Iνδία: οι αγροτικές κινητοποιήσεις στο φόντο της αγροτικής κρίσης (του Σούσοβαν Νταρ)

11.5.2021 – μετάφραση από το www.internationalviewpoint.org

Τα αγροτικά νομοσχέδια που κατέθεσε το 2020 η κυβέρνηση του Κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP) – ο Νόμος Παραγωγής Εμπορίου και Συναλλαγών των Αγροτών (Προώθησης και Αρωγής), ο Νόμος για την Αγροτική Συμφωνία (Ενίσχυσης και Προστασίας) για την Εγγύηση των Τιμών και τις Αγροτικές Υπηρεσίες, και ο Νόμος (Τροπολογία) για τα Βασικά Προϊόντα – έχουν οδηγήσει σε μια σειρά γεγονότων: την παραίτηση ενός μέλους του υπουργικού συμβουλίου τον Σεπτέμβριο 2020, σε αυτοκτονίες χωρικών, και σε εθνικής εμβέλειας διαδηλώσεις από διάφορες αγροτικές οργανώσεις από το Νοέμβρη. Τα μεγαλύτερα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας έγιναν στη περιοχή του Δελχί. Στους μήνες που ακολούθησαν την αρχή των διαδηλώσεων, οι αγρότες, κυρίως από τα κρατίδια Παντζάμπ και Χαριάνα, αλλά επίσης και από τα Ουτάρ Πραντές, Ρατζαστάν και Γκουζαράτ, κατασκήνωσαν γύρω από το Δελχί, έτοιμοι να μείνουν για μήνες μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους.

Μια πορεία στο Δελχί στις 26 Ιανουαρίου, 2021, μέρα της Ινδικής Δημοκρατίας, πήρε μια μαχητική τροπή. Οι αγρότες εισέβαλλαν στο ιστορικό μνημείο του Κόκκινου Οχυρού και η αστυνομία απάντησε με δακρυγόνα και γκλομπ. Τα ΜΑΤ και παραστρατιωτικές ομάδες κατέβηκαν μέχρι τους καταυλισμούς και προσπάθησαν να καταστείλουν τις διαδηλώσεις, εγκαθιστώντας τσιμεντένιους φράχτες, καρφιά και συρματοπλέγματα γύρω από τους καταυλισμούς. Αλλά η απάντηση μόνο ενίσχυσε την αποφασιστικότητα των αγροτών, και αργότερα η αστυνομία του Δελχί απέσυρε εν μέρει τους αστυνομικούς. Από τότε, η κυβέρνηση ενίσχυσε τη ρητορική ενάντια στους αγρότες, κατηγορώντας τους ότι έχουν εισρεύσει στις τάξεις τους ξένοι και επαγγελματίες διαδηλωτές, αλλά αυτό δεν μείωσε καθόλου την αποφασιστικότητα των αγροτών ούτε στο ελάχιστο. Αυτός ο εν εξελίξει αγροτικός αγώνας στην Ινδία είναι η μεγαλύτερη κινητοποίηση των μαζών εδώ και δεκαετίες και αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση για την κυβέρνηση Μόντι από τότε που ανέβηκε στην εξουσία. Το κίνημα διαμαρτυρίας των Ινδών αγροτών, που ξεπερνούν το 50% του πληθυσμού είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια και είναι το πρώτο κίνημα που έφερε το κυβερνών BJP στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, παρόλο που είναι γνωστό για τη καταστολή των διαφωνούντων πολιτών.

Οι τρεις νόμοι

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως ίσως η χρονική στιγμή των νέων νόμων να μην ήταν κατάλληλη, νόμοι για τους οποίους η κυβέρνηση πιστεύει ότι είναι μεταρρυθμίσεις που θα βοηθήσουν τους αγρότες να επωφεληθούν μακροπρόθεσμα. H υπουργός οικονομικών Νιρμάλα Σιταραμάν ανακοίνωσε την πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει με τους νέους νόμους στη συνέντευξη τύπου στις 15 Μαΐου 2020, ενώ το υπήρχε ακόμα λοκντάουν, σαν κομμάτι του ενισχυτικού δημοσιονομικού πακέτου των 300 δις για να βοηθήσει την οικονομία, που είχε πληγεί από την επίδραση της πανδημίας.

Αυτό που χρειαζόταν ο αγροτικός τομέας (και όλοι οι οικονομικοί τομείς γι’ αυτό το ζήτημα) ήταν μέτρα που να δίνουν άμεση ανακούφιση, που θα τον βοηθούσε σε περίοδο κυβερνητικών περιορισμών ή αυτοπεριορισμών λόγω της φύσης της επιδημίας, η οποία ήταν φανερό τότε πως θα διαρκούσε μήνες.

Ο νόμος Παραγωγής Εμπορίου και Συναλλαγών των Αγροτών (Προώθησης και Αρωγής) επιτρέπει στους αγρότες να πουλάνε τα προϊόντα τους έξω από τις mandis (αγορές) της Επιτροπής Αγοράς Αγροτικής Παραγωγής (ΕΑΑΠ) χωρίς να πληρώνουν φόρους. Ο Νόμος για την Αγροτική Συμφωνία (Ενίσχυσης και Προστασίας) για την Εγγύηση των Τιμών και τις Αγροτικές Υπηρεσίες επιτρέπει στους αγρότες να πουλούν τα μελλοντικά προϊόντα τους σε αγροτροφικές εταιρίες σε προκαθορισμένη τιμή, και ο Νόμος (Τροπολογία) για τα Βασικά Προϊόντα διευκολύνει τον κεντρικό έλεγχο στη παραγωγή και πώληση αγροτικών προϊόντων.

Η ινδική κυβέρνηση θέλει να πιστέψουμε ότι αυτοί οι νόμοι είναι μια τομή για την ινδική αγροτιά, γιατί απελευθερώνει τους αγρότες από την επιρροή των μεσαζόντων. Αλλά οι αγροτικές οργανώσεις το βλέπουν ως μέτρο που αυξάνει τη συμμετοχή των ιδιωτικών εταιριών. Υπάρχουν δύο ανησυχίες για τους νόμους. Πρώτον, το περιεχόμενο τους θεωρείται απειλή για μικρούς και περιθωριοποιημένους αγρότες. Δεύτερον, η βιασύνη με την οποία πέρασαν από το κοινοβούλιο θεωρείται απειλή από κρατίδια και περιφερειακά κόμματα. Ας εξετάσουμε γιατί οι νόμοι έχουν συναντήσει σκληρή αντίσταση από αγροτικές ομοσπονδίες, αντίθεση από πολιτικά κόμματα και κυβερνήσεις κρατιδιών.

