Ο Mάης του 1968 (αφιέρωμα)

(A) ΤA ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ

Οι Φοιτητές

Οι σχολές της Ναντέρ βρίσκονταν ήδη πριν το Μάη του ’68 στο επίκεντρο των φοιτητικών κινητοποιήσεων για διάφορα ζητήματα, με πιο γνωστό ίσως τις «καταλήψεις» των εστιών των κοριτσιών από τα αγόρια, το σπάσιμο δηλαδή του διαχωρισμού των φύλων, που επέμεναν να διατηρούν οι πανεπιστημιακές αρχές. Σ’ αυτά τα επεισόδια σχεδόν ποτέ δεν επιχειρούνταν κάποιος συμβιβασμός ή επικοινωνία μεταξύ πρυτάνεων και φοιτητών, αλλά οι πρυτάνεις κατέφευγαν κατευθείαν στην αστυνομία, που αναλάμβανε δράση μέσα στο Πανεπιστήμιο. Στη Ναντέρ δρούσε μια δραστήρια ομάδα αναρχικών φοιτητών, συγκεντρωμένη γύρω από την ισχυρή προσωπικότητα του γαλλο-γερμανού φοιτητή Ντανιέλ Κον-Μπεντί, που αργότερα θα διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο.1

Στις 22/3 πραγματοποιήθηκε στη Ναντέρ μια συνάντηση κατά των συλλήψεων φοιτητών που διαδήλωναν ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι συλληφθέντες προέρχονταν από την «Εθνική Επιτροπή Βιετνάμ», στην οποία δρούσε και η ακροαριστερή τροτσκιστική οργάνωση JCR (Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα) του Αλέν Κριβίν. Η «Εθνική Επιτροπή Βιετνάμ» και ιδίως η JCR είχαν ιδιαίτερη επιτυχία στα Λύκεια, όπου είχαν στήσει της «Επιτροπές Δράσης Λυκείων» με πλούσια αντι-ιμπεριαλιστική δράση. Η συνάντηση στη Ναντέρ κατέληξε στην κατάληψη της Διοίκησης του Πανεπιστημίου και στο «κίνημα 22 Μάρτη», ένα είδος ανεπίσημου «γενικού επιτελείου» των ριζοσπαστών φοιτητών, αναρχικών και ακροαριστερών. Στις 28/3 ο πρύτανης, σε συνεννόηση με τον υπουργό Παιδείας Πεϊρεφίτ, ανέστειλε τα μαθήματα στη Ναντέρ και στις 2/5 έκλεισε το Πανεπιστήμιο.

Την Παρασκευή 3/5 φοιτητές της Ναντέρ συγκεντρώθηκαν στη Σορβόννη για να διαμαρτυρηθούν για το κλείσιμο των σχολών αλλά και την απειλή πειθαρχικών ποινών, που «κρέμονταν» πάνω από τον Κον-Μπεντί και άλλους φοιτητές. Χίλιοι πεντακόσιοι (!) αστυνομικοί εισέβαλλαν με αίτημα του πρύτανη και συνέλαβαν τους συγκεντρωμένους. Το επεισόδιο θα είχε λήξει εκεί, αν οι 2.000 συγκεντρωμένοι φοιτητές δεν αντιδρούσαν μαχητικά, ανάβοντας τη σπίθα του «Μάη»: Με βιβλία στο ένα χέρι και πέτρες στο άλλο μάχονταν επί έξι ώρες με την αστυνομία. Η πρυτανεία αποφάσισε να κλείσει και τη Σορβόννη, αλλά οι φοιτητές δεν σταμάτησαν εκεί: Την ίδια μέρα οργάνωσαν διαδήλωση στο κέντρο του Παρισιού, η οποία αντιμετωπίστηκε βίαια απ’ την αστυνομία, που επιτέθηκε με ρόπαλα και δακρυγόνα. Οι συγκρούσεις κράτησαν ως το βράδυ με περισσότερους από 100 τραυματίες. Σε μια πράξη αντεκδίκησης αλλά κυρίως με στόχο τον εκφοβισμό και την αποτροπή περαιτέρω κινητοποιήσεων, το δικαστήριο καταδίκασε τέσσερις φοιτητές με βαριές ποινές φυλάκισης, και επέβαλε σε άλλους χρηματικά πρόστιμα και ποινές με αναστολή. Έτσι διαμορφώθηκαν τα αιτήματα που έδωσαν πνοή στο φοιτητικό κίνημα που εξαπλώθηκε: «Ελευθερώστε τους συντρόφους μας!» και «Ανοίξτε τη Σορβόννη!».

Η UNEF (γαλλική ΕΦΕΕ) και η SNESup (το μεγαλύτερο σωματείο καθηγητών πανεπιστημίου, αποτελούμενο κυρίως από νεαρούς λέκτορες) κάλεσαν φοιτητές και καθηγητές σε απεργία και συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Καρτιέ Λατάν (Quartier Latin) το απόγευμα της Δευτέρας 6/5. Παρά την απαγόρευση κάθε διαδήλωσης από την αστυνομία, δέκα χιλιάδες φοιτητές άρχισαν να συγκεντρώνονται από το πρωί, αλλά το μεσημέρι, 3-4 ώρες πριν τη διαδήλωση, η αστυνομία επιτέθηκε στο συγκεντρωμένο πλήθος. Οι φοιτητές, παρά τις εκκλήσεις της UNEF για διάλυση της συγκέντρωσης, έστησαν οδοφράγματα και συγκρούονταν με τους αστυνομικούς ως αργά το βράδυ. Περίπου 600 φοιτητές και 450 αστυνομικοί τραυματίστηκαν, ενώ έγιναν 422 συλλήψεις. Την επομένη πραγματοποιήθηκε νέα διαδήλωση 30-40.000 φοιτητών, στην οποία συμμετείχαν και εκατοντάδες καθηγητές, με κυρίαρχα αιτήματα την αποχώρηση της αστυνομίας από το Καρτιέ Λατέν, την ακύρωση των συλλήψεων-δικών και το άνοιγμα των σχολών. Ακολούθησαν νέες συγκρούσεις που κράτησαν και πάλι ως αργά τη νύχτα. Δεκάδες χιλιάδες διαδήλωσαν και στις επαρχιακές πόλεις. Ακόμη μια διαδήλωση έγινε την Τετάρτη 8/5 δίχως επεισόδια, ενώ σε πολλά Λύκεια του Παρισιού δημιουργήθηκαν «Επιτροπές Δράσης Λυκείων».

Η Σορβόννη παρέμεινε κλειστή τις επόμενες δύο μέρες. Η UNEF κάλεσε νέα διαδήλωση το απόγευμα της Παρασκευής. Συμμετείχαν και πάλι 30.000 φοιτητές και (για πρώτη φορά) και περίπου 5.000 μαθητές. Οι διαδηλωτές έστησαν δεκάδες οδοφράγματα και η αστυνομία επιτέθηκε τελικά στις 2 η ώρα το πρωί του Σαββάτου. Στις συγκρούσεις που κράτησαν ως τις 6 το πρωί η αστυνομία χρησιμοποίησε για πρώτη φορά εκτός από δακρυγόνα, παραλυτικά, δηλητηριώδη αέρια και χειροβομβίδες κρότου-λάμψης. Οι φοιτητές απάντησαν με πέτρες και μολότοφ. Οι συλλήψεις και οι ξυλοδαρμοί από μεριάς της αστυνομίας πήραν εντελώς αδιάκριτο χαρακτήρα, με τελικό απολογισμό 188 κατεστραμμένα αυτοκίνητα, 468 συλλήψεις και 367 τραυματίες (μονάχα αυτοί που οδηγήθηκαν στα νοσοκομεία), εκ των οποίων οι 251 αστυνομικοί. Η κορυφαία στιγμή της υπεράσπισης των οδοφραγμάτων έλαβε χώρα στην οδό Γκαΐ-Λυσάκ, στην οποία έλαμψαν δια της απουσίας τους τόσο οι μαοϊκοί του γαλλικού Κ.Κ. (μ-λ) όσο και οι τροτσκιστές της FER, όχι όμως και της JCR. Το Σάββατο 11/5 καταλαμβάνονται σχολές στη Ναντέρ, στο Στρασβούργο, στο Μπορντό, στη Ρεν και τμήμα της Σορβόννης. Η τελευταία εκκενώνεται από την αστυνομία αλλά ανακαταλαμβάνεται τη Δευτέρα.

