ΟΚΔΕ, Ρεφορμιστές, Άκρα Αριστερά – Οι διαφορές μας
Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Απριλίου
Οι θυελλώδεις εξελίξεις μετά το ξέσπασμα της κρίσης / χρεωκοπίας του ελληνικού καπιταλισμού το 2010 και την είσοδο στα Μνημόνια, επέφεραν σημαντικές αλλαγές στα ρεφορμιστικά κόμματα αλλά και στην άκρα αριστερά. Έχει πλέον δημιουργηθεί ένα διαφορετικό τοπίο στη φυσιογνωμία αυτών των δυνάμεων, την προγραμματική βάση και την πολιτική πρακτική τους, για ορισμένες ακόμα και στον στρατηγικό προσανατολισμό τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει πλέον ως αριστερή ρεφορμιστική δύναμη. Βιάζοντας τη θέληση του ελληνικού λαού, μετατρέποντας το μεγαλειώδες ΟΧΙ σε ΝΑΙ το 2015, νεκρανάστησε το σάπιο μνημονιακό πολιτικό προσωπικό που ο «κοινωνικός πόλεμος» 2010-12 είχε σχεδόν αποτελειώσει. Μεταλλάχτηκε σε μνημονιακό κόμμα, πλήρως ενσωματωμένο στις αστικές δυνάμεις και στον κρατικό μηχανισμό, αναπαράγοντας τα γνωστά φαινόμενα αλαζονείας, δοσοληψιών κ.λπ. Εφάρμοσε ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές (υποθήκευση δημόσιας περιουσίας για 100 χρόνια, «απελευθέρωση» των funds ενάντια στα λαϊκά σπίτια, ιδιωτικοποιήσεις ΔΕΗ, ΟΣΕ, λιμανιών, αεροδρομίων…). Μετέτρεψε τη χώρα σε απέραντη αμερικανο-νατοϊκή βάση. Τα ψέματα και απάτες του, το «αριστερό» προσωπείο του χτύπησαν σκληρά τους αγώνες, δηλητηρίασαν τις εργατικές και λαϊκές μάζες κρατώντας τις απογοητευμένες και αποθαρρυμένες.
Το ΚΚΕ, παρά τον μαρξιστικό και λενινιστικό μανδύα με τον οποίο έντυσε την λεγόμενη «αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα» του, έπαιξε και συνεχίζει να παίζει συντηρητικό και αντιδραστικό ρόλο. Σε όλες τις κρίσιμες στιγμές (όπως και στο πρόσφατο παρελθόν τον Δεκέμβρη 2008, το κίνημα των αγανακτισμένων, το δημοψήφισμα κ.ά.) η πολιτική και πρακτική του είναι η αγωνιώδης υποταγή στην «κανονικότητα» της αστικής νομιμότητας. Απέναντι στις χουντοαπαγορεύσεις των λοκντάουν, έριξε την γραμμή «θα λογαριαστούμε μετά». Αποδέχεται στην πράξη την εφαρμογή των νόμων-τεράτων του Χατζηδάκη, της Κεραμέως κ.λπ. – όπως πρόσφατα με τη νομιμοποίηση των συνέδρων από «ηλεκτρονικές εκλογές» στο Εργατικό Κέντρο Αθήνας. Ψήφισε το ατιμωτικό επίδομα δολοφονίας των 600 ευρώ στους ένστολους. Στην έκρηξη μετά τα Τέμπη πάσχισε να περιορίσει το κίνημα σε συναισθηματισμούς, καταγγέλλοντας τα αιτήματα για πτώση της κυβέρνησης και εθνικοποίηση των σιδηροδρόμων ως τυχοδιωκτισμό. Στο συνδικαλιστικό κίνημα, καταγγέλλει στα λόγια την ηγεσία της ΓΣΕΕ, ενώ συνδιοικεί μαζί της, ψηφίζοντας πλάι σε ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και παράταξη ΣΥΡΙΖΑ για «συγκράτηση» των αγώνων (π.χ. εκπαιδευτικοί) ή «κλιμάκωση» με τις γνωστές απεργίες χωρίς συνέχεια και σχέδιο. Στο φοιτητικό κίνημα προσπαθεί να επαναφέρει τη φυσική βία ενάντια σε αγωνιστές και ό,τι δεν ελέγχει, ώστε να επιβάλλει ένα αντιδημοκρατικό μονοπώλιο ως «πρώτη δύναμη».
Ο χώρος της άκρας αριστεράς γνώρισε αισθητή οργανωτική συρρίκνωση και πολιτικό αποπροσανατολισμό.
Πρώτον, καθώς οργανώσεις μπήκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, εφαρμόζοντας στην πράξη μια λαϊκομετωπική πολιτική, με οδυνηρά αποτελέσματα.
