Κοινοβουλευτικές εκλογές στη Γαλλία

Από την Εργατική πάλη Ιουλίου-Αυγούστου

 

Οι κοινοβουλευτικές εκλογές στη Γαλλία έλαβαν χώρα ένα περίπου μήνα μετά τις προεδρικές εκλογές, στις 12 Ιούνη και στις 19 Ιούνη. Οι γενικές τάσεις που έγιναν αντιληπτές στις προεδρικές, εμφανίστηκαν εκ νέου.

Η συμμετοχή ήταν πολύ χαμηλή. Στον πρώτο γύρο, από τους 49 εκατομμύρια εγγεγραμμένους ψηφοφόρους, οι 26 εκατομμύρια δεν ψήφισαν. Πρόκειται για αποχή των φτωχών και των νέων. Το 70% των νέων 18-24 ετών και τα δύο τρία των κάτω των 35 ετών δεν ψήφισαν, ενώ όσοι είναι άνω των 65 απείχαν κατά 39%. Επίσης, το 70% όσων έχουν εισοδήματα κάτω των 1.000 ευρώ δεν ψήφισαν, ενώ όσοι έχουν εισοδήματα άνω των 3.500 απείχαν κατά 37%.

Η αποχή είναι έκφραση της αποστροφής μεγάλης μερίδας των μαζών προς το τρέχον πολιτικό σκηνικό, τα πολιτικά κόμματα, την διαφθορά τους, τις πολιτικές υπέρ των πλουσίων, και της αίσθησης ότι η ψήφος δεν σημαίνει και δεν αλλάζει πλέον τίποτα. Τείνουμε, λόγω των χαρακτηριστικών της αποχής, σε μία δημοκρατία των πλουσίων, των ιδιοκτητών και των εισοδηματιών. Ωστόσο, η αποχή των μαζών δεν ταυτίζεται με μία απόρριψη της δημοκρατίας γενικά, αντιθέτως ένα μεγάλο κομμάτι των μαζών παραμένει βαθιά προσκολλημένο στα δημοκρατικά δικαιώματα.

Στον πρώτο γύρο, ο σχηματισμός του Μακρόν πήρε 26%, ο σχηματισμός NUPES, δηλαδή η εκλογική συμμαχία της Ανυπότακτης Γαλλίας (Μελανσόν), του Σοσιαλιστικού Κόμματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος, των Οικολόγων και άλλων, απέσπασε περίπου 26%, η Εθνική Συγκέντρωση της Λεπέν 18,5%, οι Ρεπουμπλικάνοι 10,5%. Βέβαια τα ποσοστά αυτά είναι επί των ψηφισάντων. Επί των εγγεγραμμένων ή, πόσο μάλλον επί του συνόλου του ενήλικου πληθυσμού, τα ποσοστά γίνονται γελοία: Υπέρ του σχηματισμού του Μακρόν ψήφισε μόλις το 12% των εγγεγραμμένων. Στον δεύτερο γύρο, ο σχηματισμός του Μακρόν πήρε 39% επί των ψηφισάντων, το NUPES 32% και το Εθνικό Μέτωπο 17,5%. Επί των εγγεγραμμένων είναι αντίστοιχα 16,5, 13,5 και 7,5 %, καθώς από τους 49 εκατομμύρια εγγεγραμμένους, ψήφισαν μόνο οι 22 εκατομμύρια.

Έτσι, η κυβερνώσα παράταξη βασίζεται στην πρόθυμη ψήφο ενός 10% του ενήλικου πληθυσμού. Τα ελαφρώς καλύτερα ποσοστά του στον δεύτερο γύρο είναι απλώς, όπως και στις προεδρικές εκλογές, επιλογή του μικρότερου κακού.

Αυτή η ασθενέστατη κοινωνική και πολιτική βάση αντικατοπτρίζεται θεσμικά στην απώλεια της πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση. Η παράταξη του Μακρόν δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, συγκεντρώνοντας 245 βουλευτές από τους 290 περίπου που θα ήταν απαραίτητοι. Κανένας νόμος δεν μπορεί να ψηφιστεί χωρίς την στήριξη είτε των Ρεπουμπλικάνων (της κλασικής δεξιάς παράταξης με 61 βουλευτές), είτε της Εθνικής Συγκέντρωσης της Λεπέν (που διαθέτει 89 βουλευτές), είτε του NUPES (με 131 βουλευτές).