Οι καταλήψεις αποτέλεσαν το κέντρο του φοιτητικού κινήματος, το χώρο στον οποίο χιλιάδες φοιτητές βρίσκονταν καθημερινά, συζητούσαν για τις κινητοποιήσεις, αντάλλασσαν εμπειρίες, πραγματοποιούσαν συνελεύσεις και συζητήσεις ως το πρωί. Μέσα στις καταλήψεις η καταπιεσμένη δημιουργικότητα των φοιτητών μπόρεσε να εκφραστεί: Συνθήματα και αφίσες με πολιτικά, καυστικά και ευρηματικά σχόλια και συνθήματα κάλυψαν τους τοίχους, αμφιθέατρα μετονομάστηκαν για να συνδεθούν με τους αγώνες, επιτροπές κάθε λογής δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες των φοιτητών και του αγώνα, προτάσεις για μια καλύτερη παιδεία και κοινωνία τυπώνονταν και μοιράζονταν από σχολή σε σχολή.

Οι Εργάτες

Από την αρχή των κινητοποιήσεών τους, οι φοιτητές καλούσαν τους γάλλους εργάτες σε απεργία και εξέγερση. Μετά από κάλεσμα της UNEF τα γαλλικά συνδικάτα (CGT, CFDT, FO) αναγκάστηκαν να προκηρύξουν απεργία, ενώ ως τότε καταδίκαζαν ανοιχτά τις φοιτητικές κινητοποιήσεις. Στην απεργία της 13ης Μάη διαδήλωσαν 700.000 στο κέντρο του Παρισιού. Ακολούθησε μπαράζ απεργιών και καταλήψεων εργοστασίων και χώρων εργασίας. Την Τρίτη 14/5 πραγματοποιήθηκε απεργία και κατάληψη στο εργοστάσιο «Sud Aviation» στη Νάντη, και ακολούθησαν η Ρενό (σε Κλιόν, Φλιν, Μαν, Μπιγιανκούρ), τα ναυπηγεία «France-Gironde» (Μπορντό) και δεκάδες άλλα εργοστάσια σε άλλες πόλεις (Σιτροέν, Πεζό, κλπ). Από την Παρασκευή 17/5 η απεργία εξαπλώθηκε και στο Δημόσιο τομέα, με τους ταχυδρομικούς υπαλλήλους, τους σιδηροδρομικούς, τους εργαζόμενους στις αεροπορικές εταιρίες κλπ. Ως την Κυριακή 19/5 η απεργία είχε πάρει «ντε φάκτο» καθολικό χαρακτήρα, με περίπου 9-10 εκατομμύρια απεργούς, σε ένα σύνολο 14 εκατ. εργαζομένων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το απεργιακό κύμα εξαπλώθηκε δίχως τη βοήθεια των συνδικάτων, ιδίως της CGT (εργατική συνομοσπονδία του ΚΚΓ). Οι απεργοί με δική τους πρωτοβουλία έστελναν αντιπροσώπους στα γειτονικά εργοστάσια για την εξάπλωση της απεργίας. Οι ηγεσίες των συνδικάτων βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια κατάσταση, που σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσαν. Η Γαλλία έμεινε δίχως παραγωγή, ενώ μέχρι και οι εργάτες γης και οι αγρότες προχωρούσαν σε μπλόκα δρόμων και διαδηλώσεις.

Πολύ παραπάνω από μια απεργία

Οι καταλήψεις των εργοστασίων έδωσαν στο κίνημα χαρακτήρα πολύ ευρύτερο από μια απλή απεργία. Σε κάθε εργοστάσιο στήθηκαν απεργιακές επιτροπές που φρόντιζαν για το φαγητό, τον ύπνο, την περιφρούρηση, την προπαγάνδα, τη διαμόρφωση των χώρων, ακόμη και για την ψυχαγωγία των παιδιών και των οικογενειών. Συχνά η συζήτηση στις απεργιακές επιτροπές έφτασε στο να καταρτιστούν σχέδια για την εφεξής συμμετοχή των εργατών στη διοίκηση του εργοστασίου, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση της Νάντης. Οι εργάτες και οι εργάτριες, μαζί με φοιτητές, μαθητές γυναίκες έλεγχαν όλες τις εισόδους και εξόδους της πόλης, κατέλαβαν τα δημόσια κτίρια, υποχρέωσαν τα μαγαζιά (όσα δεν έκλεισαν) να πουλάνε τρόφιμα σε χαμηλές τιμές, ανέλαβαν τον επισιτισμό, βοηθούσαν τους αγρότες στη συγκομιδή, καθόρισαν δωρεάν ποσότητες γάλακτος και ψωμιού που επιδίδονταν στις φτωχές οικογένειες κλπ. Το αποτέλεσμα στον τομέα του επισιτισμού ήταν μια μείωση των τιμών βασικών προϊόντων από 40% έως και 80%. Αυτό το πείραμα αυτοδιαχείρισης στην πόλη έληξε από μόνο του (λόγω των εθνικών εξελίξεων) στις 1-2 Ιούνη.

Ο «Μάης» ξεπέρασε τελικά τον στενά φοιτητικό και νεολαιίστικο χαρακτήρα του. Οι φοιτητές και οι μαθητές ενώθηκαν στην πράξη με τους εργάτες. Παρότι δεν δημιουργήθηκαν μικτές επιτροπές εργατών-φοιτητών (υπήρξε όμως τουλάχιστον μία περίπτωση όπου επισημοποιήθηκε η παρουσία φοιτητών σε εργατική επιτροπή και το αντίστροφο) οι φοιτητές προσκαλούσαν τους εργάτες ως ομιλητές στα πανεπιστήμια και οι εργάτες, μετά από έναν αρχικό δισταγμό (τον οποίο προκαλούσαν ουσιαστικά οι ηγεσίες τους και το ΚΚΓ), άνοιγαν τις πόρτες των εργοστασίων για τους φοιτητές που προσέφεραν βοήθεια στις περιφρουρήσεις κλπ.

Η κυβέρνηση

Είναι φανερό ότι κατά τη διάρκεια του κινήματος η κυβέρνηση έπαψε να πατά γερά στα πόδια της. Εξαρχής δεν ήταν προετοιμασμένη για μεγάλες φοιτητικές κινητοποιήσεις, πόσο μάλλον για Γενική Απεργία και καταλήψεις εργοστασίων. Φαινόμενα της κυβερνητικής κρίσης ήταν η μη ακύρωση της επίσκεψης του προέδρου Ντε Γκολ στη Ρουμανία, οι διαφωνίες του τελευταίου με τον πρωθυπουργό Πομπιντού, η προσπάθεια για δημοψήφισμα «εμπιστοσύνης» στην κυβέρνηση που εγκαταλείφθηκε (κρίθηκε αντισυνταγματικό), η ασυμφωνία για την παραίτηση του Ντε Γκολ ή όλης της κυβέρνησης κλπ. Η γενική απεργία, η συνέχιση των φοιτητικών καταλήψεων, οι σχεδόν καθημερινές διαδηλώσεις και η κυβερνητική κρίση έθεσαν «ζήτημα» εξουσίας στη Γαλλία. Στις διαδηλώσεις κυριαρχούσαν συνθήματα όπως «Ντε Γκολ παραιτήσου», «λαϊκή κυβέρνηση», «λαϊκή εξουσία» και άλλα παρόμοια.

