40 χρόνια από την Άνοιξη της Πράγας

Στις αρχές του 1968, η νέα ηγετική ομάδα με επικεφαλής τον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ που είχε αναδειχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας (ΚΚΤ) προώθησε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων αντίθετο στην «επίσημη γραμμή» της σταλινικής γραφειοκρατίας της Σοβιετικής Ένωσης. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύτηκε από μαζικούς αγώνες ενός λαού που είχε υποφέρει πολλά κάτω από το σταλινικό καθεστώς και έμεινε στην ιστορία ως «Άνοιξη της Πράγας». Μπροστά στην άμεση απειλή επέκτασης του αντιγραφειοκρατικού κινήματος και στο υπόλοιπο «ανατολικό μπλοκ», η Μόσχα αποφάσισε τον Αύγουστο του 1968 να το καταστείλει στρατιωτικά εισβάλλοντας στην Τσεχοσλοβακία, με τη συνδρομή τεσσάρων συμμάχων της (Πολωνία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Ανατολική Γερμανία).

Το κίνημα της Άνοιξης της Πράγας εντάσσεται στον κύκλο των γεγονότων της παγκόσμιας επαναστατικής ανόδου του 1968 και αποτέλεσε συνέχεια των πολιτικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων που είχαν εκδηλωθεί μεταπολεμικά στην ανατολική Ευρώπη, με κορυφαία την ουγγρική επανάσταση του 1956, και στρέφονταν ενάντια στην εξουσία της σταλινικής γραφειοκρατίας των χωρών αυτών και της Σοβιετικής Ένωσης. Στην Τσεχοσλοβακία υπήρχε η ιδιαιτερότητα ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε την εξουσία βασισμένο στις λόγχες του Κόκκινου Στρατού μετά τη νίκη του τελευταίου κατά των ναζί, αλλά ως αποτέλεσμα της λαϊκής εξέγερσης του 1947-48, καθώς αρχικά η συμφωνία της Γιάλτας μεταξύ του Στάλιν και των Αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών προέβλεπε ότι η Τσεχοσλοβακία θα ήταν «ουδέτερη». Επίσης, η Τσεχοσλοβακία ήταν η πιο αναπτυγμένη βιομηχανικά και οικονομικά από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και το προλεταριάτο της είχε αρκετά υψηλό βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο και σημαντικές αγωνιστικές παραδόσεις. Παράλληλα, η νεολαία αξιοποίησε τις κατακτήσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης όσον αφορά τα δικαιώματα στη μόρφωση και τη δουλειά και εισήλθε δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο. Όλα αυτά έρχονταν σε διαρκή αντίθεση με την πολιτική της σταλινικής ηγεσίας του ΚΚΤ, με επικεφαλής τον Αντονίν Νοβότνι, που απέκλειε τη μεγάλη μάζα των εργατών από τη διαχείριση της παραγωγής και της οικονομίας και στραγγάλιζε τις δημοκρατικές ελευθερίες. Τα αδιέξοδα της γραφειοκρατικής διαχείρισης κορυφώθηκαν τη δεκαετία του ’60 με μια μεγάλη οικονομική κρίση που οδήγησε σε κάθετη πτώση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών. Στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας του ΚΚΤ πλήθαιναν διαρκώς οι φωνές που ζητούσαν τη μετάβαση σε μια «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς», με χαλάρωση του κρατικού ελέγχου στην οικονομία. Την ίδια περίοδο, ομάδες διανοουμένων ασκούσαν μια καλυμμένη αρχικά, αλλά όλο και πιο έντονη κριτική στις επίσημες θέσεις του κόμματος σε πολλά θέματα.

