Ο Λούκατς ως φιλόσοφος και λογοτεχνικός κριτικός (του Χρήστου Κεφαλή)

Ο Λούκατς ως φιλόσοφος και λογοτεχνικός κριτικός

του Χρήστου Κεφαλή*

Τα 50 χρόνια από το θάνατο του Γκέοργκ Λούκατς, στις 4 Ιούνη του 1971, γιορτάζονται αυτές τις μέρες με εκδηλώσεις σε αρκετές χώρες, από την Ουγγαρία ως τη Γερμανία και τη Βραζιλία. Σε αυτές, κυρίως διαδικτυακές ημερίδες, ερευνητές από όλο τον κόσμο συζητούν τις συνεισφορές του Λούκατς στα πιο ποικίλα πεδία της ανθρώπινης σκέψης, γόνιμες ακόμη και για ειδικούς τομέων με τους οποίους ασχολήθηκε περιθωριακά, δίκαιο, επικοινωνίες, κινηματογράφος, κοκ. Δεν θα ήταν λάθος όμως να πούμε ότι ο Λούκατς άφησε ένα ανεξίτηλο στίγμα κυρίως ως φιλόσοφος και λογοτεχνικός κριτικός. Το να αναφερθούμε αναλυτικά στις συνεισφορές του σε αυτά τα κεντρικά πεδία ξεφεύγει από τα όρια ενός άρθρου. Ο σκοπός μας εδώ είναι πολύ πιο μετριόφρων, να αναδείξουμε την ενότητα της συμβολής του και την καθοριστική σημασία της, τουλάχιστον μετά το 1919, όταν έγινε μαρξιστής και παρουσίασε το πρώτο, ελλιπές ακόμη μαρξιστικό έργο του Ιστορία και Ταξική Συνείδηση (1923), στην προώθηση του μαρξισμού.

Μαρξ και Λούκατς

Ο Θανάσης Βακαλιός, διακεκριμένος Έλληνας φιλόσοφος, ο οποίος διετέλεσε μαθητής του Λούκατς στην Ουγγαρία, εκτιμά εύστοχα ως ένα καθοριστικό γνώρισμα του Λούκατς ότι προσπαθούσε να συνεισφέρει σε τομείς, όπως η θεωρία της τέχνης, όπου ο Μαρξ είχε αφήσει σημαντικά κενά. Σε αυτό θα μπορούσε να προστεθεί ότι, αφότου τουλάχιστον αφομοίωσε ολοκληρωμένα τις βάσεις του μαρξισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Λούκατς επιδιδόταν σε αυτή την εργασία με την ίδια μεθοδικότητα και συστηματικότητα που το έκανε στην πολιτική οικονομία ο Μαρξ. Το αποτέλεσμα ήταν μια θεμελιωτική συμβολή, η οποία επέκτεινε το μαρξισμό, καταδεικνύοντας την επάρκειά του σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης σκέψης, που ως τότε θεωρούνταν από την αστική κριτική μια δική της επικράτεια, απρόσιτη στο μαρξισμό.

 Ο Μαρξ, ιδιαίτερα στις Θεωρίες για την Υπεραξία, είχε συζητήσει εκτενώς τις θεωρίες των προκατόχων του, από τους φυσιοκράτες ως τον Άνταμ Σμιθ και τον Ρικάρντο, δείχνοντας τις συνεισφορές τους στην ανάπτυξη της οικονομικής επιστήμης, αλλά και τα λάθη τους και τις πηγές των λαθών τους. Η ανάλυσή του έκανε σαφές ότι οι κλασικοί αστοί οικονομολόγοι απέτυχαν τελικά να διευκρινίσουν τα μυστικά της καπιταλιστικής οικονομίας κυρίως επειδή θεωρούσαν τον καπιταλισμό ανιστορικά, σαν μια αιώνια φυσική τάξη. Η αντικατάσταση της στατικής άποψής τους, την οποία οι ίδιοι είχαν ήδη υπονομεύσει ασυνείδητα, με τη διαλεκτική-ιστορική μεθοδολογία, επέτρεψε στον Μαρξ να εξηγήσει τέτοια γνωρίσματα του καπιταλισμού όπως η υπεραξία, η συγκέντρωση του κεφαλαίου, οι κρίσεις και οι θεμελιώδεις αντιφάσεις ανάμεσα στις κοινωνικοποιητικές και εκμεταλλευτικές τάσεις του. Ταυτόχρονα ο Μαρξ επέκρινε εξοντωτικά τους χυδαίους, απολογητές, που στην προσπάθειά τους να σκεπάζουν αυτές τις αντιφάσεις όταν άρχισαν πλέον να γίνονται εμφανείς, αποσύνθεσαν το οικοδόμημα της αστικής οικονομικής επιστήμης, συνεχίζοντας και ευρύνοντας τα λάθη της.

