Κυβέρνηση των Εργαζομένων – Η μόνη πραγματικά δικιά μας κυβέρνηση

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Μαρτίου

Σιδερένια «δημοκρατία των πλουσίων»

Εργαζόμενοι, φτωχά λαϊκά στρώματα, νέοι νιώθουμε αηδία και μίσος για το επίσημο πολιτικό σκηνικό. Ειδικά για δυνάμεις όπως η ΝΔ του Μητσοτάκη και ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα, εξίσου μνημονιακοί και νεοφιλελεύθεροι.

Αυτό το αίσθημα πηγάζει από τον βαθιά αναποτελεσματικό, αντιδραστικό και αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της αστικής εξουσίας, του τρόπου διακυβέρνησης. Ένα ζοφερό καθεστώς όπου κυριαρχεί:

α) Η αναποτελεσματικότητα και ανικανότητα των αστικών κομμάτων και κυβερνήσεων να λύσουν το παραμικρό πρόβλημα, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσουν την κρίση. Αυτό οφείλεται στις νεοφιλελεύθερες, ακραία ταξικές πολιτικές τους.

β) Η διαφθορά και σήψη του αστικού κομματικού και πολιτικού προσωπικού, των αξιωματούχων που στελεχώνουν οργανισμούς, δικαστήρια, αρχές κ.λπ. Τα βρωμερά σκάνδαλα, από την αρπαγή δημόσιου χρήματος και τις ιδιωτικοποιήσεις μέχρι τον ψυχικό και σωματικό βιασμό των πιο αδύναμων και τα μαζικά εγκλήματα σε βάρος της ανθρώπινης ζωής.

γ) Το πιο μεγάλο «σκάνδαλο», η γυμνή, αχαλίνωτη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των καπιταλιστών και το διαρκές τσάκισμα των εργατικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών μας.

δ) Η προκλητική ατιμωρησία του κεφαλαίου και των πλουσίων, όλης της ελίτ, του πολιτικού-κομματικού προσωπικού και των λακέδων τους.

ε) Ο εξευτελισμός της ίδιας της αστικής νομιμότητας, του κοινοβουλίου, όλων των θεσμών του αστικού κράτους. Που έχουν γίνει πραγματικοί ορνιθώνες, σφηκοφωλιές των πιο βρώμικων συναλλαγών και συμφερόντων.

Αυτό το καθεστώς γίνεται όλο και πιο αδίστακτο. Παρά την κραυγαλέα αναποτελεσματικότητα, την έκρηξη των ανισοτήτων, τη συσσώρευση καταστροφών σε βάρος όλων των «από κάτω», δεν ανέχεται κουβέντα για αλλαγές, παραχωρήσεις, συμβιβασμούς. Έτσι π.χ. για το έγκλημα στα Τέμπη «απαγορεύεται» να τεθεί θέμα επιστροφής των σιδηροδρόμων στο δημόσιο.

Στηριγμένο στην καταστολή, σε ένα διαρκές Κράτος Έκτακτης Ανάγκης, αυτό το καθεστώς επιδιώκει να αυτονομηθεί πλήρως από τις λαϊκές μάζες. Αυτό εννοούν ότι δεν λογαριάζουν το «πολιτικό κόστος», ότι επιδιώκουν «σταθερότητα».

Οι εκλογές είναι μια στιγμή ελάχιστα ανεκτή σ’ αυτό το καθεστώς – απαγορεύεται δια ροπάλου να αλλάξουν την πολιτική ή τον έλεγχο των κέντρων εξουσίας. Γι’ αυτό επιδιώκεται η απολιτικοποίηση και περιθωριοποίηση των λαϊκών μαζών, το βούλιαγμά τους στην ανημπόρια, την παραίτηση, την αποχή, καλλιεργώνας το «όλοι ίδιοι είναι» και «δεν υπάρχει εναλλακτική».

Οι «χούντες» δεν πέφτουν με λόγια στη Βουλή

Η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, όλες οι επίσημες πολιτικές δυνάμεις, με διαφορετικό τρόπο, ορκίζονται πίστη σ’ αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο. Καλλιεργούν δηλητηριώδεις αυταπάτες, ότι μια αλλαγή των πολιτικών ή μάλλον εκλογικών συσχετισμών υπέρ τους –δηλαδή αν πάρουν περισσότερες ψήφους– θα επιτρέψει πιο «δίκαιη» διαχείριση αυτού του αστικού κράτους.

