Θάτσερ: ο θάνατος μιας νεοφιλελεύθερης φασίστριας

Στις 8 Απρίλη πέθανε, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο, η πρώην πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ. Αν και αποχώρησε από την πρωθυπουργία το 1990, η είδηση του θανάτου της προκάλεσε ανακούφιση στην πλειοψηφία της εργατικής τάξης στη Μεγάλη Βρετανία (και όχι μόνο).

Το 1959 εξελέγη για πρώτη φορά στη Βουλή των Κοινοτήτων με το Συντηρητικό Κόμμα. Το 1970 ορίστηκε υπουργός Παιδείας και Επιστήμης και από αυτό το πόστο έδωσε τα πρώτα δείγματα γραφής, περικόπτοντας τον προϋπολογισμό για την παιδεία, ενώ κατάργησε και τη χορήγηση δωρεάν γάλακτος στα σχολεία, μέτρο το οποίο της «χάρισε» το παρατσούκλι “milk snatcher” («άρπαγας του γάλακτος»). Στις 11 Φεβρουαρίου 1975 εξελέγη πρόεδρος του Συντηρητικού Κόμματος. Το 1976, με αφορμή μια ομιλία της που καταφερόταν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, μια σοβιετική εφημερίδα της προσέδωσε το παρατσούκλι «Σιδηρά Κυρία».

Στις εκλογές του 1979 οι Συντηρητικοί νίκησαν και στις 4 Μαΐου του ίδιου έτους η Μάργκαρετ Θάτσερ έγινε Πρωθυπουργός. Με την εκλογή του Ρόναλντ Ρέιγκαν στις ΗΠΑ το 1980 θα αποτελέσουν το νεοφιλελεύθερο δίδυμο, που για πρώτη φορά θα εφαρμόσει τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές συνταγές σε χώρες με κοινοβουλευτικό-«δημοκρατικό» καθεστώς, ακολουθώντας τα χνάρια του δικτάτορα της Χιλής Αουγκούστο Πινοσέτ. Μια από τις πρώτες σκληρές μάχες που θα δώσει η Θάτσερ θα είναι η καταστολή των ιρλανδών μαχητών του IRA. Στη μεγάλη απεργία πείνας και καθαριότητας των πολιτικών κρατουμένων-μαχητών του IRA, η Θάτσερ θα παραμείνει αδιάλλακτη μέχρι το τέλος, οδηγώντας στον θάνατο τον εκλεγμένο βουλευτή Μπόμπι Σαντς και άλλους 9 συναγωνιστές του, μετά από 66 μέρες απεργίας πείνας. Μία ημέρα μετά τον θάνατό του, η Θάτσερ θα σχολίαζε κυνικά: «Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια εξάλειψης της τρομοκρατίας. Ο κ. Σαντς ήταν απλά ένας κατάδικος που επέλεξε να πεθάνει».

Δεύτερο σημαντικό γεγονός της διακυβέρνησής της ήταν ο λεγόμενος «Πόλεμος των Φώκλαντ». Το 1982 η Αργεντινή εισέβαλε στα Νησιά Φώκλαντ, τα οποία αποτελούσαν αποικία της Μεγάλης Βρετανίας, παρόλο που ανήκαν στην Αργεντινή. Η Θάτσερ αντέδρασε στέλνοντας ναυτική δύναμη και ανακατέλαβε τα νησιά με τη συμπαράσταση και των άλλων ιμπεριαλιστών.

Το 1983 θα επανεκλεγεί Πρωθυπουργός με 42,4% των ψήφων. Στη δεύτερη θητεία της θα δώσει την πιο λυσσασμένη μάχη της ενάντια στην εργατική τάξη. Θα αντιμετωπίσει τη σθεναρή αντίσταση των εργαζομένων, με πρωτοπορία τους ανθρακωρύχους, που θα απεργήσουν για έναν ολόκληρο χρόνο, από τον Μάρτιο του 1984 μέχρι τον Μάρτιο του 1985, αντιδρώντας σε ένα σχέδιο για περιορισμό της λειτουργίας των ανθρακωρυχείων και των επιδοτήσεων της εξόρυξης άνθρακα. Παρά τον ηρωικό αγώνα, η Θάτσερ θα βγει νικήτρια, παρόλο που θα μπορούσε να συντριβεί, μόνο και μόνο επειδή το Εργατικό Κόμμα και η TUC (βρετανική ΓΣΕΕ) πρόδωσαν τους ανθρακωρύχους, απομονώνοντας τον αγώνα τους. Ήταν μια βαριά ήττα της βρετανικής εργατικής τάξης, που ακόμη δεν έχει ξεπεραστεί, ενώ σηματοδότησε και την κατρακύλα των αγώνων και των κοινωνικών-συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.

Το 1987 η Θάτσερ εκλέγεται για τρίτη φορά. Στην τελευταία θητεία της αντιτάχθηκε στη διαφαινόμενη συγκεντροποίηση της λήψης αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η ίδια υποστήριζε ότι ο ρόλος της ΕΕ έπρεπε να περιοριστεί στη διασφάλιση του «ελεύθερου» εμπορίου και ανταγωνισμού. Η «αντιευρωπαϊκή» της πολιτική άρχισε να διχάζει το κόμμα της. Ο διχασμός αυτός μαζί με την τεράστια πτώση της δημοτικότητάς της έμελλε να αποβεί μοιραίος και για την ίδια στην εσωκομματική μάχη. Το τελευταίο κατόρθωμά της ήταν η ψήφιση ενός σκληρού φορολογικού νομοσχεδίου, το 1990, το οποίο προκάλεσε βίαιες διαδηλώσεις και ταραχές, οι οποίες επισπεύσανε την πτώση της. Στις 22 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, η Θάτσερ διαβαίνει για τελευταία φορά το κατώφλι της Downing Street ως πρωθυπουργός. Στην εκλογή νέου προέδρου των Συντηρητικών δεν κατόρθωσε να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο και ανακοίνωσε την παραίτησή της για τον επόμενο γύρο, στηρίζοντας τον Τζον Μέιτζορ, ο οποίος και εξελέγη. Η ίδια παρέμεινε βουλευτής ως τις εκλογές του 1992.