Ο Λούκατς υποστήριξε ότι μετά το 1848, σημείο καμπής στην ευρωπαϊκή ιστορία, ανάλογες εξελίξεις έλαβαν χώρα στην αστική λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Έδειξε συγκεκριμένα ότι με τη στροφή της στην αντίδραση, το συμβιβασμό με τα φεουδαλικά στοιχεία και την προδοσία της των ευρωπαϊκών αστικών επαναστάσεων, η αστική τάξη δεν ήταν πλέον ικανή να διατηρεί τις παλαιότερες προοδευτικές παραδόσεις της. Απεναντίας, ως αντανάκλαση των νέων, αντιδραστικών προοπτικών της απέναντι στο ανερχόμενο εργατικό κίνημα και σε μια πορεία ιδεολογικής προπαρασκευής και εμβάθυνσής τους, περνά από διάφορα στάδια παρακμής. Στο πεδίο της φιλοσοφίας αυτό εκφράζεται με τον ανορθολογισμό και την ιδεολογική προετοιμασία του φασισμού, στην τέχνη και τη λογοτεχνία με την εγκατάλειψη της ρεαλιστικής αναπαράστασης της πραγματικότητας και τη στροφή σε φορμαλιστικές, μοντερνιστικές κατευθύνσεις. Ο Λούκατς φυσικά δεν περιορίστηκε να διαπιστώσει αυτή τη μεταστροφή, αλλά την τεκμηρίωσε αναλυτικά στις μεγάλες φιλοσοφικές και λογοτεχνικές μελέτες του.

Διαλεκτική και ανορθολογισμός

Σε αντίθεση με προηγούμενους μαρξιστές, που εστίαζαν στην αντίθεση ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, στα φιλοσοφικά έργα του, Ο Νεαρός Χέγκελ (1948) και Η Καταστροφή του Λογικού (1954), ο Λούκατς θέτει στο επίκεντρο της προσοχής μια άλλη αντίθεση, η οποία έρχεται στο προσκήνιο στη νέα περίοδο, την αντίθεση ανάμεσα στη διαλεκτική και τον ανορθολογισμό. Στα έργα αυτά, των οποίων η συγγραφή ξεκινά από τη δεκαετία του 1930, δίνει ένα πανόραμα της εξέλιξης της αστικής φιλοσοφίας πρώτα στην προοδευτική περίοδό της, που κορυφώνεται στον Χέγκελ, και σε συνέχεια την άνοδο των ανορθολογικών κατευθύνσεων και τη βαθμιαία μετατροπή τους σε κύριο ρεύμα της.

Στο Ο Νεαρός Χέγκελ ο Λούκατς, συνεχίζοντας την έρευνα που είχε ξεκινήσει στα 1921-23, συζητά την κορύφωση των προοδευτικών παραδόσεων της αστικής φιλοσοφίας στην επεξεργασία της διαλεκτικής από τον κλασικό γερμανικό ιδεαλισμό, ιδιαίτερα τον Χέγκελ. Δείχνει πώς στο νεανικό του έργο, ως τη Φαινομενολογία του Νου, ο Χέγκελ διαμόρφωσε τα διαλεκτικά θεμέλια του συστήματός του, ξεπερνώντας αφενός, στο έδαφος του ιδεαλισμού, τους περιορισμούς των Καντ και Φίχτε, και αφετέρου προετοιμάζοντας αντικειμενικά την υλιστική αντιστροφή της διαλεκτικής που επέφερε ο Μαρξ. Ταυτόχρονα, φέρνει σε φως τους κοινωνικά καθορισμένους περιορισμούς της οπτικής του Χέγκελ, που παρήγαγαν αναγκαία τη θεολογική-ιδεαλιστική μυστικοποίηση της διαλεκτικής και τη δικαίωση της αστικής κοινωνίας. Το έργο περιλαμβάνει μια πρωτοποριακή ανάλυση της Φαινομενολογίας του Νου και της κριτικής της από τον νεαρό Μαρξ. Επιπλέον, στο πλαίσιο της συζήτησης των σταδίων από τα οποία πέρασε ο Χέγκελ, ο Λούκατς παρέχει πολύτιμες ενοράσεις στη συνολική πορεία του γερμανικού ιδεαλισμού, αναδεικνύοντας τις συνδέσεις και τις διαφοροποιήσεις από τους άλλους δυο μεγάλους εκπροσώπους του, Καντ και Φίχτε.

