Γαλλία: το κίνημα σε επιβράδυνση, η κοινωνική οργή διαχέεται

αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Ιούνη – Κωνσταντίνος Σηφάκης

Το κίνημα ενάντια στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που εκκίνησε στις αρχές Ιανουαρίου και μετρά μέχρι στιγμής περίπου 13 πανεθνικές απεργίες ή διαδηλώσεις, επιβράδυνε απότομα τον τελευταίο μήνα, με αποκλειστική ευθύνη των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Μετά την καταφυγή στο διαβόητο 49.3 του γαλλικού συντάγματος στις 16 Μαρτίου και την επικύρωση του νόμου από το Συνταγματικό Συμβούλιο στις 14 Απριλίου και το διάγγελμα του Μακρόν στις 17 Απριλίου, όπου ο πρόεδρος ανήγγειλε μία πολιτική ανάταξη και ένα γύρισμα σελίδας μέσα στις εκατό επόμενες μέρες, οι εργατικές συνομοσπονδίες αρκέστηκαν στο κάλεσμα μαζικών κινητοποιήσεων την Πρωτομαγιά, στην οποία πανεθνικά συμμετείχαν τουλάχιστον 800 χιλιάδες διαδηλωτές, εκ των οποίων παραπάνω από 120 χιλιάδες στο Παρίσι, και κατόπιν προκήρυξαν μία επόμενη πανεθνική απεργία στις 6 Ιουνίου.

Έτσι, οι προκηρυχθείσες κινητοποιήσεις απομακρύνονται χρονικά, γίνονται αποσπασματικές και καταλήγουν καταφανώς ανούσιες, με αποκλειστική ευθύνη των ηγεσιών των συνδικάτων που ακολουθούν τις λογικές συνέπειες της πολιτικής τους γραμμής, δηλαδή να χρησιμοποιούν τις κινητοποιήσεις αποκλειστικά για να ασκήσουν πίεση στους θεσμούς, στους βουλευτές, στην κυβέρνηση, στην κοινή γνώμη κ.λπ. Συγκεκριμένα, η κινητοποίηση της 6ης Ιουνίου είχε προκηρυχθεί για να πιέσει τους βουλευτές, καθώς επρόκειτο να εξετάσουν σε ολομελειακή συνεδρίαση στις 8 Ιούνη ένα νομοσχέδιο ακύρωσης της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, που πρότεινε μία μικρή κεντρώα ομάδα βουλευτών. Βέβαια, η κυβέρνηση Μακρόν-Μπορν και η κοινοβουλευτική της ομάδα χρησιμοποίησαν, μάλλον με επιτυχία, όλα τα κοινοβουλευτικά και νομικά τεχνάσματα για να αποκλείσουν μία ολομελειακή εξέταση του προταθέντος νομοσχεδίου, επιβεβαιώνοντας άλλη μία φορά τον βοναπαρτιστικό χαρακτήρα της σημερινής κυβέρνησης, που περιφρονεί τους ίδιους τους αστικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Τα δε συνδικάτα, μετά από λίγες εβδομάδες σκλήρυνσης της στάσης τους, έχουν επανεκκινήσει τις συναντήσεις με την κυβέρνηση από τα μέσα Μαΐου, ενώ από την αρχή του χρόνου έχουν συνυπογράψει διμερώς με τις εργοδοτικές οργανώσεις διάφορες συμφωνίες, που αναμένεται να υιοθετηθούν σχεδόν αυτούσιες από την κυβέρνηση και να λάβουν ισχύ νόμου, επιβεβαιώνοντας ότι ο «κοινωνικός διάλογος» παραμένει ο ορίζοντας και το όριο της πολιτικής τους. Έτσι, το κίνημα για το συνταξιοδοτικό κατέληξε σε μία ήττα, αν και διέθετε όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά που καθιστούσαν τη νίκη δυνατή: μαχητικότητα, επιμονή, καθολική στήριξη, καθαρά συνθήματα και στόχο, που ενοποιούσε όλα τα στρώματα των εργαζομένων, μία αδύναμη κοινωνικά και πολιτικά κυβέρνηση, μία ευνοϊκή συγκυρία αναβρασμού στους χώρους εργασίας με πλήθος απεργιών για μισθολογικά αιτήματα. Όλα τα παραπάνω κατασπαταλήθηκαν από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Αν και δεν πρόδωσαν ανοιχτά, οδήγησαν έντεχνα το κίνημα σε αδράνεια, σε αδιέξοδο και σε ήττα. Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής στην πρακτική και στη συνείδηση των εργαζομένων μένουν να φανούν. Ωστόσο, προς το παρόν διαφαίνονται μόνο θετικές εξελίξεις, με απαρχές πολιτικοποίησης σε πλατιά στρώματα εργαζομένων, μία μεγαλύτερη διάθεση για αγώνες και συμμετοχή στο εργατικό κίνημα, μία μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του εργατικού κινήματος γενικά και μία άνοδο της αυτοπεποίθησης.

