Μπορεί μια αντεπανάσταση ή μια επανάσταση να προγραμματιστεί; (του Λέον Τρότσκι)

Σημείωση του μεταφραστή: Αυτό το άρθρο του Τρότσκι δημοσιεύτηκε στην Pravda, στις 23 Σεπτέμβρη 1923. Είναι κομμάτι της προσπάθειάς του να ωθήσει προς την προετοιμασία της Γερμανικής Επανάστασης, για την κατάληψη της εξουσίας, μέσα από το Μπολσεβίκικο Κόμμα, την Κομμουνιστική Διεθνή και το ΚΚ Γερμανίας, ώστε να ξεπεραστεί η αναβλητικότητα και διστακτικότητα που είχαν εμφανιστεί. Δυστυχώς δεν έγινε εφικτό να ξεπεραστεί ο δεξιός οπορτουνισμός και η πολιτική της αναδυόμενης γραφειοκρατίας, που είχε αρχίσει ήδη λυσσασμένη πάλη ενάντια στον Τρότσκι και έπαιξε καίριο ρόλο στο χαντάκωμα της Γερμανικής Επανάστασης. Η χαμένη ευκαιρία του «Γερμανικού Οκτώβρη» αποτέλεσε αποφασιστική καμπή για τις εξελίξεις διεθνώς και στην ΕΣΣΔ, για την απομόνωση του πρώτου εργατικού κράτους, την αρχή της επικράτησης του σταλινισμού. Βλ. το βιβλίου του Γάλλου ιστορικού Πιερ Μπρουέ, Η Γερμανική Επανάσταση 1917-1923, από τις Εκδόσεις Εργατική Πάλη, ιδιαίτερα τα κεφάλαια 38 κ.έ. Το άρθρο του Τρότσκι έχει μεγάλη διαπαιδαγωγική αξία, για το ρόλο και τα καθήκοντα της επαναστατικής ηγεσίας, σε περιόδους που τίθεται το ζήτημα της εξουσίας. Το ίδιο ζήτημα αναλύεται περισσότερο και στο γνωστό βιβλίο του Τρότσκι, Τα διδάγματα του Οκτώβρη._

 

«Φυσικά και δεν είναι δυνατόν. Μόνον τα τρένα ταξιδεύουν βάσει προγράμματος και ακόμα κι αυτά δεν φτάνουν πάντοτε στην ώρα τους».

Η ακρίβεια της σκέψης είναι απαραίτητη στα πάντα, και στα θέματα επαναστατικής στρατηγικής περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Αλλά εφόσον οι επαναστάσεις δεν συμβαίνουν και πολύ συχνά, οι επαναστατικές έννοιες και ιδέες επικαλύπτονται με μια κρούστα, αποκτούν ασαφές περίγραμμα, τα ζητήματα τίθονται με έναν πρόχειρο τρόπο, και επιλύονται αντιστοίχως.

Ο Μουσολίνι έκανε την «επανάστασή» του (με άλλα λόγια, την αντεπανάστασή του) σύμφωνα με ένα χρονοδιάγραμμα, το οποίο είχε γνωστοποιηθεί δημοσίως εκ των προτέρων. Μπόρεσε να το κάνει επειδή οι Σοσιαλιστές απέτυχαν να κάνουν την επανάσταση, όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτήν. Οι Βούλγαροι φασίστες πέτυχαν την «επανάστασή» τους μέσω μιας στρατιωτικής συνωμοσίας. [1] Όλες οι ημερομηνίες ήταν καθορισμένες και οι ρόλοι είχαν ανατεθεί. Η ισπανική στρατιωτική κάστα έκανε ακριβώς το ίδιο. [2] Οι αντεπαναστατικές ανατροπές σχεδόν πάντα πραγματοποιούνται με αυτό το μοτίβο. Συγχρονίζονται συνήθως με την στιγμή που η απογοήτευση των μαζών όσον αφορά την επανάσταση ή τη δημοκρατία έχει πάρει τη μορφή της απάθειας και έτσι δημιουργείται μια ευνοϊκή πολιτική συγκυρία για ένα οργανωμένο και τεχνικά προετοιμασμένο στρατιωτικό πραξικόπημα, του οποίου η ημερομηνία είναι οπωσδήποτε εκ των προτέρων καθορισμένη. Προφανώς, είναι αδύνατο να δημιουργηθεί τεχνητά μια πολιτική κατάσταση ευνοϊκή για ένα αντιδραστικό πραξικόπημα, πόσο μάλλον αυτή να έρθει σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Αλλά όταν τα βασικά στοιχεία μιας τέτοιας κατάστασης έχουν ωριμάσει,  τότε το κόμμα που ηγείται, όπως έχουμε δει, επιλέγει εκ των προτέρων μια ευνοϊκή στιγμή και συγχρονίζει αντίστοιχα τις πολιτικές, οργανωτικές και τεχνικές του δυνάμεις, και –αν οι υπολογισμοί του δεν έχουν πέσει έξω– πετυχαίνει το νικηφόρο χτύπημα.

