65 χρόνια από την ουγγρική επανάσταση του 1956

65 χρόνια από την ουγγρική επανάσταση του 1956

 

Το φθινόπωρο του 1956, οι Ούγγροι εργάτες εξεγέρθηκαν ενάντια στο σταλινικό δικτατορικό καθεστώς και την γραφειοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης. Ο ηρωικός αγώνας τους ( 23 Ωκτωβρίου-10 Νοεμβρίου 1956), που πνίγηκε στο αίμα από τα ρωσικά τανκς, ήταν η σημαντικότερη πολιτική επανάσταση που ξέσπασε στην ανατολική Ευρώπη και τάραξε συθέμελα τη γραφειοκρατική εξουσία. Είχαν προηγηθεί η μεγάλη εξέγερση των εργατών στην Ανατολική Γερμανία τον Ιούνη του 1953 και η απεργιακή αναταραχή και οι μεγάλες διαδηλώσεις στην Πολωνία τον Ιούνη του 1956. Στη συνέχεια θα επακολουθήσουν εξεγέρσεις και μεγάλοι αγώνες των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών σχεδόν σ’ όλες τις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, με πιο σημαντικές την Άνοιξη της Πράγας το 1968, τη νέα κοινωνική έκρηξη στην Πολωνία, με αποκορύφωμα τη δημιουργία του πανεθνικού συνδικάτου της «Αλληλεγγύης» το 1980 και οι τεράστιες κινητοποιήσεις της φοιτητικής και εργατικής νεολαίας στη πλατεία Τιεν-ανμέν την Άνοιξη του 1989.

 

Η μεταπολεμική κατάσταση στην ανατολική Ευρώπη

Οι νίκες του Κόκκινου Στρατού κατά των ναζί και η προέλασή του στην ανατολική Ευρώπη το 1944-45 μετέβαλαν τον παγκόσμιο συσχετισμό των δυνάμεων σε βάρος του ιμπεριαλισμού και προς όφελος των εργαζομένων και των λαών. Όμως, όσο η ηγεσία του παρέμενε στα χέρια της σταλινικής γραφειοκρατικής κάστας, που είχε σφετεριστεί την πολιτική εξουσία από τις εργαζόμενες μάζες της Σοβιετικής Ένωσης, ο Κόκκινος Στρατός δεν ήταν δυνατό να αποτελέσει εργαλείο για την προώθηση της παγκόσμιας επανάστασης, ούτε καν για την πραγματική απελευθέρωση των λαών της ανατολικής Ευρώπης. Μέσα στην εξαιρετικά ρευστή μεταπολεμική κατάσταση, βασικό μέλημα του Στάλιν και της κλίκας του ήταν να αποφύγουν οποιαδήποτε επαναστατική έκρηξη, που θα αποτελούσε επικίνδυνο παράδειγμα για τους εργάτες της Σοβιετικής Ένωσης. Στη δυτική Ευρώπη, και ιδιαίτερα στη Γαλλία και την Ιταλία, τα σταλινικά Κομμουνιστικά Κόμματα (ΚΚ) έκαναν ότι μπορούσαν για να σταθεροποιήσουν την αστική εξουσία και το καπιταλιστικό σύστημα. Στην ανατολική Ευρώπη, οι σταλινικοί επεδίωκαν να δημιουργήσουν ένα δίκτυο κρατών-δορυφόρων, που θα χρησίμευε ως αμυντική ασπίδα της Σοβιετικής Ένωσης. Αρχικά, στις χώρες που είχε καταλάβει ο Κόκκινος Στρατός, δεν έθιξαν καθόλου το αστικό καθεστώς, ούτε την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Μάλιστα, για να καλύψουν το «επικίνδυνο» πολιτικό κενό που είχε δημιουργηθεί από την υποχώρηση των Γερμανών και την κατάρρευση των ντόπιων αστικών τάξεων, δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν τα πιο αντιδραστικά στοιχεία, ακόμα και συνεργάτες των ναζί. Σύντομα όμως έγινε φανερό ότι για να ελέγξουν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης όπως και να αμυνθούν απέναντι στη επιθετικότητα των ιμπεριαλιστών που ονομάστηκε «ψυχρός πόλεμος», οι σταλινικοί θα έπρεπε να εγκαταστήσουν στην εξουσία ανθρώπους της απολύτου εμπιστοσύνης τους, δηλαδή το γραφειοκρατικό μηχανισμό των ντόπιων σταλινικών ΚΚ. Η ανάγκη αυτή τους οδήγησε να χρησιμοποιήσουν τον Κόκκινο Στρατό για να καταστρέψουν την αστική εξουσία και τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στις χώρες αυτές, δημιουργώντας γραφειοκρατικά εκφυλισμένα εργατικά κράτη. Με εξαίρεση τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία, την Τσεχοσλοβακία και εν μέρει τη Βουλγαρία, όπου τα ΚΚ βρέθηκαν στην ηγεσία εξεγέρσεων και επαναστάσεων, στις υπόλοιπες ανατολικές χώρες τα ΚΚ δεν είχαν ή είχαν μικρό λαϊκό έρεισμα και η επιβολή της εξουσίας τους βασίστηκε στις λόγχες του Κόκκινου Στρατού.