Ο νόμος Παραγωγής Εμπορίου και Συναλλαγών των Αγροτών (Προώθησης και Αρωγής) επιτρέπει συναλλαγές με αγροτικά προϊόντα έξω από τα ρυθμισμένα mandis από την ΕΑΑΠ, για πρώτη φορά. Θα μπορούν να στηθούν ιδιωτικά mandis σε όλη τη χώρα, όπου οποιοσδήποτε μπορεί να αγοράζει προϊόντα από αγρότες. Η άδεια αγοραστή από την ΕΑΑΠ δεν είναι αναγκαία πλέον. Αυτά τα mandis απαλλάσσονται από πληρωμή φόρων και εισφορών.

Η κυβέρνηση λέει ότι το μέτρο προσπαθεί να δώσει στους αγρότες επιλογές σε ποιόν να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Τα οικονομικά μας λένε πως περισσότεροι αγοραστές σημαίνει καλύτερη τιμή για τον πωλητή. Αλλά στον πραγματικό κόσμο τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα από ένα τυπικό μάθημα οικονομικών. Οι αγρότες δεν θέλουν αυτήν την αλλαγή. Λένε πως αντί να τους προσφέρει περισσότερες επιλογές και επομένως καλύτερη τιμή, θα τους αφήσει στο έλεος λίγων ιδιωτών που θα οργανώνονται σε καρτέλ και συνεπώς θα καθορίζουν την τιμή. Σύμφωνα με αυτούς, αυτό θα συμβεί επειδή η mandi της ΕΑΑΠ θα συνεχίσει να υπόκειται σε φόρους και ρυθμίσεις, το οποίο θα αποθαρρύνει τους εμπόρους να αγοράζουν από αυτή τη mandi και θα ανοίξει τον δρόμο στo ξήλωμα της δομής της ΕΑΑΠ.

Ο φόβος είναι ότι οι αγρότες με μικρή διαπραγματευτική δύναμη θα αναγκαστούν να πουλήσουν εκτός του mandi σε ένα απορρυθμισμένο εμπόριο, όπου σχετικά πιο ισχυροί αγοραστές μπορούν να καθορίσουν τις τιμές το οποίο θα μετατρέψει τους αγρότες από «καθοριστές της τιμής» σε «αποδέκτες τιμής» στην πραγματικότητα.

Αντιμέτωπη με τις διαδηλώσεις των αγροτών, η ινδική κυβέρνηση υπέβαλε μια πρόταση στις 9 Δεκεμβρίου του 2020. Δήλωσε ότι ετοιμάζεται να τροποποιήσει τον νόμο ώστε οι κυβερνήσεις των κρατιδίων να μπορέσουν να σχεδιάσουν μηχανισμούς εγγραφής αγορών mandis. Επίσης δήλωσε ότι θα μπορούσε να εναποθέσει στις κυβερνήσεις των κρατιδίων να επιβάλλουν φόρους ή εισφορές στις ιδιωτικές mandis σε ποσοστό ανάλογο της ΕΑΑΠ. H πρόταση απορρίφθηκε σφόδρα από τους αγρότες που λένε ότι δεν ικανοποιούνται με τίποτα λιγότερο από την απόσυρση του νόμου.

Ο Νόμος για την Αγροτική Συμφωνία (Ενίσχυσης και Προστασίας) για την Εγγύηση των Τιμών και τις Αγροτικές Υπηρεσίες καθιερώνει ένα εθνικό νομοθετικό πλαίσιο που να επιτρέπει σύμβαση καλλιέργειας, όπου μια συμφωνία μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στον παραγωγό και τον αγοραστή πριν την σπορά, όπου με αυτήν ο αγρότης συμφωνεί να πουλήσει το προϊόν σε προκαθορισμένη τιμή. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το μέτρο θα εξαλείψει τις εισοδηματικές αβεβαιότητες προσφέροντας στον αγοραστή εγγύηση σε προκαθορισμένη τιμή πριν την καλλιέργεια.

Η αντίσταση σε αυτό το μέτρο πηγάζει από τις προγενέστερες εμπειρίες της σύμβασης καλλιέργειας, η οποία δεν επωφελούσε πάντα τους αγρότες. Σύμφωνα με αναφορές, η σύμβαση καλλιέργειας σε κάποια μέρη του κρατιδίου Μαχαράστρα έκανε «τα εμπλεκόμενα νοικοκυριά ευάλωτα στο χρέος και να χάνουν την αυτονομία τους στη γη και σε αποφάσεις διαβίωσης». Μόνο εφάρμοσε ξανά προϋπάρχοντα μοντέλα ανισοτήτων, καθώς ήταν η εταιρία που είχε στη σύμβαση σχετικά μεγαλύτερη ισχύ από τους αγρότες.

Αυτό συμβαίνει επίσης εξαιτίας του γεγονότος ότι η σύμβαση καλλιέργειας στην Ινδία περιλαμβάνει διάφορα λάθη σε βάρος των αγροτών, ιδιαίτερα οι μονόπλευρες συμφωνίες σύμβασης (υπέρ του πρακτορείου συμβάσεων), οι καθυστερημένες πληρωμές, οι αδικαιολόγητοι αποκλεισμοί βασισμένοι δήθεν στη ποιότητα και οι ξεκάθαρες απάτες, πέρα από τη κακή εφαρμογή των προβλέψεων των συμβάσεων καλλιέργειας από τη κυβέρνηση του κάθε κρατιδίου.

Είναι συνεπώς το γεγονός ότι οι αγρότες δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να επωφεληθούν από τις συμβάσεις καλλιέργειας, πράγμα που τους κάνει να φοβούνται. Ανησυχούν επίσης ότι οι συμβάσεις καλλιέργειας θα επιτρέψουν σε μεγάλες εταιρίες να αρπάξουν τα εδάφη τους, καθώς ο νόμος δεν παρέχει επαρκείς μηχανισμούς αποζημίωσης για τους αγρότες.

