100 χρόνια από το ξέσπασμα της Μεξικανικής Επανάστασης

Το 1910 οι εξαθλιωμένες αγροτικές μάζες του Μεξικού εξεγέρθηκαν ενάντια στην καταπίεση των γαιοκτημόνων, διεκδικώντας μέχρι θανάτου το δικαίωμα να ανήκει η γη σ’ αυτούς που την καλλιεργούν. Ο επικός τους αγώνας κράτησε πάνω από 10 χρόνια και πρόσφερε μεγάλη ώθηση αλλά και πολύτιμα ιστορικά διδάγματα στην υπόθεση των εργατών και αγροτών σε όλο τον κόσμο.

Από τα χρόνια της ισπανικής αποικιοκρατικής κυριαρχίας στο Μεξικό, η εξουσία βρισκόταν στα χέρια μιας χούφτας γαιοκτημόνων, που κατείχαν τη συντριπτική πλειονότητα της καλλιεργήσιμης γης. Τα εκατομμύρια των ακτημόνων αγροτών, κυρίως ινδιάνικης καταγωγής, ήταν αναγκασμένα να δουλεύουν για τους τσιφλικάδες και ζούσαν τις περισσότερες φορές στα όρια της λιμοκτονίας. Η ανεξαρτητοποίηση του Μεξικού στις αρχές του 19ου αιώνα πολύ λίγο άλλαξε την κατάσταση. Το αστικοδημοκρατικό επαναστατικό κίνημα που εκδηλώθηκε στα μέσα του αιώνα υπό την ηγεσία του Μπενίτο Χουάρες έμεινε στη μέση και τελικά ηττήθηκε με την επιβολή της δικτατορίας του Πορφύριο Ντίας στα μέσα της δεκαετίας του 1870. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν το Μεξικό γνώρισε ραγδαία εκβιομηχάνιση και εκσυγχρονισμό σε πολλούς τομείς. Η αστική τάξη συγκέντρωσε στα χέρια της την οικονομική εξουσία και εμφανίστηκαν νέα μεσαία στρώματα. Οι φτωχοί αγρότες συνέρρεαν κατά χιλιάδες στις πόλεις για να βρουν δουλειά, δημιουργώντας ένα ανερχόμενο προλεταριάτο, που άρχισε να οργανώνεται και να διεκδικεί. Η εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν άφησε ανεπηρέαστη την ύπαιθρο. Τα τεράστια τσιφλίκια (λατιφούντια) πέρασαν από τις φεουδαρχικές μορφές εκμετάλλευσης στη λειτουργία ως καπιταλιστικές επιχειρήσεις, με σκοπό τη μαζική παραγωγή αγροτικών προϊόντων για εξαγωγή (κυρίως καπνού, καφέ και ζάχαρης). Οι γαιοκτήμονες, με τη βοήθεια και του κυβερνητικού στρατού, άρπαζαν τη γη των φτωχών αγροτών και των παραδοσιακών κοινοτήτων, για να τροφοδοτήσουν τις εξαγωγές και τα κέρδη τους. Η συντριπτική πλειονότητα του λαού βυθίστηκε σε εξαθλίωση χειρότερη και από την περίοδο της αποικιοκρατίας.

