δυνάμεις που προέρχονται από την ΕΝΑΝΤΙΑ. Και στα δυο βασικά πολιτικά κείμενα και ιδιαίτερα στην Πολιτική Διακήρυξη, επέμεναν να υπάρχει μια δέσμευση για την εκλογική κάθοδο που ουσιαστικά έδινε στην ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. έναν καθαρά εκλογικό προσανατολισμό, πράγμα που για την Ο.Κ.Δ.Ε. ήταν απαράδεκτο. Όχι φυσικά γιατί αρνούμαστε τη συμμετοχή στις εκλογές, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι το κύριο καθήκον μιας πραγματικής αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς είναι η συμμετοχή της στους αγώνες των εργαζομένων και στα κινήματα, τα οποία πρέπει να αναδείξουν με τη συμμετοχή τους στις εκλογές. Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα της συμμετοχής των κομμουνιστών στις εκλογές και φυσικά η καταγγελία των αστικών και ρεφορμιστικών πολιτικών και του χρεοκοπημένου καπιταλιστικού συστήματος και η προβολή ενός προγράμματος διεξόδου από την κρίση, της εξουσίας των εργαζομένων και του Σοσιαλισμού.

Κάτω από την επίμονη στάση μας διορθώθηκε κάπως στο κείμενο της Πολιτικής Διακήρυξης η φράση που έδειχνε μια εκλογικίστικη αντίληψη και πρακτική, αλλά η διόρθωση αυτή έγινε μόνο στο χαρτί και όχι στις αντιλήψεις των άλλων συνιστωσών της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. Αυτό φάνηκε και στις αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις, είτε αυτές που προηγήθηκαν είτε αυτές που ακολούθησαν την Αθηναΐδα, που πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η κύρια απασχόλησή τους ήταν οι εκλογές και όχι οι δράσεις είτε στο τοπικό ή στο γενικό επίπεδο. Η Ο.Κ.Δ.Ε, όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, δεν αντιλαμβανόταν την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. σαν μια εκλογική ομπρέλα όπως ήταν η ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α. ή και το ΜΕ.Ρ.Α, αλλά σαν: α) ένα εργαλείο μάχης και συσπείρωσης κατ’ αρχήν των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς αλλά και των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας που θέλουν να παλέψουν για τη λύση των προβλημάτων τους, και β) ένα βήμα διαλόγου όπου θα εξετάζονταν όλα τα μεγάλα προβλήματα που απασχολούν το εργατικό κίνημα ή που θα προέρχονταν από τις εμπειρίες της δράσης.

Παρά την βαθιά μας ανησυχία για την εκλογικίστικη αντίληψη και πρακτική που βλέπαμε να εκφράζεται και να εκδηλώνεται με την απουσία οποιασδήποτε πρακτικής πρωτοβουλίας επέμβασης στην κρίση του συστήματος και τις επιπτώσεις της πάνω στους εργαζόμενους, θεωρήσαμε ότι πρέπει να συνεχίσουμε να παλεύουμε για τη συγκρότηση του εγχειρήματος πάνω σε μια βάση που να ανταποκρίνεται στη φυσιογνωμία μιας πραγματικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Δυο κορυφαίες συγκρούσεις

Σ’ όλη την πορεία της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. υπήρχαν σημαντικές διαφορές που αφορούσαν κατά κύριο λόγο την φυσιογνωμία της. Δεν είναι δυνατό σ’ αυτή την ανακοίνωση να αναφερθούμε με λεπτομέρειες. Γενικά μπορούμε να πούμε, ότι όλες οι δυνάμεις που προέρχονται από την ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α. -με ελάχιστες και δευτερεύουσας σημασίας αποχρώσεις μεταξύ τους- επέμεναν να δώσουν στην ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. χαρακτηριστικά ενός μετώπου «ανοικτού», με «μαζική απεύθυνση» (δεν ήθελαν ούτε τις λέξεις «επαναστατικό-ή» ή «κομμουνιστικό-ή») κτλ, δηλαδή επί της ουσίας ένα ασαφές μόρφωμα που να μην αποτυπώνονται καθαρά τα αντικαπιταλιστικά και επαναστατικά χαρακτηριστικά του. Η συμφωνία τους στα δυο βασικά πολιτικά κείμενα αποδείχτηκε οπορτουνιστική, μια που οι ίδιες δυνάμεις στις δυο τελευταίες συνεδριάσεις του Συντονιστικού της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α, μίλησαν για αριστερίστικα κείμενα κλπ. Ωστόσο, οι κορυφαίες συγκρούσεις ήταν δυο:

Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση αφορούσε το αρχικό κείμενο της Πολιτικής Διακήρυξης όπου υπήρχε η εξής πρόταση: «… Ο αγώνας αυτός εμπνέεται και από όλες τις επαναστατικές απόπειρες και εξεγέρσεις, παρά τα λάθη και τις τραγικές ανεπάρκειές τους: τη γαλλική Κομμούνα, το Ε.Α.Μ. και τον Δ.Σ.Ε, τις λαϊκές και αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις, την κινέζικη πολιτιστική επανάσταση, το Βιετνάμ και την Κούβα, το γαλλικό Μάη…». Αυτή η φράση κατ’ αρχήν ήταν έξω από την πολιτική συμφωνία και δεύτερον αποτελούσε νάρκη η οποιαδήποτε προσπάθεια εισχώρησης στο «εσωτερικό» επαναστατικών κινημάτων λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων και ερμηνειών. Και το κυριότερο παρουσίαζε μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική και επαναστατική αριστερά να εμπνέεται από τις παραδόσεις του Ε.Α.Μ. και του Δ.Σ.Ε. ή ακόμη και από την κινέζικη πολιτιστική επανάσταση. Με τις δυο πρώτες περιπτώσεις, την Ο.Κ.Δ.Ε. την χωρίζει προγραμματική και πολιτική άβυσσος – και νομίζουμε ότι το ίδιο πρέπει να ισχύει και για μια πραγματική αντικαπιταλιστική αριστερά-, καθώς είναι από τις μεγαλύτερες προδοσίες που διαπράχθηκαν στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα, συνδέονται με την προδοσία των ηρωικών και επαναστατικών αγώνων των πληβειακών μαζών εκείνης της περιόδου και με την πολιτική, ηθική και φυσική εξόντωση αντιπολιτευόμενων και μη κομμουνιστών και αγωνιστών του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Για την περίπτωση της κινέζικης πολιτιστικής επανάστασης, είναι γνωστό ότι υπάρχουν πολλές ενστάσεις για το τι ακριβώς ήταν και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να αποτελεί πηγή έμπνευσης για μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική αριστερά. Τέλος, η φράση «παρά τα λάθη και τις τραγικές ανεπάρκειές του» ήταν/είναι σαν να σβήνει ευθύνες ή σαν να τις εξομοιώνει, πχ. τις ευθύνες της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού και να αγνοεί την πάλη που διεξήχθη στο πλαίσιο του εργατικού κινήματος για δεκαετίες και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Με την επίμονη αντίδρασή μας, με πολλές γραπτές και προφορικές παρεμβάσεις, αμβλύνθηκαν οι διατυπώσεις σ’ αυτά τα σημεία, αλλά αυτό έγινε ουσιαστικά κάτω από την προφανή πρόθεσή μας να αποχωρήσουμε αν δεν γινόταν τροποποιήσεις – και όχι επειδή γινόταν κατανοητή η πολιτική και ιδεολογική κρισιμότητα του ζητήματος. Το γεγονός ότι ήμασταν η μόνη οργάνωση που έδωσε την συγκεκριμένη πολιτική μάχη, ήταν μια ακόμα δυσάρεστη έκπληξη, καθώς θα περίμενε κανείς ότι αυτές οι διατυπώσεις θα είχαν δημιουργήσει αντιρρήσεις και από άλλες πλευρές. Πράγμα που επιβεβαίωσε τις ανησυχίες μας για την φύση της συμμαχίας που διαμορφωνόταν.