Η «προοδευτική διακυβέρνηση» του ΣΥΡΙΖΑ/Τσίπρα σημαίνει, όπως λένε οι ίδιοι, να ελέγξουν τους «αρμούς της εξουσίας». Δηλαδή να ενσωματωθούν ακόμα πιο βαθιά στο καθεστώς, καλλιεργώντας ακόμα πιο αδίστακτες σχέσεις με τη «διαπλοκή», την οποία καταγγέλλουν μόνο ως «σύστημα Μητσοτάκη». Γι’ αυτό δίνουν σε κάθε ευκαιρία διαπιστευτήρια «υπευθυνότητας» και «συναίνεσης».

Το ΚΚΕ, παρά τα παχιά λόγια για «λαϊκή εξουσία» (σε ένα ακαθόριστο, μεταφυσικό μέλλον) υποτάσσεται σ’ αυτή την «κανονικότητα». Βασικός λόγος είναι η πολιτική του να καθηλώνει και να διασπά τους αγώνες, μάλιστα με θέσεις και πρακτικές όλο και πιο απολίτικες, δεξιές. Έτσι, από τη μια ψήφισε το επίδομα των 600 ευρώ στους μηχανισμούς καταστολής, από την άλλη αρνήθηκε μετά το έγκλημα στα Τέμπη την κλιμάκωση της πάλης με συνθήματα όπως «να πέσει η κυβέρνηση με αγώνες – να εθνικοποιηθούν οι σιδηρόδρομοι». Υπάρχει όμως και ένας βαθύτερος λόγος: ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός. Ζενίθ της ταξικής πάλης θεωρείται το «ΚΚΕ δυνατό»– και μάλιστα «να έχουμε περισσότερους βουλευτές μαζί μας στους αγώνες». Αλήθεια, πως ακριβώς αυτοί θα βοηθήσουν π.χ. να σπάσουμε το μαύρο μπλοκ των ιδιωτικοποιήσεων; Ποια βοήθεια στους εργαζόμενους και το κίνημα έδωσαν π.χ. οι «προτάσεις νόμου» του ΚΚΕ στη βουλή, πέρα από θέμα σε πρωτοσέλιδα;

Το κόμμα Βαρουφάκη των πρώην συριζαίων υπουργών και νεόκοπων συμμάχων τους, πέρα από τις φλυαρίες για «ρήξη», είναι άφαντο στους αγώνες και δεν μπορεί να μας πει ούτε πως θα νικήσουμε, ούτε για ποιον λόγο δεν είναι καταδικασμένο να επαναλάβει τα εγκλήματα του ΣΥΡΙΖΑ αν του δοθεί η ευκαιρία.

«Με καμιά κυβέρνησή» τους δεν λύνεται η κρίση

Όσο η κρίση χειροτερεύει, το σημερινό καθεστώς γίνεται πιο ανελαστικό. Δεν ξεκουνιέται με κάλπες. Όποιο σενάριο κι αν μαγειρευτεί, η κυβέρνηση που θα προκύψει απ’ αυτές τις εκλογές ή επόμενες, θα είναι ίδια και χειρότερη. Περισσότεροι βουλευτές αριστεροί (με ή χωρίς εισαγωγικά) δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να σπάσουν τη μέγγενη του μεγάλου κεφαλαίου, των ιμπεριαλιστών, του κράτους τους πάνω στις ζωές μας – αυτό δείχνει και η διεθνής εμπειρία. Πολύ περισσότερο σήμερα, όπου δεν υπάρχουν τα παλιότερα ισχυρά ρεφορμιστικά κόμματα (σοσιαλδημοκρατία, σταλινισμός) και η αστική διαχείριση δεν αφορά οποιοδήποτε «συμβόλαιο» με την εργατική τάξη, αλλά το άγριο φόρτωμα της τεράστιας καπιταλιστικής κρίσης στις πλάτες της.

Εδώ επίσης αποτυγχάνει ή στέκει αμήχανα η άκρα και ριζοσπαστική αριστερά. Δεν μπορεί να περιγράψει τι θα είναι και πως θα προκύψει μια νικηφόρα «επόμενη μέρα» των αγώνων μας. Πως θα αρχίσουμε το ξερίζωμα του σημερινού καθεστώτος, την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας.