Με αυτόν το νόμο σε ισχύ, οι αγρότες μπορούν να συνάψουν σύμβαση με αγροτοδιατροφικές εταιρίες, ιδιωτικές εταιρίες και χονδρέμπορους για την πώληση μελλοντικών προϊόντων σε προκαθορισμένη τιμή. Καθώς οι αγρότες υστερούν σε προμήθειες και κεφάλαιο για να διαπραγματευθούν σε ισότιμη βάση με τους αγοραστές, αυτό το συμβόλαιο θα ευνοήσει περισσότερο τις μεγάλες εταιρίες από τους αγρότες. Επιπρόσθετα οι εταιρείες θα μπαίνουν σε συμφωνίες συμβάσεων καλλιέργειας όχι μόνο για καλλιέργεια τροφίμων, αλλά για ανθοκαλλιέργειες, καλλιέργειες φυτών κήπου και μια ποικιλία άλλων προϊόντων, μεταξύ άλλων και βιομηχανικές καλλιέργειες, τις σοδειές των οποίων θα πωλούν όχι μόνο εγχώρια, αλλά και στο εξωτερικό. Μια από τις συνέπειες αυτών των συμφωνιών συμβάσεων καλλιέργειας θα ήταν ότι θα οδηγήσουν, εν ευθέτω χρόνω, σε μεταφορά του εδάφους που είναι αφιερωμένο για την παραγωγή δημητριακών σε καλλιέργειες που δεν αφορούν τρόφιμα. Αυτή η αλλαγή από την παραγωγή σιτηρών και τροφιμών σε μη διατροφικές σε εξαγωγική κατεύθυνση καλλιέργειες θα μπορούσε ουσιαστικά να διακινδυνεύσει τη διατροφική επάρκεια της χώρας. Επίσης, τα θέματα σχετικά με ανεπίσημες συμβατικές συμφωνίες στην συνκαλλιέργεια και την μίσθωση δεν αντιμετωπίζονται από το νόμο.

Ο Νόμος (Τροπολογία) για τα Βασικά Προϊόντα είναι ένας ακόμα νόμος που θεωρείται ότι οφελεί τις μεγάλες εταιρίες. Υποτίθεται ότι αφαιρεί αυθαίρετα και περιοδικά όρια αποθήκευσης σε βασικά αγροτικά προϊόντα που επιβάλλει η κυβέρνηση σε εμπόρους.

Αντί των αυθαίρετων δικλείδων, ο νέος νόμος εισάγει δικλείδες στις τιμές που θα χρησιμοποιηθούν μόνο σε «εξαιρετικές περιπτώσεις». Τα όρια αποθήκευσης μπορούν να επιβληθούν τώρα μόνο όταν οι τιμές για αναλώσιμα αυξηθούν περισσότερο από 100% και για μη αναλώσιμα περισσότερο από 50% τον τελευταίο χρόνο. Σύμφωνα με μια προγενέστερη αναφορά, αυτά τα όρια, αυτά τα όρια έχουν παραβιαστεί 69 φορές συνολικά τα τελευταία 10 χρόνια, αντίθετα με την ιδέα της μεταρρύθμισης. Πιο πρόσφατα , επιβλήθηκαν αποθεματικά όρια μόλις ένα μήνα αφότου πέρασε το νομοσχέδιο, όταν η τιμή των κρεμμυδιών ξεκίνησε να ανεβαίνει όπως κάθε ανάλογη εποχή. Με τον νέο νόμο, η τιμή θα έπρεπε να ανεβεί πάνω από 100%, το οποίο ισχύει μόνο για μία από τις τέσσερις μητροπόλεις, αλλά επιβλήθηκαν αποθεματικά όρια σε όλη τη χώρα, προκειμένου να διατηρηθούν χαμηλές οι τιμές των κρεμμυδιών για κατανάλωση.

Αυτός ο νόμος χαλαρώνει την παραγωγή, αποθήκευση, διανομή και πώληση αγροτικών προϊόντων, με εξαίρεση περιπτώσεις εξαιρετικών καταστάσεων. Αυτό καταργεί όρια στην ποσότητα σιτηρών που μπορούν να αποθηκευτούν, επιτρέποντας σε μεγαλέμπορους να διατηρούν μεγάλες ποσότητες αποθεμάτων. Καταργώντας τα όρια αποθεμάτων και διευκολύνοντας την χονδρεμπορική αγορά και αποθήκευση τροποποιώντας τον Νόμο για τα Βασικά Προϊόντα θα μπορούσε να προσελκύσει μεγάλες εταιρίες στον τομέα και να οδηγήσει σε νέες επενδύσεις. Αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει στη συσσώρευση μεγάλων ποσοτήτων σοδειάς, δημιουργώντας μια τεχνητή έλλειψη, για να πουληθούν αργότερα σε μεγαλύτερες τιμές.

Το ζήτημα της ελάχιστης τιμής

Στο κέντρο αυτών των διαδηλώσεων είναι ένα ζήτημα το οποίο δεν αναφέρεται ρητά σε αυτούς τους τρεις νέους νόμους. Αυτό είναι το ζήτημα της Ελάχιστης Υποστηριζόμενης Τιμής (ΕΥΤ) το οποίο ανακοινώθηκε για 23 είδη καλλιέργειών. Στη πραγματικότητα, όμως, μεγάλες και διατηρημένες αγορές αφορούν μόνο το σιτάρι και το Πάντι ρύζι στη Παντζάμπ και Χαριάνα.[1]

Οι αγρότες φοβούνται ότι αυτοί οι τρεις νόμοι σηματοδοτούν ότι η κυβέρνηση κινείται μακριά από τα τρέχοντα μοντέλα προμήθειας με ΕΥΤ. Αυτός ο φόβος προκύπτει από πολλαπλούς παράγοντες. Προτάθηκε η μείωση του συμβολαίου επιχορήγησης στα τρόφιμα. Οικονομολόγοι ισχυρίζονται πως το καθεστώς της ΕΥΤ όπως υπάρχει σήμερα δεν είναι βιώσιμο. Και επίσης, ίσως το πιο σημαντικό, οι αγρότες απλά δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση μετά από μια σειρά ανικανοποίητων υποσχέσεων τα τελευταία 6 χρόνια. Ανησυχούν συνεπώς ότι η κυβέρνηση θα βάλει τις βάσεις για την απόσυρση της στήριξης στην ΕΥΤ επιτρέποντας τη διάλυση της ΕΑΑΠ μέσω του «νόμου παράκαμψης της ΕΑΑΠ».

