77 χρόνια από την Απελευθέρωση της Αθήνας το 1944: Μύθοι και Αλήθειες
12 Οκτωβρίου – 75 χρόνια από την Απελευθέρωση της Αθήνας το 1944: Μύθοι και Αλήθειες
Η επέτειος της Απελευθέρωσης της Αθήνας (12 Οκτωβρίου 1944) είναι μια πολύ σημαντική ημερομηνία, που σκόπιμα υποβαθμίζεται από την ελληνική αστική τάξη και το κράτος της, ενώ υπερτονίζεται η 28η Οκτωβρίου 1940 και το υποτιθέμενο «Όχι» του δικτάτορα Μεταξά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που γιορτάζει την έναρξη του πολέμου, ενώ σε όλη την Ευρώπη οι «εθνικές» επέτειοι που σχετίζονται με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αφορούν την απελευθέρωση από τα ναζιστικά στρατεύματα και τη λήξη του.
Παράλληλα, η επέτειος της Απελευθέρωσης γίνεται αφορμή διαστρεβλώσεων και αποκρύψεων των πραγματικών ιστορικών γεγονότων της περιόδου της «Εθνικής Αντίστασης» (όπως την ονομάζουν οι αστικές, ρεφορμιστικές και σταλινικές πολιτικές δυνάμεις) και του Εμφυλίου, δηλαδή της Ελληνικής Επανάστασης (1941–1949). Ειδικότερα οι δυνάμεις με μικρότερη ή μεγαλύτερη αναφορά στον σταλινισμό εστιάζουν σχεδόν αποκλειστικά στην ηρωική δράση και τις επιτυχίες του ΕΑΜ–ΕΛΑΣ, αποφεύγοντας επιμελώς να σταθούν (πέρα ίσως από μια επιδερμική αναφορά σε αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως οι συμφωνίες Λιβάνου, Καζέρτας και Βάρκιζας, χωρίς όμως να βγάζουν και τα αντίστοιχα πολιτικά συμπεράσματα για το τότε και το σήμερα) στην προδοσία μιας από τις σημαντικότερες επαναστάσεις εκείνης της περιόδου (και όχι μόνο) από την σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ.
Η εποποιία των εργατοαγροτικών μαζών που οργανώθηκαν και πολέμησαν μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ–ΕΛΑΣ δεν οφείλεται στη στρατηγική της ηγεσίας του ΚΚΕ («Εθνική Ενότητα» και «Λαϊκό Μέτωπο» με τη «δημοκρατική» αστική τάξη και «αντιφασιστική συμμαχία» με τους «δημοκράτες» αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές), αλλά στους δικούς τους πόθους, όχι μόνο για εθνική απελευθέρωση και απαλλαγή από την κόλαση της ναζιστικής Κατοχής, αλλά και για ανατροπή του σάπιου αστικού κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος, που είχαν βιώσει για δεκαετίες, με αποκορύφωμα τη βασιλομεταξική δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους ναζί, η ελληνική αστική τάξη είτε το έσκασε για την Αίγυπτο μαζί με τον βασιλιά, είτε – το μεγαλύτερο μέρος της – συνεργάστηκε με τους κατακτητές. Η ταξική πάλη οξυνόταν και το περιβάλλον μέσα στο οποίο διεξαγόταν άλλαζε ριζικά. Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν είχαν απέναντί τους μόνο τους κατοχικούς στρατούς (γερμανικό, ιταλικό και βουλγαρικό) αλλά και τους κάθε λογής συνεργάτες τους, τις κυβερνήσεις των δωσίλογων και τις ένοπλες συμμορίες τους (Τάγματα Ασφαλείας, οργάνωση Χ κ.ά.). Οι τελευταίες συχνά ξεπερνούσαν σε θηριωδία τους ναζί, δρώντας απολύτως στο πλαίσιο των αστικών συμφερόντων, της υπεράσπισης του καθεστώτος με κάθε τρόπο και της απόκρουσης του «κομμουνιστικού κινδύνου».
