Η εσωτερική εξορία του Τάσου Λειβαδίτη (του Δημήτρη Κατσορίδα)

Η εσωτερική εξορία του Τάσου Λειβαδίτη

 

Εφέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Τάσου Λειβαδίτη, ποιητή του έρωτα και της επανάστασης, όπως τον έχουν αποκαλέσει. Για την ακρίβεια γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1922, στο Μεταξουργείο.

Κατά τη διάρ­κεια της Κα­το­χής, έλαβε μέρος στην Αντί­στα­ση, μέσα από τις γραμ­μές της ΕΠΟΝ (νε­ο­λαία του ΕΑΜ). Λόγω της αντι­στα­σια­κής του δρά­σης και των αρι­στε­ρών πο­λι­τι­κών του φρο­νη­μά­των, το εμ­φυ­λια­κό κρά­τος της Δε­ξιάς τον έστει­λε εξο­ρία, από το 1948-1952, στον Μού­δρο, στον Άη Στρά­τη, στην Μα­κρό­νη­σο και μετά στις φυ­λα­κές Χα­τζη­κώ­στα στην Αθήνα. Το 1955 δι­κά­ζε­ται, εξαι­τί­ας του φι­λει­ρη­νι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου του βι­βλί­ου του, με τίτλο, «Φυ­σά­ει στα σταυ­ρο­δρό­μια του κό­σμου», και αθω­ώ­νε­ται. Στί­χοι του με­λο­ποι­ή­θη­καν από τους Μ. Θε­ο­δω­ρά­κη, Μάνο Λοϊζο και Μίμη Πλέσ­σα. Το 1961, που γυ­ρί­στη­κε η ται­νία «Συ­νοι­κία το ‘‘Όνει­ρο­’’», το σε­νά­ριο το έγρα­ψαν ο Τάσος Λει­βα­δί­της με τον συγ­γρα­φέα Κώστα Κο­τζιά, και με σκη­νο­θέ­τη τον Αλέκο Αλε­ξαν­δρά­κη. Τη μου­σι­κή έγρα­ψε ο Μ. Θε­ο­δω­ρά­κης, σε στί­χους Τ. Λει­βα­δί­τη και τα τρα­γού­δια ερ­μή­νευ­σε ο Γρη­γό­ρης Μπι­θι­κώ­τσης. Στην ται­νία δεί­χνει μια πάμ­πτω­χη συ­νοι­κία και τους κα­τοί­κους της, οι οποί­οι προ­σπα­θούν να ξε­φύ­γουν από τη «μοίρα» τους, αλλά με νοιά­ξι­μο και εν­δια­φέ­ρον για τους συ­ναν­θρώ­πους τους. Η ται­νία έκοψε, τότε, 74.427 ει­σι­τή­ρια.

Ο Λει­βα­δί­της, υπήρ­ξε ένας άν­θρω­πος τα­πει­νός, σε­μνός, λι­γο­μί­λη­τος και χωρίς εμπά­θειες. Ένας άν­θρω­πος με έντο­νες υπαρ­ξια­κές ανη­συ­χί­ες και ενο­χι­κά στοι­χεία, δεί­χνο­ντας με­γά­λη επιεί­κεια στους αν­θρώ­πους, όπως φαί­νε­ται από το ποι­η­τι­κό του έργο. Ένα έργο με εμ­φα­νέ­στα­τα στοι­χεία το αίμα, τον έρωτα και τους κα­τα­φρο­νε­μέ­νους της ζωής. Το αίμα ως σύμ­βο­λο ζωής, θα­νά­του και επα­νά­στα­σης, όπως λέει ο Π. Ηλιό­που­λος (Οδός Πανός, τχ. 140, 2008). Όμως, ταυ­τό­χρο­να, ύμνη­σε τόσο την γυ­ναι­κεία πα­ρου­σία όσο και τον έρωτα, που «είναι ο πιο δύ­σκο­λος δρό­μος για να γνω­ρι­στού­με», αλλά και την ερω­τι­κή ήττα: «Κι εσύ αγα­πη­μέ­νη όταν με διώ­χνεις/ κλεί­νεις έξω απ’ την πόρτα σου/ έναν ολό­κλη­ρο κόσμο».

Φρο­ντί­δα και έγνοια του ήταν η ανα­βί­ω­ση της ιστο­ρί­ας και της δόξας των ητ­τη­μέ­νων, η διά­σω­σή τους από τη φθορά του χρό­νου και από τους αντι­πά­λους, η πε­ρι­φρού­ρη­ση του αγώνα και των ορα­μά­των τους. Όμως, τον σα­γή­νευε και ο κό­σμος της φτω­χο­λο­γιάς, οι πα­ρί­ες, οι κα­τα­τρεγ­μέ­νοι, οι βα­σα­νι­σμέ­νοι, οι από­κλη­ροι, οι δυ­στυ­χι­σμέ­νοι, οι κα­τα­φρο­νη­μέ­νοι, οι ψυ­χι­κά συ­ντε­τριμ­μέ­νοι (π.χ. αλ­κο­ο­λι­κοί), οι συμ­βι­βα­σμέ­νοι, οι χα­μέ­νοι της ζωής, δη­λα­δή οι «από κάτω», οι πε­ρι­φρο­νη­μέ­νοι της ιστο­ρί­ας. Με όλους αυ­τούς συ­μπά­σχει!

