Η πολιτική Τραμπ στον παγκόσμιο ανταγωνισμό

dc271247758d4d0da278662442b26d24

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Φεβρουαρίου 2025

Η «αναγκαιότητα» της ανόδου του Τραμπ

Ο εκλογικός θρίαμβος του Τραμπ και η δεύτερή του άνοδος στην εξουσία είναι το συνδυασμένο προϊόν τεσσάρων μακροχρόνιων εξελίξεων: α) της μακροχρόνιας οικονομικής παρακμής των ΗΠΑ με σημείο εκκίνησης της εγκατάλειψης του κανόνα χρυσού-δολαρίου πριν 50 χρόνια, β) της αποτυχίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής να αντιστρέψει αυτή την παρακμή ή, ακόμη χειρότερα, της παγιοποίησης και επιτάχυνσης αυτής της παρακμής, γ) της οικονομικής ανόδου μιας σειράς χωρών που σε γενικές γραμμές κατηγοριοποιούνται ως BRICS αν και δεν περιορίζονται σε αυτές, δ) της πρόσφατης παταγώδους αποτυχίας των ΗΠΑ να αντιστρέψουν την επιταχυνόμενη παρακμή τους με την «πολιτική του πολέμου» Μπάιντεν, που δημιούργησε πολύ περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που προσπάθησε να λύσει.

Η ποιοτική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης μεταξύ των ΗΠΑ και των ανταγωνιστών της οδήγησε τις πρώτες να αμφισβητήσουν όλο το μεταπολεμικό οικονομικό, κοινωνικό, γεωπολιτικό, πλαίσιο, ισορροπίες, συμμαχίες, κανόνες που είχαν οι ίδιες επιβάλλει. Αυτό βλέπουμε την τελευταία δεκαετία είτε ως πολλαπλασιασμό των δασμών και έντασης του οικονομικού/εμπορικού πολέμου, είτε ως οικονομικές κυρώσεις (εκτός της Ρωσίας και του Ιράν οι ΗΠΑ έχουν επιβάλλει βαριές οικονομικές κυρώσεις σε περίπου 60 χώρες), είτε ως αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης, είτε, πολύ περισσότερο, ως ξέσπασμα του ιδιότυπου Γ΄ Π. Π. Όλη αυτή η προσπάθεια απέτυχε, ή ακόμη χειρότερα χειροτέρεψε τη θέση των ΗΠΑ. Συνεπώς η άνοδος Τραμπ στην εξουσία σηματοδοτεί την πικρή αφύπνιση της αμερικάνικης μπουρζουαζίας και την συνειδητοποίηση ότι όχι μόνο δεν αλλάζει ο συσχετισμός, αλλά είναι πολύ δύσκολο ή αδύνατο να αλλάξει. Και όπως ήταν αναμενόμενο αυτή η συνειδητοποίηση οδήγησε αφενός στην συσπείρωσή της γύρω από τον Τραμπ (τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος της) και αφετέρου στη σκλήρυνση όλων των πολιτικών που αναφέρθηκαν παραπάνω. Χρειάζεται ένας λυσσασμένος αγώνας για την επιβίωση της αμερικάνικης μπουρζουαζίας και σε έναν τέτοιο λυσσασμένο αγώνα δεν θα πρέπει να υπάρχει κανένα μέτρο, κανένας περιορισμός, κανένα βελούδινο γάντι που θα κρύβει την σιδερογροθιά, κοντολογίς μια «κήρυξη πολέμου». Και όταν κηρύσσεται ένας πόλεμος πρέπει να επιβάλλεται σιδερένια πειθαρχία στους συμμάχους και να εμφανίζεται στον αντίπαλο μια λυσσασμένη αποφασιστικότητα, μια απρόβλεπτη συμπεριφορά, ένας αγριεμένος και «τρελαμένος» ηγέτης που θα ισοπεδώσει τα πάντα στο διάβα του.