Στην Καταστροφή του Λογικού, από την άλλη, ο Λούκατς εστιάζει στην αποσύνθεση των προοδευτικών, διαλεκτικών παραδόσεων του κλασικού γερμανικού ιδεαλισμού από το ρεύμα του ανορθολογισμού, που προχωρά από τους Σέλινγκ και Κίρκεγκορ, μέσω του Σοπενχάουερ, στον Νίτσε και τους ιδεολογικούς προδρόμους του φασισμού. Ο Λούκατς δείχνει ιδιαίτερα τη μετατόπιση της αστικής φιλοσοφίας σε αυτό που αποκαλεί «έμμεση απολογητική», δηλαδή σε ένα τρόπο υπεράσπισης του καπιταλισμού που αναγνωρίζει κυνικά όλα τα δεινά του, αναγορεύοντάς τα όμως σε μια αιώνια ανθρώπινη μοίρα και έτσι δικαιώνοντάς τα. Σε αυτό το πλαίσιο προβαίνει σε μια υποδειγματική ανάλυση του Νίτσε ως του κύριου φιλοσόφου του ιμπεριαλισμού, που εξάγνισε και αποθέωσε τις πιο παρασιτικές και βάρβαρες όψεις του, παρέχοντας μια κατάλληλη μυθολογία στον αντισοσιαλιστικό αγώνα της αστικής τάξης. Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι ο ανορθολογισμός διαβρώνει όλα τα αντιδραστικά και ακόμη τα όχι ρητά αντιδραστικά, φιλελεύθερα αστικά ρεύματα, αποτελώντας ένα όχι ειδικά γερμανικό αλλά διεθνές φαινόμενο. Η ιδιαίτερη ισχύς του στη Γερμανία αποδίδεται από τον Λούκατς στην ήττα, εξαιτίας της δειλίας και του συμβιβασμού της γερμανικής αστικής τάξης, της δημοκρατικής επανάστασης του 1848, με συνέπεια τη διατήρηση των φεουδαρχικών δομών του κράτους, που έγιναν ένα ιδανικό θερμοκήπιο για την επιθετική αντίδραση και το φασισμό.

Ρεαλισμός και νατουραλισμός

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 ξεκινά η θετική μαρξιστική ενασχόληση του Λούκατς με τα προβλήματα της λογοτεχνίας, τα οποία τον απασχολούσαν εκτενώς και στην αστική περίοδό του. Στην επόμενη εικοσαετία συγγράφει ένα πλήθος δοκιμίων για συγγραφείς όπως οι Γκαίτε, Λέσινγκ, Μπαλζάκ, Σταντάλ, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Χάινε, Ζολά, Τόμας Μαν, Γκόρκι και άλλοι. Το 1937 εμφανίζεται το πρώτο μεγάλης αξίας εκτενές έργο του για τη λογοτεχνία, Το Ιστορικό Μυθιστόρημα, όπου αντιπαραβάλλει τη μέθοδο του Σκοτ και του Φλομπέρ, παρακολουθώντας τις αναπτύξεις τους ως τον 20ό αιώνα.

Η αντίθεση στην οποία δίνει έμφαση εδώ ο Λούκατς είναι εκείνη ανάμεσα στο ρεαλισμό και το νατουραλισμό, που οριοθετεί και πάλι την προοδευτική από την αντιδραστική αστική εποχή.