Η αστική τάξη δεν έκανε πάντα αντεπαναστάσεις. Στο παρελθόν είχε την ευκαιρία να κάνει και επαναστάσεις. Έθετε καθορισμένες ημερομηνίες γι’ αυτές; Θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον και από πολλές απόψεις διδακτικό να μελετήσουμε από αυτή την οπτική γωνία την εξέλιξη των κλασικών αστικών επαναστάσεων, όπως και των επιγόνων τους (ορίστε ένα θέμα για τους νεαρούς μας μαρξιστές ακαδημαϊκούς). Αλλά ακόμη και χωρίς μια τόσο ενδελεχή έρευνα, είναι δυνατό να καθορίσουμε τις παρακάτω βασικές αρχές, που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα.

Η ιδιοκτήτρια και μορφωμένη μπουρζουαζία, με άλλα λόγια αυτό ακριβώς το τμήμα του «λαού» που πήρε την εξουσία, δεν έκανε την επανάσταση, αλλά περίμενε έως ότου γίνει. Όταν το κίνημα των κατώτερων στρωμάτων ξεχείλιζε και όταν η παλιά κοινωνική τάξη ή πολιτικό καθεστώς ανατρέπονταν, τότε η εξουσία έπεφτε σχεδόν αυτόματα στα χέρια της φιλελεύθερης αστικής τάξης. Οι φιλελεύθεροι ακαδημαϊκοί ανακηρύτταν μια τέτοια επανάσταση ως «φυσική» και αναπόφευκτη και δημιουργούσαν τεράστιες κοινοτοπίες, που παρουσιάστηκαν ως ιστορικοί νόμοι: η επανάσταση και η αντεπανάσταση (δράση και αντίδραση –σύμφωνα με τον Καρέγιεφ [3]) παρουσιάζονταν ως τα φυσικά προϊόντα της ιστορικής εξέλιξης και συνεπώς πέρα από την ικανότητα του ανθρώπου να τα παράγει αυθαίρετα, ή να τα τακτοποιεί σύμφωνα με το ημερολόγιο, και ούτω καθεξής. Αυτό οι «νόμοι» δεν έχουν, ποτέ μέχρι σήμερα, εμποδίσει τη διεξαγωγή καλά προετοιμασμένων αντεπαναστατικών πραξικοπημάτων. Αλλά ως αποζημίωση και αντιστάθμισμα, η αοριστία της αστικής–φιλελεύθερης σκέψης βρίσκει τον δρόμο της, όχι σπάνια, να διεισδύσει στα κεφάλια των επαναστατών, δημιουργώντας τεράστιο χάος και οδηγώντας σε επιζήμιες πρακτικές.

Αλλά ακόμα και οι αστικές επαναστάσεις με κανέναν τρόπο δεν εξελίχθηκαν απαρέγκλιτα σε κάθε στάδιό τους σύμφωνα με τους «φυσικούς» νόμους των φιλελεύθερων καθηγητών. Κάθε φορά που η μικροαστική, πληβειακή δημοκρατία ανέτρεπε τον φιλελευθερισμό, αυτό γινόταν μέσω συνομωσιών και οργανωμένων ξεσηκωμών, καθορισμένων εκ των προτέρων σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Αυτό έγινε από τους Γιακωβίνους, την άκρα αριστερή πτέρυγα στη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση. Αυτό είναι απολύτως κατανοητό.  Η φιλελεύθερη μπουρζουαζία (η γαλλική το 1789, η ρωσική τον Φεβρουάριο του 1917) μπορεί να μείνει ικανοποιημένη περιμένοντας για το ισχυρό στοιχειακό μαζικό κίνημα και έπειτα, την τελευταία στιγμή, επιστρατεύει τον πλούτο, την εκπαίδευση, την σχέση της με τον κρατικό μηχανισμό, και έτσι αρπάζει το τιμόνι. Η μικροαστική δημοκρατία, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, πρέπει να δράσει διαφορετικά: δεν διαθέτει ούτε πλούτο, ούτε κοινωνική επιρροή, ούτε διασυνδέσεις. Είναι αναγκασμένη να αντικαταστήσει όλα αυτά με ένα προσεκτικά επεξεργασμένο και σχολαστικά προετοιμασμένο σχέδιο για μια επαναστατική ανατροπή.  Αλλά ένα σχέδιο προϋποθέτει έναν συγκεκριμένο χρονικό προσανατολισμό και επομένως επίσης τον καθορισμό ημερομηνιών.