Η απάντηση της Κυβέρνησης των Εργαζομένων είναι η μόνη επαναστατική – γι’ αυτό και η μόνη ρεαλιστική. Μια άλλη δομή εξουσίας, με τα εξής χαρακτηριστικά:

α) Βασίζεται στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, όχι σε μια ισχνή ελίτ. Δεν προκύπτει μέσα από το αστικό κοινοβούλιο και τους κρατικούς θεσμούς, αλλά με την ανάπτυξη των αγώνων και της αυτοοργάνωσης των εργαζόμενων και των λαϊκών μαζών, μέσα από απεργίες και καταλήψεις, συνελεύσεις και επιτροπές, σε χώρους δουλειάς και κλάδους της οικονομίας, κοινωνικούς χώρους, γειτονιές.

β) Ενώνει την εργατική τάξη, όλους τους εκμεταλλευομένους και καταπιεσμένους. Σε αντίθεση με τις αντιδημοκρατικές διαιρέσεις και αποκλεισμούς των ρεφορμιστών, μπορούν σε αυτή να συμμετέχουν όλες οι οργανώσεις (κοινωνικές και πολιτικές) του εργατικού κινήματος, ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα που σέβονται έμπρακτα τις αποφάσεις της πλειοψηφίας και την εργατική δημοκρατία.

γ) Αυτά τα όργανα πρέπει να συγκεντρώνονται, να ενοποιούνται από περιφερειακό μέχρι πανεθνικό επίπεδο, δημιουργώντας μια «λαϊκή αντιεξουσία» απέναντι στις αστικές κυβερνήσεις. Ανώτερη μορφή αυτής της πολιτικής είναι τα εργατικά συμβούλια (σοβιέτ).

δ) Απ’ όταν πρωτοεμφανίζονται τέτοια όργανα (π.χ. επιτροπές σε επιχειρήσεις), αρχίζουν να ασκούν τον Εργατικό Έλεγχο, τις «δεσποτικές επεμβάσεις» των εργαζομένων στο «ιερό δικαίωμα» της ατομικής ιδιοκτησίας. Επιβάλλουν το βέτο ή τις έμπρακτες λύσεις των εργαζομένων, π.χ. άνοιγμα των λογιστικών βιβλίων για να βγουν στη φόρα όλες οι ρεμούλες, απαγόρευση απολύσεων και λουκέτων επιχειρήσεων, αυξήσεις στους μισθούς – ακόμα και την κίνηση της παραγωγής για δικούς τους σκοπούς (επανασυνδέσεις κομμένων ρευμάτων, δωρεάν συγκοινωνίες κ.λπ.). Οργανώνουν τη μαζική αυτοάμυνα ενάντια στους μηχανισμούς καταστολής.

ε) Όσο το κίνημα αναπτύσσεται, πλησιάζει η «κρίση» μιας ανοιχτής ταξικής σύγκρουσης. Αυτή η Κυβέρνηση των Εργαζομένων θα πρέπει να κυριαρχήσει ή να χαθεί, να τσακίσει την αντίδραση του αστικού κράτους ή να κατασταλεί και να συντριβεί (πραξικοπήματα, επεμβάσεις κ.λπ.).

στ) Μετά από την επαναστατική νίκη, η Κυβέρνηση των Εργαζομένων ξεδιπλώνει την εφαρμογή ενός Προγράμματος Σωτηρίας, πλήρους αναδιοργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας, με κυρίαρχη την εργατική τάξη και σύμμαχό της τα καταπιεσμένα, φτωχά λαϊκά στρώματα. Αυτό είναι το «μυστικό» της δικτατορίας του προλεταριάτου (που προκαλεί τρόμο σε αστούς αλλά και ρεφορμιστές και σταλινικούς ή συγχυσμένους αριστερούς), που ανοίγει τον δρόμο για τον Σοσιαλισμό.

ζ) Σε πλήρη αντίθεση με τα παχυλά προνόμια των αστών βουλευτών και αξιωματούχων, είναι μια «φτηνή κυβέρνηση», που ελέγχεται άμεσα από τους εργαζόμενους. Οι εκλεγμένοι στα εργατικά συμβούλια δεν παίρνουν πάνω από τον μισθό ενός μέσου ειδικευμένου εργάτη, ενώ είναι άμεσα ανακλητοί από τους εκλογείς τους. Έτσι οι εργαζόμενοι συμμετέχουν ενεργά, διευρύνουν την άμεση δημοκρατία – αντί μόνο κάθε τέσσερα χρόνια, ρίχνοντας ένα ψηφοδέλτιο σε μια κάλπη, να «επικυρώνουν» τη σημερινή μιζέρια και αθλιότητα.