Οι σιωνιστές δολοφονούν αδιακρίτως και δημοσιογράφους: Επιχείρηση φιμώματος της αλήθειας για την Παλαιστίνη
Από την έναρξη της γενοκτονίας του παλαιστινιακού λαού, στις 7 Οκτώβρη 2023, συνολικά έχουν καταγραφεί πάνω από 128 δολοφονίες δημοσιογράφων, ρεπόρτερ και εργαζόμενων στα ΜΜΕ. Πάνω από 40 έχουν τραυματιστεί, δεκάδες αγνοούνται και 69 έχουν συλληφθεί από τον ισραηλινό στρατό. Όσοι δημοσιογράφοι προσπαθούν μέσα στο χάος να μεταδώσουν την αλήθεια, θεωρούνται αυτομάτως «μελλοθάνατοι». Οι αριθμοί αυτοί φανερώνουν μια πραγματικότητα που επισήμως σιωνιστές και ΗΠΑ επιμένουν να αρνούνται: πως στοχοποιούν άμεσα τους ανθρώπους που καλύπτουν δημοσιογραφικά όσα διαπράττουν στη Γάζα, στον Λίβανο και τη Μ. Ανατολή ως μια επιχείρηση φιμώματος του τι πραγματικά συμβαίνει, αλλά και τις οικογένειές τους, ως μια μορφή εκδίκησης για τη δουλειά τους.
Το γιλέκο «PRESS» είναι στόχος
Ένα χρόνο από τη δίκαιη απάντηση του παλαιστινιακού λαού και την έναρξη της γενοκτονίας τους από τους σιωνιστές, η Επιτροπή Προστασίας των Δημοσιογράφων (CPJ, Committee to Protect Journalists) επισημαίνει πως η περίοδος αυτή αποτελεί την πιο θανατηφόρα από το 1992, τότε που ξεκίνησε να συγκεντρώνει δεδομένα για τους θανάτους δημοσιογράφων. Συγκεκριμένα, κάνει λόγο για το εικοσαήμερο που ακολούθησε την 7η Οκτώβρη, ως την πιο αιματηρή περίοδο για τους ρεπόρτερ που καλύπτουν μια σύγκρουση. Οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF), αναφέρουν πως πρόκειται για την πιο θανατηφόρα σύγκρουση για τους δημοσιογράφους από την αρχή του 21ου αιώνα, ξεπερνώντας τους πολέμους σε Ιράκ, Αφγανιστάν, Υεμένη, και Ουκρανία, με τους σιωνιστές να σκοτώνουν περισσότερους δημοσιογράφους μέσα σε λίγες εβδομάδες από όσους είχαν σκοτώσει σε ολόκληρη την περίοδο από το 2000 έως το 2022.
Τα παραδείγματα είναι πολλά, και όλα φανερώνουν πως οι θάνατοι δημοσιογράφων δεν αποτελούν «παράπλευρη απώλεια», δεν έγιναν τυχαία, δεν είναι απλά «έμμεσο χτύπημα». Αντίθετα, η καταστολή τους έχει ενταθεί καθώς για τους σιωνιστές η γενοκτονία πρέπει να γίνεται στο σκοτάδι, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Συνεπώς, δημοσιογράφοι, ρεπόρτερς, κάμεραμαν κ.λπ. γίνονται απευθείας στόχος, λογοκρίνονται, απαγάγονται, κακοποιούνται, βασανίζονται, δολοφονούνται.
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η δολοφονία του δημοσιογράφου και ανταποκριτή του χρηματοδοτούμενου από την Παλαιστινιακή Αρχή ραδιοτηλεοπτικού φορέα Palestine TV, Mohammed Abu Hatab, ο οποίος σκοτώθηκε μαζί με 11 μέλη της οικογένειάς του σε ισραηλινή αεροπορική επιδρομή στο σπίτι τους στο Χαν Γιουνίς, στη νότια Λωρίδα της Γάζας.