Παράλληλα, οι απεργίες για μισθολογικά αιτήματα συνεχίζουν σε πολλές δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, όπως για παράδειγμα, στη Ντίσνειλάντ, όπου ήδη έχουν λάβει χώρα τρεις μέρες απεργίας με ορισμένες χιλιάδες απεργούς σε ένα σύνολο 18 χιλιάδων εργαζομένων, που διεκδικούν αύξηση 200 ευρώ, διπλό μισθό για την κυριακάτικη εργασία και αποζημίωση μετακινήσεων. Στη νικηφόρα απεργία των εργατριών στις αποθήκες της βιομηχανίας ιματισμού Verbaudet στη Λιλ, που διεκδικούσαν μηνιαία αύξηση 150 ευρώ και κατάφεραν μετά από δύομιση μήνες απεργίας ενάντια σε μία σκληρή εργοδοσία, να αποσπάσουν 90-140 ευρώ μηνιαία αύξηση. Στους σιδηροδρομικούς, με νικηφόρες απεργίες για μισθολογικά αιτήματα στα κέντρα τηλεδιοίκησης και ελέγχου της κυκλοφορίας, στη μαζική απεργία των υπαλλήλων του Μετρό στην Τουλούζη, που υπερασπίζονται τη ρήτρα αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής που υπάρχει στη συλλογική τους σύμβαση. Παρόμοιες απεργίες λαμβάνουν χώρα σε πολλά εργοστάσια, με νικηφόρα συνήθως κατάληξη. Υπάρχει μάλλον μία μικρή τάση οργανωτικής ενίσχυσης των συνδικάτων: οι μεγάλες συνομοσπονδίες έχουν δηλώσει ότι, αθροιστικά, έχουν γύρω στα 100 χιλιάδες νέα μέλη από την αρχή της χρονιάς, που μοιράζονται περίπου αναλογικά με την τρέχουσα δύναμη και συσχετισμούς των συνομοσπονδιών.

Την ίδια στιγμή οι υπουργοί και τα μέλη της κυβέρνησης όπως και ο ίδιος ο Μακρόν και η πρωθυπουργός Μπορν, γίνονται δεκτά με συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε κάθε τους μετακίνηση, συνοδευόμενες από τις περίφημες «συναυλίες κατσαρολών». Συνολικά, η κοινωνική ένταση, η οργή ενάντια στην ακρίβεια, στους χαμηλούς μισθούς, στην αντεργατική πολιτική, η απέχθεια για το πολιτικό προσωπικό της κυβέρνησης δεν έχει κοπάσει.

Η κυβέρνηση σχεδιάζει ήδη τα επόμενα αντεργατικά της νομοσχέδια, ενώ επιδίδεται σε ένα όργιο ρατσιστικής και αστυνομικής βίας στο νησί Μαγιότ, κοντά στη Μαδαγασκάρη, ενάντια στους μετανάστες χωρίς χαρτιά, με συνεχείς επιχειρήσεις έξωσης τους από τα καταλύματά τους, με απελάσεις, με ανοχή και κάλυψη των τοπικών ρατσιστικών επιτροπών. Φλερτάροντας έτσι με τον σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων της Λεπέν. Παραμένει χωρίς πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και κοινωνικά και πολιτικά απομονωμένη.

Όλα τα παραπάνω ωθούν στο συμπέρασμα ότι μεγάλα ξεσπάσματα και αγώνες βρίσκονται ενώπιον μας και ότι υπάρχουν σοβαρές δυνατότητες για μία ενίσχυση του εργατικού κινήματος στη Γαλλία, οργανωτικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Εντός αυτού του πλαισίου, οι επαναστατικές και ακροαριστερές οργανώσεις έχουν τη δυνατότητα να στρατολογήσουν και να αυξήσουν την επιρροή τους, και πιθανόν να συμβάλλουν σε μία ανασυγκρότηση και μία ανασύνθεση του εργατικού κινήματος, τόσο σε εθνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.