Με ένα μικρό «διάλειμμα» 2-3 ημερών, η κυβέρνηση εξαρχής κατέφυγε στο μοναδικό σίγουρο όπλο της, την αστυνομία και τα δικαστήρια. Ουσιαστικά έδωσε «λευκή επιταγή» στην αστυνομία να ασκήσει όση βία απαιτούνταν για να καταστείλει τις φοιτητικές κινητοποιήσεις και τις καταλήψεις εργοστασίων. Εξ ου και ο παροξυσμός της αστυνομίας, που οδήγησε και σε αρκετούς θανάτους: Ένας αστυνομικός πέθανε από ανακοπή (η αρχική εκδοχή ήταν ότι χτυπήθηκε από φορτηγό), ένας μαθητής πνίγηκε στο Σηκουάνα ενώ κυνηγούνταν από αστυνομικούς, δύο εργάτες της Πεζό σκοτώθηκαν στο εργοστάσιό τους επίσης κυνηγημένοι από αστυνομικούς, ένας νεολαίος δολοφονήθηκε στα οδοφράγματα.2

Μια προσωρινή αλλαγή στη στάση της κυβέρνησης πραγματοποιήθηκε όταν ο πρωθυπουργός Πομπιντού ενέδωσε σε όλα τα αιτήματα των φοιτητών και αντικατέστησε τους υπουργούς που ήταν «κόκκινα πανιά» για το κίνημα. Μόλις όμως αποδείχτηκε ότι οι παραχωρήσεις στους φοιτητές δεν μπορούσαν να ανακόψουν το κίνημα, η κυβέρνηση κατέφυγε και πάλι στην αστυνομία, σε συνδυασμό όμως με την προσπάθεια να απομονωθούν οι ακροαριστεροί και οι αναρχικοί και να διασπαστούν οι φοιτητές από τους εργάτες. Έτσι απαγορεύτηκε η είσοδος στη χώρα του Κον-Μπεντί, ο οποίος είχε πάει στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα στήθηκαν «ανοιχτές γραμμές» επικοινωνίας της κυβέρνησης με τους εργοδότες, το στρατό και τα συνδικάτα.

Η κυβέρνηση έκρινε σωστά, υπολογίζοντας στην απροθυμία του ΚΚΓ και της CGT να προχωρήσουν πέρα από τα οικονομικά αιτήματα, να προτάξουν δηλαδή το ζήτημα της εξουσίας που έμπαινε από το κίνημα. Οι τελευταίοι επίσης ανέλαβαν θερμά το διαχωρισμό των φοιτητών από τους εργάτες και την απομόνωση της άκρας αριστεράς. Ο ρόλος τους προκάλεσε τέτοια κατακραυγή που δύο ηγετικά στελέχη αποχώρησαν από το ΚΚΓ κατά τη διάρκεια του κινήματος. Οι εργοδότες συγκατένευσαν σε μεγάλες οικονομικές παραχωρήσεις. Ο στρατός πήρε θέσεις έξω από το Παρίσι και ήταν έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο, ενώ προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 23 και 30 Μάη. Αυτοί οι χειρισμοί της κυβέρνησης και η πλήρης σύμπραξη της CGT και του ΚΚΓ διαμόρφωσαν την νέα κατάσταση με την οποία ήρθε αντιμέτωπο το κίνημα.

Η τελευταία μάχη και τα παζάρια της οδού Γκρενέλ

Την Παρασκευή 24/5, ανήμερα των συζητήσεων κυβέρνησης-εργοδοτών-συνδικάτων, πραγματοποιήθηκε άλλη μια μεγάλη διαδήλωση στο Παρίσι. Η CGT κράτησε την υπόσχεσή της και οργάνωσε ξεχωριστή συγκέντρωση από τους φοιτητές (οι άλλες εργατικές οργανώσεις συμμετείχαν κανονικά). Η βία κλιμακώθηκε, με τους επίσημους -μάλλον πολύ συντηρητικούς- υπολογισμούς να κάνουν λόγο για 800 συλλήψεις και 500 τραυματίες.

Το επόμενο Σαββατοκύριακο στο κτίριο του υπουργείου Εργασίας στην οδό Γκρενέλ, πραγματοποιήθηκαν οι συναντήσεις που κατέληξαν σε ένα γενικό σύμφωνο, με στόχο τη λήξη των εργατικών κινητοποιήσεων, που ικανοποιούσε ουσιαστικά αιτήματα δεκαετιών του εργατικού κινήματος στη Γαλλία: Αύξηση κατά 35% του βασικού μισθού, γενική αύξηση 10% σε δύο δόσεις, καλύτερο ωράριο, πληρωμή του 50% των ημερομισθίων που χάνονται λόγω απεργιών, υποσχέσεις για αυξημένες αρμοδιότητες και συμμετοχή των σωματείων στις επιχειρήσεις κλπ. Αυτά αφορούσαν τον ιδιωτικό τομέα. Για το Δημόσιο θα ακολουθούσαν συναντήσεις σε ορυχεία, ενέργεια, ταχυδρομεία, σιδηρόδρομους κλπ. Οι συμφωνίες έπρεπε να επικυρωθούν από τα σωματεία σε κάθε εργοστάσιο. Εκεί οι εργάτες γιούχαραν τους συνδικαλιστές της CGT και απέρριψαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία τις συμφωνίες της Γκρενέλ. Η απεργία συνεχίστηκε παντού για άλλη μια βδομάδα. Η απόρριψη των συμφωνιών έβαζε επιτακτικά το ζήτημα της εξουσίας: Αφού οι εργάτες δεν ήθελαν μόνο οικονομικές παραχωρήσεις, τότε τι;

Όμως το κίνημα δεν είχε την ηγεσία που θα το οδηγούσε στην κατάληψη της εξουσίας. Το ΚΚΓ ήταν βαθιά ριζωμένο στην εργατική τάξη, οι ακροαριστερές οργανώσεις είχαν μικρή δύναμη και οι προτάσεις των ρεφορμιστών για «δημοκρατική ενότητα» ή μια κυβέρνηση υπό τον Μεντέζ-Φρανς (παλιός αστός πολιτικός) έμεναν αναπάντητες και δημιουργούσαν σύγχυση, με τις εκλογές να πλησιάζουν. Η κίνηση-ματ έγινε από τον Ντε Γκολ, στον λόγο τους στις 30/5, όπου αξιοποιώντας τις πολιτικές αδυναμίες του κινήματος και την έλλειψη επαναστατικής ηγεσίας, για να τρομοκρατήσει και να πολώσει το κλίμα, μίλησε για «ολοκληρωτικό κομμουνισμό». Προχώρησε στην οργάνωση διαδηλώσεων υπέρ του καθεστώτος, όπου μισό εκατομμύριο που ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους τις προηγούμενες μέρες, διαδήλωσαν στο Παρίσι υπέρ του Ντε Γκολ και της επιστροφής στην τάξη.

Η γαλλική αστυνομία ανέλαβε το έργο της εκκένωσης των εργοστασίων, ακόμη και με χρήση όπλων, προκαλώντας πολλές αυθόρμητες εξεγέρσεις. Οι εργάτες, μαζί με φοιτητές και μαθητές που είχαν πάει στα εργοστάσια, προέβαλλαν σθεναρή αντίσταση. Η κυβέρνηση απαγόρευσε κάθε διαδήλωση και έθεσε εκτός νόμου τις τροτσκιστικές και μαοϊκές ακροαριστερές οργανώσεις, το «κίνημα 22 Μάρτη» και άλλες. Τα μέσα ενημέρωσης γεμίζουν με εκκλήσεις για μετριοπάθεια και επιστροφή στη δουλειά και τις εξετάσεις.

Στις 10 Ιούνη, όταν ξεκίνησε και επίσημα η καμπάνια για τις εκλογές, υπήρχαν ακόμη πάνω από ένα εκατομμύριο απεργοί. Η κατάληψη στη Ρενό έληξε στις 18/6 και στη Σιτροέν στις 24/6 – μία μέρα μετά την πρώτη ψηφοφορία. Η συμμετοχή στις εκλογές έφτασε το 80,01% (από 80,93% το 1967) και 77,83% στον α΄ και β΄ γύρο αντίστοιχα. Αυτό ήταν αποτέλεσμα τόσο της συσπείρωσης των συντηρητικών, όσο και της μεγάλης αποχής ψηφοφόρων του ΚΚΓ. Το τελευταίο έπεσε σε ψήφους σε όλες ανεξαιρέτως τις περιφέρειες. Εθνικά έπεσε κατά 2,5%, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι στην περιφέρεια του γενικού γραμματέα του, Βαλντέκ Ροσέ, έπεσε κατά 5%. Έτσι ο Ντε Γκολ κέρδισε άνετα τις εκλογές, η κατάσταση ομαλοποιήθηκε και απομακρύνθηκε η πιθανότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Γαλλία.