Το 1910 ο 80χρονος πλέον Πορφίριο Ντίας ετοιμαζόταν για μια ακόμα «προεδρική θητεία», που θα επικυρωνόταν από μια παρωδία εκλογών. Ωστόσο, μεγάλα τμήματα της αστικής τάξης υποστήριξαν την υποψηφιότητα του Φρανσίσκο Μαδέρο. Ο Μαδέρο κατάφερε να δώσει έκφραση στη δίψα της μεξικανικής κοινωνίας για αλλαγή και στηρίχθηκε από πλατιά στρώματα, όχι μόνο μικροαστικά, αλλά και εργάτες και αγρότες που έλπιζαν ότι οι συνθήκες της ζωής τους θα βελτιώνονταν, έστω και μέσα από περιορισμένες μεταρρυθμίσεις. Το όργιο νοθείας οδήγησε φυσιολογικά σε εκλογική ήττα του Μαδέρο, ο οποίος ωστόσο συνέχισε τον αγώνα από τις ΗΠΑ, υποσχόμενος την υλοποίηση ενός φιλολαϊκού προγράμματος. Η είδηση της στημένης επανεκλογής του Ντίας ήταν απλά η αφορμή που περίμεναν οι εξαθλιωμένες μάζες για να ξεσηκωθούν μετά από αιώνες εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Σε όλο το Μεξικό δημιουργήθηκαν ένοπλες ομάδες αγροτών (κάποιες από τις οποίες είχαν ήδη σημαντική εμπειρία τοπικών συγκρούσεων με τους τσιφλικάδες), συσπειρωμένες γύρω από το αίτημα για απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και αναδασμό της γης. Από τους πρώτους μήνες της επανάστασης αναδείχθηκαν ως ηγετικές μορφές των εξεγερμένων αγροτών ο Εμιλιάνο Ζαπάτα στο Νότο και ο Πάντσο Βίγια στο Βορρά.

Το Φλεβάρη του 1911 ο Ντίας αναγκάστηκε να παραιτηθεί και το Νοέμβρη ο Μαδέρο εκλέχθηκε πρόεδρος. Η κυβέρνησή του προχώρησε σε περιορισμένες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, ωστόσο δεν είχε καμία πρόθεση να ικανοποιήσει το αίτημα για διανομή της γης. Όμως ο στρατοί του Ζαπάτα και του Βίγια ενισχύονταν συνεχώς και σε πολλές περιοχές οι αγρότες καταλάμβαναν τη γη. Το Φλεβάρη του 1913 ο στρατηγός Χουέρτα, με τη βοήθεια της πρεσβείας των ΗΠΑ, ανέτρεψε με πραξικόπημα τον Μαδέρο με σκοπό να καταπνίξει την επανάσταση. Οι ελπίδες των αντιδραστικών διαψεύστηκαν καθώς οι επαναστατικές δυνάμεις ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο, όμως τα αντικρουόμενα ταξικά συμφέροντα σύντομα οδήγησαν σε διαφοροποίηση στο εσωτερικό τους. Οι στρατηγοί Καράνσα και Ομπρεγόν δημιούργησαν τον λεγόμενο Συνταγματικό Στρατό, που εξέφραζε τα συμφέροντα της φιλελεύθερης αστικής τάξης. Ο Βίγια αρχικά συμμάχησε μαζί τους, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι η μοναδική τους επιδίωξη ήταν η κατάληψη της εξουσίας για λογαριασμό της φιλελεύθερης μπουρζουαζίας και σε καμιά περίπτωση η δικαίωση του αγώνα των αγροτών. Οι μεγάλες νίκες του στρατού του ενάντια στο στρατό του καθεστώτος τον είχαν κάνει θρύλο για τους αγρότες του Βορρά και του επέτρεψαν να διαχωριστεί από τους Συνταγματικούς και να συμμαχήσει με τον Απελευθερωτικό Στρατό του Νότου του Ζαπάτα.