 

Οι αιτίες της εξέγερσης

Στην Ουγγαρία, οι Ρώσοι εγκατέστησαν ένα δικτατορικό γραφειοκρατικό καθεστώς με επικεφαλής τον Ράκοζι1. Το καθεστώς αυτό, ξέροντας πολύ καλά ότι δεν είχε καμία λαϊκή υποστήριξη, χρησιμοποίησε για να στερεώσει την εξουσία του ωμές κατασταλτικές μεθόδους με την περιβόητη μυστική αστυνομία, ήταν πολλές φορές χειρότερες και από αυτές του Στάλιν. Οι στημένες δίκες, οι εκτελέσεις και οι μαζικές εκκαθαρίσεις μέσα στο κόμμα ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οι εργάτες δεν είχαν καθόλου πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες και κάθε αντίθετη φωνή, και πολύ περισσότερο κάθε προσπάθεια για απεργία, καταπνιγόταν. Η σταλινική πολιτική στον οικονομικό τομέα όξυνε ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Η Σοβιετική Ένωση, με ωμό και ληστρικό τρόπο, επέβαλε στην Ουγγαρία, αλλά και στις άλλες ανατολικές χώρες των οποίων οι ηγεσίες είχαν ταχθεί στο πλευρό της Γερμανίας στον πόλεμο, να καταβάλουν υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις. Επιπλέον, οι Σοβιετικοί λεηλάτησαν κυριολεκτικά την παραγωγική βάση των χωρών αυτών, ξηλώνοντας ακόμα και ολόκληρα εργοστάσια και μεταφέροντάς τα σε σοβιετικό έδαφος. Παράλληλα, επέβαλαν σε όλους τους τομείς της παραγωγής τις σταλινικές μεθόδους. Στα εργοστάσια επέβαλαν το σταχανοβισμό2, δηλαδή τη δουλειά με το κομμάτι και την πάση θυσία επίτευξη των «νορμών» παραγωγής των πενταετών προγραμμάτων, καταπνίγοντας την πρωτοβουλία και τη δημιουργικότητα των εργατών. Στην ύπαιθρο, επέβαλαν με τη βία τις κολεκτίβες, όπου οι αγρότες έπρεπε να υπακούν τους γραφειοκράτες που έστελνε το κόμμα να τις διαχειριστούν. Την ίδια στιγμή, οι μισθοί και οι κοινωνικές ανισότητες και παροχές παρέμεναν σε άθλια επίπεδα3. Οι εργάτες προχωρούσαν συχνά σε αυθόρμητες ενέργειες παθητικής αντίστασης, προφασιζόμενοι μαζικά ασθένεια ή σαμποτάροντας τους ρυθμούς παραγωγής.