Αυτό εφαρμόζεται ακόμη περισσότερο στην προλεταριακή επανάσταση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν μπορεί να υιοθετήσει μια στάση αναμονής απέναντι στο αναπτυσσόμενο επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου. Κάτι τέτοιο είναι ουσιαστικά η υιοθέτηση της άποψης του Μενσεβικισμού. Οι Μενσεβίκοι προσπαθούν να φρενάρουν την επανάσταση όσο αυτή αναπτύσσεται, εκμεταλλεύονται τις επιτυχίες της όταν αυτή γίνει νικηφόρα σε οποιοδήποτε βαθμό και πασχίζουν με δύναμη να αποτρέψουν την ολοκλήρωσή της. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν μπορεί να καταλάβει την εξουσία χρησιμοποιώντας το επαναστατικό κίνημα από το περιθώριο, αλλά μόνο μέσω μιας ευθείας και άμεσης πολιτικής, οργανωτικής και στρατιωτικο–τεχνικής ηγεσίας των επαναστατημένων μαζών, τόσο την περίοδο της αργής προετοιμασίας όσο και την αποφασιστική στιγμή της ανατροπής. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν χρησιμεύει σε τίποτα στον μεγάλο φιλελεύθερο νόμο, σύμφωνα με τον οποίο οι επαναστάσεις συμβαίνουν, αλλά ποτέ δεν διεξάγονται από κανέναν, και έτσι δεν μπορούν να προκαθοριστούν για συγκεκριμένες ημερομηνίες. Από την οπτική γωνία ενός παρατηρητή, αυτός ο νόμος είναι σωστός, αλλά από την οπτική γωνία του ηγέτη πρόκειται για μια κοινοτοπία και χυδαιότητα.

Ας φανταστούμε μια χώρα όπου οι πολιτικές συνθήκες για την προλεταριακή επανάσταση είτε είναι εντελώς ώριμες είτε ωριμάζουν εμφανώς μέρα με τη μέρα. Σε μια τέτοια περίπτωση, ποια θα έπρεπε να είναι η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος στο ζήτημα μιας εξέγερσης και του καθορισμού μιας ημερομηνίας γι’ αυτήν;

Εάν η χώρα διέρχεται από μια βαθιά κοινωνική κρίση, όπου οι αντιφάσεις οξύνονται στο έπακρο, όπου οι εκμεταλλευόμενες μάζες βρίσκονται σε διαρκή ζύμωση, όπου το κόμμα φανερά υποστηρίζεται από την πλειοψηφία των εκμεταλλευόμενων και, συνεπώς, από όλα τα πιο ενεργά, ταξικά συνειδητοποιημένα και γεμάτα αυτοθυσία στοιχεία του προλεταριάτου, τότε το καθήκον του κόμματος –το μόνο δυνατό καθήκον του κάτω από αυτές τις συνθήκες– είναι να καθορίσει μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή στο άμεσο μέλλον, σε ένα χρονικό διάστημα όπου η ευνοϊκή επαναστατική κατάσταση δεν θα μεταστραφεί απότομα εναντίον μας, και έπειτα να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις στην προετοιμασία του χτυπήματος, να υποτάξει ολόκληρη την πολιτική και την οργάνωση στο στρατιωτικό σκέλος, έτσι ώστε αυτό το χτύπμηα να δωθεί με τη μέγιστη ισχύ.