Η δεύτερη σύγκρουση αφορούσε τη δήλωση που έπρεπε να κατατεθεί στον Άρειο Πάγο, όπως απαιτεί ο Νόμος, προκειμένου η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. να συμμετάσχει στις εκλογές. Προς μεγάλη μας κατάπληξη η συντριπτική πλειοψηφία των υπόλοιπων δυνάμεων υποστήριζαν ότι έπρεπε να υπογραφεί η επίμαχη φράση όπως την ορίζει ο Νόμος (δηλαδή ότι «Η οργάνωση και η δράση του [ενν. για τον εκλογικό συνδυασμό της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.] εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».) Αυτή η δήλωση νομιμοφροσύνης προς το καθεστώς για μας ήταν απαράδεκτη, γιατί έρχεται σε αντίθεση με τις παραδόσεις και πρακτικές του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος και με τις ίδιες τις θέσεις της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α, που μιλά «για το δρόμο της εξέγερσης και του Δεκέμβρη», ότι «ο μόνος δρόμος είναι η επανάσταση», για «τη σοσιαλιστική επανάσταση» κλπ. Ακόμη έδειχνε ότι η λαγνεία συμμετοχής στις εκλογές κατέληγε στην ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας δήλωσης νομιμοφροσύνης, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι θα μας επιτραπεί η συμμετοχή στις εκλογές, αγνοώντας τον πολιτικό περίγυρο μέσα στο οποίο ζει και κινείται η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α, την καθημερινή σκλήρυνση των αγώνων των εργαζομένων και ιδιαίτερα της νεολαίας. Τελικά, και μετά την επίμονη παρέμβασή μας, η δήλωση αυτή κατατέθηκε (μαζί με τα πολιτικά κείμενα της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α) με μια διαφορετική διατύπωση που σε γενικές γραμμές έχει τον χαρακτήρα μιας αντιδήλωσης («… η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αγωνίζεται για την υπεράσπιση και διεύρυνση των πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, την υπεράσπιση και διεύρυνση της Δημοκρατίας υπέρ των εργαζομένων, της νεολαίας και της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας»), που κατά τη γνώμη μας θα μπορούσε να είναι ακόμη σκληρότερη ή ακόμη και να μην κατατεθεί δήλωση.

Τυπικά η υπόθεση της δήλωσης έκλεισε. Ωστόσο, για την Ο.Κ.Δ.Ε. ήταν ένα πραγματικό σοκ η ευκολία με την οποία η συντριπτική πλειοψηφία των δυνάμεων της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. δεχόταν να υπογράψει την δήλωση νομιμοφροσύνης. Αυτή η πράξη περνούσε τα όρια του εκλογικού κρετινισμού και έμπαινε στην καρδιά του εγχειρήματος, δηλαδή έθετε το ερώτημα αντικειμενικά, αν το όλο εγχείρημα χρησιμοποιούσε πρακτικές που προσιδιάζουν μάλλον σε ρεφορμιστικά κόμματα, παρά στις διακηρύξεις του και τον επαναστατικό του βερμπαλισμό.