Οι αγρότες θέλουν η κυβέρνηση να περάσει νέο νομοσχέδιο που να θεωρεί την ΕΥΤ ως νόμιμο δικαίωμα. Το συμβούλιο της Παντζάμπ έχει περάσει ήδη τέτοιο νόμο, αλλά ακόμα χρειάζεται την συγκατάθεση του προέδρου. Ακόμα και αν υπάρξει συγκατάθεση, το πως ο νόμος θα εφαρμοστεί παραμένει αβέβαιο.

Το αίτημα για τέτοιο νόμο υπάρχει από το 2018, όταν η αγροτική εξέγερση μεταδόθηκε σε όλη τη χώρα – με τη μεγάλη πορεία των αγροτών στη Βομβάη, την πορεία διαμαρτυρίας στο Κοινοβούλιο στο Δελχί. Τον Αύγουστο του 2018, για πρώτη φορά, ένας νόμος αυτού του επιπέδου ήρθε στη βουλή από τον Ράτζου Σέτι, αλλά ο νόμος δεν συζητήθηκε στο κοινοβούλιο. Συντάχθηκε από την Συντονιστική Επιτροπή των Κίσαν Σανγκαράς σε Όλη την Ινδία (ΣΥΚΣΟΙ), μια συντονιστική δομή που αποτελείται από αρκετές οργανώσεις από όλη τη χώρα, που σχηματίστηκε μετά τις κινητοποίησεις στο Μάντσαουρ το 2017, και η οποία συνεχίζει να είναι στη πρώτη γραμμή του εν ενεργεία κινήματος.

Μετά το 2018 οι αγροτικές κινητοποιήσεις έσβησαν και τώρα αναθερμαίνονται. Το αίτημα να γίνει η Ελάχιστη Υποστηριζόμενη Τιμή (ΕΥΤ) νόμιμο δικαίωμα είναι ξανά στην επιφάνεια και οι ηγέτες των αγροτών έχουν πει πως οι διαμαρτυρίες δεν θα τελειώσουν μέχρι την ικανοποίηση του αιτήματος. Ένα άλλο αίτημα που ξαναήρθε στην επιφάνεια είναι να τοποθετήσουν την ΕΥΤ σε κόστος συν 50% όπως είχε συστήσει η Επιτροπή Σουαμινάθαν το 2007. Πριν το 2014 το BJP υποσχέθηκε να εφαρμόσει το μέτρο μόλις πάρει την προεδρία.

Μέχρι το 2018, το BJP έλεγε πως κράτησε την υπόσχεσή του. Αλλά είναι ψέμα. Το Κέντρο δήλωσε πως θα δώσει «γραπτή εγγύηση» ότι ο υφιστάμενος μηχανισμός προμηθειών θα διατηρηθεί. Δεν ξεκαθάρισε τη μορφή θα πάρει αυτή η γραπτή εγγύηση. Ούτε έθεσε το ζήτημα να τοποθετηθεί η ΕΥΤ στο ύψος που ορίστηκε από τις συστάσεις της Επιτροπής Σουαμινάθαν.

Επίσης αμφιλεγόμενη είναι η προτεινόμενη αλλαγή στη νομοθεσία για τον ηλεκτρισμό. Οι αγρότες σε διάφορα κρατίδια επωφελούνται αυτή τη στιγμή από τους επιχορηγούμενους λογαριασμούς στον ηλεκτρισμό, όπου πληρώνουν ένα τμήμα του συνολικού λογαριασμού που καταναλώνουν. Οι κυβερνήσεις των ανάλογων κρατιδίων πληρώνουν τον υπόλοιπο λογαριασμό στις εταιρίες διανομής (DISCOM). Οι πληρωμές συχνά καθυστερούν. Αυτή η κατάσταση μαζί με άλλους παράγοντες, οδήγησε σε μια κατάσταση όπου οι οικονομικοί ισολογισμοί των DISCOM είναι στρεβλοί. Το κύριο χαρακτηριστικό του νέου νόμου που ξεσηκώνει τους αγρότες είναι ότι αλλάζει ο τρόπος που καλύπτεται η χορήγηση – οι αγρότες θα πρέπει να πληρώσουν όλο το κόστος του ηλεκτρισμού στις DISCOM. H κυβέρνηση του κρατιδίου θα μεταφέρει μια ποσότητα της επιχορήγησης στους λογαριασμούς τραπεζών των αγροτών, μεταβαίνοντας σε έναν μηχανισμό άμεσης μεταφοράς των κερδών. Και πάλι, οι αγρότες δεν είναι πεπεισμένοι ότι ο μηχανισμός θα δουλέψει όπως σχεδιάζεται και ανησυχούν πως η αποστολή των χρημάτων δεν θα είναι αρκετή για να καλύψει την αύξηση του κόστους ηλεκτρισμού. Η κυβέρνηση έχει πως ο νόμος, που είναι υπό διερεύνηση, θα μπορούσε να τροποποιηθεί για να εξασφαλιστεί ότι δεν θα αλλάξει ο τρόπος που οι αγρότες πληρώνουν τα τιμολόγιά τους.

 

Η αγροτική κρίση

Οι τρέχουσες κινητοποιήσεις της ινδικής αγροτιάς ενάντια στους τρεις αγροτικούς νόμους και την ΕΥΤ είναι η κορυφή του παγόβουνου. Μάλλον, είναι μια πραγματική έκρηξη ενάντια στη σταδιακή αποσάθρωση της ζωής και της διαβίωσης των αγροτών ως αποτέλεσμα της σημαντικής αγροτικής κρίσης που αντιμετωπίζει η χώρα για τρεις δεκαετίες. Ένας απλός αριθμός θα ήταν αρκετός για να εξηγήσει το μέγεθος της κρίσης. Σε μόλις κάτι παραπάνω από το ένα τέταρτο ενός αιώνα, 400.000 αγρότες αυτοκτόνησαν εξαιτίας του μεγάλου χρέους. Ακόμα περισσότερο, ο αριθμός των αυτοκτονιών δεν αντανακλά το μέγεθος των προβλημάτων, γιατί ολόκληρες κατηγορίες αγροτών δεν είναι στην επίσημη λίστα, επειδή δεν έχουν δική τους γη – κυρίως γυναίκες, Ντάλιτ [η χαμηλότερη στο ινδικό αρχαϊκό σύστημα των καστών] και ιθαγενείς.

Μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε απο το ινστιτούτο Εφαρμοσμένης Έρευνας Ανθρώπινου Δυναμικού (Νέο Δελχί) ανακάλυψε αρκετά γεγονότα για τις συνθήκες στον αγροτικό τομέα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς διακυβέρνησης της Ενιαίας Προοδευτικής Συμμαχίας (UPA) (2004-2014), περίπου 15 εκατομμύρια εργάτες, συμπεριλαμβάνοντας και χωρικούς, έμειναν άνεργοι ή εγκατέλειψαν τον αγροτικό τομέα για να γίνουν ελαστικοί/ανεπίσημοι εργαζόμενοι. Η Ινδία, 4η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, δεν κατάφερε να φτάσει σε μια σημαντική ανάπτυξη σε μη αγροτικούς τομείς ή να δημιουργήσει θέσεις εργασίας που χρειάζονται για να απορροφήσουν τον πλεονάζοντα πληθυσμό από τον αγροτικό τομέα. Η έρευνα επίσης επισήμανε πως 15 εκατομμύρια εργάτες έχουν μετακινηθεί από τον αγροτικό τομέα στις κατασκευές και τις υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να μειωθεί το μερίδιο του αγροτικού τομέα στην απασχόληση από το 57% στο 53% την περίοδο 2005-2010, ενώ περίπου 18 εκατομμύρια επιπλέον εργάτες απασχολούνται ως ελαστικοί ή συμβασιούχοι εργάτες στον κατασκευαστικό τομέα, καθώς η κυβέρνηση επένδυσε πολύ βαριά στην ανάπτυξη υποδομών. Σε συνολικά 44 εκατομμύρια εργάτες στις υποδομές στην Ινδία, 42 εκατομμύρια (σχεδόν 95%) δουλεύουν μαύρα χωρίς κοινωνική ασφάλιση. Συνεπώς, η ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα είναι συνοδευμένη με μια αυξανόμενη επισφαλή και ελαστική εργατική δύναμη, κυρίως καταγόμενη από τον αγροτικό τομέα.

Ο κατασκευαστικός τομέας έχει δει μια τεράστια αύξηση στον αριθμό θέσεων εργασίας, από 16 εκατομμύρια σε 50 εκατομμύρια , σε ποσοστό 17% ετησίως. Σε επαρχιακές περιοχές, η απασχόληση στις υποδομές αυξήθηκε από 9,4 εκατομμύρια το 1999-2000 σε 37,2 εκατομμύρια το 2011-12, αύξηση σχεδόν 300% σε μια περίοδο 13 χρόνων. Αυτό σημαίνει πως προγράμματα υποδομών αποτέλεσαν τη δεύτερη μεγαλύτερη ευκαιρία απασχόλησης σε επαρχιακές περιοχές μετά τον αγροτικό τομέα. Παρόλα αυτά, αυτό δεν είναι για κανένα λόγο μια αλυσιδωτή αντίδραση από την εκτόξευση των υποδομών στην αστική Ινδία. Μάλλον, είναι τα δημόσια έργα της κεντρικής κυβέρνησης υπό τον Νόμο Εγγύησης της Απασχόλησης ή ΝΕΕΕΑΜΓ που υπολογίζει για το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης στα έργα υποδομών σε επαρχιακές περιοχές.[2] Η άλλη όψη της ανάπτυξης είναι πως οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν κατά 61%, όμως ο πληθωρισμός των τιμών τείνει να αντισταθμίζει της αυξήσεις μισθών.

Η περίοδος ανάμεσα στο 1997 και το 2009 είδε αυτοκτονίες αγροτών σε έναν βαθμό που η Ινδία δεν έχει βιώσει τον τελευτάιο αιώνα. Στα κρατίδια Άντρα Πράντες, Σάτισγκαρ, Καρνατάκα, Μάντια Πράντες και Μαχαράστρα (πέντε κρατίδια), υπήρξαν 240.000 αυτοκτονίες αγροτών σε αυτήν την περίοδο. Μαζί με τα στατιστικά του 2010-11, ο συνολικός αριθμός αυτοκτονιών ήταν 256.000 σε μια 13χρονη περίοδο. Αλλά τα πρώτα 7 χρόνια συνέβησαν το 53% των θανάτων, ενώ τα υπόλοιπα 6, έγιναν 118.000 αυτοκτονίες. Αυτό σημαίνει ότι το δεύτερο μισό της περιόδου, αυτοκτονούν περισσότεροι από 17.200 ετησίως. Μόνο στο κρατίδιο της Μαχαράστρα, ανάμεσα στο 2001 και 2010, 47.670 αυτοκτονίες αγροτών καταγράφηκαν, τρεις φορές περισσότερο από τη Δυτική Βεγγάλη. Όμως, οι κυβερνήσεις τον κρατιδίων και η κεντρική κυβέρνηση δεν δείχνουν ευαισθησία για τα προβλήματα των οικογενειών των θυμάτων. Ο Υπουργός Γεωργίας εκείνη την περίοδο, Σαράν Παβάρ, δεν επισκέφθηκε τις οικογένειες των θυμάτων σαν κίνηση συμπάθειας και δεν έκανε καν δημόσια δήλωση για τις αυτοκτονίες. Η πιο βεβαρημένη περιοχή ήταν η Βιντάρμπα, η μεγαλύτερη περιοχή καλλιέργειας βαμβακιού στο κρατίδιο της Μαχαράστρα. Το 2006 ο πρωθυπουργός της Ινδίας επισκέφθηκε τη πόλη Γιαβατμάλ, στη περιοχή Βιντάρμπα, όπου καταγράφθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός αυτοκτονιών αγροτών.