Αν η ανοιχτή κήρυξη πολέμου αφενός εναντίον της παγκόσμιας εργατικής τάξης και ιδιαίτερα των ΗΠΑ, και αφετέρου εναντίον των ανταγωνιστών της σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι μια αναγκαία προϋπόθεση, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και μια ικανή συνθήκη για την πραγματοποίηση και πολύ περισσότερο την επιτυχή έκβαση του πολέμου. Εξάλλου το επιτελείο Τραμπ είναι το προϊόν ή η εκδήλωση της παρακμής και κρίσης των ΗΠΑ – δεν μπορεί να σταματήσει ή να αντιστρέψει την παρακμή τους. Πολύ περισσότερο που αυτό το επιτελείο διστάζει προς το παρόν να χρησιμοποιεί στρατιωτικές παρεμβάσεις (μετά την διαφαινόμενη ήττα στην Ουκρανία και στη Γάζα) και προτιμά να χρησιμοποιεί τους οικονομικούς ή τους πολιτικούς εκφοβισμούς.

Τα αδιέξοδα της πολιτικής Τραμπ

α) Η διεθνή οικονομική πολιτική Τραμπ στοχεύει να περιορίσει το αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με μια σειρά χώρες. Για να το επιτύχει αυτό θέλει να χρησιμοποιήσει τους δασμούς, την επαναδιαπραγμάτευση οικονομικών συμφωνιών/ισορροπιών, την επαναβιομηχάνιση των ΗΠΑ και την πρωτοκαθεδρία τους στις τεχνολογίες αιχμής. Ωστόσο οι τεράστιες δυσκολίες, αν όχι αδιέξοδα, αυτής της πολιτικής είναι εμφανείς. Οι δασμοί μπορούν να περιορίσουν πολύ λίγο και μόνο βραχυπρόθεσμα το εμπορικό έλλειμμα ενώ δεν πρόκειται να επαναφέρουν τις αμερικάνικες βιομηχανίες (και πολύ περισσότερο να αποσπάσουν σημαντικές βιομηχανίες της ΕΕ ή της Ιαπωνίας) τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα πίσω στις ΗΠΑ. Ιδιαίτερα όταν η οικονομική πολιτική στο εσωτερικό των ΗΠΑ δεν είναι παρά μια ποιοτική αναβάθμιση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Αυτή η πολιτική ίσως βραχυπρόθεσμα έχει κάποια αποτελέσματα ειδικά απέναντι στους «αιφνιδιασμένους» συμμάχους των ΗΠΑ (ΕΕ, Ιαπωνία, Βρετανία, Καναδάς, Αυστραλία). Αλλά οι δασμοί θα φέρουν αναγκαστικά και αντίστοιχους δασμούς από τους ανταγωνιστές και από τους συμμάχους τους. Ακόμη χειρότερα, θα στρέψουν μια σειρά χώρες προς τις BRICS και ταυτόχρονα θα σπρώξουν τις τελευταίες να προχωρήσουν σε μια βαθύτερη ενοποίησή τους (νέα Παγκόσμια Τράπεζα, νέο παγκόσμιο νόμισμα, κ.ά.). Αυτή η εξέλιξη είναι η καλύτερη συνταγή για το ξέσπασμα μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, πολύ πιο βαθιάς από κάθε άλλη φορά, λόγω ακριβώς της γιγαντιαίας και εκρηκτικής συσσώρευσης μιας σειράς αντιφάσεων.

Επιπρόσθετα, τα δύο πρόσφατα περιστατικά, η σύγκρουση αεροπλάνου με ελικόπτερο και η κινέζικη DeepSeek, είναι ενδεικτικά της κατάστασης: οι υποδομές στις ΗΠΑ είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης ενώ το σχέδιο Stargate για κυριαρχία των ΗΠΑ στην τεχνική νοημοσύνη είναι μάλλον ένας ευσεβής πόθος, αν όχι μια χρηματιστηριακή φούσκα/κομπίνα.