Ακόμη δυο συγκρούσεις, όχι τελευταίες σε σημασία

Από τις μεγάλες συγκεντρώσεις του Σπόρτιγκ και της Αθηναΐδας είχαμε επισημάνει σε όλους (και μέσα από τις σελίδες της Εργατικής Πάλης) τις αντιδημοκρατικές ενέργειες και τα «παρατράγουδα» που είχαν συμβεί: την λεόντειο κατανομή των ομιλιών ανάμεσα στα δυο μετωπικά σχήματα ΜΕ.Ρ.Α. και ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α, την εισήγηση που παρουσιάστηκε σαν κοινή απόφαση όλων των συνιστωσών (Σπόρτιγκ), τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, τη μη τήρηση πολλών συμφωνηθέντων κλπ. Παρά τις διαβεβαιώσεις που είχαμε λάβει η κατάσταση όχι μόνο δε διορθώθηκε, αλλά μπορούμε να πούμε ότι χειροτέρευσε κι από πάνω. Αυτό φάνηκε πλήρως όταν άρχισε η συζήτηση για τον καταρτισμό του ψηφοδελτίου, όπου στην ουσία επιχειρήθηκε η κατάργηση της ισοτιμίας των οργανώσεων με προσχήματα τους συσχετισμούς, την αναλογικότητα των οργανώσεων, τους ανένταχτους αγωνιστές κλπ. «Αναλογικότητα» και «εκπροσωπήσεις» εκτός κάθε πραγματικότητας, που ωστόσο βόλευε ή εξασφάλιζε την ισορροπία ανάμεσα στις οργανώσεις που προέρχονται από την ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α. και ως ένα βαθμό του ΝΑΡ. Δεν ήταν μόνο αυτό: έφτασαν στο σημείο να εκτοξεύουν ακόμη και μειωτικούς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για την Ο.Κ.Δ.Ε. και τους προτεινόμενους υποψήφιούς της, πράγμα που φυσικά το θεωρήσαμε ανεπίτρεπτο, καθώς έσπαγε την πολιτική και ψυχική επαφή και αφαιρούσε κάθε νόημα στην προσπάθειά μας για συντροφικές σχέσεις, συνεισφορά και πάλη μέσα στην ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. Απαιτήσαμε να μας δοθούν δυο υποψήφιοι στο ψηφοδέλτιο ώστε να αποκατασταθεί λίγο η αναλογικότητα εκπροσώπησης, πράγμα που όλες οι δυνάμεις ης ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α. αρνήθηκαν πεισματικά -ακόμη κι αν κάποιες από τις δυνάμεις μείωναν τη δική τους εκπροσώπηση, και πράγματι έγιναν τέτοιες προτάσεις-, προχωρώντας μάλιστα κάποιες απ’ αυτές τις οργανώσεις και σε εκβιαστικού χαρακτήρα «υποδείξεις» για το ποιος/α θα είναι ο/η υποψήφιος/α της Ο.Κ.Δ.Ε. Ωστόσο, ο πραγματικός λόγος για τον οποίο αποχωρήσαμε -στην ουσία τεθήκαμε εκτός- δεν ήταν αυτός, καθώς μπορούσαμε και είχαμε την πρόθεση να υποχωρήσουμε προκειμένου σ’ αυτή την χρονική στιγμή να μην προκληθεί πρόβλημα στην ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσαμε να δεχτούμε την αντιδημοκρατική λειτουργία ενός μορφώματος στο οποίο συμμετέχουμε, αντισυντροφικές συμπεριφορές, ετσιθελισμούς, επιβολή απόψεων, κατάργηση της ισοτιμίας (που είναι η ουσία της δημοκρατικής λειτουργίας) και του αμοιβαίου σεβασμού που πρέπει να διέπει τις αντικαπιταλιστικές και επαναστατικές οργανώσεις.

Τα τελευταία γεγονότα ήρθαν να προστεθούν στις πολιτικές αμφιβολίες και αμφισβητήσεις, που μας είχαν δημιουργηθεί γύρω από την σοβαρότητα, την αξιοπιστία και την ποιότητα της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. Την στάση μας απέναντί της έτσι και αλλιώς θα την επανεξετάζαμε, ψύχραιμα και νηφάλια, αμέσως μετά τις εκλογές. Τα γεγονότα μας ανάγκασαν να το κάνουμε τώρα, και να διαχωριστούμε από ένα σχήμα που δεν είναι μια πραγματική αντικαπιταλιστική και επαναστατική αριστερά, που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των χιλιάδων αγωνιστών και του εργατικού κινήματος, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της κρίσης του καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Η Ο.Κ.Δ.Ε. πιστή στις αρχές της και την πολιτική της θα συνεχίσει να παλεύει για την ενότητα και την κοινή δράση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, μια που θεωρεί αυτή την ενότητα στην παρούσα συγκυρία σαν βασική προϋπόθεση για την ενότητα του εργατικού κινήματος, για την ανασυγκρότηση και ανασύνθεσή του, για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων, για την καταπολέμηση της επιρροής των ρεφορμιστών και γραφειοκρατών και για την διεύρυνση του προλεταριακού μετώπου απέναντι στο αστικό μέτωπο. Όμως αυτή η ενότητα δεν είναι αυτοσκοπός για μας, πρέπει να στηρίζεται πάνω στις αρχές του επαναστατικού μαρξισμού και να ανοίγει το δρόμο για την εργατική δημοκρατία και τη σοσιαλιστική επανάσταση, για τον πραγματικό σοσιαλισμό και όχι τις καρικατούρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ή της σοσιαλδημοκρατίας.

Η Κ.Ε. της Ο.Κ.Δ.Ε.