Σημειώσεις
1. Ας σημειωθεί ότι ο Κον-Μπεντί εκλέχτηκε το 1994 και το 1999 ευρωβουλευτής με το γερμανικό και γαλλικό κόμμα των «Πρασίνων» αντίστοιχα. Το 2005 ήταν θερμός υποστηρικτής του αντιδραστικού Ευρωσυντάγματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Ο νεολαίος σκοτώθηκε από θραύσμα χειροβομβίδας της αστυνομίας, όπως αποδείχτηκε μετά το τέλος του κινήματος. Η επίσημη εκδοχή ως τότε ήταν ότι είχε μαχαιρωθεί.

(B) Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Φοιτητική έκρηξη στις ΗΠΑ

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 η άνοδος του κινήματος των μαύρων και οι επιπτώσεις του πολέμου στο Βιετνάμ συνέβαλαν αποφασιστικά στη ριζοσπαστικοποίηση της αμερικανικής νεολαίας, ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια. Η ανοιχτή εμπλοκή των ιδρυμάτων στον βρώμικο πόλεμο στην Ινδοκίνα και οι προσπάθειες στρατιωτικοποίησης της νεολαίας οδήγησαν σε μαχητικές κινητοποιήσεις, που στο διάστημα 1968-70 πήραν το χαρακτήρα φοιτητικής εξέγερσης. Τον Απρίλη του 1968 οι φοιτητές κατέλαβαν το πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Ν. Υόρκη, η διοίκηση του οποίου πρωταγωνιστούσε στην πολεμική εμπλοκή και στη λήψη αυταρχικών μέτρων κατά των φοιτητών. Η κατάληψη συνοδεύτηκε από δυναμικές ενέργειες κατά των κέντρων κατάταξης στο στρατό που λειτουργούσαν μέσα στο χώρο του πανεπιστημίου. Οι φοιτητές πάλεψαν ενάντια στις ρατσιστικές διακρίσεις της διοίκησης και αμφισβήτησαν ανοιχτά το ρόλο του αστικού εκπαιδευτικού μηχανισμού. Η κατάληψη κράτησε 2 μήνες και διαλύθηκε με βάρβαρη καταστολή από δυνάμεις της αστυνομίας και της εθνοφυλακής.

Το Μάη του 1968 οι φοιτητές κατέλαβαν το πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια, με αντιπολεμικά και αντιρατσιστικά αιτήματα δηλώνοντας συμπαράσταση στους Γάλλους φοιτητές. Στις 15 Μάη η αστυνομία εισέβαλε στο πανεπιστήμιο και πυροβόλησε τους άοπλους φοιτητές, τραυματίζοντας πολλές δεκάδες. Ωστόσο η αναταραχή στο πανεπιστήμιο διήρκεσε αρκετούς μήνες ακόμα, αναγκάζοντας τη διοίκηση να ικανοποιήσει πολλά φοιτητικά αιτήματα και οδηγώντας σε παραίτηση του πρύτανη. Το παράδειγμα του Μπέρκλεϊ ακολούθησαν οι φοιτητές σε πολλά πανεπιστήμια. Το 1970, μετά την εισβολή του αμερικανικού στρατού στην Καμπότζη, η φοιτητική εξέγερση κλιμακώθηκε. Στις 2 Μάη οι φοιτητές στο πανεπιστήμιο Κεντ Στέιτ στο Οχάιο έκαψαν το κέντρο στρατολογίας. Στις 4 Μάη η εθνοφυλακή άνοιξε πυρ και σκότωσε τέσσερις φοιτητές, ενώ ένας ακόμα έμεινε παράλυτος για όλη του τη ζωή. Ανάλογα ήταν τα επεισόδια στο πανεπιστήμιο Τζάκσον του Μισισσίπι, όπου σκοτώθηκαν δύο μαύροι διαδηλωτές. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας έκλεισαν 350 πανεπιστήμια και 536 σχολεία.
Ωστόσο το μαχητικό φοιτητικό κίνημα δεν μπόρεσε να πυροδοτήσει ανάλογους εργατικούς αγώνες και τελικά λύγισε κάτω από το βάρος μιας συστηματικά οργανωμένης εκστρατείας από το σύνολο των δυνάμεων της αντίδρασης. Η βάρβαρη καταστολή, σε συνδυασμό με την κατασυκοφάντηση των φοιτητών αλλά και τον οικονομικό στραγγαλισμό των πανεπιστημίων οδήγησε σε υποχώρηση των κινητοποιήσεων, που όμως για πολλά χρόνια άφησαν το στίγμα τους στην αμερικανική κοινωνία.

Σφαγή στο Μεξικό

Στο Μεξικό η ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας και οι μαζικοί λαϊκοί αγώνες της εποχής εμπνέονταν από την κουβανέζικη επανάσταση και την άνοδο των κινημάτων που επέφερε σε όλη τη Λατινική Αμερική. Είχαν όμως να αντιμετωπίσουν ένα κτηνώδες καθεστώς σε μια χώρα που, ως «αυλή» των ΗΠΑ, είχε κάτι παραπάνω από ζωτική σημασία για τον ιμπεριαλισμό. Το καλοκαίρι του 1968 οι μαζικοί αγώνες των φοιτητών αντιμετωπίστηκαν με χημικά και εκατοντάδες συλλήψεις, καθώς η λαμπερή βιτρίνα των ολυμπιακών αγώνων που θα άρχιζαν τον Οκτώβρη στην Πόλη του Μεξικού δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να ραγίσει. Στο τέλος Ιούλη, κατειλημμένες σχολές εκκενώθηκαν από το στρατό, που χρησιμοποίησε ακόμα και μπαζούκας! Οι φυλακές γέμισαν με χιλιάδες αγωνιστές. Όμως οι φοιτητές δεν σταμάτησαν τις καταλήψεις και συγκρότησαν το Εθνικό Απεργιακό Συμβούλιο, απαιτώντας την παραίτηση της ηγεσίας της αστυνομίας, τη διάλυση των ειδικών δυνάμεων και την άμεση απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων. Τον Αύγουστο ο αγώνας κλιμακώθηκε με μαζικές διαδηλώσεις στο κέντρο της Πόλης του Μεξικού και οι φοιτητές πέτυχαν να πάρουν με το μέρος τους πολλούς εργαζόμενους. Στις 28 Αυγούστου, κατά τη διάρκεια νέων συγκρούσεων των φοιτητών με το στρατό και την αστυνομία, οι κάτοικοι των κτηρίων του κέντρου της πόλης πετούσαν στις δυνάμεις καταστολής μπουκάλια, πέτρες και ξύλα. Στις 13 Σεπτέμβρη 500.000 άνθρωποι κατέβηκαν στο δρόμο. Πέντε μέρες αργότερα ο στρατός εισέβαλε στο πανεπιστήμιο και συνέλαβε εκατοντάδες φοιτητές και καθηγητές. Οι συγκρούσεις εξαπλώθηκαν σε όλη την πόλη με δεκάδες νεκρούς. Στο τέλος του μήνα ο στρατός αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το πανεπιστήμιο, ωστόσο οι φοιτητές κάλεσαν το λαό σε συνέχιση του αγώνα και σε νέα μεγάλη διαδήλωση στην περιοχή του Τλατελόλκο στις 2 Οκτώβρη. Η κυβέρνηση όμως ήταν αποφασισμένη να πνίξει στο αίμα το κίνημα, καθώς η μέρα της τελετής έναρξης των αγώνων πλησίαζε. Στρατός, ελικόπτερα και ελεύθεροι σκοπευτές δολοφόνησαν χιλιάδες ανθρώπους εκείνη τη μέρα, σε ένα από τα φρικιαστικότερα εγκλήματα των τελευταίων δεκαετιών. Λίγες μέρες αργότερα, «θριάμβευσαν» τα ολυμπιακά «ιδεώδη», σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Η γερμανική νεολαία στο προσκήνιο

Στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία το εργατικό κίνημα δεν είχε συνέλθει από τα καταστροφικά χτυπήματα που είχε δεχθεί από το ναζισμό και τον πόλεμο. Όμως η παγκόσμια φοιτητική έκρηξη της δεκαετίας του ’60 θα εκδηλωνόταν και εκεί με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Στις 2 Ιούνη 1967, οι φοιτητές οργάνωσαν μαζικές εκδηλώσεις ενάντια στην επίσκεψη του σάχη της Περσίας στο Βερολίνο, διαμαρτυρόμενοι για τα βασανιστήρια που χρησιμοποιούσε το βάρβαρο περσικό καθεστώς. Ο φοιτητής Μπένο Όχνεσοργκ δολοφονήθηκε από τον αστυνομικό Κούρας, ο οποίος αργότερα αθωώθηκε από το δικαστήριο. Ο θάνατος του φοιτητή πυροδότησε μαζικές διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη Γερμανία. Στην ηγεσία του κινήματος αναδείχθηκε η ριζοσπαστική Συνομοσπονδία Σοσιαλιστών Φοιτητών, αυξάνοντας ραγδαία τα μέλη της, με επικεφαλής τον Ρούντι Ντούτσκε. Χαρισματικός ρήτορας, ο Ντούτσκε επιβαλλόταν με ευκολία στις συνελεύσεις και αναμετρήθηκε με τους επιφανείς διανοούμενους της «επίσημης» αριστεράς, όπως οι Μαρκούζε και Χάμπερμας, που τον κατηγορούσαν για «αριστερό φασισμό».
Για να αντιμετωπίσει τη ραγδαία άνοδο του κινήματος, η αστική αντίδραση εξαπέλυσε μια οργανωμένη εκστρατεία τρομοκράτησης και συκοφάντησης των φοιτητών, με βασικό εκφραστή τη σκανδαλοθηρική φυλλάδα «Μπιλντ». Στις 12 Απρίλη 1968, ένας «αγανακτισμένος πολίτης», ο Γιόζεφ Μπάχμαν, φώναξε στον Ντούτσκε «Κομμουνιστικό γουρούνι!» και τον πυροβόλησε τρεις φορές. Οι φοιτητές απάντησαν με επίθεση στα κεντρικά γραφεία της Μπιλντ και πυρπόλησαν τα φορτηγά διανομής της. Ο Ντούτσκε έμεινε ανάπηρος και χρειάστηκε να ξαναμάθει να μιλάει από την αρχή. Λόγω της εγκληματικής απόπειρας, υπέφερε από συχνές κρίσεις επιληψίας και το 1979 πνίγηκε στην μπανιέρα του σπιτιού του. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα απέτυχε να συνδεθεί με τους εργατικούς αγώνες και τελικά εκφυλίστηκε. Πολλοί από τους ηγέτες του επέλεξαν το δρόμο της ατομικής τρομοκρατίας, με τη «Φράξια Κόκκινος Στρατός», ενώ άλλοι, όπως ο μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ, προσχώρησαν στο αστικό στρατόπεδο.

Ανατρεπτικοί αγώνες στην Ιταλία

Στην Ιταλία, χώρα με παράδοση στο εργατικό κίνημα, οι αγώνες της δεκαετίας του ’60 τροφοδοτήθηκαν από την εξαθλίωση των μαζών στον καθυστερημένο νότο και τη μαζική εσωτερική μετανάστευση προς τα βιομηχανικά κέντρα του βορρά. Οι εσωτερικοί μετανάστες ήταν κυρίως νέοι σε ηλικία και σχετικά ανεπηρέαστοι από τις ήττες του παρελθόντος και την κυριαρχία του ρεφορμισμού του ιταλικού ΚΚ και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Έτσι ήταν σχετικά εύκολο να συνδεθούν με το ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα. Στις αρχές του 1968 οι φοιτητές προχώρησαν σε μαζικές καταλήψεις σχολών αλλά και ανοιχτή πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση με τις ρεφορμιστικές ηγεσίες. Όπως και στη Γερμανία, το κίνημα δέχτηκε τα πυρά των «ρεαλιστών» διανοουμένων, που κατηγορούσαν τους φοιτητές για «παλιμπαιδισμό». Αντίθετη άποψη είχαν οι πρωτοπόροι βιομηχανικοί εργάτες, που σχημάτισαν τις Ενιαίες Επιτροπές Βάσης, σε πλήρη ρήξη με τα επίσημα συνδικάτα. Την 1η Μάρτη 1968 4.000 φοιτητές οργάνωσαν διαδήλωση προς τη σχολή της Αρχιτεκτονικής. Στην περιοχή της Βάλε Τζούλια είχε στήσει την ενέδρα της η αστυνομία. Απολογισμός της σύγκρουσης, που εξελίχθηκε σε κανονικό ανταρτοπόλεμο ανάλογο με τη «νύχτα των οδοφραγμάτων» του Παρισιού, ήταν περισσότεροι από 600 τραυματίες. Οι κρατικές δυνάμεις καταστολής δεν έφταναν πλέον και η κυβέρνηση εξαπέλυσε τις νεοφασιστικές συμμορίες ενάντια στο κίνημα. Έτσι εγκαινιάστηκε μια μακρά περίοδος αναταραχής, που κορυφώθηκε με τη γενική απεργία του Σεπτέμβρη 1969. Ωστόσο, το ιταλικό κίνημα δεν μπόρεσε να σχηματίσει μια στέρεη επαναστατική ηγεσία, που θα του επέτρεπε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προβοκάτσιες της κυβέρνησης και του παρακράτους, όπως η πολύνεκρη έκρηξη στην Πιάτσα Φοντάνα του Μιλάνου το Δεκέμβρη του 1969. Τα επόμενα χρόνια οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς και οι εργατικές επιτροπές βάσης είτε λύγισαν από την καταστολή είτε ενσωματώθηκαν στην «επίσημη» αριστερά και μεγάλο μέρος του δυναμικού τους πήρε τον αδιέξοδο δρόμο της ατομικής τρομοκρατίας μέσα από τις γραμμές των «Ερυθρών Ταξιαρχιών».