Ο Λούκατς ορίζει το ρεαλισμό ως εκείνες τις λογοτεχνικές τάσεις που αναπαριστούν καλλιτεχνικά την πραγματικότητα σε όλες τις αντιφάσεις της μέσω αντιπροσωπευτικών τύπων, διακρίνοντας μια γραμμή από τον Όμηρο και τον Δάντη ως τους μεγάλους αστούς ρεαλιστές του 18ου και 19ου αιώνα και τον Γκόρκι. Ειδικά για τη σύγχρονη περίοδο, ανιχνεύει τρία στάδια στην ανάπτυξη του ρεαλισμού, κλασικό, κριτικό και σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Τα δυο πρώτα, εκπροσωπούμενα από τους Μπαλζάκ, Σταντάλ, Γκαίτε, Τολστόι, κ.ά., αντιστοιχούν στην προοδευτική αστική περίοδο, στην πορεία της οποίας ενδυναμώνεται η κριτική αντίληψη και αναπαράσταση των συγκρούσεων του καπιταλισμού από τους μεγάλους λογοτέχνες. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, στο πρόσωπο ιδιαίτερα του Γκόρκι, του Μπρεχτ και άλλων, παραλαμβάνει και εδώ τις προοδευτικές αστικές παραδόσεις, κατ’ εξαίρεση συνεχιζόμενες και από μερικούς μεγάλους αστούς λογοτέχνες όπως ο Τόμας Μαν, οι οποίοι ασκούν οξεία κριτική στην αλλοτρίωση και προσανατολίζονται στο σοσιαλισμό (ο Λούκατς αναγνωρίζει και στη φιλοσοφία τέτοιες εξαιρέσεις, όπως ο Νικολάι Χάρτμαν και ο Σαρτρ).

Στον αντίποδα της ρεαλιστικής παράδοσης τοποθετείται από τον Λούκατς ο νατουραλισμός και οι παραπέρα αναπτύξεις του στην ιμπεριαλιστική εποχή, ιμπρεσιονισμός, εξπρεσιονισμός και οι ποικίλες τάσεις της πρωτοπορίας. Στη νέα εποχή οι αστοί συγγρα­φείς εγκαταλείπουν τις ρεαλιστικές παραδόσεις του παρελθόντος, στρεφό­μενοι σε μια φωτογραφική, τυποποιημένη αναπαράσταση, που μένει στην επιφάνεια της ζωής, παρανοώντας και υποβαθμίζοντας τα πραγματικά ανθρώπινα προβλήματα. Ο νατουραλισμός τυποποιεί αυτές τις τάσεις, που εκφράζονται ιδιαίτερα στην υποκατάσταση του τυπικού ήρωα, ο οποίος συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τα κύρια προβλήματα μιας εποχής, με το μέσο όρο, και στην απώλεια της ικανότητας διάκρισης ανάμεσα στην ουσιώδη και την επουσιώδη λεπτομέρεια. Στους πρώτους νατουραλιστές, Μποντλέρ, Φλομπέρ, Χάουπτμαν και Ζολά, διατη­ρείται ακόμη μια γνήσια ηθική διαμαρτυρία για την απανθρωπιά του καπιταλισμού, η οποία όμως παραμένει υποκειμενική, σκεπάζοντας μια αδιέξοδη φυγή από τους κοινωνικούς αγώνες και μια μικροαστική παθητικότητα. Σε επόμενα στάδια αυ­τές οι τάσεις ενισχύονται ως το σημείο μιας ολοκληρωτικής παραίτησης και έλλειψης προοπτικών, εξωραϊσμένων από τις ποικίλες τεχνικές, μορφικές καινοτομίες.

Αν και ο Λούκατς υπογραμμίζει ότι ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός δεν έχουν να κάνουν με τις μορφές (που μπορεί να είναι πολυποίκιλες) αλλά με το είδος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ως τα 1956 τουλάχιστον η προσέγγισή του χαρακτηρίζεται από στενότητες, ιδιαίτερα με την απροθυμία του να αναγνωρίσει τη γονιμότητα ορισμένων τεχνικών καινοτομιών της πρωτοπορίας. Στη συνέχεια, ωστόσο, σε συνδυασμό με την κριτική του του σταλινισμού, επιφέρει ουσιαστικές τροποποιήσεις. Ο Λούκατς στην περίοδο αυτή απορρίπτει την τέχνη της σταλινικής περιόδου (με λιγοστές εξαιρέσεις) ως μια μορφή αγροτικού νατουραλισμού, μια επιφανειακή, προπαγανδιστική μορφή τέχνης που απηχούσε τα απλοϊκά αισθήματα των μαζών, επενδύοντας τη γραφειοκρατική χειραγώγηση και τον υποκειμενισμό με ένα ρομαντικό φωτοστέφανο. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζει τη μεγάλη αξία του Κάφκα. Φέρνει μια διάκριση ανάμεσα στην αναπαράσταση από τον Κάφκα μιας πραγματικά αδιέξοδης κοινωνικής κατάστασης (στην περίπτωσή του της απολιθωμένης μοναρχίας των Αψβούργων, το μεταγενέστερο ισοδύναμο όντας η φασιστική και σταλινική χειραγώγηση) και στις στιλιζαρισμένες αναπαραστάσεις των Τζόις και Προυστ, που για να επιτύχουν ένα ανάλογο αποτέλεσμα παραβλέπουν εν ενεργεία απελευθερωτικές δυναμικές.