Δεύτερο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (αρχικά συγκέντρωσε σημαντικό αριθμό οργανώσεων και αγωνιστών) σήμερα αποτελεί μονάχα ένα «όνομα», χωρίς καμιά κοινή παρέμβαση, δράση ή ακόμα εμφάνιση στις κινητοποιήσεις – εκτός βέβαια από την «ενότητα» / συρραφή της τελευταίας στιγμής για την κοινή εκλογική κάθοδο.
Τα «σχέδια» στο εσωτερικό της είναι εντελώς διαφορετικά ή ανταγωνιστικά (από τη μια η πολιτική του ΣΕΚ γύρω από τον εαυτό του και στην ουρά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, από την άλλη ο «ανεξάρτητου αντικαπιταλιστικός πόλος» αλλά και το «νέο κομμουνιστικό κόμμα»(;) του ΝΑΡ). Το ζήτημα δεν είναι η τάδε ή δείνα διαφωνία ή λάθος – αλλά η απουσία μιας στέρεας μαρξιστικής μεθόδου, ένας έντονος εκλεκτικισμός και πραγματισμός, που ωθεί σε αναπαραγωγή κάθε είδους σεχταρισμών και οπορτουνισμών, σταλινικών και ρεφορμιστικών αντιλήψεων και πρακτικών.
Τρίτο, δυνάμεις που αρχικά βρίσκονταν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μετά το 2015 εγκατέλειψαν και τους «τύπους» μιας αντικαπιταλιστικής αναφοράς για να πάνε στη ΛΑΕ, να μετατραπούν από μια άκρα, επαναστατική ή αντικαπιταλιστική αριστερά σε «ριζοσπάστες». Ορισμένοι πήγαν ακόμα πιο μακριά, μέχρι να πέσουν στην αγκαλιά του ΜεΡΑ25 (ο Βαρουφάκης έχει τεράστιες ευθύνες για την προετοιμασία της συνθηκολόγησης του 2015) –ενός αστικού μορφώματος– και μάλιστα σε συνθήκες όπου μαζικά κομμάτια των εργαζόμενων και νέων δείχνουν να βγαίνουν από έναν λήθαργο. Πρόκειται για πολιτική κατρακύλα, μια πορεία διαρκούς απομάκρυνσης από την επαναστατική πολιτική, στο όνομα μεγαλεπήβολων σχεδίων «εισβολής» στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, δηλαδή την εκλογή βουλευτών. Δυστυχώς, η προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα ολοκάθαρα διδάγματά της, φαίνεται δεν είναι αρκετή για να φράξει τον δρόμο στην απειλή μιας «ιταλοποίησης».
Η ΟΚΔΕ αντιμετωπίζει αυτές τις αλλαγές στον χώρο της άκρας και ριζοσπαστικής αριστεράς με σοβαρή ανησυχία. Έχοντας οδηγό μας τα λόγια του Λένιν, πως «δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα χωρίς επαναστατική θεωρία», παλεύουμε μέσα στο κίνημα για τη συγκρότηση μιας στέρεας πρωτοπορίας και ηγεσίας, εξοπλισμένων με τον επαναστατικό μαρξισμό. Με πρόγραμμα και σχέδιο, στρατηγική και τακτική, που προσπαθούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ενότητας και των αγώνων, με τις απαραίτητες δομές αυτοοργάνωσης, με την ανασυγκρότηση και ανασύνθεση του εργατικού κινήματος, για την αντεπίθεση των εργαζομένων ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, τη διεθνιστική σύνδεση με τους αγώνες σε όλο τον κόσμο (Γαλλία, Ευρώπη, Λ. Αμερική κ.ά.). Ξεκινώντας από τις σημερινές συγκεκριμένες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες (ταξική διαστρωμάτωση, βάρος του προλεταριάτου μέσα στα φτωχά λαϊκά στρώματα, διεθνής συγκυρία, κατάσταση του παγκόσμιου και ελληνικού καπιταλισμού, βαθμός οργάνωσης και πολιτικοποίησης του προλεταριάτου, κατάσταση της αστικής τάξης κ.ά.), στοχεύουμε να βρει η εργατική τάξη και όλοι οι εκμεταλλευόμενοι τον δρόμο για την αλλαγή των συσχετισμών υπέρ τους, για την επιβολή επαναστατικών νικών που θα ανοίξουν τον δρόμο για τον σοσιαλισμό.
Με πίστη σ’ αυτή τη συνέπεια και τους αγώνες που έχει δώσει η οργάνωσή μας, η ΟΚΔΕ σήμερα διεκδικεί και την ψήφο των εργαζόμενων, των νεών, των φτωχών, των αγωνιστών. Η ενίσχυσή της και, ακόμα περισσότερο, η οικοδόμησή της είναι πραγματικά μια «άλλη», μια χρήσιμη επιλογή – που αλλάζει τους συσχετισμούς υπέρ της επαναστατικής πολιτικής.