20 Χρόνια από το 1989

Η Κρίση της Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής

Οι ταξικοί, νεολαιίστικοι, αντιπαγκοσμιοποιητικοί και αντιπολεμικοί αγώνες που άρχισαν να δίνονται με μεγαλύτερη συχνότητα και συμμετοχή σε όλον τον κόσμο από το 1995 και έπειτα (πιο φανερά από το 2002 και έπειτα) χαρακτηρίζονται από μια μεγάλη αντίφαση: από τη μία, παρατηρείται σ’ αυτούς αυξανόμενη συμμετοχή της νεολαίας (μάλιστα τις περισσότερες φορές για την υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων της), ριζοσπαστικοποίηση, πολιτικοποίηση αλλά επίσης και μια δέσμευση κομματιών νέων αγωνιστών στην ταξική πάλη, σε αντινεοφιλελεύθερη και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Επιπλέον, οι αγώνες αυτοί έχουν φτάσει σε σημείο να εμποδίζουν ή να καθυστερούν κορυφαίες, στρατηγικές επιλογές των ιμπεριαλιστικών και αστικών επιτελείων (π.χ. Ευρωσύνταγμα, CPE στη Γαλλία, Συνταγματική Αναθεώρηση στην Ελλάδα, διάφορα νομοσχέδια κ.ο.κ.), ενώ σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής ο νεοφιλελευθερισμός και ο καπιταλισμός αμφισβητούνται πολύ πιο ανοιχτά. Από την άλλη όμως, εξακολουθεί να υπάρχει μια αποστασιοποίηση από τα συλλογικά όργανα των εργαζομένων (σωματεία, συνδικαλιστικό κίνημα) και μια αδυναμία ένταξης αγωνιστών σε αντικαπιταλιστικές παρατάξεις, πρωτοβουλίες, συμμαχίες, οργανώσεις και κόμματα.

Αυτή η κατάσταση, που βεβαίως θα αλλάζει όσο οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις θα δίνουν αδιαμφισβήτητες εμπειρικές-πρακτικές απαντήσεις στο ερώτημα των μαζών «τι έχω να κερδίσω αν αγωνίζομαι μόνιμα μέσα από ένα σωματείο ή και μια παράταξη-οργάνωση;», δεν μπορεί να εξηγηθεί δίχως να ληφθούν υπόψη τα γεγονότα του 1989-91, τα οποία διαμόρφωσαν συνειδήσεις για μια ολόκληρη περίοδο, στην οποία εξακολουθούμε να ζούμε και να αγωνιζόμαστε, όσο και αν η νέα γενιά αγωνιστών δεν έχει νωπή στη μνήμη της την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Η κατάρρευση-ντόμινο των χωρών του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», από την Πολωνία (όπου η πρώτη μη κομμουνιστική κυβέρνηση ορκίστηκε το Σεπτέμβρη του 1989) ως τη Σοβιετική Ένωση, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η διάλυση του συμφώνου της Βαρσοβίας και η ανακήρυξη του τέλους του Ψυχρού Πολέμου αποτέλεσαν ένα τεράστιο πλήγμα για την παγκόσμια εργατική τάξη, ολοκληρώνοντας τη δυσφήμιση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού και δίνοντας τη δυνατότητα στον παγκόσμιο καπιταλισμό να μιλήσει για το «τέλος της ιστορίας»: τον οριστικό και αμετάκλητο θρίαμβο του καπιταλισμού, ο οποίος πλέον θα συνεχίζει ανεμπόδιστος να δίνει λύσεις στα βασικά προβλήματα της ανθρωπότητας ώσπου τελικά να τα εξαλείψει. Δεν είναι καθόλου τυχαίο μ’ αυτήν την έννοια που η δεκαετία του ’90 σημαδεύτηκε από μια τεράστια υποχώρηση του εργατικού κινήματος, των αγώνων του και της αποτελεσματικότητάς τους, κατάσταση που άρχισε να αλλάζει από το 1995 και έπειτα.

Για να γίνει κατανοητή αυτή η επίδραση του 1989 στις εργαζόμενες μάζες, δεν αρκεί κανείς να κάνει έναν απολογισμό των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε είτε στο να αγνοήσει τις μεγάλες αλλαγές που επήλθαν στη συνείδηση των ανθρώπων είτε να βγάλει εντελώς λανθασμένα συμπεράσματα (όπως διάφοροι έκαναν), δηλαδή ότι το 1989 «απελευθέρωσε» το εργατικό κίνημα και άνοιξε μια περίοδο έντασης της ταξικής πάλης, αντικαπιταλισμού και επαναστάσεων. Για να βγάλει κανείς όσο το δυνατόν σωστότερα συμπεράσματα, θα πρέπει να εντάξει το 1989 στη διαλεκτική επιτυχίας/αποτυχίας του σοσιαλισμού, μια ιδιόμορφη σχέση που διαμορφώθηκε όχι μόνο από τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης το 1917 αλλά συνολικά, από τους ταξικούς και επαναστατικούς αγώνες 150 χρόνων σε όλον τον κόσμο.