Είναι επομένως απόλυτα λογικό να θέσουμε την ερώτηση: με ποιά πλευρά είναι το κράτος; Προστατεύει το κράτος τα συμφέροντα των χωρικών και των οικογενειών τους που επηρεάστηκαν από τις αυτοκτονίες ή είναι με την μεριά των τοκογλύφων δανειστών και διεφθαρμένων αξιωματούχων (που συχνά είναι σε συμμαχία με τους περιφερειακούς πολιτικούς παράγοντες), των τραπεζών και των πιστωτικών ενώσεων που αναγκάζουν τους αγρότες σε αυτοκτονία; Σε μια σοκαριστική περίπτωση αυτοκτονίας αγρότη στο δήμο Μπουλντχάνα της περιοχής Βιντάρμπα στη Μαχαράστρα, η οικογένεια του έστειλε επιστολή καταγγελίας ενάντια στον δανειστή που έβαλε υπέρμετρα επιτόκια και διέπραξε απάτη που οδήγησε τον αγρότη σε αυτοκτονία. Κι όμως, ο αρμόδιος υπουργός τότε, Βιλασράο Ντεσμούκ, εμπόδισε την αστυνομία να καταγράψει μια Αναφορά Πρώτης Ενημέρωσης για μια τέτοια εγκληματική περίπτωση ενάντια στον δανειστή, που συνέβη να είναι ο πατέρας ενός μέλος του τότε νομοθετικού Συνεδρίου.[3] Αλλά όταν ασκήθηκε δίωξη από την οικογένεια του θύματος, ο πρώην ανώτατος υπουργός τιμωρήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο για τις δηλώσεις του και τη δράση του που παρεμπόδισε τη σύλληψη του συγκεκριμένου τοκογλύφου. Μετά τη κύρωση, ο Ντεσμούκ μεταφέρθηκε σε χαρτοφυλάκιο επαρχιακής ανάπτυξης μέσα από έναν κεντρικό ανασχηματισμό.

Σύμβαση καλλιέργειας ή δουλοπαροικία;

Μια σημαντική έρευνα με τίτλο «Η επίδραση γενικά στους αγρότες των πρακτικών των συμβάσεων καλλιέργειας και η αποτελεσματικότητά τους στο να φέρουν ισότητα στη περιοχή Χόσιασπουρ της Παντζάμπ» υπογράμμιζε το γεγονός πως μια πολυεθνική, η PepsiCo –που εμπλέκεται στις συμβάσεις καλλιέργειας– και μια μεγάλη συνεργαζόμενη όπως η Marketing Federation (Markfed) ψάχνουν την μεγιστοποίηση των κερδών τους εφαρμόζοντας συγκεκριμένες συνθήκες συνεργασίας στους αγρότες μέσα στα προσχέδια των συμβάσεων, αφήνοντας ελάχιστο διαπραγματευτικό χώρο για αγρότες να διατιμήσουν τα αγροτικά τους προϊόντα. Ομοίως οι αγρότες δεν έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις του κειμένου σύμβασης που υπογράφουν. Η συμφωνία της σύμβασης ανάμεσα στη PepsiCo/Markfed και τους αγρότες συντηρεί τα συμφέροντα εταιριών, αλλά δεν προστατεύει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των αγροτών.

Η εμπειρική έρευνα εστιάζει στους αγρότες στη Παντζάμπ και Χαριάνα που έχουν συμβάσεις με εταιρίες για να καλλιεργήσουν Μπασμάτι ντομάτες, πατάτες και ρύζι. Οι αγρότες απαιτούταν να πωλούν τα προϊόντα μόνο στις ανάλογες εταιρίες συμβάσεων –PepsiCo και Markfed–, που τους επιτρεπόταν να τιμωρήσουν τους αγρότες που δεν συμμορφώνονταν στη σύμβαση.Το θέρισμα θεωρείται αποκλειστική ιδιοκτησία των εταιριών συμβάσεων καλλιέργειας, στη περίπτωση απώλειας σοδειάς, οι εταιρίες μπορούσαν μονομερώς να διακόψουν τη σύμβαση, οι αγρότες τότε μπορούν να πουλήσουν τα προϊόντα τους στην ανοιχτή αγορά.

Όταν ολόκληρη η σοδειά Μπασμάτι χάθηκε το 2006 λόγω μολυσματικών σπόρων που προμήθευσε η Markfed, το ρίσκο της σύμβασης δεν μοιράστηκε από τις εταιρίες. Τον ίδιο χρόνο, ένα ολόκληρο πρόγραμμα ντομάτας χρειάστηκε να εγκαταλειφθεί, επειδή η σύμβαση δεν παρείχε μοίρασμα του ρίσκου. Με τα χρόνια η τεράστια αύξηση του κόστους των σπόρων, λιπασμάτων και των παρασιτοκτόνων αύξησε το οικονομικό βάρος, τις κακοτυχίες και την αθλιότητα των αγροτών με σύμβαση. Επί πρόσθετα, οι εταιρίες συμβάσεων έχουν καθυστερήσει πληρωμές αγοράς στο παρελθόν, ενισχύοντας τις δυσκολίες διαβίωσης των μικροαγροτών.

Οι εταιρίες συμβάσεων καλλιέργειας συχνά χρησιμοποιούν μεσάζοντες εμπόρους (ιδιαίτερα σε εισαγωγές και εξαγωγές), το οποίο δεν αλλάζει το υφιστάμενο σύστημα αγοράς, και ο πραγματικός παραγωγός ήταν στο τέλος της αλυσίδας. Το πιο σημαντικό εύρημα της έρευνας για τις συμβάσεις καλλιέργειας στη Παντζάμπ είναι για τις ενοικιαστικές πρακτικές των ιδιοκτητών γης. Για παράδειγμα, κάτοικοι άλλων χωρών πλην Ινδίας που έχουν γη ή εκείνοι που είναι παρόντες αλλά δεν μπορούν να διαχειριστούν την καλλιέργεια της γης τους, όπως και εκείνοι που κατέχουν μικρές φάρμες, αλλά δεν μπορούν να ανταγωνιστούν μεγάλες επιχειρήσεις, δελεάστηκαν να μισθώσουν τις φάρμες τους σε πλούσιους αγρότες. Συνεπώς, οι συμβάσεις καλλιέργειας έχει οδηγήσει σε «αντίστροφη ενοικίαση» (δηλ. μικροί αγρότες μισθώνουν την γη τους σε πλούσιους αγρότες που γίνονται ντε φάκτο ένοικοι μικροαγροτών) – αυτή η πρακτική σταδιακά οδηγεί σε μη αναστρέψιμη απαλλοτρίωση των μικρών αγροτών (δηλ. αποαγροτοποίηση). Για παράδειγμα, η εμπειρία της Παντζάμπ με τις συμβάσεις καλλιέργειας έχει δείξει ότι :

– Οι συμβάσεις καλλιέργειας δεν επιτρέπουν ίσες ευκαιρίες σε διαφορετικές τάξεις αγροτών.
– Το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλούσιων αγροτών διευρύνεται περαιτέρω.
– Οι πλούσιοι αγρότες επίσης έχουν να διαχειριστούν ασύμμετρες σχέσεις με τις εταιρίες συμβάσεων.