 

Ανάφλεξη της λαϊκής οργής

Η κατάσταση αυτή ήταν γενικευμένη στην ανατολική Ευρώπη και αρκούσε μια σπίθα για να πυροδοτήσει την εξέγερση. Ο θάνατος του Στάλιν το Μάρτιο του 1953 έδωσε ελπίδες στους καταπιεσμένους λαούς. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς ξέσπασαν εξεγέρσεις στην Τσεχοσλοβακία και την Ανατολική Γερμανία, που ξεκίνησαν αυθόρμητα και με βάση οικονομικές διεκδικήσεις, όμως έθεσαν και ευρύτερα ζητήματα, όπως η συμμετοχή των εργατών στη διαχείριση της παραγωγής και οι ελεύθερες εκλογές. Οι εξεγέρσεις αυτές πνίγηκαν στο αίμα από τα ρωσικά τανκς προτού μπορέσουν να εξαπλωθούν, ήταν όμως αρκετές για να θορυβήσουν τη νέα ηγεσία του Κρεμλίνου, που με επικεφαλής τον Χρουστσόφ ξεκίνησε μια διαδικασία περιορισμένης φιλελευθεροποίησης, καταλήγοντας σε ανοιχτή καταγγελία των σταλινικών εγκλημάτων στο 20ο συνέδριο του ΚΚ Σοβιετικής Ένωσης το Φεβρουάριο του 1956. Στην Ουγγαρία, οι Σοβιετικοί επέβαλαν στον Ράκοζι να μείνει προσωρινά στο παρασκήνιο και η νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Ίμρε Νάγκι4, παραχώρησε κάποιες ελευθερίες. Ωστόσο, το 1955 οι Σοβιετικοί καθαίρεσαν τον Νάγκι από το αξίωμά του, θεωρώντας «υπερβολικές» τις παραχωρήσεις του.

Όμως, η «φιλελευθεροποίηση» του Χρουστσόφ δεν έθιγε τις πραγματικές πηγές των προβλημάτων. Τον Ιούνιο του 1956, οι εργάτες του Πόζναν στην Πολωνία ξεσηκώθηκαν, ζητώντας πολιτικές ελευθερίες, να αποχωρήσουν τα σοβιετικά στρατεύματα, να σταματήσει η δουλειά με το κομμάτι και να έχουν λόγο στη διαχείριση της παραγωγής. Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα, ωστόσο η εκρηκτική κατάσταση που δημιουργήθηκε επέτρεψε σε μια ομάδα στελεχών του πολωνικού ΚΚ με επικεφαλής τον Γκομούλκα5 να εκμεταλλευθεί τη λαϊκή οργή κατά των Σοβιετικώνν και να αποσπάσει από τη Μόσχα μια σχετική αυτονομία για λογαριασμό της πολωνικής γραφειοκρατίας.

 

Η ουγγρική εξέγερση

Στο μεταξύ, στην Ουγγαρία, οι περιορισμένες ελευθερίες που είχαν παραχωρηθεί επέτρεψαν σε ομάδες φοιτητών και διανοουμένων να διαδώσουν τις απόψεις τους και την κριτική τους κατά του καθεστώτος. Ξεκινώντας από τη διεκδίκηση λογοτεχνικών και πολιτικών ελευθεριών, στιγμάτισαν τη συνολική κατάσταση της ουγγρικής οικονομίας και κοινωνίας, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική προετοιμασία της εξέγερσης. Το Σεπτέμβριο του 1956 άρχισαν να σχηματίζονται οι πρώτες εργατικές επιτροπές στα εργοστάσια, με αιτήματα τη δημοκρατική λειτουργία των συνδικάτων και την καθιέρωση του εργατικού ελέγχου στις αποφάσεις της διεύθυνσης. Η κύρια ένωση των διανοουμένων υιοθέτησε τα εργατικά αιτήματα, πρόσθεσε πολιτικά αιτήματα όπως απομάκρυνση του Ράκοζι από το κόμμα, ελεύθερες εκλογές και ισότητα στις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση και κάλεσε σε διαδήλωση στις 23 Οκτωβρίου 1956 στη Βουδαπέστη, σε αλληλεγγύη με τους Πολωνούς εργάτες. Η κυβέρνηση βρέθηκε σε δίλημμα και τελικά την τελευταία στιγμή, υπό το φόβο της λαϊκής οργής, αποφάσισε να επιτρέψει την πραγματοποίηση της διαδήλωσης.