Τον Οκτώβρη του 1967 οι φοιτητές ξεκίνησαν κινητοποιήσεις, διαμαρτυρόμενοι για τις συνθήκες διαβίωσης στις φοιτητικές εστίες. Ο Νοβότνι αντέδρασε με βίαιη καταστολή, η θέση του όμως είχε εξασθενήσει κατά πολύ. Οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι συνασπίστηκαν εναντίον του και το Γενάρη του 1968 πέτυχαν να συγκεντρώσουν την πλειοψηφία στην ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΤ και να τον αντικαταστήσουν με τον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Αρχικά, η Μόσχα αποδέχτηκε την εξέλιξη, καθώς δεν φαινόταν ότι σηματοδοτούσε κάτι παραπάνω από μια απλή αλλαγή φρουράς στην κορυφή της γραφειοκρατικής πυραμίδας. Πράγματι, οι πρώτες μεταρρυθμίσεις του Ντούμπτσεκ ήταν εξαιρετικά δειλές και συγκρατημένες. Όμως ο Νοβότνι δεν είχε παραδεχθεί την ήττα του και ξεκίνησε μυστικές διαβουλεύσεις με πιστούς σε αυτόν στρατηγούς, παράλληλα με μαζική εκστρατεία των υποστηρικτών του στη βάση του κόμματος. Μπροστά στον άμεσο κίνδυνο, ο Ντούμπτσεκ και οι μεταρρυθμιστές αποφάσισαν να στηριχτούν στο μίσος του λαού ενάντια στον σταλινικό ηγέτη και την κλίκα του και προχώρησαν σε άρση της λογοκρισίας του τύπου. Οι καταπιεσμένες λαϊκές μάζες εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες που τους έδινε η ελευθερία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι φοιτητές οργάνωσαν μεγάλες συγκεντρώσεις και συζητήσεις για κάθε κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα. Οι εργάτες άρχισαν να διώχνουν τους διορισμένους από το κράτος γραφειοκράτες των συνδικάτων και να διεκδικούν καλύτερους μισθούς, συνδικαλιστικές ελευθερίες και συμμετοχή στη διαχείριση της παραγωγής. Ο Ντούμπτσεκ έκανε συνεχείς απεγνωσμένες εκκλήσεις για επιστροφή στην «ομαλότητα», όμως η κατάσταση είχε ξεφύγει πλήρως από τον έλεγχό του.

Οι ραγδαίες εξελίξεις στην Τσεχοσλοβακία ήταν επόμενο να προκαλέσουν την έντονη ανησυχία της Σοβιετικής Ένωσης του Μπρέζνιεφ, καθώς αμφισβητούσαν άμεσα τη γραφειοκρατική εξουσία. Ο κίνδυνος επέκτασης της εξέγερσης ήταν άμεσος και ήδη στην Πολωνία είχαν ξεκινήσει φοιτητικές και εργατικές κινητοποιήσεις ενάντια στο καθεστώς του Γκομούλκα. Οι σταλινικοί γραφειοκράτες δεν είχαν άλλη διέξοδο από τη χρήση ωμής στρατιωτικής βίας. Στις 20 Αυγούστου του 1968 στρατεύματα της Σοβιετικής Ένωσης, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία. Η Ανατολική Γερμανία, παρότι απειλούνταν άμεσα από την επέκταση του κινήματος και συμμετείχε στις απειλές και τους εκβιασμούς κατά της κυβέρνησης Ντούμπτσεκ, αποφάσισε τελικά να κρατήσει τα στρατεύματά της στα σύνορα. Η ηγεσία της φοβήθηκε τους συνειρμούς και τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε μια νέα εισβολή Γερμανών στρατιωτών στην Τσεχοσλοβακία, μόλις 23 χρόνια μετά τον τερματισμό της κατοχής της από τους ναζί. Η ηγεσία του ΚΚΤ αποφάσισε να μην προβάλει στρατιωτική αντίσταση στην εισβολή και ο πρόεδρος της δημοκρατίας Σβόμποντα κάλεσε το λαό να «δείξει αυτοσυγκράτηση». Ο Ντούμπτσεκ και πολλοί υπουργοί συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στη Μόσχα. Παρότι δεν υπήρχε καμία ηγεσία που να στηρίξει και να οργανώσει την αντίσταση, πολλοί  Τσέχοι και Σλοβάκοι φοιτητές και νέοι εργάτες πάλεψαν ηρωικά απέναντι στα ρωσικά τανκς με μολότοφ και οδοφράγματα. Στις συγκρούσεις αυτές έχασαν τη ζωή τους 98 διαδηλωτές. Ωστόσο, οι εισβολείς βρέθηκαν αντιμέτωποι κυρίως με μια μαζική «παθητική» αντίσταση. Οι πολίτες κατέστρεφαν ή άλλαζαν κατεύθυνση στις πινακίδες στους δρόμους, προσπαθώντας να παραπλανήσουν τις δυνάμεις κατοχής. Η κυβέρνηση του ΚΚΤ εξακολούθησε να ελέγχει τα ΜΜΕ για αρκετές μέρες μετά την εισβολή. Μέσα από το ραδιόφωνο οργανώθηκε μαζική ανυπακοή και οι κάτοικοι της Πράγας έσβησαν μέσα σε μια νύχτα σχεδόν όλα τα ονόματα των δρόμων και τους αριθμούς των σπιτιών. Οι ενέργειες αυτές όμως παρέμεναν μέσα στα πλαίσια που επιθυμούσε η γραφειοκρατία, η οποία προσπαθούσε να τις χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό όπλο στις διαβουλεύσεις που γίνονταν στο μεταξύ στη Μόσχα, με τη συμμετοχή και του Ντούμπτσεκ και των άλλων συλληφθέντων υπουργών. Μετά από έξι μέρες διαπραγματεύσεων, οι Ρώσοι επέτρεψαν τελικά στον Ντούμπτσεκ να επιστρέψει στην Πράγα και να διατηρήσει τυπικά το αξίωμα του γενικού γραμματέα του ΚΚΤ. Ο Ντούμπτσεκ έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους πολίτες και ανακοίνωσε ότι είχε συμφωνήσει με τους Ρώσους για ειρηνική επιστροφή στην «ομαλότητα». Ωστόσο, μέσα σε λίγους μήνες φάνηκε τι σήμαινε αυτή η συμφωνία. Η Μόσχα και οι πιστοί σε αυτήν Τσεχοσλοβάκοι γραφειοκράτες βαθμιαία επανέφεραν τη λογοκρισία στα ΜΜΕ και το γραφειοκρατικό έλεγχο στα συνδικάτα, προχώρησαν σε μαζικές εκκαθαρίσεις των «απείθαρχων» κομματικών στελεχών και επανέκτησαν τον έλεγχο του στρατού και της αστυνομίας. Ο Ντούμπτσεκ, που έτσι κι αλλιώς είχε περιοριστεί σε διακοσμητικό ρόλο, αντικαταστάθηκε σύντομα από τον Γκούσταβ Χούζακ.