Όσο αφορά τις συμβάσεις καλλιέργειας, οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου (ΣΕΑ) έχουν ζημιώσει τους Ινδούς αγροτοπαραγωγούς. Όταν η ινδική οικονομία έγινε μέρος της παγκόσμιας αγοράς ακολουθώντας την εισαγωγή νεοφιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων τη δεκαετία του 1990, η πολιτική εμπορίου της Ινδίας κατευθύνθηκε αρκετά προς το διμερές εμπόριο. Το κύριο μέρος της αλλαγής φαίνεται στην αυξανόμενη δέσμευση της Ινδίας στις ΣΕΑ σε σχέση με τη μονόπλευρη απελευθέρωση του εμπορίου από τον ΠΟΕ. Η ΣΕΑ μεταξύ δύο ή περισσοτέρων εταίρων έχει πλέον γίνει πιο αποτελεσματικό εργαλείο προώθησης της απελευθέρωσης του εμπορίου. Η αλλαγή είχε σημαντική επίδραση στον ινδικό αγροτικό τομέα. Ενώ η ινδική κυβέρνηση έχει γίνει περισσότερο επιθετική στην φιλελευθεροποίηση του εμπορίου σε άλλους τομείς, είναι πιο προσεκτική σχετικά με την εμπλοκή με το αγροτικό εμπόριο, αν και ειρωνικά μειώνοντας τους δασμούς και τις εισφορές (ιδιαίτερα στις εισαγωγές), και επειδή η πλειοψηφία μικρών και ελάχιστης ιδιοκτησίας αγροτών, που δεν λαμβάνουν αποδοτικές τιμές, αυτοί αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό από εισαγόμενα προϊόντα που πωλούνται σε λογικές τιμές λόγω των μειωμένων δασμών. Ως αποτέλεσμα, ένα σημαντικό ποσοστό αγροτικής εργατικής δύναμης ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, καθώς τα μειωμένα έξοδα εισαγωγής έχουν μειώσει τους μισθούς. Παραδόξως, η Ινδία έχει φτάσει στην απαραίτητη διατροφική επάρκεια για να διασφαλίσει την τροφική ασφάλεια των φτωχών και εξαθλιωμένων ομάδων, αλλά είναι εξαγωγέας σιτηρών, το οποίο δεν παρέχει σημαντικό όφελος στους παραγωγούς, ενώ στις εγχώριες βιομηχανίες δίνονται φτηνές και εισαγόμενες πρώτες ύλες.

Ένα άλλο παράδειγμα μείωσης της αξιοπιστίας του ινδικού κράτους είναι ότι ακύρωσε όλα τα δάνεια σε αγρότες αξίας 23,76 δις ρουπίων το 2009-10. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση σπάνια αναφέρει ότι ακύρωσε 8 δις δανείων σε βιομηχανίες την ίδια περίοδο, και πως η συνολική ποσότητα των ακυρωμένων βιομηχανικών δανείων σε 15 χρόνια (1995-2010) υπολογίζεται σε 5.700 δις ρουπίες. Είναι ειρωνικό πως οι ρυθμίσεις της ινδικής κυβέρνησης, που κυβερνά υποτίθεται εκ μέρους του επαρχιακού πληθυσμού, αναζητώντας τη νομιμοποίηση κυρίως μπροστά στους επαρχιώτες εκλογείς, θυσιάζει τα συμφέροντά τους στο βωμό των βιομηχάνων και εμπόρων που γενναιόδωρα δίνουν εκλογικές χρηματοδοτήσεις στη πολιτική τάξη!

Είναι αλήθεια ότι οι εθνικοποιημένες τράπεζες της Ινδίας έχουν τις οδηγίες να διασφαλίσουν τουλάχιστον τα μισά από τα δάνειά τους στον αγροτικό τομέα. Όμως, οι διαδικασίες επεξεργασίας και έγκρισης των αιτήσεων για δανεισμό, όπως και η πραγματική εκταμίευση των δανείων, παραμένει μυστήριο. Η Περιοχή της Εθνικής Πρωτεύουσας (ΠΕΠ) – Δελχί, μια μητροπολιτική μεγαλούπολη, είναι μια τσιμεντωμένη ζούγκλα όπου υπάρχει ελάχιστη αγροτιά. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με στοιχεία δημοσιευμένα από την Εθνική Τράπεζα Αγροτικής και Επαρχιακής Ανάπτυξης (ΕΤΑΕΑ), το Δελχί έχει περισσότερους αγρότες από τη Μάντια Πράντες, Ούταρ Πράντες, Καρνατάκα και Δυτική Βεγγάλη. Οι «αγρότες» του Δελχί έλαβαν 220,77 δις ρουπίες σε αγροτικά δάνεια το 2009 με επιτόκιο μόλις 5%, ενώ στις περισσότερες τράπεζες των κρατιδίων έχουν ένα ετήσιο επιτόκιο μεταξύ 9% και 13% σε αγροτικά δάνεια. Η ποσότητα των δανείων που εκταμιεύθηκε στο Δελχί ήταν η δεύτερη υψηλότερη στη χώρα, με την εξαίρεση της Παντζάμπ, όπου οι αγρότες έλαβαν 270 δις σε δάνεια τον ίδιο χρόνο. Ακόμα και οι αγρότες στις Ουτάρ Πραντές (210 δις), Μάντια Πράντες (134,3 δις) και Χαριάνα (149,15 δις) έλαβαν πολύ χαμηλότερη ποσότητα δανείων, ενώ το πλήθος των αγροτών σε αυτά τα κρατίδια υπερβαίνει για τα καλά αυτό του Δελχί.