Τη μέρα εκείνη, περίπου 50.000 άνθρωποι βάδισαν ειρηνικά στους δρόμους της Βουδαπέστης. Μετά την εκφώνηση ομιλιών στο σημείο κατάληξης της πορείας, το πλήθος αυθόρμητα συνέχισε προς την πλατεία του κοινοβουλίου. Εργάτες που γύριζαν από τη δουλειά τους και κόσμος από τις γειτονιές πύκνωνε συνεχώς τις γραμμές της πορείας. Στην πλατεία του κοινοβουλίου, το πλήθος πληροφορήθηκε την «επίσημη» αντίδραση της κυβέρνησης στη διαδήλωση, όπου η τελευταία χαρακτηριζόταν «ενέργεια κατά της δημοκρατίας και της εξουσίας της εργατικής τάξης». Το εξοργισμένο πλήθος αποφάσισε να κατευθυνθεί προς το κτήριο του ραδιοφώνου και να απαιτήσει τη μετάδοση των αιτημάτων του. Το κτήριο φυλασσόταν από τη μισητή αστυνομία του καθεστώτος, την AVΟ. Κάποιοι από τους αστυνομικούς άνοιξαν πυρ.

Ήταν η αφορμή για το ξέσπασμα της οργής ενός καταπιεσμένου λαού. Τα νέα για τη σφαγή διαδόθηκαν αστραπιαία σε όλη τη Βουδαπέστη. Οι εργάτες των εργοστασίων όπλων φρόντισαν για τον εξοπλισμό του κόσμου που έβγαινε στους δρόμους. Η κυβέρνηση κινητοποίησε μονάδες στρατού, όμως η συντριπτική πλειοψηφία των φαντάρων αρνήθηκε να ανοίξει πυρ, πολλοί μάλιστα παρέδιδαν τα όπλα τους στους διαδηλωτές, ίδια ήταν και η στάση των σοβιετικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στην Ουγγαρία. Μπροστά στο αδιέξοδο, η γραφειοκρατική ηγεσία επανέφερε στην πρωθυπουργία τον Νάγκι, που από την προηγούμενη θητεία του είχε σημαντικό λαϊκό έρεισμα. Ο Νάγκι προσπάθησε να κατευνάσει τη λαϊκή οργή με ραδιοφωνικό μήνυμα, παράλληλα όμως ζήτησε τη βοήθεια των Σοβιετικών. Τις μέρες που ακολούθησαν, οι Ούγγροι εργάτες πολέμησαν μέχρι θανάτου με τα σοβιετικά τανκς, πολλές φορές με γυμνά χέρια και αυτοσχέδιες βόμβες. Γρήγορα οι μάχες εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα. Κηρύχτηκε γενική απεργία και παντού δημιουργήθηκαν εργατικά συμβούλια. Οι εργάτες εξοπλίστηκαν, οργάνωσαν πολιτοφυλακές και ανέλαβαν μόνοι τους τη διαχείριση της παραγωγής. Σε αρκετές  περιοχές οι αγρότες κατέλαβαν τις κολεκτίβες. Οι εξεγερμένοι ανοίγουν τις φυλακές και απελευθερώνουν τους πολιτικούς κρατουμένους, 5.500! Τα συμβούλια άρχισαν να συγκεντρώνονται και να συντονίζουν τη δράση τους. Στις 26 Οκτωβρίου, το εθνικό συμβούλιο των συνδικάτων διατύπωσε το πρόγραμμα της επανάστασης, με κύρια σημεία τις αυξήσεις μισθών, τη διαχείριση της παραγωγής από τα εργατικά συμβούλια, την εθνική κυριαρχία και την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων, τη γενική αμνηστία, τη συμμετοχή αντιπροσώπων των εργατών και της νεολαίας στην κυβέρνηση και τη δημιουργία μόνιμης εργατικής πολιτοφυλακής. Ειδικά τα δύο τελευταία αιτήματα χτυπούσαν στην καρδιά της γραφειοκρατικής εξουσίας. Η αστραπιαία εξάπλωση των εργατικών συμβουλίων είχε δημιουργήσει ένα καθεστώς δυαδικής εξουσίας απέναντι στη «νόμιμη» κυβέρνηση.