Ένας απολογισμός

Ο ίδιος ο Λούκατς ποτέ δεν αξίωσε για τον εαυτό του ένα ρόλο εφάμιλλο εκείνο του Μαρξ. Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, στον Μπέλα Χέγκυϊ το 1970, δήλωσε με ευθύτητα:

«Δεν είμαι πολιτικός και είμαι επίσης σίγουρος ότι δεν είμαι ένας νέος Μαρξ: Ο Μαρξ διαβάζει την πραγματικότητα, εγώ διαβάζω τον Μαρξ. Ας μην συγχέουμε τα επίπεδα… Αλλά τολμώ να πω ότι κατάλαβα τον Μαρξ με πληρότητα. Ο ρόλος μου μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: να χαρτογραφήσω την κατεύθυνση της θεωρητικής εργασίας για όσους ακολουθήσουν μετά από μένα. Αν πετύχω να ανακαλύψω τη σωστή μέθοδο, τότε μπορώ να πω ότι έζησα καλά, ότι άξιζε να ζήσω… Η πνευματική εξέλιξη του Μαρξ είναι αδιάκοπη. Δεν μπορώ να κάνω την ίδια δήλωση για τη δική μου».

Η τελευταία πρόταση περιέχει μια έμμεση αναγνώριση του αντίκτυπου της «προσαρμογής» του στο σταλινισμό, η οποία, αν και ποτέ δεν έγινε ένας απολογητής, στένεψε κάπως για ένα διάστημα τους ορίζοντες της σκέψης του. Ωστόσο, όπως ήδη επισημάναμε, ο Λούκατς ήταν πάντα ικανός να αναγνωρίζει έντιμα τα λάθη του, στα κύρια σημεία τους, και να βγάζει τα αναγκαία συμπεράσματα.

Τα δυο τελευταία έργα του Λούκατς, Η Ιδιοτυπία του Αισθητικού (1963) και Προς Μια Οντολογία του Κοινωνικού Είναι (ελλιπώς ολοκληρωμένο λίγο πριν το θάνατό του και δημοσιευμένο μεταθανάτια) αποτελούν συνθέσεις και επεκτάσεις της ως τότε θεωρητικής του παραγωγής. Στην Ιδιοτυπία του Αισθητικού, διατρέχοντας πεδία με τα οποία δεν είχε ως τότε ασχοληθεί, όπως η μουσική, ο κινηματογράφος και οι πρακτικές τέχνες (αρχιτεκτονική, κ.ά.) δίνει μια συνολική μαρξιστική θεωρία της τέχνης και της αισθητικής, βασιζόμενη στην έννοια της μίμησης, της ιδιότυπης, ειδικής σε κάθε τέχνη και ανθρωπομορφικής αντανάκλασης του πραγματικού στην καλλιτεχνική δημιουργία. Η Οντολογία από την άλλη θεμελιώνει τη ρίζα του κοινωνικού είναι στην εργασία, δείχνοντας πώς αυτή αποτελεί μοντέλο για όλες τις αποτελεσματικές ανθρώπινες δραστηριότητες (επιστήμη, τέχνη, κ.ά.) και βάση για τις ηθικές αξίες. Και τα δυο αυτά έργα του Λούκατς ανοίγουν νέους, ανεξερεύνητους ως τότε δρόμους στη μαρξιστική έρευνα.

Η αξία του Λούκατς ως διανοητή υπογραμμίζεται και από το γεγονός ότι τα κενά που άφησε είναι τα κενά με τα οποία ακόμη και σήμερα καλείται να αναμετρηθεί η μαρξιστική σκέψη. Η αναγέννηση του μαρξισμού, στην οποία προσέβλεπε στο τέλος της ζωής του ως μέσο υπέρβασης της σταλινικής δογματοποίησης, είναι αδύνατη χωρίς την αφομοίωση της πλούσιας κληρονομιάς του.

*Συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.