Το υψηλό επίπεδο εκταμίευσης αγροτικών δανείων στο Δελχί είναι αδικαιολόγητο καθώς η ΠΕΠ έχει μόλις 39.000 εκτάρια αγροτικής γης. Όμως καταγραφές δείχνουν πως μόνο 26.785 καλύπτουν την δικτυωμένη περιοχή που καλλιεργείται στην ΠΕΠ στο Δελχί. Τα διαθέσιμα στοιχεία, συνεπώς, δείχνουν πως η ΕΤΑΕΑ έχει δώσει δάνεια σε αγρότες στη μητροπολιτική περιοχή στο Δελχί αξίας 8,06 εκατομμυρίων ανά εκτάριο (πιστώσεις για αγορά προμηθειών όπως λιπάσματα και νέες ποικιλίες σπόρων, για εγκαθίδρυση κλιμακοστάσιων ή αρδευτικών συστημάτων για καλλιέργεια φυτών κήπου, ανθοκαλλιέργεια, υδατοκαλλιέργεια και μεταξοκαλλιέργεια, όπως και την αγορά αγροτικού εξοπλισμού). Οι ιδιοκτήτες φάρμας, που εμφανίζονται ως μια ελίτ στο Δελχί και παριστάνουν τους «αγρότες» έχουν συχνά αποκτήσει δάνεια σε χαμηλότερα επιτόκια μέσω πιστωτικών καρτών, το οποίο είναι μια από τις χειρότερες απάτες στην περιοχή.

Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι διακρίσεις στα επιτόκια έχουν εφαρμοστεί σε αγρότες που θέλουν αγροτικά δάνεια, με επιτόκια από 9% έως 13% ετησίως. Αντιθέτως, πολυτελή αγαθά, όπως εισαγόμενα αυτοκίνητα, μπορούν να αγοραστούν παίρνοντας τραπεζικά δάνεια σε επιτόκιο μόνο 7%. Στη φτωχή περιοχή της Μαρατουάντα, στο κρατίδιο Μαχαράστρα, έχουν χορηγηθεί δάνεια για την αγορά 146 αυτοκινήτων Mercedes, συνολικού κόστος 0,63 δις ρουπίων, συμπεριλαμβανομένων 0,42 δις από εθνικοποιημένες τράπεζες, συγκεκριμένα την Κρατική Τράπεζα Ινδίας.

Ένα μάθημα για τους εργάτες

Ο τρόπος με τον οποίο περισσότερες από 40 αγροτικές ενώσεις και άλλες οργανώσεις συνεργάστηκαν όλες μαζί είναι ένα μάθημα για τις συνδικαλιστικές ομοσπονδίες των εργαζομένων. Επειδή οι νέοι νόμοι αποτελούν μια θανατική καταδίκη για αυτούς, που θα έπρεπε να είναι αρκετή για να τους ενθαρρύνει για δράση. Εδώ, οι 24ωρες τελετουργικές απεργίες σε όλη την Ινδία, ενώ είναι χρήσιμες, δεν αποτελούν απάντηση. Αυτό που χρειάζεται είναι μεγάλης κλίμακας απεργίες κάθε λίγες μέρες σε διαφορετικούς βιομηχανικούς τομείς και κρατίδια. Με αυτό τον τρόπο, το οικονομικό βάρος για τους απεργούς μειώνεται, καθώς αυτές οι δράσεις δεν είναι διαρκείς, αλλά διεσπαρμένες στο χρόνο και μέσα από διαφορετικούς τομείς και συμβαίνουν σε διαφορετικά μέρη και περιοχές.

Σήμερα έχουμε την ευκαιρία να σφυρηλατήσουμε με τους αγρότες το είδος την ενότητας της πάλης που μπορεί να προκαλέσει το πιο δυνατό χτύπημα στα νεοφιλελεύθερα σχέδια του Μόντι. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι θα γίνει αντιληπτό. Ακόμα και αν αυτή η ευκαιρία χαθεί και το αποτέλεσμα είναι ένας συμβιβασμός και όχι η ολική απόσυρση των νόμων, πολιτικά τα πράγματα δεν θα είναι τα ίδια. Υπάρχει πλέον μια μεγαλύτερης διάρκειας ρωγμή στο καθεστώς Μόντι. Γι’ αυτό το λόγο ο αγώνας των αγροτών αξίζει τον βαθύτατο θαυμασμό μας.

Υποσημειώσεις

[1] Το πάντι ρύζι είναι ένας ανεξάρτητος σπόρος ρυζιού, σε φυσική ανεπεξέργαστη κατάσταση. Γενικά ένα κιλό πάντι ρύζι δίνει σοδειά 750 γρ. ρύζι ολικής και 600 γρ. άσπρο ρύζι.

[2] Ο Νόμος Εγγύησης της Εθνικής Επαρχιακής Απασχόλησης Μαχάτμα Γκάντι (NEEEΑΜΓ) είναι ένα μοντέλο εγγύησης αγροτικών θέσεων εργασίας, που πέρασε από το Ινδικό Κοινοβούλιο τον Σεπτέμβρη του 2005 υπό την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μανμόχαν Σίνγκ (Συνεδριακό Κόμμα). Δίνει νομικά δικαιώματα σε ανειδίκευτη εργατική δύναμη σε αγροτικές περιοχές, ώστε να μπορούν να αιτηθούν 100 μέρες μισθωτής εργασίας από την αντίστοιχή τους τοπική επιτροπή του ΝΕΕΕΑΜΓ. Στοχεύει στο να παρέχει 100 μέρες εργασίας τον χρόνο (ανειδίκευτης, πληρωμένης με τον κατώτατο μισθό) σε άτομα που θέλουν να το κάνουν από φτωχές οικογένειες σε επαρχιακές περιοχές.

[3] H Πρώτης Ενημέρωσης Αναφορά (ΠΕΑ) είναι ένα έγγραφο προετοιμασμένα από αστυνομικά όργανα που θέτει σε κίνηση διαδικασίες Ποινικού Δικαίου.