Στις 30 Οκτωβρίου, τα σοβιετικά στρατεύματα αποχώρησαν από τη Βουδαπέστη και η κυβέρνηση έκανε κάποιες παραχωρήσεις για να αποπροσανατολίσει τις μάζες. Όμως η απεργία και η αναταραχή συνεχιζόταν. Η ηγεσία του Κρεμλίνου αποφάσισε να πνίξει στο αίμα την εξέγερση και για το σκοπό αυτό μετέφερε στρατεύματα από τις ασιατικές περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης που οι στρατιώτες δε μιλούσαν ρωσικά. Στις 4 Νοεμβρίου εξαπέλυσαν επίθεση με πυροβολικό, τανκς και αεροπορία ενάντια στη Βουδαπέστη και όλα τα σημαντικά εργατικά προπύργια. Η προπαγάνδα που απευθυνόταν στους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού τους έλεγε ότι καλούνταν να καταστείλουν μια «φασιστική εξέγερση». Οι στρατηγοί χρησιμοποιούσαν σχεδόν αποκλειστικά τα τανκς για να αποφύγουν οποιαδήποτε φυσική επαφή των φαντάρων με τους εξεγερμένους. Η ηρωική αντίσταση του ουγγρικού προλεταριάτου συνεχίστηκε απελπισμένα για αρκετές ημέρες. Οι δολοφόνοι του Κρεμλίνου έπνιξαν στο αίμα την εξέγερση6, απήγαγαν και εκτέλεσαν τον Νάγκι και όσους δεν ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης τους και εγκατέστησαν μια κυβέρνηση-μαριονέτα με επικεφαλής τον Γιάνος Καντάρ7.

Η αντίσταση των ουγγρικών μαζών συνεχίστηκε για αρκετούς μήνες μετά την καταστολή της εξέγερσης με απεργίες, διαδηλώσεις, ακόμα και ένοπλες ενέργειες, ενώ τα εργατικά συμβούλια είχαν διατηρηθεί. Η κυβέρνηση του Καντάρ, φυσικά με την αμέριστη ρωσική βοήθεια, εξαπέλυσε μια διαρκή εκστρατεία τρομοκρατίας ενάντια στα συμβούλια, πετυχαίνοντας τελικά να τα διαλύσει και να καταπνίξει κάθε αντίσταση.

Από την άποψη των σταλινικών γραφειοκρατών, είναι φανερό ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να καταπνίξουν την εξέγερση με κάθε μέσο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η εξάπλωση της εξέγερσης στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση ήταν καθαρά ζήτημα χρόνου. Με τον ηρωικό αγώνα τους, οι Ούγγροι εργάτες ξεσκέπασαν την κάλπικη «μεταρρύθμιση» του σταλινισμού που επιχείρησε ο Χρουστσόφ. Απέδειξαν ότι οι εργάτες της ανατολικής Ευρώπης μπορούσαν να εξαπολύσουν την πολιτική επανάσταση και να αποσπάσουν από τους γραφειοκράτες τη διαχείριση της παραγωγής και την πολιτική εξουσία. Αυτό που έλειπε για να τους οδηγήσει στη νίκη ήταν πραγματικά επαναστατικά κόμματα και μια επαναστατική Διεθνής, που θα οργάνωνε την εξέγερση σε όλη την ανατολική Ευρώπη και θα εξασφάλιζε την αλληλεγγύη των εργατών των δυτικών χωρών. Από ιστορική άποψη, η ουγγρική επανάσταση του 1956 αποτέλεσε την οριστική ταφόπλακα του σταλινισμού.

 

Σημείωση: α) Το ΚΚΕ ονομάζει, χωρίς ντροπή, την μεγαλειώδη ουγγρική πολιτική επανάσταση του 1956 ακόμη και σήμερα «Αντεπανάσταση», ένθετο στο Ριζοσπάστη στις 15/11/2012 με το τίτλο «Η Αντεπανάσταση στην Ουγγαρία το 1956». Στις 23/10/2016 από την στήλη του Ριζοσπάστη Σαν Σήμερα: “1956 Αντεπανάσταση εκδηλώνεται στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας. Στις 3 Νοέμβρη 1956 δημιουργήθηκε με επικεφαλής τον Γιάνος Κάνταρ η επαναστατική εργατοαγροτική κυβέρνηση, αναδιοργανώθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα ως μαρξιστικό – λενινιστικό Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, που έκαναν έκκληση στην ουγγρική εργατική τάξη για υπεράσπιση της λαϊκής εξουσίας από την αντίδραση. Η Σοβιετική Ενωση συμπαραστάθηκε στη νέα κυβέρνηση για τη συντριβή των ένοπλων αντεπαναστατικών ομάδων με τη βοήθεια και του σοβιετικού στρατού.” β) Μια καλή εξιστόρηση των γεγονότων της πολιτικής επανάστασης του 1956 υπάρχει στο βιβλίο του Άντυ Άντερσον, Η ουγγρική επανάσταση του 1956, εκδ Ελεύθερος Τύπος.