Η Άνοιξη της Πράγας

Στον κύκλο των γεγονότων της παγκόσμιας επαναστατικής ανόδου του 1968 εντάσσεται και η Άνοιξη της Πράγας. Οι αγώνες των εργαζομένων και της νεολαίας της Τσεχοσλοβακίας εκείνη την περίοδο αποτέλεσαν τη συνέχεια μιας σειράς πολιτικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων που είχαν εκδηλωθεί μεταπολεμικά στην ανατολική Ευρώπη, με κορυφαία την ουγγρική επανάσταση του 1956, και στρέφονταν ενάντια στην εξουσία της σταλινικής γραφειοκρατίας των χωρών αυτών και της Σοβιετικής Ένωσης. Στην Τσεχοσλοβακία υπήρχε η ιδιαιτερότητα ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε την εξουσία βασισμένο στις λόγχες του Κόκκινου Στρατού μετά τη νίκη του τελευταίου κατά των ναζί, αλλά ως αποτέλεσμα της λαϊκής εξέγερσης του 1947-48, καθώς αρχικά η συμφωνία της Γιάλτας μεταξύ του Στάλιν και των αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών προέβλεπε ότι η Τσεχοσλοβακία θα ήταν «ουδέτερη». Επίσης, η Τσεχοσλοβακία ήταν η πιο αναπτυγμένη βιομηχανικά και οικονομικά από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και το προλεταριάτο της είχε αρκετά υψηλό βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο και σημαντικές αγωνιστικές παραδόσεις. Παράλληλα, η νεολαία αξιοποίησε τις κατακτήσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης όσον αφορά τα δικαιώματα στη μόρφωση και τη δουλειά και εισήλθε δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 φοιτητές και διανοούμενοι αμφισβήτησαν τον ασφυκτικό έλεγχο της γραφειοκρατίας στην πνευματική και ιδεολογική παραγωγή και πέτυχαν να σπάσουν τη λογοκρισία που είχε επιβάλει το σταλινικό καθεστώς του Νοβότνι. Μέσα στο κλίμα αυτό, μια μερίδα  στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος με επικεφαλής τον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ απέκτησαν σημαντικό λαϊκό έρεισμα και επεδίωκαν την αλλαγή της κομματικής και κρατικής πολιτικής με στόχο έναν «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Στις 31 Οκτώβρη 1967 οι φοιτητές οργάνωσαν διαμαρτυρίες ζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στις φοιτητικές εστίες. Το καθεστώς απάντησε με βίαια μέτρα καταστολής, που όμως προκάλεσαν τη λαϊκή κατακραυγή και ακόμα πιο μαζικές κινητοποιήσεις. Οι συσχετισμοί στο εσωτερικό του κόμματος ανατράπηκαν σε βάρος της σταλινικής πτέρυγας και ο Νοβότνι, αδυνατώντας να ελέγξει την κατάσταση, αναγκάστηκε να παραιτηθεί και αντικαταστάθηκε από τον Ντούμπτσεκ. Τον Απρίλη του 1968 η νέα κυβέρνηση παρουσίασε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμά της που όμως, κάτω και από το φόβο της σοβιετικής επέμβασης, ήταν εξαιρετικά μετριοπαθές και αρκετά πίσω από τις διεκδικήσεις του λαϊκού κινήματος. Οι εργάτες είχαν ταχθεί με το μέρος των φοιτητών και δεν ικανοποιούνταν απλά με την αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών, αλλά διεκδικούσαν τον έλεγχο της παραγωγής και της οικονομίας, αυτό δηλαδή που τους είχαν στερήσει οι σταλινικοί γραφειοκράτες. Οι εξελίξεις προκάλεσαν την αντίδραση της Μόσχας, που έτρεμε μια πιθανή εξάπλωση του παραδείγματος της Τσεχοσλοβακίας. Μετά από απειλές και εκβιασμούς ενάντια στη νέα κυβέρνηση, τα σοβιετικά στρατεύματα, μαζί με αυτά της Πολωνίας, της Βουλγαρίας και της Ουγγαρίας, εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία στις 21 Αυγούστου 1968. Ο λαός αντιστάθηκε στην εισβολή, με τίμημα εκατοντάδες νεκρούς. Τελικά οι Σοβιετικοί αποκατέστησαν την «τάξη» και μετά από λίγους μήνες εγκατέστησαν μια κυβέρνηση ανδρεικέλων, πιστή στη Μόσχα.

Η άνοιξη που διακόπηκε

Στην Ελλάδα η άνοδος του κινήματος εκφράστηκε από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέσα από τους αγώνες των οικοδόμων, αλλά και σχετικά νέων κλάδων εργαζομένων, όπως οι τραπεζοϋπάλληλοι και οι εργαζόμενοι στις αστικές συγκοινωνίες. Η νεολαία κέρδισε μαζικά το δικαίωμα σε ανώτερες σπουδές και ακολούθησε το παγκόσμιο κύμα ριζοσπαστικοποίησης. Οι νέοι συσχετισμοί έφεραν το 1964 στην κυβέρνηση την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, που πήρε κάποια μέτρα φιλελευθεροποίησης του βάρβαρου μετεμφυλιακού κράτους. Η νέα κατάσταση προκάλεσε την αντίδραση του παρακράτους, των ανακτόρων και των Αμερικανών. Τον Ιούλη του 1965 ο βασιλιάς και η CIA ανέτρεψαν την κυβέρνηση Παπανδρέου, εξαγοράζοντας πολλούς βουλευτές του. Η κατάλυση του συντάγματος προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του λαού με τεράστιες διαδηλώσεις, που συγκλόνισαν την Αθήνα αλλά και τις άλλες μεγάλες πόλεις για σχεδόν δύο μήνες και έμειναν στην ιστορία με το όνομα «Ιουλιανά». Η κυβέρνηση των αποστατών απάντησε με βάρβαρη καταστολή, που οδήγησε μεταξύ άλλων στο θάνατο του φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα. Η ορμή του κινήματος πέτυχε να ανατρέψει τη διορισμένη ηγεσία της ΓΣΕΕ και των περισσότερων μεγάλων συνδικάτων, καθεστώς που είχε επιβληθεί μετά τον εμφύλιο για την κατάπνιξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Η νέα ηγεσία της ΓΣΕΕ κήρυξε γενική πολιτική απεργία για τις 27 Ιούλη και εκατοντάδες χιλιάδες κατέβηκαν στους δρόμους. Γρήγορα οι διεκδικήσεις των μαζών πέρασαν από την υπεράσπιση της εκλεγμένης κυβέρνησης και το αίτημα για κατάργηση της μοναρχίας στα συνθήματα για λαϊκή εξουσία και στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας της αστικής τάξης και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ωστόσο το κίνημα δεν μπόρεσε να έχει ανάλογη συνέχεια, κυρίως λόγω της προδοτικής πολιτικής του σταλινικού ΚΚΕ και της νόμιμης έκφρασής του, της ΕΔΑ, που αποδοκίμαζε ακόμα και τα συνθήματα που ζητούσαν δημοψήφισμα για την κατάργηση της μοναρχίας ως «τυχοδιωκτικά». Έτσι η αστική τάξη και ο ιμπεριαλισμός πέτυχαν να ολοκληρώσουν τα σχέδιά τους με το πραξικόπημα του Απρίλη του 1967. Η επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών ανέκοψε βίαια την άνοδο του κινήματος, που δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις του τέλους της δεκαετίας του ’60. Ωστόσο, η στάση της ΕΔΑ κατά τα «Ιουλιανά» αποκάλυψε το ρόλο της σε πολλούς πρωτοπόρους αγωνιστές, κυρίως σε αυτούς που προέρχονταν από τη νεολαία Λαμπράκη. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε ενίσχυση των οργανώσεων της άκρας αριστεράς και ιδίως των τροτσκιστών και, σε συνδυασμό με τη ραγδαία άνοδο του φοιτητικού κινήματος, άνοιξε το δρόμο για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, που κλόνισε συθέμελα την αστική εξουσία στη χώρα μας.

(Γ) Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΗ ’68 ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

Η άνοδος των εργατικών αγώνων, οι εργατικές εξεγέρσεις στην Ευρώπη, στη Λατ. Αμερική, στην Αφρική και στην Ασία, οι λαμπρές επαναστάσεις σε αποικιακές και μισοαποικιακές χώρες, όλο αυτό που συνοπτικά ονομάζεται «Μάης ’68», αποτέλεσε ένα άλμα της παγκόσμιας επανάστασης και έβαλε τη σφραγίδα του στην Ιστορία. Σε γενικές γραμμές σήμαινε μια αλλαγή των συσχετισμών μεταξύ της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων αφενός και της αστικής τάξης αφετέρου σε παγκόσμιο επίπεδο.

Με συνοπτικό τρόπο, οι μεγάλες αλλαγές που επέφερε ο Μάης του ’68 είναι:

1. Η κρίση του ιμπεριαλισμού και της γραφειοκρατικής εξουσίας

Η ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, οι εξεγέρσεις και η ριζοσπαστικοποίηση και πολιτικοποίηση του εργατικού κινήματος (όσο ανομοιογενής και άνιση και αν ήταν) μέσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες είχε σαν αποτέλεσμα τη ραγδαία άνοδο του βιοτικού επιπέδου και των κατακτήσεων των μαζών, μια όξυνση της κρίσης όλων των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων του καπιταλισμού (ειδικά σε μια στιγμή που εισέρχονταν στην οικονομική κρίση) και μια αλλαγή του συσχετισμού δύναμης μεταξύ της εργατικής τάξης και της αστικής τάξης. Ακόμη και σήμερα, ακόμη και μετά από μια τριακονταετία νεοφιλελεύθερων επιθέσεων, είναι αυτό το βιοτικό επίπεδο και οι κατακτήσεις που προσπαθεί η αστική τάξη να αφαιρέσει από τους εργαζόμενους χωρίς βέβαια να υποτιμά κανείς τις επιτυχίες που είχε. Και είναι αυτός ο συσχετισμός δύναμης, που όσο κι αν έχει αλλάξει –και έχει αλλάξει δραματικά σε βάρος της εργατικής τάξης– που εμποδίζει ακόμη την αστική τάξη να περάσει σε πιο βάρβαρες επιθέσεις απέναντι στους εργαζόμενους όπως επιβάλλει η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος.

