Βραζιλία: Εκλογές που αντικατοπτρίζουν ακραία ταξική διαίρεση

Brazil's former President and presidential candidate Luiz Inacio Lula da Silva leads the 'march of victory', in Sao Paulo, Brazil October 29, 2022. REUTERS/Carla Carniel

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Νοεμβρίου

Χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους της Βραζιλίας για να πανηγυρίσουν καθώς ο Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα του Εργατικού Κόμματος (PT) εξελέγη πρόεδρος την Κυριακή, 30 Οκτωβρίου. Ο Λούλα πέτυχε μία σημαντική, αλλά οριακή νίκη, κερδίζοντας με ποσοστό 50,9% έναντι 49,1% του ακροδεξιονεοφιλελεύθερου Ζαΐρ Μπολοσονάρο, διαφορά που μεταφράζεται σε προβάδισμα λίγο περισσότερων από 2 εκατ. ψήφων σε συνολικό αριθμό 118,5 εκατ. έγκυρων ψηφοδελτίων. Το οριακό αυτό αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρα αποτέλεσμα της ακραίας ταξικής διαίρεσης που έχει επικρατήσει από το 2016 και οξύνεται χρόνο με τον χρόνο στην βραζιλιάνικη κοινωνία και γνώρισε μία σημαντική κορύφωση – είμαστε βέβαιοι πως δεν θα είναι η τελευταία – κατά την περίοδο των εκλογών.

Φυσικά το οριακό αποτέλεσμα και ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός ψήφων που συγκέντρωσε ο Μπολσονάρο δεν δικαιολογούνται σε καμία περίπτωση από το «αντισυστημικό» προφίλ –τύπου Τραμπ– που προσπαθεί να πλασάρει. Ούτε, από την επιρροή που ασκούν μέσω των σόσιαλ μίντια οι αστέρες του ποδοσφαίρου και του μόντελινγκ. Ούτε καν από τα προεκλογικού χαρακτήρα επιδόματα που μοίρασε τους τελευταίους μήνες. Ο Μπολσονάρο είναι πολιτικός εκφραστής ενός μαύρου μπλοκ που συμπεριλαμβάνει την μεγαλοαστική τάξη, το βαθύ κράτος και θεσμούς του αστικού καθεστώς (στρατό, αστυνομία, απόστρατους, δικαστικούς, θρησκευτικές και παραθρησκευτικές οργανώσεις κ.λπ.), το οποίο προσδοκά σε ένα καθοριστικό τσάκισμα και στον εξανδραποδισμό της εργατικής τάξης, των ιθαγενών και των φτωχών λαϊκών μαζών και το οποίο ενισχύθηκε υπέρμετρα σε αυτή την τετραετία. Επιπρόσθετα, παρά το μεγαλειώδες αποτέλεσμα του Λούλα, η αξιοπιστία του PT έχει πληγεί από τα τελευταία χρόνια διακυβέρνησης του και τις αντεργατικές και αντιλαϊκές πολιτικές που εφάρμοσε τότε. Μπορεί αυτά όλα να μην έχουν καμία σχέση με την στημένη δίκη του Λούλα ή να μοιάζουν βάλσαμο μπροστά στην διακυβέρνηση Μπολσονάρο, δεν παύουν όμως να είναι γεγονός.

Οι πανηγυρισμοί των εργαζόμενων και φτωχών λαϊκών μαζών είναι λοιπόν δικαιολογημένοι, το αν μη τι άλλο, η νίκη του Λούλα είναι το μέσο με το οποίο ξεφορτώνονται τον Μπολσονάρο και το μισητό επιτελείο του το οποίο είναι ταυτισμένο με τον ταξικό τους αντίπαλο και προσδοκούν μία άλλη διαχείριση που θα τους ανακουφίσει από τις συνθήκες ακραίας φτώχειας, εξαθλίωσης και περιβαλλοντικής καταστροφής που είχε επιβάλλει ο Μπολσονάρο. Η νίκη όμως αυτή σηματοδοτεί πολύ σημαντικές εξελίξεις, συνολικά για το προλεταριάτο της Λατινικής Αμερικής και όλης της υφηλίου.