Αυτή η διαλεκτική επιτυχίας/αποτυχίας του σοσιαλισμού συνοψίζεται στο εξής: μετά από 150 χρόνια αγώνων του εργατικού κινήματος με στόχο την αντικατάσταση του καπιταλισμού από μια κοινωνία βασισμένη στην ισότητα, στην πραγματική δημοκρατία και στην οποία δεν θα υπάρχει ούτε εκμετάλλευση ούτε πόλεμος, τα αποτελέσματα ήταν αντιφατικά. Από τη μία, πριν το 1989, οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου, και πρώτοι βεβαίως αυτοί των «σοσιαλιστικών» χωρών, γνώριζαν καλά ότι πουθενά στον κόσμο δεν είχε δημιουργηθεί μια κοινωνία που να έχει κατακτήσει αυτά τα χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε ούτε μια χώρα για την οποία οι εργαζόμενοι να μπορούσαν να πουν «εμπρός, να αγωνιστούμε για να γίνουμε και εμείς έτσι». Οι πόλεμοι μεταξύ «σοσιαλιστικών» κρατών, η κατάργηση της εργατικής δημοκρατίας με τον σφετερισμό της πολιτικής εξουσίας από τις σταλινικές γραφειοκρατίες, οι τεράστιες ανισότητες σ’ αυτές τις χώρες, οι προδοσία της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης, το σύμφωνο Στάλιν-Χίτλερ, ο εκφυλισμός της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν τα βασικά γεγονότα που ρίζωσαν στη συνείδηση των εργαζομένων των «σοσιαλιστικών» χωρών την πεποίθηση ότι αυτό που ζούσαν μόνο σοσιαλισμός δεν ήταν.

Όμως, από την άλλη, αποκλειόταν ταυτόχρονα και κάθε σύγκριση μεταξύ της κατάστασης στην οποία είχαν περιέλθει οι πλατιές μάζες αυτών των χωρών με την αντίστοιχη κατάσταση πριν τις επαναστάσεις. Ο ρώσος μουζίκος δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον σοβιετικό πολίτη. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, η μείωση-εξάλειψη του αναλφαβητισμού, η μείωση των ωρών εργασίας, οι κοινωνικές παροχές σε υγεία, παιδεία, αθλητισμό και πολιτισμό αποτελούσαν τεράστιες κατακτήσεις των σοσιαλιστικών επαναστάσεων.

Την ίδια ώρα, στον καπιταλιστικό κόσμο, όπου οι επαναστάσεις είχαν αποτύχει, παρατηρούνταν μια παρόμοια αντίφαση. Χρόνια ταξικών αγώνων, ισχυρά σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα, κυβερνήσεις Λαϊκών Μετώπων, κυβερνήσεις συνασπισμού της αριστεράς και κυβερνήσεις σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων δεν είχαν αμφισβητήσει στο ελάχιστο την εξουσία της αστικής τάξης. Οι αριστερές κυβερνήσεις μάλιστα έπραξαν τα αντίθετα από αυτά που πρέσβευαν, αποδεχόμενες τη βία και την καταστολή στην πολιτική ζωή, οργανώνοντας ή υπερασπίζοντας ιμπεριαλιστικούς πολέμους, εκχωρώντας δημόσιες επιχειρήσεις στα μονοπώλια, συμμετέχοντας στον Ψυχρό Πόλεμο, στηρίζοντας την ανάπτυξη των πυρηνικών, ασκώντας πολιτικές λιτότητας και εν τέλει εφαρμόζοντας το νεοφιλελευθερισμό από τη δεκαετία του 1980.

Ταυτόχρονα όμως, οι πολυετείς αγώνες του εργατικού κινήματος είχαν δώσει χειροπιαστά και τεράστια κέρδη στους εργαζόμενους και την κοινωνία: δραματική άνοδος του βιοτικού επιπέδου, μείωση του χρόνου εργασίας, καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, κοινωνικό κράτος, άνοδος του πνευματικού/μορφωτικού επιπέδου.

Μέσα απ’ αυτήν τη διαλεκτική επιτυχίας/αποτυχίας του σοσιαλισμού έφτασαν οι χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» να αποτελούν, το λιγότερο, σύμβολα της προόδου και της δυνατότητας απελευθέρωσης των εργαζομένων, αν και όχι σύμβολα σοσιαλισμού. Η ύπαρξή τους και μόνο, και μάλιστα σε πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου, αποτελούσε αδιάσειστη απόδειξη ότι οι αγώνες και οι επαναστάσεις μπορούν να αντικαταστήσουν τον καπιταλισμό με ένα άλλο σύστημα.

Είναι ακριβώς αυτό το κομμάτι της διαλεκτικής επιτυχίας/αποτυχίας του σοσιαλισμού που δέχτηκε ένα μεγάλο πλήγμα το 1989, με αποτέλεσμα οι ταξικοί αγώνες να αποσπαστούν από τον στρατηγικό τους στόχο. Το νόημα των κομμάτων, των παρατάξεων, των κομμουνιστικών σύμβολων, ο συνδικαλισμός, τα σωματεία, η οργανωμένη πάλη γενικά τέθηκαν υπό αμφισβήτηση. «Έχει νόημα να αγωνίζεσαι;» ήταν το ερώτημα που κυριάρχησε μετά το 1989.

Είναι αλήθεια ότι η άνοδος των αγώνων από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, σε συνδυασμό με την δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, τείνουν να αλλάξουν αυτήν την κατάσταση. Μπορούμε να πούμε πως το ερώτημα αυτό ολοένα και συμπληρώνεται από την κατανόηση της αναγκαιότητας της ταξικής πάλης. Τελικά, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να αποδείξει έμπρακτα ότι μπορεί να βοηθήσει τους εργαζόμενους, τους φτωχούς και τη νεολαία «να μην πληρώσουν την κρίση», και φυσικά από την ικανότητά της να ανοίξει την προοπτική για μια πραγματικά σοσιαλιστική κοινωνία.