Όμως αυτή η εξέλιξη στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών χωρών σε συνδυασμό με τις εξεγέρσεις στις εξαρτημένες καπιταλιστικές χώρες και ειδικά τη νίκη της βιετναμέζικης επανάστασης επέφερε σημαντικές αλλαγές και στο συσχετισμό δύναμης μεταξύ ιμπεριαλιστικών και εξαρτημένων χωρών. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός για σχεδόν 17 χρόνια δεν μπορούσε να προχωρήσει σε μαζικές στρατιωτικές επεμβάσεις ενάντια στις εξαρτημένες χώρες. Σ’ ολόκληρη αυτή την περίοδο, που τερματίστηκε με τη στρατιωτική εισβολή στο Ιράκ το 1991 και το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας, οι εξαρτημένες χώρες μπόρεσαν να αποφύγουν άμεσες στρατιωτικές επεμβάσεις από τον παγκόσμιο χωροφύλακα και να ωφεληθούν από μια αναδιανομή της παγκόσμιας υπεραξίας προς όφελός τους. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι για όλη αυτή την περίοδο παροπλίστηκε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Κάθε άλλο, συνέχισε τις έμμεσες επεμβάσεις και κυρίως χρησιμοποίησε τα οικονομικά όπλα για να αλλάξει τον συσχετισμό προς όφελός του. Ωστόσο κι αυτό ακόμη το σαρωτικό αντιπολεμικό κίνημα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα μπορεί να θεωρηθεί και σαν απόηχος του Μάη ’68.

Ταυτόχρονα με την κρίση του ιμπεριαλισμού είχαμε και μια επιδείνωση της κρίσης της γραφειοκρατικής εξουσίας στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που ήταν το συνδυασμένο προϊόν τριών εξελίξεων: α) της ανόδου των επαναστάσεων στις εξαρτημένες χώρες και του βρώμικου ρόλου που έπαιξε η γραφειοκρατία της ΕΣΣΔ αλλά και της Κίνας απέναντι σ’ αυτές τις επαναστάσεις, δηλαδή η προσπάθειά τους αφενός να βοηθήσει με το σταγονόμετρο τις διάφορες επαναστάσεις και αφετέρου να τις προδώσει ή να τις στραγγαλίσει. β) Της ανόδου των εργατικών αγώνων στις ιμπεριαλιστικές χώρες, της αναβίωσης της σοσιαλιστικής επανάστασης και της εξάπλωση της δημοκρατίας στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, γεγονότα που επιδείνωσαν την κρίση της γραφειοκρατικής εξουσίας μέσα στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Το αποτέλεσμα ήταν η εξέγερση της Τσεχοσλοβακίας του ’68 που πνίγηκε στο αίμα από την εισβολή των ρωσικών τανκς, η οποία με τη σειρά της επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την κρίση της γραφειοκρατικής εξουσίας — μια κρίση που οφειλόταν και στα αδιέξοδα της γραφειοκρατικής διαχείρισης της οικονομίας και στην καταθλιπτική καταπίεση των εργαζομένων σ’ αυτές τις χώρες. γ) Της ρήξης Κίνας-ΕΣΣΔ καθώς και οι αγώνες στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που επακολούθησαν και η δράση πρωτοποριών στις εξαρτημένες χώρες, έξω από τα πλαίσια που έθετε το δόγμα της «ειρηνικής συνύπαρξης» με τον ιμπεριαλισμό, πράγματα που οδήγησαν σε μια υποβάθμιση του κύρους της γραφειοκρατίας στα μάτια των εργαζομένων και σηματοδότησαν το τέλος του ασφυκτικού ελέγχου του σταλινισμού πάνω στις μάζες των καπιταλιστικών χωρών.

2. Η κρίση των ρεφορμιστικών κομμάτων

Ήδη πριν από το κύμα του Μάη ’68, άρχισε να εμφανίζεται (ιδιαίτερα στη σπουδάζουσα και εργατική νεολαία) μια αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ρεφορμιστικών κομμάτων, τόσο της σοσιαλδημοκρατίας όσο και των σταλινικών κομμουνιστικών κομμάτων. Σε πολλές εξαρτημένες καπιταλιστικές χώρες η αμφισβήτηση αυτή πήρε τη μορφή ρήξης με τα ρεφορμιστικά κόμματα (εθνικιστικές μικροαστικές ηγεσίες ή σταλινικά κόμματα) και οδήγησε στην ανάδειξη νέων πολιτικών δυνάμεων, κεντριστικών ή επαναστατικών ή, όπως στην περίπτωση της Ασίας, μιας πρωτοπορίας μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα που αμφισβήτησε το δόγμα της «ειρηνικής συνύπαρξης» με τον ιμπεριαλισμό ή τη ρεφορμιστική στρατηγική (π.χ. όπως συνέβη στην περίπτωση της νίκης της βιετναμέζικης επανάστασης). Αυτή η αμφισβήτηση, ιδιαίτερα στην περίπτωση των ιμπεριαλιστικών χωρών, οφειλόταν τόσο στην αίσθηση ότι τα ρεφορμιστικά κόμματα δεν οδηγούν στην ανατροπή του καπιταλισμού όσο και στη προδοτική στάση αυτών των ρεφορμιστικών κομμάτων απέναντι στις επαναστάσεις ή στους αγώνες των εξαρτημένων καπιταλιστικών χωρών.

Μέσα στο κύμα του Μάη ’68 και ιδιαίτερα αμέσως μετά, άρχισε πλέον να εμφανίζεται η κρίση των ρεφορμιστικών κομμάτων από την οποία βέβαια σε γενικές γραμμές ποτέ δεν βγήκαν, και που ολοκληρώθηκε με την εξαφάνιση των κομμουνιστικών κομμάτων τη δεκαετία του ’90 και την ολοκληρωτική αστικοποίηση της σοσιαλδημοκρατίας (τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών).

Οι αιτίες της κρίσης των ρεφορμιστικών κομμάτων μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: α) Στην άνοδο των αγώνων, της μαχητικότητας και της αυτοπεποίθησης των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, που έθεταν σε ολοένα και μεγαλύτερη αμφισβήτηση την παραδοσιακή ρεφορμιστική πολιτική και τους κοινοβουλευτικούς δρόμους προς το σοσιαλισμό. β) Στην είσοδο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος στο μακρύ κύμα κάμψης, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, που περιόριζε τους ελιγμούς των ρεφορμιστικών κομμάτων ή ακόμα τα ανάγκαζε είτε να παίρνουν αντεργατικά μέτρα όταν ήταν στην κυβέρνηση ή να τα αποδέχονται ακόμη και όταν ήταν στην αντιπολίτευση ή να στρέφονται εναντίον των μαχητικών απεργιών που υπεράσπιζαν της εργατικές κατακτήσεις. γ) Στην κρίση της εξουσίας της γραφειοκρατίας στις διάφορες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». δ) Στην εμφάνιση μιας μαζικής πρωτοπορίας, ιδιαίτερα στις ιμπεριαλιστικές χώρες, έξω από αυτά τα κόμματα.

3. Η νέα μαζική πρωτοπορία και η ενδυνάμωση της 4ης Διεθνούς και των οργανώσεων της Άκρας Αριστεράς

Το κυριότερο χαρακτηριστικό του κύματος των αγώνων και των επαναστάσεων του Μάη του ’68 είναι η εμφάνιση μιας νέας μαζικής πρωτοπορίας. Αυτή η εξέλιξη ήταν προϊόν τόσο της ανόδου των αγώνων σε διεθνή κλίμακα όσο και της οξυμμένης κρίσης του ιμπεριαλισμού και των παραδοσιακών εργατικών κομμάτων, αλλά και των παραγωγικών και κοινωνικών καπιταλιστικών σχέσεων.