Αντίστοιχα, ο γνωστός δημοσιογράφος Bilal Jadallah σκοτώθηκε από ισραηλινή επίθεση που έπληξε απευθείας το αυτοκίνητό του την ώρα που προσπαθούσε να απομακρυνθεί από την πόλη της Γάζας μέσω της συνοικίας Ζεϊτούν το πρωί της 19ης Νοεμβρίου.
Πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η σύλληψη του ανεξάρτητου δημοσιογράφου Jeremy Loffredo από τις ισραηλινές αρχές, μόλις ο ίδιος δημοσίευσε έρευνά του που αποκάλυπτε εκτεταμένες ζημιές σε ισραηλινές στρατιωτικές βάσεις που χτυπήθηκαν από ιρανικούς πυραύλους κατά την επίθεσή τους την 1η Οκτώβρη, μετά τις δολοφονίες Χανίγια και Νασράλα. Ο Loffredo συνελήφθη μαζί με άλλους 3 ρεπόρτερ από τους σιωνιστές. Μάλιστα, ένας από αυτούς δημοσίευσε στο Χ (πρώην Twitter) πως τους ξυλοκόπησαν, τους έκλεισαν τα μάτια, τους σημάδευαν συνέχεια με
τα όπλα και τους πήραν τηλέφωνα, κάμερες και προσωπικά αντικείμενα. Η ισραηλινή αστυνομία άνοιξε έρευνα για τον Loffredo κατηγορώντας τον για «βοήθεια στον εχθρό σε καιρό πολέμου».
O Sherif Mansour, συντονιστής προγράμματος του CPJ για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, αναφέρει πως ο πόλεμος στη Γάζα είναι «η πιο επικίνδυνη κατάσταση για τους δημοσιογράφους που έχουμε δει ποτέ, και αυτά τα στοιχεία το δείχνουν ξεκάθαρα […] Mε κάθε δημοσιογράφο που σκοτώνεται, ο πόλεμος γίνεται πιο δύσκολο να καταγραφεί και να κατανοηθεί».
Την αγριότητα με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι στον Τύπο, συνοψίζει ανατριχιαστικά η δήλωση του Salman al-Bashir, ανταποκριτή της παλαιστινιακής τηλεόρασης, σε απευθείας μετάδοση, πως «είμαστε θύματα σε απευθείας σύνδεση» και πως «αυτά τα προστατευτικά μπουφάν και τα κράνη δεν μας προστατεύουν. Τίποτα δεν προστατεύει τους δημοσιογράφους».
Σκόπιμο «black out» από σιωνιστές και ΗΠΑ
Η εσκεμμένη στοχοποίηση δημοσιογράφων θεωρείται έγκλημα πολέμου από το Συμβούλιο της Ευρώπης — ένα από τα πολλά που έχει διαπράξει το Ισραήλ στη Γάζα των πλέον 43.000 νεκρών (ο αριθμός αφορά μέτρηση της 4ης Οκτώβρη, καθημερινά δυστυχώς πληθαίνει), στο Λίβανο των πάνω από 2.000 δολοφονημένων, κ.λπ.
Επιχειρείται από σιωνιστές και δυτικούς ιμπεριαλιστές ένα διττό «black out»: Από τη μία, οι ισραηλινές αρχές και ο στρατός απαγορεύουν στους ξένους δημοσιογράφους να μπουν στη Γάζα, τη Δ. Όχθη κ.λπ., ελέγχοντας όλες τις εισόδους. Εκβιάζουν όσους έχουν μείνει στη Γάζα ότι θα πεθάνουν αν δεν την εγκαταλείψουν. Δολοφονούν μεθοδικά, συστηματικά και κατά προτεραιότητα όσους επιμένουν να κάνουν τη δουλειά τους. Πιέζουν και απειλούν με τη ρετσινιά του «αντισημίτη» όλους τους δημοσιογράφους παγκόσμια, για να χρησιμοποιούν ως μοναδικές πηγές πληροφόρησης των εγκλημάτων στη Μέση Ανατολή, εκείνες του ισραηλινού στρατού και της κυβέρνησης Νετανιάχου. Σε άλλες περιπτώσεις, δολοφονούν στο ψαχνό.
Από την άλλη, οι δυτικοί ιμπεριαλιστές παίζουν πολύ καλά το παιχνίδι, και, σε συνεργασία με τα ΜΜΕξαπάτησης, χρησιμοποιούν συγκεκριμένη ορολογία, απαγορεύοντας λέξεις και φράσεις όπως «κλιμάκωση του πολέμου», «σταματήστε τον πόλεμο», «λευτεριά στην Παλαιστίνη», κ.λπ. Η προπαγάνδα τους δεν έχει όρια. Η απόλυτη δημοσιογραφική συσκότιση και σιωπή για τα εγκλήματα του ισραηλινού στρατού ενάντια στον αγωνιζόμενο παλαιστινιακό λαό, είναι ένα ακόμα όπλο για την επιχείρηση εξόντωσης των Παλαιστινίων. Είναι ελάχιστα πλέον τα μέσα (κυρίως οι ειδήσεις έρχονται από το Χ, που χρησιμοποιείται από όλο τον κόσμο), τα οποία κάνουν λόγο για «σιωνιστές». Και πολλά αυτά που κάνουν λόγο για «δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα», «τρομοκράτες της Χαμάς», κ.λπ.
Η συνενοχή των ΗΠΑ στις δολοφονίες δημοσιογράφων (και όλα τα υπόλοιπα εγκλήματα) του Ισραήλ είναι σαφής. Η Ουάσινγκτον έχει επανειλημμένα αρνηθεί να θέσει «κόκκινες γραμμές» στη στήριξή της προς το Τελ Αβίβ, που έχει πολιτικό αλλά και στρατιωτικό-εξοπλιστικό σκέλος. Την ίδια ημέρα που οι σιωνιστές δολοφόνησαν την οικογένεια του δημοσιογράφου Wael al-Dahdouh στη Νουσεϊράτ, όσο ο ίδιος μάλιστα βρισκόταν σε ζωντανή μετάδοση, το αμερικανικό μέσο Axios μετέδιδε πως ο αμερικανός ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν είχε πραγματοποιήσει παρέμβαση, όχι προς το Ισραήλ, αλλά προς το Κατάρ, ζητώντας από τον πρωθυπουργό της χώρας «να χαμηλώσει την ένταση της κάλυψης του Al Jazeera».
Και τα ελληνικά ΜΜΕξαπάτησης, παίζουν το ίδιο βρώμικο παιχνίδι. Μπαίνοντας στα «παπούτσια» των σιωνιστών και των δυτικών ιμπεριαλιστών,
προσπαθούν να χειραγωγήσουν την ίδια την πληροφόρηση. Δεν σκοτώνουν, αλλά «δολοφονούν» την αλήθεια. Μπορεί τους πρώτους δύο μήνες μετά την 7η Οκτώβρη, να αφιέρωναν πρωτοσέλιδα και βαρβάτους τίτλους στο λουτρό αίματος στη Γάζα — γι’ αυτούς το θέμα ήταν είδηση που πουλούσε. Ξαφνικά, ωστόσο, το θέμα καλύπτεται λακωνικά, σε τελευταίες σελίδες, και το λουτρό αίματος στη Γάζα αντικαθίσταται με το αίμα αποτρόπαιων εγκλημάτων στην Ελλάδα ή και ειδήσεις που κανένα νόημα δεν έχουν, αλλά πουλάνε. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά καθημερινά σε δελτία ειδήσεων και σε πλατό, καλούνται άσχετοι, υπουργοί, βουλευτές, πολιτικοί που είναι βουτηγμένοι στα σκάνδαλα και έχουν στα χέρια τους το αίμα του παλαιστινιακού λαού, να «ηθικολογήσουν» και να κουνήσουν το δάχτυλο για τους «τρομοκράτες της Χαμάς», για το «δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα», για «νεκρούς ισραηλινούς ομήρους»…
Ο λόγος προφανής: είναι πια τέτοια η έκταση των εγκλημάτων, τόσο έντονο το σοκ και η αποστροφή που προκαλούν παγκοσμίως, και τέτοια πια η αναποτελεσματικότητα των «επιχειρημάτων» και της προπαγάνδας του, που το Ισραήλ και οι απανταχού γης υποστηρικτές του κρίνουν προφανώς προτιμότερο για αυτούς να «ξεχαστεί» ο πόλεμός τους και να μην γίνεται καν λόγος για αυτόν σε καθημερινή βάση!