Η καθ’ αυτή απώλεια της πλειοψηφίας στην Βουλή δεν θα δημιουργούσε από μόνη της ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς το γαλλικό πολιτικό σύστημα επιτρέπει την διακυβέρνηση δια διαταγμάτων, χωρίς την προσφυγή στο κοινοβούλιο. Είναι η ασθενής κοινωνική και πολιτική βάση του Μακρονισμού και η τεράστια αποδυνάμωση των κλασικών αστικών κομμάτων που βρίσκονται στον πυρήνα της κρίσης κυβερνησιμότητας. Οποιαδήποτε προσφυγή σε προεδρικά διατάγματα, όπως τα περίφημα διατάγματα για το εργατικό δίκαιο στην αρχή της προηγούμενης προεδρικής θητείας, θα βάθαινε το χάσμα ανάμεσα στον Μακρόν και στη γαλλική κοινωνία, ανάμεσα στην ελίτ και στα λαϊκά και εργατικά στρώματα. Αν στην προηγούμενη θητεία, η προσφυγή στα διατάγματα στις αρχές της θητείας ήταν έως έναν βαθμό επιλογή, σήμερα θα γινόταν αντιληπτή ως καθαρή παραχάραξη της λαϊκής έκφρασης και περιφρόνηση του κοινοβουλίου.

Οι εκλογές δεν ενέκριναν την πολιτική του Μακρόν και, οποιαδήποτε προσπάθεια παραβίασης αυτής της ετυμηγορίας θα παροξύνει την πολιτική κρίση. Η κυβέρνηση θα χρειαστεί να καταφύγει σε ένα ατελείωτο κοινοβουλευτικό παζάρι για το νομοθετικό έργο, η ουσία του οποίου δεν είναι άλλη παρά ένα σύνολο αντεργατικών επιθέσεων. Παρά την επί της ουσίας συμφωνία όλων των κομμάτων (με τις αμφιταλαντεύσεις του NUPES), στις αντεργατικές πολιτικές και στον νεοφιλελευθερισμό, οι τακτικισμοί, η εκλογική επιβίωση, δημαγωγικοί πολιτικαντισμοί. θα επιβάλλουν έναν αργό και διακεκομμένο χαρακτήρα στην νομοθέτηση και στην διακυβέρνηση.

Η κύρια πολιτική δύναμη που επωφελήθηκε ήταν η εκλογική συμμαχία της αριστεράς, που ωστόσο δεν ξεσήκωσε κανέναν απολύτως ενθουσιασμό στις εργατικές μάζες. Ο ίδιος ο Μελανσόν είναι ένας πρώην υπουργός των κυβερνήσεων της αριστεράς του Ζοσπέν το 2000, μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος για πολλά χρόνια, ένας αριστερός αστός πολιτικός και το πρόγραμμα του σχηματισμού είναι μία κοπτοραπτική μεταξύ των συνιστωσών, μία συλλογή προτάσεων κοινωνικής μεταρρύθμισης και επούλωσης πληγών από τον νεοφιλελευθερισμό. Ωστόσο, η συμμαχία αντιμετωπίστηκε από τα μίντια και από τον μακρονισμό ως εξτρεμιστική, ακροαριστερή… Σε αυτό το πλαίσιο η ψήφος υπέρ του NUPES είχε ένα γενικά αριστερό περιεχόμενο. Αυτή η εκλογική συμμαχία απορρόφησε το εξωνημένο ΚΚΓ, το POI (απόγονος των τροτσκιστικών οργανώσεων OCI και PO [λαμπερτιστές], που άλλοτε είχαν ένα πλατύ εργατικό ρίζωμα, αλλά απαρνήθηκαν τον τροτσκισμό/κομμουνισμό τις τελευταίες δεκαετίες) και το Ensemble (θραύσμα του NPA, στο οποίο συμμετέχουν επίσημα μέλη της Ενιαίας Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς). Λίγο έλειψε να απορροφήσει το ίδιο το NPA, το οποίο παρά τη μη συμμετοχή του, στήριξε τη συμμαχία ενεργητικά στις εκλογές.

Η δε πρόοδος του σχηματισμού της Λεπέν ήταν αναμενόμενη μετά τις επιτυχίες της στις προεδρικές εκλογές, ωστόσο τα αποτελέσματά της παραμένουν αναντίστοιχα σε σχέση με την δυναμική της στις προεδρικές.