Καταρχάς σε ότι αφορά την περιβαλλοντική καταστροφή. Κατά τη θητεία του Μπολσονάρο η αποψίλωση του Αμαζονίου εντάθηκε σημαντικά, ύστερα από σχεδόν μία δεκαετία μείωσης κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων θητειών του Λούλα (2003- 2010). Ο Μπολσονάρο συνδύαζε την ιδεολογική αντίθεση στην ίδια την ύπαρξη της κλιματικής κρίσης, με μία ασύδοτη επιθυμία εκμετάλλευσης του σπουδαίου περιβαλλοντικού και τον ακραίο ρατσισμό για τους αυτόχθονες πληθυσμούς. Απέλυσε ειδικούς και μείωσε τη χρηματοδότηση κρατικών περιβαλλοντικών κι επιστημονικών φορέων, επιχείρησε την αφαίρεση δικαιωμάτων από τους αυτόχθονες και προώθησε τα επιχειρηματικά συμφέροντα στην περιοχή. Το αποτέλεσμα των πολιτικών του, ήταν απώλεια περισσότερων από 34.000 τετρ. χιλιομέτρων δάσους — έκταση μεγαλύτερη από τη συνολική έκταση του Βελγίου. Κατά τη θητεία του επιβεβαιώθηκε για πρώτη φορά πως το δάσος του Αμαζονίου εκπέμπει πλέον περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από όσο έχει τη δυνατότητα να απορροφήσει.

Η νίκη του Λούλα ολοκληρώνει ουσιαστικά τη δεύτερη «ροζ παλίρροια» — την επάνοδο στην εξουσία αριστερόστροφων κομμάτων και ηγετών στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της Λατινικής Αμερικής και στις τρείς βασικές χώρες στις οποίες βασίστηκε το πρώτο κύμα (Βενεζούλα, Βραζιλία και Βολιβία). Η νίκη του Λούλα με το οικονομικό βάρος «γίγαντα» που έχει η Βραζιλία για τα μεγέθη της Λ. Αμερικής δίνει άλλες δυνατότητες στήριξης στις χώρες οι οποίες γνώρισαν την μεγαλύτερη απομόνωση και ο λαός τους έχει υποφέρει περισσότερο λόγω της αντοχής τους απέναντι στις επιθέσεις από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό όπως η Βενεζουέλα και η Κούβα. Μπορεί το δεύτερο αυτό κύμα να έχει μικρότερο βάθος ριζοσπαστικοποίησης της ηγεσίας του όμως αυτό δεν αφαιρεί όμως τη σημασία του για την ανάταση των μαζών και το βάθεμα των αγώνων τους. Αποτελεί, επίσης, ένα πολιτικό αντίβαρο στην άνοδο ούλτρα νεοφιλελεύθερων και ακροδεξιών κυβερνήσεων, κυρίως στην Ευρώπη.

Η κυβέρνηση Λούλα επιθυμεί όμως και εκ των πραγμάτων θα παίξει και έναν ευρύτερο διεθνή ρόλο. Ο Λούλα ήταν εμπνευστής της συμμαχίας BRICS, της συμμαχίας των οικονομιών Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας και Νοτίου Αφρικής. Στοχεύει στην επανέναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας με συμμετοχή εκτός από τις ΗΠΑ και την ΕΕ και των BRICS και γενικά σε πιο ήπια διαχείριση των διεθνών εντάσεων. Όπως και να έχει το στρατόπεδο των BRICS βγαίνει ενισχυμένο και επεκτείνει την επιρροή
του στην Λ. Αμερική, στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ.

Στους δρόμους όμως δεν βρέθηκαν μόνο οι οπαδοί του Λούλα αλλά και του Μπολσονάρο, πιο συγκεκριμένα οι ιδιοκτήτες φορτηγών που πραγματοποίησαν αποκλεισμούς δρόμων. Ο ίδιος ο Μπολσονάρο επί 44 ώρες μετά την ανακοίνωση των οριστικών αποτελεσμάτων αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε δημόσια δήλωση, ενώ δεν έχει παραδεχτεί την ήττα του και αφήνει τις σκληρές μερίδες των οπαδών να «τραγουδούν» για «κλεμμένες εκλογές». Είναι δεδομένο ότι επιχείρησε πέρα από μια επίδειξη δύναμης στο δρόμο και μία καταμέτρηση δυνάμεων εντός του κρατικού μηχανισμού, ανάλογη με αυτή του Τραμπ όταν πραγματοποίησε την εισβολή στο Καπιτώλιο. Το αν θα έχει χαρακτήρα καρικατούρας μένει να δείξει. Δεν πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί. Ο Μπολσονάρο ήρθε για να μείνει, όχι μόνο γιατί εκφράζει το ακραίο ταξικό μίσος της βραζιλιάνικης αστικής τάξης αλλά και διότι ο τραμπισμός ξανακερδίζει έδαφος στις ΗΠΑ και θα συνεχίσει να αναπαράγεται διεθνώς πάνω στα αδιέξοδα των κάθε λογής «κεντρώων» και «φιλελεύθερων» αστικών δυνάμεων.