Η οικονομική «κρίση» του τουρκικού καπιταλισμού
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ «ΚΡΙΣΗ» ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Από την Εργατική Πάλη Γενάρη
Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, και κυρίως τα ελληνικά, φωνασκούν για τη βαθιά οικονομική κρίση της Τουρκίας και προβλέπουν το τέλος της διακυβέρνησης Ερντογάν. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία γνωρίζει μια σημαντική συναλλαγματική κρίση που οξύνεται όχι τόσο λόγω των οικονομικών δεδομένων, όσο εξαιτίας γεωπολιτικών και πολιτικών αιτιών.
Η γοργή οικονομική ανάπτυξη και η αναβάθμιση του τουρκικού καπιταλισμού
Παρόλο που ο τουρκικός καπιταλισμός θα γνωρίσει κι αυτός μία ανάπτυξη στο μεταπολεμικό κύμα, αυτή δεν θα είναι τόσο μεγάλη όσο του ελληνικού καπιταλισμού. Ωστόσο, στην διάρκεια του κύματος κρίσης μετά το 1973, ο τουρκικός καπιταλισμός θα γνωρίσει δύο σημαντικά κύματα ανάπτυξης: αρχές – μέσα της δεκαετίας του 1980, που θα κλείσει με την κρίση του 2000-02, και 2003 μέχρι σήμερα που φαίνεται να φθάνει στα όριά του. Αυτή η ανάπτυξη έχει μεταμορφώσει τον τούρκικο καπιταλισμό, τον έχει αναβαθμίσει στην παγκόσμια αγορά και τον έχει εντάξει στο κλαμπ των G20.
Πράγματι, αν εξαιρέσει κανείς την κρίση του 2009, το ΑΕΠ της Τουρκίας αυξάνονταν σε όλη αυτήν την περίοδο, και μέχρι το 2018, με έναν μέσο ετήσιο όρο 7,5%. Το 2018 η αύξηση του ΑΕΠ περιορίστηκε στο 3%, το 2019 ήταν μόλις 0,9% ενώ το 2020, στην αρχή της πανδημίας, το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 2,8% (!) και το 2021 αναμένεται να αυξηθεί κατά 9%.
Η παραγωγή στην μεταποίηση (σε σταθερές τιμές 2015) από 66 δισ. δολάρια το 2003 σχεδόν τριπλασιάστηκε στα 167 δισ. δολάρια το 2020, ενώ η παραγωγή του δευτερογενούς τομέα (μεταποίηση και κατασκευές) πέρασε από τα 104 δισ. δολάρια στα 270 δισ. το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.
Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (οι επενδύσεις) ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα εκτοξευτεί με την ανάληψη της διακυβέρνησης Ερντογάν το 2003 από το 20,6% του ΑΕΠ στο 28,7% το 2006, θα γνωρίσει μία κάμψη στην κρίση του 2008-10 και θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι το 29,6% (ανέρχονταν στα 197 δισ. δολάρια).
Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ την εικοσαετία 1960-1980 κινούνταν γύρω στο 5% του ΑΕΠ, από το 1980 αυξάνονται συνεχώς φτάνοντας στο 23% το 2003 και έκτοτε κινούνται στο ίδιο επίπεδο μέχρι το 2016 για να εκτοξευτούν στο 32,5% (249 δισ. δολάρια) το 2019 και να πέσουν στην πρώτη χρονιά της πανδημίας στο 28,6% του ΑΕΠ.