Η διακυβέρνηση Μακρόν απέτυχε την πρώτη της πενταετία να επιβάλει μία ήττα στο εργατικό κίνημα και ένα νεοφιλελεύθερο σοκ, όπως ήλπιζαν οι τραπεζικοί κύκλοι που εκπαίδευσαν τον Μακρόν. Η κυβέρνηση συγκρούστηκε με το εργατικό κίνημα και τα λαϊκά στρώματα, αναγκαζόμενη πολλές φορές σε υποχωρήσεις, σε επιβράδυνση, σε αναδίπλωση και σε ελιγμούς. Οι απεργίες ενάντια στα διατάγματα Μακρόν το φθινόπωρο του 2017, η κοινωνική έκρηξη των Κίτρινων Γιλέκων το φθινόπωρο του 2018, ο πολύμηνος απεργιακός αγώνας των σιδηροδρομικών την άνοιξη του 2018, η καθολική και μακρόχρονη απεργία των παριζιάνικων μέσων μεταφοράς και οι μαζικές γενικές απεργίες ενάντια στο συνταξιοδοτικό στα τέλη του 2019 – αρχές 2020, όπως και πολλές άλλες μικρές και μεγάλες κινητοποιήσεις, μαζί με το «διάλειμμα» της πανδημίας ακύρωσαν την όποια ορμή του Μακρόν και της παράταξής του.

Η δεύτερη πενταετία ξεκινάει με σημαντικές δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος της αστικής τάξης που αναμφίβολα διευκολύνουν το εργατικό κίνημα. Επιπλέον, όλη η γαλλική κοινωνία βρίσκεται ενώπιον του καυτού ζητήματος του πληθωρισμού. Η γαλλική αστική τάξη και η κυβέρνηση φαίνονται ανίκανες να τον ελέγξει και κάθε εκατοστιαία άνοδος του πληθωρισμού σπρώχνει τις κοινωνικές εντάσεις εκτός ελέγχου. Τον περασμένο χειμώνα, υπήρξαν αρκετές κινητοποιήσεις και απεργίες, ως αντίδραση έναντι ενός ήπιου πληθωρισμού της τάξεως του 3-5%. Τα πράγματα αγριεύουν. Ο πληθωρισμός θα κυμανθεί στο 7-10% και σημαντικά τμήματα της γαλλικής εργατικής τάξης θα κινηθούν αποφασιστικά σε απεργίες, ειδικά όσο η ανεργία παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Ενδεικτικοί πρόδρομοι, οι πρόσφατες απεργίες στα αεροδρόμια του Παρισιού και η νικηφόρα απεργία των σιδηροδρομικών.

Το εργατικό κίνημα οφείλει να επέμβει ενεργητικά και αποφασιστικά για να υπερασπιστεί το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, να ενισχύσει τις θέσεις του, να ριζοσπαστικοποιήσει το πρόγραμμά του. Οι οργανώσεις του εργατικού κινήματος θα έχουν θαυμάσιες ευκαιρίες ενώπιόν τους για να πρωταγωνιστήσουν σε μία σειρά αγώνες, να διευρύνουν την επιρροή τους, να στρατολογήσουν. Ωστόσο, πολιτικά, το εργατικό κίνημα έχει θεμελιώδη προβλήματα. Σχετική εξαίρεση φαίνεται να είναι η Lutte Ouvrière, που μπαίνει στη νέα περίοδο με μία καλή εθνική δικτύωση και ρίζωμα, με μία εργατική αλλά όχι νεολαιίστικη κοινωνική σύνθεση και με στερεότητα πολιτικών θέσεων. Απέσπασε 230 χιλιάδες ψήφους (1%) στον πρώτο γύρο των κοινοβουλευτικών εκλογών, έναντι 160 χιλιάδων (0,7%) το 2017. Στα αριστερά του NUPES ήταν η μοναδική ακρο-αριστερή ή κομμουνιστική υποψηφιότητα.

Δυστυχώς, δεν μπορούν να λεχθούν τα ίδια για το NPA, το οποίο διχοτομήθηκε ενώπιον των κοινοβουλευτικών και του NUPES. Η πλειοψηφία της ηγεσίας, που αντιπροσωπεύει περίπου το ήμισυ του δυναμικού του κόμματος, προσπάθησε με όλες της τις δυνάμεις να ενταχθεί στο NUPES και εντέλει κάλεσε σε ψήφο και σε καμπάνια υπέρ του. Οι υπόλοιπες τάσεις εντός του, διαφώνησαν είτε καλώντας σε στήριξη της Lutte Ouvrière, είτε σε παρουσίαση ορισμένων πολύ λίγων ανεξάρτητων «αντικαπιταλιστικών» υποψηφίων.

Το εργατικό κίνημα στη Γαλλία είναι δυνατόν να παίξει εκ νέου τον ρόλο ενός γενικού πυροδότη ή παραδείγματος για την Ευρώπη. Είναι δυνατόν να έχει σημαντική συμβολή πανευρωπαϊκά τόσο στην πάλη ενάντια στην φτωχοποίηση του πληθωρισμού, όσο και στην πάλη ενάντια στον πόλεμο.