Η ελληνική εκδοχή του πληθωρισμού (απόσπασμα από συνέντευξη του Νίκου Στραβελάκη)

Η ελληνική εκδοχή του πληθωρισμού

 

απόσπασμα από συνέντευξη του Νίκου Στραβελάκη, οικονομολόγου ΕΚΠΑ

 

Ο πληθωρισμός σκαρφάλωσε στο 7,2% μέσα σε λίγους μήνες, αφού τον Ιανουάριο ήταν στο 6,2% και 5,1% το Δεκέμβριο του 2021. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ηλεκτρικό ρεύμα παρουσιάζει αύξηση κατά 71%, το φυσικό αέριο κατά 78,5%, τα έλαια να καταγράφουν αύξηση 16,8%, τα λαχανικά 15,2% και το αρνί και το κατσίκι 14,4%. Γιατί όμως έχουμε τώρα πρόβλημα πληθωρισμού και δεν είχαμε τα χρόνια των μνημονίων;

«Με τα μνημόνια η αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού έπεσε πολύ χαμηλά, στο 62-63%. Τα τελευταία χρόνια το ποσοστό αυτό άρχισε να ανεβαίνει αλλά με μικρότερο παρονομαστή. Το συνολικό παραγωγικό δυναμικό έχει συρρικνωθεί αφενός γιατί έχουν κλείσει επιχειρήσεις, αφετέρου γιατί είναι απαρχαιωμένο, λόγω της απουσίας επενδύσεων. Έτσι τα κόστη εκτινάσσονται», απαντά ο κ. Στραβελάκης και δίνει ένα παράδειγμα που καταλήγει στην αύξηση της τιμής του ψωμιού.

«Η Ελλάδα παραδοσιακά έχει αλευρόμυλους, τους μεγαλύτερους στα Βαλκάνια και από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη, μαζί με τη Γαλλία. Τη δεκαετία του 90 και στις αρχές του 2000 κατασκευάστηκαν υπερσύγχρονοι μύλοι. Κατά τη διάρκεια της κρίσης οι μύλοι αυτοί στην πλειοψηφία τους επιβίωσαν αλλά χωρίς να γίνουν επενδύσεις εκσυγχρονισμού τους, γεγονός που πλέον δημιουργεί προβλήματα στην παραγωγική διαδικασία και άρα ανεβάζει το κόστος. Επιπρόσθετα έρχεται η αύξηση της τιμής της βασικής πηγής ενέργειας που χρειάζονται, του ηλεκτρικού ρεύματος. Και φυσικά τις τελευταίες εβδομάδες, ανεβαίνει και η πρώτη ύλη τους, το σιτάρι», σημειώνει ο οικονομολόγος.

«Αποτέλεσμα των τριών αυτών παραμέτρων είναι η αύξηση της τιμής στο αλεύρι που αποτελεί με τη σειρά του την πρώτη ύλη στις αρτοβιομηχανίες και τους φούρνους. Εκτός από την αύξηση στην τιμή των αλεύρων, οι τελευταίοι έχουν επίσης να ανταπεξέλθουν στην αύξηση του ηλεκτρικού ρεύματος. Έτσι φτάνουμε στην αύξηση της τιμής στο ψωμί, ένα από τα πλέον βασικά καταναλωτικά αγαθά», λέει ο κ. Στραβελάκης.

Οι επιπτώσεις στα νοικοκυριά και ο στασιμοπληθωρισμός

Ο κ. Στραβελάκης θεωρεί ότι το 7,2% που ανακοινώθηκε για τον Φεβρουάριο δεν φωτίζει επαρκώς την κοινωνική διάσταση του προβλήματος. «Ο πληθωρισμός για το νοικοκυριό δεν είναι 7% αλλά πολύ παραπάνω», επισημαίνει.

«Αν δούμε την κατανομή του πληθωρισμού, βλέπουμε ότι συνίσταται κατά 25,4% σε δαπάνες στέγασης (φως, νερό, τηλέφωνο, θέρμανση) και 7,1% στην διατροφή. Για τα φτωχά νοικοκυριά οι δαπάνες αυτές αντιστοιχούν στο 50-60% του εισοδήματος τους», παρατηρεί ο διδάσκων στο ΕΚΠΑ και δίνει ένα ακόμα παράδειγμα. «Για κάποιον με μηνιαίο εισόδημα 1.000 ευρώ του οποίου οι δαπάνες αυξηθούν κατά 150 ευρώ, ο πληθωρισμός είναι 15%. Για κάποιον που έχει εισόδημα 5.000 ευρώ αλλά οι δαπάνες του αυξάνονται κατά 200 ευρώ, ο πληθωρισμός είναι 4%. Συνεπώς δεν αρκεί να γίνεται στάθμιση αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψιν ο ταξικός χαρακτήρας των συνεπειών της ανόδου του πληθωρισμού», εξηγεί.

Πού οδηγεί όλο αυτό; «Στην συνθήκη του στασιμοπληθωρισμού», απαντά ο κ. Στραβελάκης. «Ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών αλλά και ορθόδοξοι οικονομολόγοι βλέπουν μεγέθυνση της οικονομίας πολύ χαμηλότερη από την προβλεπόμενη 4,5% στον προϋπολογισμό, ίσως ανάμεσα σε 2 και 3%. Εάν ο πληθωρισμός προσεγγίζει το 8%, θα έχουμε μπροστά μας τον ορισμό του στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή αδύναμη μεγέθυνση της οικονομίας με υψηλό πληθωρισμό».

Σημειώνει ότι «το think tank της ασφαλιστικής ING υποστηρίζει πως η Γερμανία βρίσκεται ήδη σε αυτή τη συνθήκη». «Μαζί με λίγους άλλους αναλυτές, φωνάζουμε πάνω από μισό χρόνο τώρα ότι ο πληθωρισμός ήρθε για να μείνει, όταν ο κ. Γεωργιάδης έλεγε ότι θα κρατούσε μέχρι τα Χριστούγεννα και η Κριστίν Λαγκάρντ μέχρι τον Μάρτιο. Τώρα θα προσπαθήσουν να το αποδώσουν όλο αυτό στον πόλεμο», προσθέτει ο κ. Στραβελάκης και προχωρά σε μια πολιτική εκτίμηση.

«Σε αυτή την συνθήκη του στασιμοπληθωρισμού, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη στήριξης στο λαϊκό νοικοκυριό, όπως άλλωστε φάνηκε και στα αποτελεσματα της πρόσφατης άτυπης Συνόδου Κορυφής. Θα διακινδύνευα μάλιστα να πω ότι δε θα υπάρξει στήριξη εάν οι εργαζόμενοι δεν ασκήσουν πίεση για αύξηση των μισθών. Γι’ αυτό θεωρώ ότι τα συνδικάτα πρέπει να ζητήσουν άμεσες αυξήσεις.