β) Η διακήρυξη για μια γεωγραφική «διεύρυνση» των ΗΠΑ (επανάκτηση της διώρυγας του Παναμά, εξαγορά της Γροιλανδίας, ενσωμάτωση του Καναδά, μετονομασία του Κόλπου του Μεξικού, αντιμετώπιση χωρών με κριτήριο τη «μετανάστευση» και τα καρτέλ ναρκωτικών ως δικαιολογία για ανοιχτές επεμβάσεις ή πλήρη έλεγχο χωρών, ενίσχυση ακροδεξιών κομμάτων σε όλες τις χώρες-συμμάχους), στοχεύουν προφανώς σε μια συσπείρωση του στρατοπέδου των ΗΠΑ και σε μια «πολιτική περιορισμού» της Κίνας-Ρωσίας. Οι ΗΠΑ πρέπει να ελέγξουν το Δυτικό Ημισφαίριο (δηλαδή την αμερικάνικη ήπειρο) και μια σειρά άλλων συμμάχων τους, ώστε να προετοιμαστούν για έναν οικονομικό στραγγαλισμό ή ακόμη και στρατιωτική σύγκρουση (μάλλον διαμέσου τρίτων χωρών) με την Κίνα. Αλλά και μόνο η διατύπωση του σχεδίου δείχνει τις δυσκολίες που έχουν να αντιμετωπίσουν, ακόμη κι αν υπάρξουν κάποιες πρώτες νίκες.

γ) Ο Τραμπ προβάλλεται ως «ειρηνοποιός» που θέλει να σταματήσει τους δύο πολέμους του Μπάιντεν στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή. Στην περίπτωση της Ουκρανίας κάνει την ανάγκη φιλοτιμία, δηλαδή προσπαθεί να αποτρέψει την απροκάλυπτη ήττα της Ουκρανίας (στην πραγματικότητα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ) βρίσκοντας έναν «έντιμο» συμβιβασμό. Ωστόσο θα πιει το πικρό ποτήρι μέχρι τέλους, και μαζί του και οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές. Ο ουκρανικός στρατός είναι στα πρόθυρα κατάρρευσης είτε λάβει κι άλλη βοήθεια είτε όχι, ο ρώσικος ιμπεριαλισμός κερδίζει τον πόλεμο και έχει το πάνω χέρι, και σε αυτήν την κατάσταση δεν μπορεί να υπάρξει κατάπαυση του πυρός για να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις. Ή ο Τραμπ θα αποδεχθεί τουλάχιστον τους μίνιμουμ όρους του Πούτιν, δηλαδή θα αποδεχθεί και θα χρεωθεί την ήττα, ή θα αφήσει τη συνέχιση του πολέμου δηλαδή την ενσωμάτωση από τον Πούτιν της μισής περίπου Ουκρανίας και την αχρήστευσή της ως κράτος. Σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να σπάσει τον δεσμό της Ρωσίας με την Κίνα.

Το ίδιο ισχύει και για την Μέση Ανατολή. Το Ισραήλ φαίνεται να είναι ο νικητής αλλά είναι ο ηττημένος της σύγκρουσης. Είναι αλήθεια ότι στην επιφάνεια φαίνεται να κερδίζει στη σύγκρουση με το Ιράν και τους λεγόμενους «δορυφόρους» του (Χαμάς, Χεζμπολάχ, Χούθι, Συρία) αλλά η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Το Ισραήλ υπέστη μια πανωλεθρία στη Γάζα γιατί ούτε τη Χαμάς, ούτε τη Χεζμπολάχ εξόντωσε (το ακριβώς αντίθετο), ούτε τους Παλαιστίνιους εκδίωξε, σε παγκόσμιο επίπεδο στιγματίστηκε ανεπανόρθωτα ως γενοκτονικό κράτος, εξαντλείται οικονομικά και στρατιωτικά, και όλα αυτά έχουν αρχίσει να έχουν σημαντικές συνέπειες στο εσωτερικό του, που με τον καιρό θα επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο.

Συνεπώς, βρισκόμαστε σε ένα πολύ επικίνδυνο σημείο: το επιτελείο Τραμπ δεν μπορεί να συνεχίσει και τους δύο πολέμους και έχει υποστεί δύο ήττες αλλά, από την άλλη, δεν μπορεί και να τους σταματήσει, ώστε να μπορέσει να αφοσιωθεί στον περιορισμό της Κίνας, γιατί απλά θα γίνει καταγέλαστος, ειδικά τώρα που θέλει με φοβέρες να εκβιάσει τους πάντες. Το πιο πιθανό, για να μην πούμε αναγκαίο, είναι να ανταπαντήσει με περισσότερο πόλεμο, και με αυτήν την έννοια ο «ειρηνοποιός» Τραμπ να αποδειχθεί πιο φιλοπόλεμος και από τον Μπάιντεν.