Καθώς η πάλη των μαζών αναπτυσσόταν, τις στρατιωτικές επιτυχίες του ΕΛΑΣ και την επέκταση της ελεύθερης Ελλάδας των βουνών ακολουθούσε η δημιουργία θεσμών λαϊκής αυτοοργάνωσης και αυτοδιοίκησης, σε όλους τους βασικούς τομείς (υγεία, παιδεία, δικαιοσύνη κ.ά.), ενώ η γη μοιραζόταν σε όλους. Χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε ακριβώς για «σοβιέτ», ήταν ωστόσο μια «λαϊκή αντιεξουσία», μια δυαδική εξουσία εν τη γενέσει, που προσέδιδε στην κατάσταση επαναστατικά χαρακτηριστικά. Ακόμα σημαντικότεροι (και σχετικά υποτιμημένοι από πλευράς ιστορικής έρευνας και βιβλιογραφίας) ήταν οι ηρωικοί αγώνες στην Αθήνα και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, με κορυφαία στιγμή τη Γενική Απεργία του Φλεβάρη–Μάρτη 1943, που ματαίωσε τη μαζική μεταφορά ελλήνων εργατών ως σκλάβων σε γερμανικά εργοστάσια. Κατά το εφιαλτικό τελευταίο έτος της Κατοχής, όταν οι φρικαλεότητες των ναζί και των συνεργατών τους κορυφώθηκαν, το εργατικό και λαϊκό κίνημα και ο ΕΛΑΣ της πρωτεύουσας υπεράσπισε μέχρις εσχάτων τον λαό και τις υποδομές της Αθήνας και του Πειραιά – με χαρακτηριστικότερη τη θρυλική Μάχη της Ηλεκτρικής και την αποτροπή των σχεδίων των ναζί να σταματήσουν την οικονομική ζωή και να βυθίσουν όλη την πόλη στο σκοτάδι.
Όλα αυτά και πολλά άλλα είχαν δημιουργήσει μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας, απέναντι στα κατοχικά στρατεύματα και τις δωσιλογικές κυβερνήσεις, δηλαδή μια αυθεντική και αδιαμφισβήτητη επαναστατική κατάσταση. Τον Οκτώβρη του 1944, η επαναστατική κατάσταση φτάνει στην κορύφωσή της, έχουμε πλέον επαναστατική κρίση: με την αποχώρηση των Γερμανών υπάρχει κενό εξουσίας, τη στιγμή που ουσιαστικά το σύνολο της ελληνικής επικράτειας (με πολύ λίγες εξαιρέσεις) ελέγχεται από το εαμικό κίνημα – που συγκεντρώνει στις διάφορες οργανώσεις του σχεδόν 2 εκατομμύρια μέλη, με πάνω από 100.000 ενόπλους, ενώ το ΚΚΕ έχει φτάσει στις 400.000 μέλη.
Αξίζει όμως σε αυτό το σημείο να δώσουμε τον λόγο στον αφοπλιστικά ειλικρινή αρθρογράφο του «Ριζοσπάστη» (αποσπάσματα από άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 6/10/2018):
«Αυτό το διάστημα, μόνος του ο ΕΛΑΣ Αθήνας–Πειραιά ‘μπορούσε, αν έπαιρνε εντολή, να καταλάβει σε μια ώρα το κέντρο και όλην την Αθήνα’ (Σπύρος Α. Κωτσάκης (Νέστορας), Εισφορά, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986, σελ. 238–239). Τέτοια εντολή, όπως είναι γνωστό, δεν υπήρξε.
Βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής κατάστασης εκείνη την περίοδο ήταν η αποδιάρθρωση των πιο σημαντικών λειτουργιών του αστικού κράτους (και του ίδιου του μηχανισμού του), ενώ ο κατ’ εξοχήν παράγοντας που προσέδιδε στο ελληνικό αστικό κράτος ισχύ, ο γερμανικός στρατός, είχε φύγει ή βρισκόταν σε αποχώρηση. Ταυτόχρονα, ήταν ελάχιστες οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν τότε στην Ελλάδα, επομένως υπήρχε αδυναμία τους να προσδώσουν ισχύ στην αποδυναμωμένη αστική εξουσία.
Ουσιαστικά στην Ελλάδα – όπως και σε άλλα κράτη – είχε διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση, που η κορύφωσή της συντελέστηκε τις μέρες της απελευθέρωσης.
Επιπλέον, σημαντικό στοιχείο της κρίσης του αστικού κράτους ήταν το πέρασμα με το μέρος του ΕΑΜ–ΕΛΑΣ χιλιάδων στρατιωτών στη Μ. Ανατολή, χαρακτηριστικό και αυτό των στοιχείων που συνθέτουν την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης.