 

1 Ματίας Ρακόζι, σταλινικός γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουγγαρίας. Στα γεγονότα του 1956 αντικαταστάθηκε στη θέση του γραμματέα από τον επίσης σταλινικό Γκέρε.

 

2 Ό όρος προέρχεται από τον Σταχάνοφ, Ρώσο εργάτη που ξεπατώνονταν στη δουλειά σπάζοντας τις νόρμες και τα ωράρια. Αυτόν η γραφειοκρατία και το ΚΚΣΕ τον κατέστησε πρότυπο του σοβιετικού εργάτη. Οι σταχανωβίτες ήταν μισητοί στην μάζα των εργατών

 

3 Ο μισθός του εργάτη στην Ουγγαρία ήταν 1.000 φιορίνια, της μυστικής αστυνομίας έφτανε τις 3.000 και των αξιωματούχων του κόμματος και της κυβέρνησης έφτανε και ξεπερνούσε τα 11.000 φιορίνια! Μαζί με τα άλλα προνόμια της γραφειοκρατίας δημιουργούνταν ένα καθεστώς μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων και παροχών.

 

4 Ίμρε Νάγκι ηγετικό στέλεχος του ΚΚ., υπήρξε πολλές φορές υπουργός και το 1953 ανέλαβε πρωθυπουργός στη θέση του Ρακόζι, σε μια προσπάθεια να ανορθώσει την καταρρέουσα οικονομία και να κατευνάσει την οργή των εργατικών και λαϊκών μαζών. Πριν καλά-καλά πραγματοποιηθούν οι αλλαγές που υποσχέθηκε ανατράπηκε το 1954 από τον Ρακόζι. Στη περίοδο των επαναστατικών γεγονότων, ύστερα από αίτημα των μαζών επανήλθε στην πρωθυπουργία, ανατράπηκε από τα σοβιετικά τανκς και εκτελέσθηκε το 1958 κατά τα γνωστά: «αντεπαναστάτης», «πράκτορας των ιμπεριαλιστών» κ.λπ.

 

5 Βλαντιολάβ Γκομούλκα. Είχε καταγγελθεί από το κόμμα σαν Τιτοϊστής το 1948 και φυλακισθεί το 1951 και παρέμεινε σε κατ’ οίκο περιορισμό από το 1954 μέχρι να γίνει πρωθυπουργός λόγω της εξέγερσης των πολωνών εργατών το 1956. Ανατράπηκε από τη νέα εξέγερση το Δεκέμβριο του 1970.

 

6 Αν και δεν υπάρχει επίσημος αριθμός των θυμάτων και των υλικών ζημιών που προκλήθηκαν από τη βίαιη καταστολή της εξέγερσης, υπολογίζεται ότι πάνω από 2.000 Ούγγροι σκοτώθηκαν στις οδομαχίες, 450 εκτελέστηκαν αφού πέρασαν από δίκες και 12.000 φυλακίστηκαν. Οι καταστροφές που υπέστη η Βουδαπέστη από τους βομβαρδισμούς ήταν ανυπολόγιστες και πάνω από 200.000 αυτοί που πήραν το δρόμο της προσφυγιάς

7 Γιάνος Καντάρ, κατηγορήθηκε σαν «Τιτοϊστής» είχε βασανιστεί φρικτά και έμεινε αρκετά χρόνια στη φυλακή. Έγινε επικεφαλής της κυβέρνησης που εγκατέστησαν οι Σοβιετικοί.