Η πάλη μας στα συνδικάτα

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Απριλίου

Τα συνδικάτα αποτελούν τις βασικές κοινωνικές οργανώσεις της εργατικής τάξης και των εργαζομένων. Με αυτή την έννοια, η παρέμβαση στα συνδικάτα αποτελεί σημαντικό στοιχείο του προγράμματος της ΟΚΔΕ και της Αντεπίθεσης των Εργαζομένων. Με την οργάνωσή τους στα συνδικάτα, οι εργαζόμενοι παλεύουν για καλύτερους μισθούς, συνθήκες εργασίας, συνδικαλιστικά και δημοκρατικά δικαιώματα. Η πάλη αυτή αποτελεί μια προσπάθεια ενότητας των εργαζομένων απέναντι στους καπιταλιστές, που συνεχώς προσπαθούν να διασπάσουν και να ατομικοποιήσουν τους εργαζόμενους, για να μπορούν να τους εκμεταλλεύονται χωρίς όριο.

Ο νεοφιλελευθερισμός χαρακτήρισε τα συνδικάτα σαν τα κυριότερα εμπόδια στη «λειτουργία της αγοράς», «συντεχνίες», «βολεμένους» κ.ά. Μια σειρά νόμοι όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων, με τελευταίο τον ν. Χατζηδάκη, έχουν ήδη επιφέρει μια δραματική μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, εντατικοποίηση της εργασίας, πολλαπλασιασμό των εργατικών ατυχημάτων–δολοφονιών, «δουλοποίηση» των εργαζομένων, εργαζόμενους που ενώ δουλεύουν δεν καλύπτουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους. Επίσης χτυπήθηκαν τα δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα με σοβαρή υπονόμευση του δικαιώματος στην απεργία, ενίσχυση του κρατικού έλεγχο στις διαδικασίες των συνδικάτων κ.ά.

Το συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να αποκρούσει την επίθεση, όχι γιατί η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι (που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας) δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν, αλλά εξαιτίας της βαθιάς του κρίσης. Η κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος έχει καταρχάς αντικειμενικές αιτίες. Η οικονομική κρίση και η νεοφιλελεύθερη επίθεση έπληξαν τις γραμμές και τη συνοχή του με τη μεγάλη ανεργία, το κλείσιμο επιχειρήσεων, την αποβιομηχάνιση. Κυρίως όμως έχει υποκειμενικές αιτίες, με καταλυτική την πολιτική της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που κυριαρχούσε και κυριαρχεί σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Η πολιτική της αστικοποιημένης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας θυσίασε τα δικαιώματα των εργαζομένων για να σωθεί η «εθνική οικονομία» ή η «επιχείρηση». Περιόρισε τους αγώνες σε απλές διαμαρτυρίες, ενώ αρκέστηκε να επιδιώκει μόνιμα το ρόλο του «υπεύθυνου συνομιλητή» των κυβερνήσεων. Λειτούργησε σαν ιμάντας μεταβίβασης στα συνδικάτα της πολιτικής του κόμματος και της κυβέρνησης που και η ίδια ανήκε (ΠΑΣΚΕ-ΠΑΣΟΚ, ΔΑΚΕ-ΝΔ, σε αυτούς προστέθηκε η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ). Οι αποφάσεις παίρνονταν σχεδόν πάντα από την ίδια και από τα πάνω (ΔΣ) χωρίς γενικές συνελεύσεις και συμμετοχή των εργαζομένων. Τέλος υποτάχτηκε στο νεοφιλελευθερισμό και τα μνημόνια με στήριξη της αστικής πολιτικής, με το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του 2015 κ.ά.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η γραφειοκρατία του ΠΑΜΕ (ΚΚΕ), που παρά τις φωνασκίες ενάντια στην προδοτική γραφειοκρατία συνδιοικεί μαζί της τα συνδικάτα, δεν οργανώνει αγώνες για να επιλυθούν τα προβλήματα, παρά μόνο για να ενισχυθεί εκλογικά στα συνδικάτα ή στη βουλή. Επιπλέον διασπά τις κινητοποιήσεις, τις μετατρέπει σε «κομματικές παρελάσεις».