Κι όμως τα αρνούνται όλα
Αν το Ισραήλ επιμένει να ισχυρίζεται πως δεν στοχοποιεί δημοσιογράφους, θα πρέπει να απαντήσει γιατί καταφέρνει να σκοτώσει τόσους πολλούς και γιατί η πλειοψηφία τους σκοτώνεται σε άμεσα χτυπήματα. Θα πρέπει επίσης να απαντήσει γιατί δολοφονούσε δημοσιογράφους και σε περιόδους (σχετικής) ειρήνης. Για τη δολοφονία της δημοσιογράφου Shireen Abu Akleh τον Μάιο του 2022 δεν έχει βρεθεί κανείς κατηγορούμενος, κι ας γνωρίζουν οι πάντες πως ο θύτης ήταν σιωνιστής ελεύθερος σκοπευτής.
Το Ισραήλ είχε τότε μιλήσει αρχικά για βολή από παλαιστίνιους μαχητές, αλλάζοντας το αφήγημά του σε «λάθος» των στρατιωτών του, που στόχευαν ένοπλους παλαιστίνιους και χτύπησαν κατά λάθος τους δημοσιογράφους. Σύμφωνα όμως με τους αυτόπτες μάρτυρες και τα βίντεο από τη στιγμή της δολοφονίας, στην ομάδα δημοσιογράφων με την οποία δούλευε η Abu Akleh δεν βρίσκονταν ένοπλοι. Οι δημοσιογράφοι είχαν σαφή και ευδιάκριτη σήμανση της ταυτότητάς τους, ενώ έπειτα από τη βολή που πέτυχε στο κεφάλι την Abu Akleh, δέχτηκαν βολές και όσοι συνάδελφοί της προσπάθησαν να τη βοηθήσουν.
Η «ανεξάρτητη έρευνα» του ισραηλινού στρατού τέθηκε στο αρχείο ενώ οι ΗΠΑ, πολίτης των οποίων ήταν η δολοφονημένη δημοσιογράφος, αποφάσισαν να ανοίξουν έρευνα έξι ολόκληρους μήνες έπειτα από το γεγονός. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας δεν έχουν γίνει έκτοτε γνωστά.
Αν κάτι συνοψίζει πλήρως τη στάση των σιωνιστών απέναντι στους δημοσιογράφους που καλύπτουν μια γενοκτονία, είναι η φράση του εκπροσώπου του ισραηλινού στρατού Ραν Κοτσάβ, λίγες ώρες έπειτα από τη δολοφονία της Abu Akleh το 2022. Δικαιολογώντας τη δολοφονία στο Ραδιόφωνο του Στρατού, ο Κοτσάβ είχε σημειώσει πως οι δημοσιογράφοι ήταν «οπλισμένοι με κάμερες».
Οι κάμερες των παλαιστίνιων δημοσιογράφων είναι όντως τα (μοναδικά) όπλα τους. Και πλήττουν το Ισραήλ, όπως το πλήττει και η συνεχιζόμενη αντίσταση κι αγώνας του παλαιστινιακού λαού. Ως εκ τούτου, για το Ισραήλ, οι δημοσιογράφοι είναι στόχοι. Όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι οικογένειές τους. Κάθε δημοσιογράφος, κάθε φωτογράφος, κάθε ρεπόρτερ που σκοτώνουν οι σιωνιστές είναι τουλάχιστον ένα ρεπορτάζ, μια φωτογραφία, ένα βίντεο των εγκλημάτων τους που δεν θα δει ποτέ το φως της δημοσιότητας — ο θάνατος είναι (και εδώ) κέρδος.