Ως σταθ­μούς στην ποί­η­ση του Λει­βα­δί­τη, θα μπο­ρού­σα­με κάπως σχη­μα­τι­κά να τους χω­ρί­σου­με ως εξής:

α) Η πρώτη πε­ρί­ο­δος, 1949-56, γνω­στή και ως «ποί­η­ση του στρα­το­πέ­δου», με έντο­νο το πο­λι­τι­κό στοι­χείο, στην οποία κυ­ριαρ­χεί η αντί­στα­ση, το αγω­νι­στι­κό φρό­νη­μα, η πίστη στα ιδα­νι­κά και στο μέλ­λον.

β) Από το 1956 μέχρι το 1962, είναι μια πε­ρί­ο­δος όπου βιώ­νει την απο­στα­λι­νο­ποί­η­ση, την επι­στρο­φή στο πα­ρελ­θόν και στους συ­ντρό­φους που χά­θη­καν, την ήττα, την απο­γο­ή­τευ­ση και τη διά­ψευ­ση.

γ) Από το 1962 μέχρι την Χού­ντα των Συ­νταγ­μα­ταρ­χών (1967-74), στην διάρ­κεια της οποί­ας βυ­θί­στη­κε στην σιωπή, δίνει έμ­φα­ση σε πιο υπαρ­ξια­κά ζη­τή­μα­τα, κατά κύριο λόγο στη βίωση του πα­ρό­ντος.

δ) Από το 1976 και μετά, μέχρι τον θά­να­τό του (30-10-1988), «απο­πει­ρά­ται να απο­κα­τα­στα­θεί η τε­τα­μέ­νη συ­ζυ­γία», όπως λέει ο Π. Νού­τσος, πα­ρελ­θό­ντος, πα­ρό­ντος και μέλ­λο­ντος.

Στο ποι­η­τι­κό έργο, του Λει­βα­δί­τη, δια­φαί­νε­ται μια τάση πε­σι­μι­σμού και δια­ψεύ­σε­ων, η οποία κα­λύ­πτε­ται από την απροσ­διο­ρι­στία και από μια ροπή προς την μυ­στι­κό­τη­τα, με έντο­να τα βιω­μα­τι­κά στοι­χεία. Η κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή ήταν ο βα­σι­κός σκο­πός του έργου του.

Δεν είναι υπερ­βο­λι­κό να πούμε ότι συν­δέ­ε­ται τόσο με την γενιά όσο και με την ποί­η­ση της ήττας, στην οποία ανή­κουν επί­σης οι Μα­νώ­λης Ανα­γνω­στά­κης, Τάκης Σι­νό­που­λος, Άρης Αλε­ξάν­δρου, Νίκος Κα­ρού­ζος, Μι­χά­λης Κα­τσα­ρός και πολ­λοί άλλοι/-ες σπου­δαί­οι/-ες δη­μιουρ­γοί, οι οποί­οι έζη­σαν την Κα­το­χή, τον Εμ­φύ­λιο, τις διώ­ξεις, τις φυ­λα­κί­σεις, τους βα­σα­νι­σμούς, τις εξο­ρί­ες, και τις δο­λο­φο­νί­ες των συ­ντρό­φων τους. Με λίγα λόγια, ωρί­μα­σαν στην Κα­το­χή, βί­ω­σαν το με­γα­λείο του ΕΑ­Μι­κού κι­νή­μα­τος, και βγή­καν ητ­τη­μέ­νοι τόσο εξαι­τί­ας των επι­λο­γών της ηγε­σί­ας της Αρι­στε­ράς όσο και από αυ­τούς που απου­σί­α­ζαν κατά τη διάρ­κεια της Αντί­στα­σης ή συ­νερ­γά­στη­καν με τους κα­τα­κτη­τές. Παρ’ όλα αυτά, κα­τά­φε­ραν και άρ­θρω­σαν έναν ποι­η­τι­κό λόγο αξιό­λο­γο και δη­μιουρ­γι­κό, εκ­φρά­ζο­ντας τη γενιά της Αντί­στα­σης και της διά­ψευ­σης, αλλά και τις με­τέ­πει­τα γε­νιές. Γι’ αυτό τα ποι­ή­μα­τά τους εξα­κο­λου­θούν να δια­βά­ζο­νται και να συ­γκι­νούν.

Όπως επι­ση­μαί­νει ο Βάσος Βα­ρί­κας, σε άρθρο του στις 9-4-1967, στο οποίο εξυ­μνεί τον Λει­βα­δί­τη ως σπου­δαίο ποι­η­τή, η τρυ­φε­ρή νότα του και οι απλοί αν­θρώ­πι­νοι τόνοι, δεν απου­σί­α­ζαν ποτέ από τους στί­χους του και γι’ αυτό η πλευ­ρά του αυτή ήταν και η γνη­σιό­τε­ρη του τα­λέ­ντου του.