Τον Αύγουστο του 1914 το καθεστώς του Χουέρτα κατέρρευσε και ο Συνταγματικός Στρατός μπήκε στην Πόλη του Μεξικού. Η αστική τάξη προσπάθησε να εδραιώσει την εξουσία της με τη δημιουργία Συντακτικής Συνέλευσης. Ωστόσο, οι στρατοί του Ζαπάτα και του Βίγια προέλαυναν αήττητοι και το Νοέμβρη κατέλαβαν την πρωτεύουσα χωρίς να συναντήσουν σοβαρή αντίσταση. Ήταν όμως ακριβώς ο θρίαμβος της επανάστασης που αποκάλυψε τις αδυναμίες της. Η κυβέρνηση που σχημάτισαν ο Ζαπάτα και ο Βίγια αποδείχθηκε ανίκανη να εφαρμόσει ένα συγκεκριμένο επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα, που θα έδινε οριστική λύση στο πρόβλημα της γης και θα προωθούσε τη συμμαχία των εξεγερμένων αγροτών με την εργατική τάξη. Έτσι, ο Ζαπάτα και ο Βίγια δεν μπόρεσαν να κρατήσουν την κεντρική πολιτική εξουσία και σύντομα επέστρεψαν στις επαρχίες τους, δηλώνοντας ότι θα περιφρουρήσουν τα δικαιώματα των αγροτών πάνω στη γη που είχαν απαλλοτριώσει. Έτσι, ο δρόμος ήταν ανοιχτός για τον Καράνσα, τον Ομπρεγόν και την αστική τάξη. Το Γενάρη του 1915 ο Καράνσα ανακηρύχθηκε πρόεδρος, συνέχισε να μιλά στο όνομα της επανάστασης και υποσχέθηκε αναδασμό της γης, καθιέρωση του οχταώρου και συνδικαλιστικές ελευθερίες. Όλα αυτά περιλήφθηκαν στο νέο προοδευτικό Σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1917, αλλά τα περισσότερα έμειναν στα χαρτιά, καθώς δεν υπήρχαν οι ταξικές πολιτικές δυνάμεις που θα τα επέβαλαν και στην πράξη.

Ωστόσο, η επανάσταση στις επαρχίες συνεχίστηκε για αρκετά ακόμη χρόνια. Στο Νότο οι δυνάμεις του Ζαπάτα δημιούργησαν τη λεγόμενη «Κομμούνα της Μορέλος», όπου οι αγρότες δημιούργησαν κολεκτίβες, οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια ζάχαρης και οργανώθηκαν λαϊκές πολιτοφυλακές. Το κίνημα αυτό όμως απομονώθηκε και ο Ζαπάτα δολοφονήθηκε το 1919. Ο Βίγια σκοτώθηκε το 1923, μετά από χρόνια ανταρτοπόλεμου ενάντια στον κυβερνητικό στρατό.

Η ιστορική πορεία της Μεξικανικής Επανάστασης κατέδειξε την αντικειμενική πολιτική ανεπάρκεια των αγροτών και την αδυναμία τους να καταλάβουν και να κρατήσουν από μόνοι τους την πολιτική εξουσία. Η πρακτική υλοποίηση οποιουδήποτε πολιτικού προγράμματος που στοχεύει στη ριζική κοινωνική αλλαγή απαιτεί τη συμμαχία της φτωχής αγροτιάς με την εργατική τάξη, κάτω από την καθοδήγηση ενός εργατικού επαναστατικού κόμματος. Τις αλήθειες αυτές αποτυπώνει με συνοπτικό όσο και εύστοχο τρόπο ο Αδόλφο Τζίλι στο βιβλίο του για τη Μεξικανική Επανάσταση, περιγράφοντας την κατάσταση μετά την κατάληψη της Πόλης του Μεξικού από τους επαναστατικούς στρατούς του Ζαπάτα και του Βίγια: «Στην πραγματικότητα η εξουσία είναι κενή. Διότι δεν αρκεί να τη χάσει η ολιγαρχία και η αστική τάξη να μην έχει δυνάμεις να τη διατηρήσει. Κάποιος πρέπει να την πάρει. Η άσκηση της εξουσίας απαιτεί ένα πρόγραμμα. Η εφαρμογή ενός προγράμματος απαιτεί μια πολιτική. Η άσκηση της πολιτικής απαιτεί ένα κόμμα. Τίποτα από αυτά δεν είχαν οι αγρότες, ούτε μπορούσαν να έχουν».