Ταυτόχρονα, δεν υπήρχε ουσιαστικά στον ελλαδικό χώρο κυβέρνηση, ενώ η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου βρισκόταν στο Κάιρο και δεν μπορούσε να αποβιβαστεί στον Πειραιά, δίχως την έγκριση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Το ίδιο και οι στρατιωτικές δυνάμεις του αστικού στρατού (Ορεινή Ταξιαρχία κ.λπ.) που είχαν απομείνει στη Μέση Ανατολή, ενώ ο ΕΔΕΣ βρισκόταν στην Ήπειρο, εγκλωβισμένος από τον ΕΛΑΣ»…
«Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης είχε ταχθεί με το ΚΚΕ. Ακόμα, κατά πολύ ευρύτερες λαϊκές μάζες αναγνώριζαν τον καθοδηγητικό ρόλο του στον αγώνα απελευθέρωσης της Ελλάδας, καθώς και τον καθοριστικό ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης στην ήττα του φασιστικού άξονα. Πολύ σημαντικό επίσης ήταν ότι αυτές οι λαϊκές δυνάμεις βρίσκονταν σε οργάνωση μάχης, έχοντας στην εμπροσθοφυλακή δικό τους στρατό χιλιάδων, υπό τη διοίκηση στρατιωτικά ειδικευμένων ανθρώπων.
Αναμφισβήτητο είναι επίσης ότι αυτή η πελώρια λαϊκή δύναμη, ανεξάρτητα από τα προβλήματα στη στρατηγική του ΚΚΕ, αγωνιζόταν για καλύτερες μέρες, έστω κι αν αυτό γινόταν δίχως να συνειδητοποιείται ότι αυτές οι μέρες δεν περικλείονταν στο θολό όραμα της ‘λαοκρατίας’. Ωστόσο, η τέτοια τάση με τις όποιες αυταπάτες της ερχόταν σε σύγκρουση με τα αστικά κόμματα, με το αστικό πολιτικό σύστημα. Εξάλλου, σε καμία επανάσταση, ούτε προλεταριακή αλλά ούτε και αστική (στο παρελθόν), οι πολύ πιο πλατιές εξεγερμένες λαϊκές δυνάμεις είχαν πλήρως ώριμη πολιτική συνείδηση, τουλάχιστον από την αρχή.
Τις αγωνιστικές διαθέσεις των εργατικών–λαϊκών μαζών υποβοηθούσαν οι εξελίξεις στις γειτονικές χώρες, συγκεκριμένα στη Βουλγαρία, στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία, διαμορφώνοντας έναν ευνοϊκό και προτρεπτικό περίγυρο.
Σε τέτοιες συνθήκες επιταχύνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς η επαναστατικοποίηση των εργατικών μαζών και άλλων συμμαχικών λαϊκών στρωμάτων, ουδετεροποιούνται ταλαντευόμενα μικροαστικά στοιχεία, οξύνονται παραπέρα οι ενδοαστικές αντιθέσεις. Όλα αυτά, με την προϋπόθεση ότι το ΚΚ θέτει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της επίλυσης της αντίθεσης «ποιος–ποιον», παίρνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα με βάση σχέδιο και καταλαμβάνοντας τα κέντρα του κράτους: πρωταρχικά Αθήνα–Πειραιά–Θεσσαλονίκη, καθώς και άλλους σημαντικούς χώρους.
Ήταν δυνατές η είσοδος μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων στην Αθήνα, η κατάληψη των εργοστασίων και η δημιουργία εργατικών συμβουλίων, η συγκρότηση εργατικής κυβέρνησης, η γενική επιστράτευση ολόκληρου του πληθυσμού 18–45 χρόνων».
Όλα αυτά όμως, που το ΚΚΕ τα «ανακάλυψε» μετά από 75 χρόνια, ήταν αδύνατο να γίνουν πράξη από το ΚΚΕ, διότι πολύ απλά είχε προ πολλού πάψει να είναι επαναστατικό κόμμα. Σε αντίθεση με π.χ. το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας (παρότι και αυτό είχε σε πολύ μεγάλο βαθμό γραφειοκρατικοποιηθεί), από το πρόγραμμα του ΚΚΕ απουσίαζε εκκωφαντικά ακόμα και η παραμικρότερη αναφορά σε επαναστατική κατάληψη της εξουσίας (παρά τις περί του αντιθέτου κραυγές της αστικής προπαγάνδας). Αυτό φυσικά αντικατοπτριζόταν και στο πολιτικό πρόγραμμα του ΕΑΜ, που κυριαρχείται από τον «εθνικό αγώνα», την «εθνική ενότητα» και το «θολό όραμα της λαοκρατίας», σε βαθμό τέτοιο που από πολλές απόψεις ήταν λιγότερο ριζοσπαστικό από το επίσημο πρόγραμμα των αστικών αντιστασιακών οργανώσεων ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ! Στην πράξη, αυτό οδήγησε στην υπονόμευση και τελικά την προδοσία του ηρωικού αγώνα των εργατικών και λαϊκών μαζών, ήδη πολύ πριν τον Οκτώβρη του 1944. Το 1943, η σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ, αφού χειροκρότησε τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς από τον Στάλιν, στο βωμό της «αντιφασιστικής συμμαχίας», απέρριψε χωρίς συζήτηση την πρόταση των γιουγκοσλάβων παρτιζάνων για συγκρότηση κοινού Βαλκανικού Στρατηγείου των αντάρτικων κινημάτων. Λίγους μήνες αργότερα, δέχθηκε να παίρνει ο ΕΛΑΣ διαταγές από το βρετανικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής! Το 1944, με τη Συμφωνία του Λιβάνου, νομιμοποίησε τη βασιλική κυβέρνηση του Καΐρου, παίρνοντας έξι υπουργούς – οι Γ. Ζέβγος και Μιλτ. Πορφυρογένης (στελέχη του ΚΚΕ) και οι Αλ. Σβώλος, Αγγ. Αγγελόπουλος, Ηλ. Τσιριμώκος και Ν. Ασκούτσης (στελέχη του ΕΑΜ και της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης – ΠΕΕΑ) – στην «κυβέρνηση εθνικής ενότητας»! Με τη συμφωνία της Καζέρτας, δέχτηκε την αδρανοποίηση του ΕΛΑΣ και επέτρεψε στα βρετανικά στρατεύματα του Σκόμπι να αποβιβαστούν ανενόχλητα, υποδεχόμενη τους ιμπεριαλιστές φονιάδες σαν «απελευθερωτές»! Στο μεσοδιάστημα από την αποχώρηση των Γερμανών μέχρι την άφιξη των Άγγλων και της βασιλικής κυβέρνησης, το ΚΚΕ φρόντισε να μην «ανοίξει μύτη» στην Αθήνα, εισπράττοντας, μέσω του ηγετικού στελέχους του Γιάννη Ζέβγου, τα εύσημα του Παπανδρέου: «Μπράβο Γιάννη, καλά τα κατάφερες!». Ενώ οι Άγγλοι και η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» εξόπλιζαν τους χίτες και τους ταγματασφαλίτες, οι σταλινικοί ηγέτες κρατούσαν σχεδόν το σύνολο του ΕΛΑΣ μακριά από την Αθήνα, αφήνοντας τον Δεκέμβρη του 1944 τους νεαρούς μαχητές του (εφεδρικού) ΕΛΑΣ Αθήνας–Πειραιά να δώσουν τη μάχη ενάντια στον βρετανικό ιμπεριαλισμό εντελώς αβοήθητοι και έχοντας κατά νου, με διαρκή ζιγκ ζαγκ, όχι να τσακίσουν τους βρετανούς ιμπεριαλιστές αλλά να έρθουν σε έναν «έντιμο συμβιβασμό» με αυτούς τους «μεγάλους συμμάχους». Η Βάρκιζα και η παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, ενώ αυτός ακόμα ήλεγχε τα 2/3 της χώρας, ήταν απλά το επιστέγασμα μιας από τις μεγαλύτερες προδοσίες στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.
Η ρίζα αυτής της προδοτικής πολιτικής βρισκόταν στα συμφέροντα της σταλινικής γραφειοκρατίας, που είχε αποσπάσει την πολιτική εξουσία από τους εργαζόμενους της Σοβιετικής Ένωσης και υπονόμευε τις κατακτήσεις του Οκτώβρη και το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα. Έτρεμαν τη σχεδόν ταυτόχρονη επικράτηση των επαναστατικών παρτιζάνικων κινημάτων σε Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα, που θα άνοιγε τον δρόμο για επαναστατικές νίκες και σε άλλες χώρες (κυρίως Ιταλία, Γαλλία), καθώς θα δημιουργούσε ντε φάκτο ένα επικίνδυνο επαναστατικό κέντρο και παράδειγμα για τις εργαζόμενες μάζες της ΕΣΣΔ. Ενώ η ηγεσία του ΚΚΕ ακολουθούσε μέχρι κεραίας την προδοτική σταλινική γραμμή (και ανεξάρτητα αν αυτή είχε έρθει ως άμεση ντιρεκτίβα ή όχι), ο στρατός του Στάλιν, που είχε φτάσει στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, δεν κούνησε ούτε το μικρό του δαχτυλάκι για να αποτρέψει τη σφαγή των ελλήνων εργατών και αγροτών, τηρώντας απαρέγκλιτα τις συμφωνίες με τους «δημοκρατικούς» ιμπεριαλιστές για το μοίρασμα του κόσμου.
Στις μέρες μας, στο φως πρόσφατης ιστορικής έρευνας για τα τραγικά εκείνα χρόνια από νέους ιστορικούς, και καθώς και το ίδιο το ΚΚΕ αναιρεί σχεδόν όλα όσα έλεγε για πολλές δεκαετίες, οι σταλινικές πολιτικές δυνάμεις του ελληνικού εργατικού κινήματος (με εξαίρεση κάποια αμετανόητα απολιθώματα, όπως η «Κόντρα» ή ο «Εργατικός Αγώνας») βρίσκονται αναγκασμένες να παραδεχτούν τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Ωστόσο, χρησιμοποιούν διάφορες δικαιολογίες για την από μέρους τους προβολή της «εαμικής κουλτούρας» (από την οποία όμως κρατάνε όλα τα αρνητικά στοιχεία της):
α) «Ο συσχετισμός δύναμης ήταν αρνητικός». Το φθινόπωρο του 1944, ο συσχετισμός δύναμης, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα (όπως αναλύσαμε προηγουμένως και όπως παραδέχεται πλέον το ΚΚΕ από τις στήλες του «Ριζοσπάστη»), ήταν ευνοϊκός για το στρατόπεδο των εργαζομένων και των λαών όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Οι ναζιστικές στρατιές είχαν συντριβεί από τον Κόκκινο Στρατό, που προήλαυνε προς το Βερολίνο. Οι παρτιζάνοι είχαν απελευθερώσει το μεγαλύτερο μέρος της Γιουγκοσλαβίας και προχωρούσαν προς την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας, ενώ πολλά άλλα αντάρτικα κινήματα σε Ευρώπη και Ασία ενίσχυαν διαρκώς τις θέσεις τους. Οι δυνατότητες επέμβασης των αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών ήταν περιορισμένες, καθώς οι δυνάμεις τους ήταν απασχολημένες σε διάφορα πολεμικά μέτωπα (σε αντίθεση με ό,τι συνέβη από το 1947 και μετά, με την άμεση επέμβαση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα). Ο Τσώρτσιλ θα έβρισκε πολύ δύσκολο να πάρει, και πολύ περισσότερο να δικαιολογήσει στο εσωτερικό της Βρετανίας, μια απόφαση για στρατιωτική επίθεση ενάντια σε μια Ελλάδα που θα είχε απελευθερωθεί στηριζόμενη στις εργατικές–λαϊκές δυνάμεις, αν είχε απέναντί του ένα ΕΑΜ–ΕΛΑΣ με αποφασισμένη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία. Είναι ενδεικτικό το παρακάτω απόσπασμα από επιστολή του Γ. Παπανδρέου, που επίσης δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη»:
«Είναι άπειρος η στενοχώρια μου εκ τοιαύτης καταστάσεως οποίαν δεν ανεκοίνωσα Υπουργικόν Συμβούλιον ίνα μη ενσπείρω απογοήτευσιν. Συνεπεία τοιαύτης καταστάσεως πρόκειται να είναι:
Πρώτον: ότι απελευθέρωσις θα θεωρηθεί περίπου έργον ΕΑΜ οποίον καταλαμβάνει αμέσως περιφέρειας εκκενούμενας υπό Γερμανών.
Δεύτερον: ότι Κυβέρνησις μεταβαίνουσα Αθήνας και στερούμενη και ιδίας και συμμαχικής δυνάμεως θα είναι ουσιαστικώς αιχμάλωτος ΕΑΜ.
Τρίτον: ότι Βρετανικόν γόητρον θα υποστεί σοβαράν ελάττωσιν, και
Τέταρτον: ότι Βρετανικαί δυνάμεις όταν βραδύτερον καταστούν διαθέσιμοι ουδεμίαν δικαιολογίαν θα έχουν όπως έλθουν Ελλάδα εφόσον απελευθέρωσις έχει συντελεστεί.
(…) Θεωρώ εθνικόν καθήκον μου όπως εκ μέρους μαρτυρικού Ελληνικού Εθνους πιστού και αφοσιωμένου φίλου Μ. Βρετανίας εκφράσω βαθυτάτην πικρίαν μου και προς την Βρετανική Κυβέρνησιν και προσωπικώς προς Πρωθυπουργόν κ. Τσώρτσιλ και να παρακαλέσω θερμότατα όπως διά πάσης θυσίας ευρεθούν αι ολίγαι απαιτούμεναι συμμαχικαί δυνάμεις προς άμεσον απελευθέρωσιν Ελλάδος υπό συμμαχικών στρατευμάτων» (Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Φάκελος 13.6 του 1944 (Κυβέρνηση Καΐρου), Επιστολή Παπανδρέου προς Αγνίδη, 14/9/1944).
β) «Πράγματι η τότε ηγεσία του ΚΚΕ (Σιάντος–Ιωαννίδης) πρόδωσε, αν όμως βρισκόταν στην ηγεσία ο Ζαχαριάδης (ήταν αιχμάλωτος των ναζί) θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα». Η ολέθρια πολιτική του ΚΚΕ δεν αποφασίστηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά πολύ νωρίτερα. Το 1934, στην περιβόητη 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ο διορισμένος απευθείας από τον Στάλιν γενικός γραμματέας Νίκος Ζαχαριάδης επέβαλε τη σταλινική πολιτική των «Λαϊκών Μετώπων» και της συνεργασίας με τη «δημοκρατική» αστική τάξη, ενταφιάζοντας την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ελλάδα, προς όφελος της «αστικοδημοκρατικής επανάστασης». Ήταν ο Ζαχαριάδης εκείνος που πρόδωσε την εξέγερση των εργατών της Θεσσαλονίκης το 1936, με το Σύμφωνο Σοφούλη–Σκλάβαινα με τους βενιζελικούς. Ήταν ο Ζαχαριάδης που, με το γράμμα του της 28ης Οκτωβρίου 1940, καλούσε τον ελληνικό λαό να στηρίξει τον Μεταξά και τους στρατηγούς του, που «διεξάγουν τον αγώνα». Ήταν ο Ζαχαριάδης που εφάρμοσε μέχρι κεραίας τη Συμφωνία της Βάρκιζας, την ίδια στιγμή που οι συμμορίες της αντίδρασης είχαν εξαπολύσει το τρομοκρατικό τους όργιο κατά των αγωνιστών του εαμικού κινήματος, και που παρέδωσε τον Άρη Βελουχιώτη βορά στον ταξικό εχθρό. Ήταν ο Ζαχαριάδης που, για δύο και πλέον χρόνια μετά τη Βάρκιζα, επέτρεψε στο αστικό κράτος και την αντίδραση να ανασυγκροτηθούν και να αξιοποιήσουν τη στήριξη των ΗΠΑ, ενώ ολόκληρα συντάγματα του αστικού στρατού που αυτομολούσαν δεν γίνονταν δεκτά στον Δημοκρατικό Στρατό! Ήταν ο Ζαχαριάδης που εξόντωνε ή στιγμάτιζε ως «πράκτορες», αγωνιστές ή προσωπικότητες όπως οι Καραγιώργης, Πλουμπίδης, Βαβούδης και τόσοι άλλοι (και που πολλοί δεν έχουν ακόμα «αποκατασταθεί» από το ΚΚΕ μέχρι σήμερα). Συνεπώς, οι Σιάντος–Ιωαννίδης και οι υπόλοιποι προδότες της Ελληνικής Επανάστασης δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να εφαρμόζουν τη σταλινοζαχαριαδική πολιτική. Παρεμπιπτόντως, σε μια τίμια συζήτηση, θα έπρεπε όλα τα ρεύματα και οργανώσεις του εργατικού κινήματος να τοποθετηθούν χωρίς περιστροφές, αν το δίκιο ήταν με την «αστικοδημοκρατική επανάσταση» της 6ης Ολομέλειας του σταλινικού ΚΚΕ ή με τη στρατηγική γραμμή της σοσιαλιστικής–προλεταριακής επανάστασης του Παντελή Πουλιόπουλου και των τροτσκιστών – ένα θέμα για το οποίο υπάρχει μια ένοχη σιωπή ή πολλά «ήξεις–αφίξεις».
γ) «Καλά όλα αυτά, αλλά οι τροτσκιστές δεν μπορούν να μιλάνε, γιατί δεν έκαναν αντίσταση». Οι σύντροφοί μας, αγωνιστές της 4ης Διεθνούς, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, κυνηγημένοι ανελέητα από τους πάντες (φασίστες, «δημοκρατικούς» ιμπεριαλιστές και σταλινικούς), έδωσαν τα πάντα για την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων και των ιδεών του επαναστατικού μαρξισμού, συμμετέχοντας μεταξύ άλλων ενεργά και σε πολλά αντιστασιακά κινήματα. Χαρακτηριστικά, και μιλώντας μόνο για τις ευρωπαϊκές χώρες, η 4η Διεθνής θρήνησε την απώλεια των ηγετών έξι εθνικών τμημάτων της (Γαλλίας, Βελγίου, Ολλανδίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας και Ελλάδας, τον Παντελή Πουλιόπουλο), εκτελεσμένων από τα φασιστικά στρατεύματα. Στη χώρα μας, οι τροτσκιστές αγωνιστές, αποκομμένοι από το διεθνές κέντρο, με την ηγεσία τους στις φυλακές ή τα εκτελεστικά αποσπάσματα και κυνηγημένοι από τους σταλινικούς φονιάδες της ΟΠΛΑ, προσανατολίστηκαν σωστά σε γενικές γραμμές, σε σχέση με τον χαρακτήρα του πολέμου και τα καθήκοντα που έθετε η κατάσταση. Άσκησαν ορθότατη κριτική στα αστικά και εθνικιστικά συνθήματα του ΕΑΜ, αλλά δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν πρακτικά μια πολιτική (πράγμα εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο λόγω των συνθηκών) με βάση το αντάρτικο κίνημα που αναπτυσσόταν ή με βάση τη (γενικά σωστή) αρχή ότι η ταξική πάλη αναπτύσσεται στα αστικά κέντρα (κάτι που άλλωστε είχε επικαλεστεί και ο ηγέτης του ΚΚΕ Ιωαννίδης, δικαιολογώντας την αρνητική στάση του απέναντι στις πρωτοβουλίες του Βελουχιώτη). Ωστόσο, πολλοί τροτσκιστές αγωνιστές συμμετείχαν στο ΕΑΜ–ΕΛΑΣ, κρύβοντας την πολιτική τους ταυτότητα, και, εφόσον αυτή γινόταν γνωστή, εξοντώνονταν ανελέητα από τους σταλινικούς (με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τη δολοφονία του τυφλού αγωνιστή Σταύρου Βερούχη στην Εύβοια και τη σφαγή των αρχειομαρξιστών της περιοχής του Αγρινίου). Τους κρίσιμους μήνες του 1944, οι τροτσκιστές εκτίμησαν σωστά την επαναστατική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, καλούσαν σε συγκρότηση Ενιαίου Εργατικού Μετώπου και προειδοποιούσαν για τον ρόλο και τις προθέσεις των Άγγλων, την ίδια στιγμή που το ΚΚΕ μιλούσε για «απελευθερωτές» και «Μεγάλους Συμμάχους»!
Η συζήτηση για την ελληνική επανάσταση 1941–1949 είναι χρήσιμη και αναγκαία. Ειδικά όσο το ίδιο το ΚΚΕ, για τους δικούς του λόγους (που δεν έχουν βέβαια να κάνουν με κάποια φανταστική στροφή του στον επαναστατικό μαρξισμό/τροτσκισμό) σηκώνει το πέπλο των σταλινικών εγκλημάτων και προδοσιών, αναθεωρώντας ένα προς ένα τα προηγούμενα δόγματα και μύθους. Είναι μεγάλο λάθος έως απαράδεκτο, μέσα σε τέτοιες συνθήκες, κομμάτια της άκρας αριστεράς (δεν μιλάμε για αμετανόητους σταλινοζαχαριαδικούς νοσταλγούς όπως π.χ. ο Γ. Πετρόπουλος) να επιχειρούν να γαντζωθούν από τους σταλινικούς μύθους ή να τους σερβίρουν ξαναζεσταμένους, με ολίγη από «κριτική» (συνήθως αρκετά αδύναμη και πάντως θολή), αναπληρώνοντας σ’ αυτό το θέμα τη θέση που κατείχε το σταλινικό ρεφορμιστικό ΚΚΕ στο ελληνικό εργατικό κίνημα για δεκαετίες. Με αυτή την έννοια, πρέπει κανείς να είναι πολύ πιο προσεκτικός και αυστηρός σε συνθήματα όπως π.χ. «Και τώρα και πάντα και όπως το ’40» ή ακόμα και στους «εορτασμούς» επετείων που διαπνέονται απ’ αυτό το πνεύμα κ.λπ. Πρόκειται για μια συναισθηματική επίκληση των θυσιών και του ηρωισμού των εργατοαγροτικών μαζών, που διεγείρει ίσως κάποια αντανακλαστικά (υπό το βάρος και της αναβίωσης των κινδύνων της ακροδεξιάς, των φασιστών κ.λπ.), κινδυνεύει όμως σοβαρά να καταλήξει στην αθώωση της τεράστιας προδοσίας της ελληνικής επανάστασης από τον σταλινισμό, την ηγεσία του ΚΚΕ/ΕΑΜ. Η επιστροφή σε μια τέτοια «εαμική κουλτούρα» (την οποία άλλωστε χρησιμοποίησε αρχικά ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ, ας μην το ξεχνάμε, ενώ σήμερα την επικαλούνται και οι διάφορες πατριδοκάπηλες αριστερές ρεφορμιστικές δυνάμεις) μπορεί να προκαλέσει μόνο σύγχυση και να εμποδίσει την απαραίτητη εκπαίδευση και συγκρότηση των αγωνιστών σε μια επαναστατική μαρξιστική βάση.
Η συζήτηση αυτή διατηρεί ακέραια την επικαιρότητά της, σε μια περίοδο αντιδημοκρατικής αναδίπλωσης σε παγκόσμιο επίπεδο, ανόδου ακροδεξιών ή/και ανοιχτά φασιστικών δυνάμεων, αλλά και σπασμωδικών κινήσεων από διάφορες αριστερές δυνάμεις, ακόμα και από κάποιες με αναφορές στον επαναστατικό μαρξισμό/τροτσκισμό, υποτίθεται για την ανάσχεση αυτών των επικίνδυνων εξελίξεων. Το αποτέλεσμα είναι να υιοθετούνται πολιτικές που είναι ουσιαστικά παραλλαγές των «Λαϊκών Μετώπων» (συμμαχίες με δυνάμεις και προσωπικότητες αμφιβόλου πολιτικής ποιότητας και αξιοπιστίας – Σάντερς, Κόρμπιν κ.λπ.). Στην Ελλάδα, η προφανής ανάγκη οικοδόμησης της αντίστασης και αντεπίθεσης του κινήματος, απέναντι σε μια κυβέρνηση ούλτρα νεοφιλελεύθερη και με πολλούς ακροδεξιούς και ανοιχτά αντικομμουνιστές στις τάξεις της, απαντιέται από αρκετούς, και στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά, με παρόμοιους λανθασμένους τρόπους. Αυτό φτάνει στο σημείο να χαρακτηρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ «αριστερή ρεφορμιστική δύναμη» ή/και να εξετάζεται η δυνατότητα συμπερίληψής του σε κάποιο «αντιφασιστικό» ή «αντινεοφιλελεύθερο» μέτωπο, διευκολύνοντας και την προσπάθεια του Τσίπρα και της κλίκας του να εδραιωθούν (έστω κι αν αυτό το εγχείρημα συναντά μεγάλες δυσκολίες) ως δεύτερος πυλώνας του αστικού πολιτικού συστήματος.