Το δημόσιο χρέος, παρόλο που αυξήθηκε την τελευταία πενταετία κατά 10% του ΑΕΠ, το 2021 ανέρχεται μόλις στο 34% του ΑΕΠ. Το ιδιωτικό χρέος, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, αυξήθηκε την τελευταία δεκαετία από το 130% του ΑΕΠ στο 173% το 2020. Το εξωτερικό χρέος της Τουρκίας αυξήθηκε κι αυτό περνώντας από 46% το 2003 στο 61% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος. Όμως τα αδύναμα σημεία –όχι όμως θανάσιμα– είναι, αφενός το μερίδιο του βραχυπρόθεσμου στο συνολικό εξωτερικό χρέος, που αυξήθηκε από το 20 στο 30% του συνόλου στα τελευταία 18 χρόνια, και αφετέρου η αύξηση της εξυπηρέτησης του συνολικού χρέους που ενώ από το 2003 (ήταν τότε στο 12% του Εθνικού Εισοδήματος) μειώνονταν συνεχώς έως το 6,5%, το 2015 και μετά αυξήθηκε επιταχυνόμενα φθάνοντας στο 12,2% το 2020. Υπολογίζεται ότι μέσα στο 2022 η Τουρκία θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσει γύρω στα 170 δισ. χρέος σε δολάρια, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της έχει έλλειμμα σχετικά μικρό: 5% του ΑΕΠ.
Η σημερινή «κρίση»
Η σημερινή συναλλαγματική κρίση (παρόμοια με την αντίστοιχη του 2018) οφείλεται: α) στην πτώση των εξαγωγών και του τουρισμού (δηλαδή σημαντική μείωση της εισροής συναλλάγματος) λόγω της πανδημίας, β) στις πρώτες εκροές ξένων κεφαλαίων, λόγω επαναπατρισμού τους στις ιμπεριαλιστικές χώρες όπου τελειώνει η ποσοτική χαλάρωση και αρχίζει/επίκειται μια άνοδος των επιτοκίων, γ) στις διάφορες κυρώσεις/περιορισμούς που χρησιμοποιούν οι παραδοσιακοί ιμπεριαλιστές για να επανεντάξουν την Τουρκία στο στρατόπεδό τους, θεωρώντας ότι μια ελεγχόμενη κρίση και τα συνακόλουθα μέτρα λιτότητας θα οδηγήσουν στην ήττα του «καθεστώτος» Ερντογάν στις προσεχείς προεδρικές εκλογές. Η έλλειψη συναλλάγματος είναι το μεγάλο πρόβλημα, και γι’ αυτό χρειάζεται να βρεθούν δολάρια: ή από κάποιες χώρες (όπως το Κατάρ το 2018) είτε μέσω αύξησης των επιτοκίων και συνακόλουθα συρρίκνωση της ανάπτυξης ή και κρίση, διόγκωση της ανεργίας και μέτρα λιτότητας. Προς το παρόν, η τουρκική λίρα γνωρίζει μια κάθετη πτώση τους τελευταίους μήνες σε σχέση με τα ξένα νομίσματα, ενώ το επιτόκιο του δεκαετούς κρατικού ομολόγου τον τελευταίο χρόνο σχεδόν διπλασιάστηκε (από 12% στο 22,6%).
Ο Ερντογάν έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα δρόμου για να βρει δολάρια, έτοιμος να υποχωρήσει ή να ελιχθεί σε κάποια πεδία (Λιβύη, Συρία, κ.ά.), αρνούμενος να αυξήσει τα επιτόκια (που, συνυπολογίζοντας τον πληθωρισμό είναι αρνητικά έως και -10%), έχει ανακηρύξει την λιτότητα (ο πληθωρισμός έχει φθάσει στο 25% και έχει εξανεμίσει το 1/3 των μισθών) σε «αγώνα απελευθέρωσης», προσδοκώντας μια εκρηκτική ανάπτυξη που θα τον βγάλει από το αδιέξοδο. Όπως και να έχει, η τουρκική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό (είτε ο Ερντογάν είτε όποιος άλλος) δεν μπορεί να πάει πίσω, παρά μόνο μπροστά, δηλαδή να διεκδικήσει τον δικό της ζωτικό χώρο στην Βόρεια Αφρική, στην Μέση Ανατολή, στην νότια πρώην Σοβιετική Ένωση και στην Αν. Ευρώπη, διαφορετικά απειλείται με απότομη οπισθοδρόμηση.