Οι δυνάμεις της άκρας αριστεράς μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα δεν είναι μικρές. Για να συμβάλουν όμως στο ξεπέρασμα της κρίσης του συνδικαλιστικού κινήματος, πρέπει πρώτα να την αναγνωρίσουν. Αυτή η βαθιά κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος δεν ξεπερνιέται με την φραστική καταδίκη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, με ξεχωριστές «ταξικές συγκεντρώσεις» από τη μια ή τον ακολουθητισμό στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία από την άλλη.

Η ΟΚΔΕ πιστεύει ότι το ζήτημα της ανασυγκρότησης-ανασύνθεσης του συνδικαλιστικού κινήματος μπορεί να λυθεί με τη δράση μέσα στους εργαζόμενους με στόχο την οργάνωση της αντίστασής τους, είτε ξαναζωντανεύοντας τα υπάρχοντα συνδικάτα με την ενεργή συμμετοχή των εργαζομένων, είτε δημιουργώντας νέα συνδικάτα εκεί που δεν υπάρχουν. Βασική προϋπόθεση γι’ αυτή τη δουλειά είναι η κάθετη ρήξη με την πολιτική της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Η καθημερινή τριβή με τα προβλήματα των εργαζομένων από τα πιο μικρά έως τα πιο μεγάλα, η πάλη για την ανάπτυξη αγώνων γύρω από συγκεκριμένα αιτήματα, όπως τα κατανοούν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, και η προώθηση της ενότητας μέσα στους αγώνες είναι ένα πρώτο καθήκον. Μια πάλη που πρέπει να συνοδεύεται από μια συνεχή προσπάθεια να περάσουν οι αγώνες στα χέρια των εργαζομένων. Με την προώθηση της εργατικής δημοκρατίας, τις αποφάσεις για τα αιτήματα, τη μορφή του αγώνα, την πορεία και την εξέλιξή του να παίρνονται από τις Γενικές Συνελεύσεις (ΓΣ). Με τη δημιουργία μορφών αυτοοργάνωσης με Επιτροπές Αγώνα, που θα αναλάβουν την οργάνωση του αγώνα και την περιφρούρησή του. Ακόμη περισσότερο με εκλεγμένες Απεργιακές Επιτροπές από τις ΓΣ, που θα εκπροσωπούν τους εργαζόμενους και θα ελέγχονται από τις ίδιες τις ΓΣ.

Τέλος, η ΟΚΔΕ παλεύει για την πολιτικοποίηση της πάλης στα συνδικάτα. Τα συνδικάτα δεν είναι προορισμένα να ασχολούνται μόνο με τα άμεσα αιτήματα των εργαζομένων, όπως επιβάλει η αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, αλλά και η σταλινική του ΠΑΜΕ, κρατώντας την πολιτική πάλη για τα κόμματα στη βουλή. Σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να συζητήσουν και να κατανοήσουν την οικονομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, τη βαρβαρότητα που αυτή έχει ήδη επιφέρει με την εκτίναξη των κοινωνικών ανισοτήτων για να εξασφαλιστούν τα κέρδη μιας φούχτας καπιταλιστών, για τους θανάσιμους κινδύνους που αυτή επιφέρει με το άνοιγμα της εποχής ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου. Να αναζητήσουν τις πραγματικές αιτίες του κακού, δηλαδή τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, τη λογική του κέρδους ενάντια στην κάλυψη των αναγκών της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας. Να υιοθετήσουν ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα αιτημάτων και ένα σχέδιο αγώνων που θα δίνει διέξοδο προς όφελος των εργαζομένων!

Η οικοδόμηση της Αντεπίθεσης των Εργαζομένων αποτελεί απαραίτητο όρο για να προχωρήσουν ουσιαστικά τα παραπάνω, για να υπάρξει ένας ισχυρός και σταθερός σκελετός αγωνιστών που θα παλεύουν να αποκρούσουν τη βάρβαρη επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι.