Κύπρος 1974 – 47 χρόνια από το “ιωαννιδικό” πραξικόπημα και την εισβολή του «Αττίλα»
–
Από την Εργατική Πάλη Ιουλίου-Αυγούστου
–
Ιστορικά, το κυπριακό ζήτημα αποτελεί ένα πεδίο διενέξεων των δυτικών ιμπεριαλιστών και των επιδιώξεων των ΗΠΑ, Μ. Βρετανίας και ευρύτερα του ΝΑΤΟ για τη διασφάλιση της ένταξης της «Μεγαλονήσου» στους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς τους, αποτελώντας ένα «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» και μια απέραντη βάση για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσόγειου και της Μέσης Ανατολής. Ασφαλώς οι ΗΠΑ προσέβλεπαν να αξιοποιήσουν την Κύπρο και ως ανάχωμα απέναντι στην ΕΣΣΔ και τους συμμάχους της. Σε αυτή την υπόθεση, ενεργό αρνητικό ρόλο έπαιξαν και συνεχίζουν να το κάνουν μέχρι σήμερα (ενάντια στη Ρωσία) οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας, λόγω της μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας της περιοχής, αλλά και για τον έλεγχο-εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων.
Η Μεγάλη Βρετανία, 9 μόλις χρόνια μετά τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ (1869) στην Αίγυπτο, έσπευσε το 1878 να αγοράσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το νησί της Κύπρου, ώστε να διασφαλίσει τα ιμπεριαλιστικά της σχέδια στη Μέση Ανατολή και να ελέγξει το ύψιστης σημασίας εμπορικό και γεωστρατηγικό σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μέχρι τότε πρώτη ιμπεριαλιστική δύναμη υποσκελίζεται από τις ΗΠΑ, που σκαρφαλώνουν στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας. Αυτή η αλλαγή διαμόρφωσε ένα νέο status quo σε διάφορες ζώνες επιρροής του πλανήτη. Στις δεκαετίες του 1950 και 1960, ξεσπά το παγκόσμιο κύμα των αντιαποικιακών επαναστάσεων (Κούβα, Βιετνάμ, Αλγερία κ.ά.). Από αυτή την άνοδο δεν έμεινε ανεπηρέαστη η Κύπρος. Ο αγώνας για την απελευθέρωση από την βρετανική αποικιοκρατία βρέθηκε υπό ηγεσία αστική και συγκεκριμένα της δεξιάς ΕΟΚΑ (αποτέλεσμα και της χρεοκοπημένης σταλινικής πολιτικής του ΚΚ (ΑΚΕΛ) από τον Μεσοπόλεμο). Παρόλο που αυτή η ηγεσία ήταν εθνικιστική, η βάση ήταν προλεταριακή και λαϊκή. Οι μάζες ακολούθησαν γιατί δεν περιορίστηκε μόνο σε μανιφέστα, αλλά έδωσε μορφή στον αντιαποικιακό αγώνα με το φλάμπουρο της «ένωσις» με την Ελλάδα.
Το 1959 -και με την υποβαθμισμένη Βρετανία να δυσκολεύεται στην αναχαίτηση των αντιαποικιακών κινημάτων- υπογράφονται οι Συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου, που αποφάσισαν την «ανεξαρτησία». Η Κύπρος θα είχε Ελληνοκύπριο πρόεδρο, Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο, καθεστώς τριμερούς επιτήρησης (Αγγλία, Ελλάδα και Τουρκία), μόνιμη ξένη στρατιωτική παρουσία και ενισχυμένες βρετανικές βάσεις. Κοντολογίς επρόκειτο για μια υποθηκευμένη ανεξαρτησία, ένα ιδιόμορφο προτεκτοράτο με 3 κηδεμόνες. Η ίδια συνθήκη προέβλεπε την εγκατάσταση μιας ελληνικής και μιας τουρκικής στρατιωτικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ και ΤΟΥΡΔΥΚ) 950 και 650 ανδρών αντίστοιχα. Η δράση τους φωτογράφιζε την εξωτερική πολιτική και τις επιδιώξεις του ελληνικού και τούρκικου καπιταλισμού αντίστοιχα και αποτέλεσε αφετηρία των σφοδρών ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ τους, που επακολούθησαν το 1963-64. Τέλος, το 1959 η Κύπρος πραγματοποιεί τις πρώτες προεδρικές εκλογές, όπου πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκλέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος.
Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου ουσιαστικά κατέρρευσαν το 1963 από τις αλλαγές που επιχείρησε να κάνει ο Μακάριος στο σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πίσω απ’ αυτές κρύβονταν οι βλέψεις της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, που επεδίωκε ρήξη με τους Τουρκοκύπριους και αφαίρεση κάθε δικαιώματός τους από το υπάρχον σύνταγμα. Ήταν μια βίαιη πορεία «ελληνοποίησης» του νησιού, μετατροπής του από δικοινοτικό σε αμιγώς ελληνικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τις δομές του κράτους και τον εγκλεισμό τους σε θύλακες. Η διακοινοτική βία οξύνθηκε, προκαθορίζοντας ως αναπόφευκτη την επέμβαση και εισβολή του τουρκικού καπιταλισμού. Η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου έστειλε κρυφά μια ελληνική μεραρχία στο νησί με διττό σκοπό: να υπερασπίσει τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης και να διεξάγει αντικομουνιστική εκστρατεία.
Μετά την κατάρρευση των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές θα πάρουν τα ηνία, λόγω της έντασης του Ψυχρού Πολέμου. Το έργο ανέλαβε ο υπουργός εξωτερικών Ν. Άτσεσον με απευθείας μυστικές συνομιλίες με Ελλάδα και Τουρκία. Το σχέδιο Άτσεσον προέβλεπε «διπλή ένωση» της Κύπρου, υπό τον έλεγχο των δύο κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και κυρίως τον απόλυτο έλεγχο του τελευταίου και των ΗΠΑ στο νησί. Συγκεκριμένα, προέβλεπε κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και το μεγαλύτερο κομμάτι να ενωθεί με την Ελλάδα, ενώ περίπου το 10% να ενωθεί με την Τουρκία. Οι ΗΠΑ έλπιζαν ότι το σχέδιο θα αποδεχόταν ο Μακάριος, διαφορετικά θα έπρεπε να ανατραπεί. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριψαν το σχέδιο, αν και αρχικά η πρώτη ήταν θετικά διακείμενη. Αυτό εξόργισε τις ΗΠΑ και καθόρισε την τύχη της κυβέρνησης του Γεώργιου Παπανδρέου (έναν χρόνο μετά, ο βασιλιάς τον εξώθησε σε παραίτηση) και το πραξικόπημα στην Κύπρο 10 χρόνια αργότερα.
Για τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, η βασική γραμμή του Παπαδόπουλου στο Κυπριακό παρέμεινε ίδια με όλες τις προδικτατορικές αστικές κυβερνήσεις, δηλαδή διπλή ένωση και μετά από ένα σημείο απευθείας συνομιλίες με την Τουρκία παραμερίζοντας τον Μακάριο. Οι μέθοδοι της χούντας ήταν η υπονόμευση του Μακάριου και κυρίως ο έλεγχος της ΕΛΔΥΚ και της Εθνοφρουράς για την ανατροπή του. Αυτήν προετοίμαζαν τόσο η κυβέρνηση Παπανδρέου όσο και ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, αλλά δεν το πραγματοποίησαν, γιατί θα συνεπαγόταν επέμβαση της Τουρκίας. Κάτι τέτοιο δεν το ήθελε η ελληνική κυβέρνηση αλλά κυρίως ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Τον Νοέμβριο του 1973, η εξέγερση του Πολυτεχνείου έρχεται να αλλάξει τους συσχετισμούς δύναμης στο εσωτερικό της Ελλάδας. Την αλλαγή προσπάθησε να εκμεταλλευτεί μια ομάδα σκληροπυρηνικών γύρω από τον Ιωαννίδη, που ανέτρεψαν τον Παπαδόπουλο. Ο Ιωαννίδης διαφωνούσε με τις διαπραγματεύσεις της Αθήνας με την Άγκυρα, για όποια συμβιβαστική λύση, και ταυτόχρονα επεδίωκε ρήξη και με τον Μακάριο, που έμπαινε εμπόδιο στα σχέδια των ΗΠΑ. Τον Ιούλιο του 1974, ο Μακάριος, αφού πληροφορήθηκε για τα πλάνα της χούντας των συνταγματαρχών, προχώρησε σε ανοιχτή ρήξη μαζί τους.
Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός είχε πλέον ανάγκη από δραστικές λύσεις. Για να εφαρμοστεί πρακτικά το σχέδιο Άτσεσον, η χούντα του Ιωαννίδη θα έπρεπε να προχωρήσει σε πραξικόπημα στην Κύπρο, ως ειλημμένη υποχρέωση προς τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, στον οποίο όφειλε και την άνοδό της στην εξουσία. Το πραξικόπημα στην Κύπρο (15 Ιουλίου 1974) είχε ως άμεσο στόχο την ανατροπή του Μακαρίου, που αντιστεκόταν σε οποιοδήποτε διχοτόμηση και ταυτόχρονα, καθυστερούσε την επιβολή καθολικού ελέγχου από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ. Αντίθετα, η ΕΣΣΔ υποστήριζε την ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, γιατί δεν ήθελε την ενίσχυση των ιμπεριαλιστών. Το Σχέδιο Αφροδίτη (κωδική ονομασία του πραξικοπήματος στην Κύπρο) θα βασιζόταν στην ΕΟΚΑ Β΄ και την Εθνοφρουρά, αλλά κυρίως στη δεύτερη, που ελεγχόταν από Έλληνες αξιωματικούς της ομάδας Ιωαννίδη.
Το πραξικόπημα άρχισε το πρωί της Δευτέρας 15 Ιουλίου από δυνάμεις της Εθνοφρουράς, που επικράτησαν σχετικά γρήγορα. Επέδειξαν μεγάλη αγριότητα, βομβάρδισαν το προεδρικό μέγαρο με τανκς και ανακοίνωσαν ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός, όπως αδημονούσε να ακούσει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Τελικά, όμως, ο Μακάριος σώθηκε και φυγαδεύτηκε στην Πάφο, καταφέρνοντας μάλιστα την ίδια μέρα μέσω ενός μικρού ραδιοφωνικού σταθμού να στείλει ένα σύντομο ηχογραφημένο μήνυμα. Η χούντα των Αθηνών, όντας σαστισμένη από αυτή την εξέλιξη, δια στόματος Ιωαννίδη διέταξε άμεση καταστολή στην Πάφο και ζήτησε το «κεφάλι» του Μακαρίου.
Ο απολογισμός του πραξικοπήματος μέσα σε 2 μέρες ήταν 300 νεκροί, πολλοί περισσότεροι τραυματίες και χιλιάδες συλλήψεις. Η χούντα, από το απόγευμα κιόλας της 15ης Ιουλίου, όρισε πρόεδρο τον Νικόλαο Σαμψών, με φήμη σκληρού «τουρκοφάγου». Ο Μακάριος, αντιλαμβανόμενος ότι αν παρέμενε στο νησί θα έχανε τη ζωή του, διέφυγε από την Πάφο στο εξωτερικό και 4 μέρες αργότερα μιλώντας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κατηγόρησε την Αθήνα για ξένη εισβολή. Τυπικά, βάσει των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, αυτό έδινε το δικαίωμα στην Τουρκία να επέμβει, όπως και έγινε στις 20 Ιουλίου, αφού πήρε πρώτα έγκριση από τις ΗΠΑ και Μ. Βρετανία.
Τέσσερις μέρες αργότερα, σε συνάντηση του Ιωαννίδη με αξιωματούχους των ΗΠΑ, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ξεκαθάρισε την πολιτική του. Ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ κοφτά και εκβιαστικά δήλωσε: «Όχι πόλεμο με την Τουρκία, γιατί θα τον χάσετε και επιπλέον θα χάσετε την Κύπρο και τμήμα της Ελλάδας. Μόνη διέξοδος είναι η συνεννόηση. Αν δεν ακούσετε τις ΗΠΑ, θα σας εγκαταλείψουμε». Την ίδια μέρα, μετά την αποχώρηση των Αμερικανών, η χούντα επιχείρησε γενική επιστράτευση στην Ελλάδα. Αυτή αποδείχτηκε το θανάσιμο σφάλμα των ιωαννιδικών, γιατί επιστρατεύτηκε και βρέθηκε στα όπλα η «γενιά του Πολυτεχνείου», που ήταν συντριπτικά εχθρική απέναντι στη χούντα. Γι’ αυτό σύντομα η επιστράτευση ανακλήθηκε. Η προσπάθεια ειδικά του Ιωαννίδη να κηρύξει πόλεμο στην Τουρκία ναυάγησε, λόγω άρνησης της στρατιωτικής ηγεσίας, που άρχισε να συνωμοτεί σε βάρος του ώστε να παραδοθεί η εξουσία στους αστούς πολιτικούς. Στις 23 Ιουλίου, η χούντα έπεσε και μια μέρα μετά ορκίστηκε στην Αθήνα «κυβέρνηση εθνικής ενότητας», με πρωθυπουργό τον Κ. Καραμανλή.
Στην Κύπρο, όλο αυτό το διάστημα, η εισβολή του τουρκικού στρατού είχε επιβάλει μονομερώς αλλά de facto τη διχοτόμηση. Ταυτόχρονα, η Εθνοφρουρά και η ΕΛΔΥΚ είχαν διαλυθεί πρακτικά, ενώ ο Σαμψών παραιτήθηκε. Την σκυτάλη πήραν οι ειρηνευτικές συνομιλίες, αλλά ο τουρκικός καπιταλισμός, κατανοώντας πως η ελληνική κυβέρνηση δεν επρόκειτο να επέμβει, προετοίμασε τη δεύτερη εισβολή (Αττίλας 2) ένα μήνα μετά, για να αλλάξει προς όφελός του και να παγιώσει τους νέους συσχετισμούς στο νησί. Η αντίδραση Καραμανλή, έπειτα από υποδείξεις των Αμερικανών «συμβούλων» του, ήταν χαρακτηριστική: «η αποστολή δυνάμεων στο νησί καθίσταται αδύνατος… λόγω τετελεσμένων γεγονότων». Δήλωση που έμεινε στην ιστορία με την φράση «Η Κύπρος κείται μακράν». Μια νέα περίοδος του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού εγκαινιάστηκε, όπου οι παλιότεροι συσχετισμοί υπέρ του ελληνικού καπιταλισμού μετατοπίστηκαν πλέον σε βάρος του.