Η νέα αυτή μαζική πρωτοπορία αποτελούνταν χοντρικά από το σύνολο των δυνάμεων που δρούσαν ανεξάρτητα από τις παραδοσιακές γραφειοκρατικές ηγεσίες του μαζικού κινήματος, και στα αριστερά τους. Στην ουσία ήταν ένα φαινόμενο ταυτόχρονα κοινωνικό και πολιτικό. Στη νέα μαζική πρωτοπορία εντάσσονταν όλα τα ριζοσπαστικοποιημένα στρώματα που είχαν μπει στη δράση, της νεολαίας, της εργατικής τάξης, των γυναικών που στην πλειονότητά τους βέβαια ήταν ανοργάνωτα, ένα τμήμα τους όμως οργανώνονταν ή ακολουθούσαν τις οργανώσεις της άκρας αριστεράς.

Η εμφάνιση της νέας μαζικής πρωτοπορίας σε κλίμακα ποσοτικά και ποιοτικά διαφορετική απ’ ό,τι είχε παρουσιαστεί μετά τις ήττες της παγκόσμιας επανάστασης κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930 και τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό της ΕΣΣΔ, άλλαξε το συσχετισμό δύναμης μέσα στο εργατικό κίνημα προς όφελος της άκρας αριστεράς και σε βάρος των ρεφορμιστικών δυνάμεων.

Βέβαια, η νέα αυτή πρωτοπορία δεν ήταν στο σύνολό της επαναστατική ούτε, πολύ περισσότερο, η εμφάνισή της σήμαινε μια σημαντική αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων μέσα στο εργατικό κίνημα και την εργατική τάξη. Αυτό εν μέρει οφειλόταν και στις ισχνές οργανωμένες δυνάμεις της άκρας αριστεράς και ιδιαίτερα των τροτσκιστικών οργανώσεων και της 4ης Διεθνούς, όταν έκανε την εμφάνισή της αυτή η πρωτοπορία.

Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο, η εμφάνιση αυτής της νέας μαζικής πρωτοπορίας, τόσο μέσα στο κύμα του ’68 όσο και αμέσως μετά, έδωσε τη δυνατότητα να ενδυναμωθούν κεντριστικές, μαοϊκές, τροτσκιστικές οργανώσεις (και ιδιαίτερα η 4η Διεθνής), να βγουν αυτές οι πολιτικές δυνάμεις από το περιθώριο και την προπαγανδιστική δράση που μέχρι τότε βρίσκονταν, να αναπτυχθούν εργατικοί αγώνες πολλές φορές και ενάντια στις ρεφορμιστικές ηγεσίες και ταυτόχρονα έσπασε τον σφιχτό εναγκαλισμό του εργατικού κινήματος από το ρεφορμισμό, δίνοντας τη δυνατότητα να αναπτυχθεί και να αναγεννηθεί ο μαρξισμός σε μαζική κλίμακα.

4. Η αναγέννηση του μαρξισμού

Όπως ήταν φυσικό, ο Μάης του ’68 είχε όχι λιγότερο σημαντικές συνέπειες και στον τομέα των ιδεών. Κατάφερε σημαντικά πλήγματα στις μέχρι τότε ρεφορμιστικές αναθεωρήσεις του μαρξισμού και σε μονομερείς και απλουστευτικές γενικεύσεις δευτερευουσών όψεων της επανάστασης και ταυτόχρονα εμπλούτισε το μαρξισμό και την επαναστατική στρατηγική και τακτική.

Καταρχάς, κατάφερε ένα σημαντικό πλήγμα στη ρεφορμιστική «στρατηγική» που είτε καταργούσε την επανάσταση είτε την ανέβαλλε για το απώτερο μέλλον, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την επικαιρότητά της. Ταυτόχρονα, κατάφερε ένα σημαντικό πλήγμα και στη θεωρία της «ειρηνικής συνύπαρξης» με τον ιμπεριαλισμό που υποστήριζε ότι τα κομμουνιστικά κόμματα εκτός των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν χρειάζεται να πραγματοποιήσουν την επανάσταση στις χώρες τους αλλά να αποτελούν μόνο το μακρύ βραχίονα της σοβιετικής διπλωματίας, ώσπου κάποια στιγμή η οικοδόμηση του σοσιαλιστικού παραδείσου στην ΕΣΣΔ να τραβήξει σαν μαγνήτης τις εργατικές μάζες στο δρόμο του σοσιαλισμού.

Συνέτριψε επίσης τις θεωρίες του νεοκαπιταλισμού που, μετά την εικοσιπενταετή ανάπτυξη του καπιταλισμού μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υποστήριζαν ότι ο καπιταλισμός θα γνωρίζει μια διαρκή ανάπτυξη ενώ οι αντιφάσεις του θα αμβλύνονται ολοένα και περισσότερο.

Κατέρριψε τη θεωρία της ενσωμάτωσης ή της αποβλάκωσης της εργατικής τάξης μέσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες, μια θεωρία που εκμεταλλευόμενη το γεγονός της απουσίας της σοσιαλιστικής επανάστασης επί μία σχεδόν εικοσαετία μέσα στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, υποστήριζε ότι η εργατική τάξη αφενός μειώνεται αριθμητικά (με την ανάπτυξη των υποτιθέμενων «νέων μικροαστικών» στρωμάτων, των δημοσίων υπαλλήλων, καθηγητών, κ.α.) και αφετέρου ότι εκμεταλλεύεται μαζί με την ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία την υπεραξία των εργατών του Τρίτου Κόσμου και ότι έτσι συνολικά έχει πάψει να είναι μια επαναστατική τάξη.

Τέλος, συνέτριψε τις διάφορες θεωρίες που είτε υποβάθμιζαν το ρόλο της εργατικής τάξης στις εξαρτημένες καπιταλιστικές χώρες και είτε υπερτόνιζαν την τακτική του ανταρτοπολέμου είτε απέκλειαν τη δυνατότητα νίκης των συγκρούσεων μέσα στις πόλεις.

Από την άλλη μεριά, ο Μάης του ’68 αναζωογόνησε και εμπλούτισε τον ίδιο τον επαναστατικό μαρξισμό πάνω σε διάφορα κρίσιμης σημασίας ζητήματα, όπως την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και τις αντιφάσεις του, τα χαρακτηριστικά του ύστερου καπιταλισμού, την εμφάνιση και τα χαρακτηριστικά της νεολαίας, της σύνδεσης εργατικού και σπουδαστικού κινήματος, τη σχέση μαζών-πρωτοπορίας-κόμματος, την οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος και της Διεθνούς, τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες του προλεταριάτου, τη δυναμική αλλά και τα όρια των διαφόρων οικολογικών, φεμινιστικών κ.α. κινημάτων, την σημασία της αυτοοργάνωσης και της εργατικής δημοκρατίας, κ.λπ.

Μα πάνω απ’ όλα, ο Μάης του ’68, όπως και κάθε μεγάλο κίνημα εργατικών αγώνων, εξεγέρσεων και επαναστάσεων, συνέτριψε τους διάφορους μύθους των καταπιεστών, όπως ότι οι καταπιεζόμενοι δεν μπορούν να αλλάξουν την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, ότι ο καπιταλισμός και η ταξική κοινωνία θα είναι αιώνια, ότι η επανάσταση είναι μία ουτοπία που υπάρχει μόνο στα βιβλία, μύθοι που ήταν ανέκαθεν οι μύθοι των ταξικών κοινωνιών και που η ανατροπή τους αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη συνεισφορά του Μάη του ’68. Αυτή τη σκυτάλη που πήρε ο ίδιος ο Μάης του ’68 από το κύμα των επαναστάσεων του Μεσοπολέμου και που, αργά ή γρήγορα θα παραδώσει στο νέο κύμα των επαναστάσεων που είναι μπροστά μας.