Στο επόμενο διάστημα ξέσπασαν τρεις φορές μαζικές λαϊκές αντιδράσεις ενάντια στην παλινόρθωση της γραφειοκρατικής καταπίεσης. Το Γενάρη του 1969 800.000 άνθρωποι διαδήλωσαν στην Πράγα προς τιμήν του φοιτητή Γιαν Πάλατς, που αυτοπυρπολήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την καταστολή του κινήματος. Το Μάρτη, ξέσπασαν ταραχές στις κυριότερες πόλεις μετά τη νίκη της Τσεχοσλοβακίας επί της Σοβιετικής Ένωσης στο χόκεϊ επί πάγου. Τον Αύγουστο, στην πρώτη επέτειο της εισβολής, έγιναν μαζικές διαδηλώσεις με 10 νεκρούς και 2.000 συλληφθέντες.

Το κίνημα της «Άνοιξης της Πράγας», παρότι δεν κατάφερε να ανατρέψει την εξουσία των γραφειοκρατών στην Τσεχοσλοβακία, ήταν ένα δεύτερο αποφασιστικό πλήγμα για το σταλινισμό μετά την ουγγρική εξέγερση του 1956. Είχε γίνει πλέον μαζική πεποίθηση στους εργάτες σε Ανατολή και Δύση ότι οι σταλινικοί γραφειοκράτες είχαν χάσει κάθε λαϊκό έρεισμα και μόνο με την ωμή βία και καταπίεση μπορούσαν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας προκάλεσαν σχίσμα στο εσωτερικό του σταλινικού στρατοπέδου, καθώς τα ΚΚ της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων χωρών καταδίκασαν την εισβολή και λίγα χρόνια αργότερα δημιούργησαν το ρεύμα του λεγόμενου «ευρωκομμουνισμού», που εναντιωνόταν στη «γραμμή» του Κρεμλίνου και προσέγγιζε τις θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας. Η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία ήταν η αφορμή και για τη διάσπαση του ΚΚΕ και τη δημιουργία του ΚΚΕ Εσωτερικού. Πέρα από αυτά όμως, η Άνοιξη της Πράγας, όπως και τα άλλα κοσμοϊστορικά γεγονότα του 1968, έδωσε μεγάλη ώθηση στις δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς και συνέβαλε στο κύμα παγκόσμιας επαναστατικής ανόδου που ακολούθησε για μια περίπου δεκαετία.