Για να μην σκεφτούμε απλά μια φανταστική χώρα, ας πάρουμε υπόψη την δικιά μας Οκτωβριανή επανάσταση ως παράδειγμα. Η χώρα διερχόταν μια μεγάλη κρίση, εσωτερική και διεθνή. Ο κρατικός μηχανισμός είχε παραλύσει. Οι εκμεταλλευόμενες μάζες συνέρρεαν όλο και πιο μαζικά κάτω από τις σημαίες του κόμματός μας. Από την στιγμή που οι Μπολσεβίκοι ήταν η πλειοψηφία στο Σοβιέτ της Πετρούπολης, και έπειτα στο Σοβιέτ της Μόσχας, το κόμμα μας αντιμετώπιζε το ζήτημα, όχι της πάλης για την εξουσία γενικά, αλλά της προετοιμασίας της κατάληψης της εξουσίας, σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο σχέδιο και σε προκαθορισμένη ημερομηνία. Η επιλεγμένη μέρα, όπως είναι γνωστό, ήταν η μέρα της σύγκλισης του παν-Ρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ. Κάποια μέλη της Κεντρικής Επιτροπής μας ήταν, εξ’ αρχής, με την άποψη ότι η στιγμή του πραγματικού χτυπήματος θα έπρεπε να είναι συγχρονισμένη με την πολιτική στιγμή του σοβιετικού συνεδρίου. Αλλά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, φοβούμενοι ότι η μπουρζουαζία θα είχε το χρόνο να προετοιμαστεί έως τότε και θα ήταν σε θέση να διαλύσει το συνέδριο, ήθελαν το χτύπημα να οριστεί νωρίτερα. Η Κεντρική Επιτροπή καθόρισε την ημερομηνία της ένοπλης εξέγερσης για την 15η Οκτωβρίου, το αργότερο. Αυτή η απόφαση εφαρμόστηκε με μια σκόπιμη αναβολή δέκα ημερών, επειδή η τροχιά των προπαγανδιστικών και οργανωτικών ετοιμασιών έδειχνε ότι μια εξέγερση ανεξάρτητη από το Σοβιετικό Συνέδριο θα έσπερνε σύγχυση ανάμεσα σε σημαντικά στρώματα της εργατικής τάξης, τα οποία συνέδεαν την ιδέα της κατάληψης της εξουσίας με τα σοβιέτ, και όχι με το κόμμα και τις μυστικές του οργανώσεις. Από την άλλη, ήταν πλήρως ξεκάθαρο ότι η μπουρζουαζία ήταν ήδη υπερβολικά αποθαρρημένη για να καταφέρει να οργανώσει οποιαδήποτε σοβαρή αντίσταση σε διάστημα δύο ή τριών εβδομάδων.

Συνεπώς, αφού το κόμμα μας είχε κερδίσει την πλειοψηφία των ηγετικών Σοβιέτ, και με αυτό τον τρόπο είχε εξασφαλίσει την βασική πολιτική προϋπόθεση για την κατάληψη της εξουσίας, ήρθαμε αντιμέτωποι με την επιτακτική ανάγκη προσδιορισμού μιας ημερομηνίας για την απόφαση του στρατιωτικού ζητήματος. Πριν αποκτήσουμε την πλειοψηφία, το οργανωτικό τεχνικό σχέδιο φυσικά ήταν αναγκαστικά λίγο έως πολύ προσωρινό και ελαστικό. Για εμάς, το μέτρο της επαναστατικής μας επιρροής ήταν τα σοβιέτ που είχαν δημιουργηθεί από τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους στην αρχή της Επανάστασης. Και τα σοβιέτ, από την άλλη, μας παρείχαν μια πολιτική κάλυψη για τη συνωμοτική δουλειά μας. και έπειτα τα σοβιέτ εξυπηρετούσαν ως όργανα εξουσίας, αφού αυτή είχε όντως καταληφθεί.

Ποια θα ήταν η στρατηγική μας αν δεν είχαν υπάρξει τα σοβιέτ; Σε αυτή την περίπτωση, προφανώς θα έπρεπε να στραφούμε σε άλλους τρόπους μέτρησης της επαναστατικής μας επιρροής: τα συνδικάτα, τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, τις δημοκρατικές εκλογές όλων των ειδών και ούτω καθεξής. Παρότι τα σοβιέτ είναι το πιο ακριβές μέτρο της πραγματικής δραστηριότητας των μαζών κατά τη διάρκεια της επαναστατικής εποχής, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη των σοβιέτ, θα μπορούσαμε και πάλι να διαπιστώσουμε την ακριβή στιγμή στην οποία η πραγματική πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των εκμεταλλευόμενων ως σύνολο θα ήταν στο πλευρό μας. Φυσικά σ’ αυτή την στιγμή θα έπρεπε να θέσουμε στις μάζες το σύνθημα του σχηματισμού σοβιέτ. Αλλά κάνοντας αυτό, θα είχαμε ήδη μεταφέρει το θέμα στο επίπεδο των στρατιωτικών συγκρούσεων, και συνεπώς πριν θέσουμε το ζήτημα του σχηματισμού σοβιέτ, θα έπρεπε να έχουμε ένα εξονυχιστικά προετοιμασμένο σχέδιο για μια ένοπλη εξέγερση σε μια προκαθορισμένη ημερομηνία. Από την στιγμή που η πλειοψηφία των εκμεταλλευόμενων μαζών είναι στο πλευρό μας, ή έστω η πλειοψηφία των αποφασιστικής σημασίας κέντρων και επαρχιών, ο σχηματισμός σοβιέτ σίγουρα θα ακολουθούσε τις κατευθύνσεις μας. Οι πιο καθυστερημένες πόλεις και επαρχίες θα ακολουθούσαν τα ηγετικά κέντρα με μεγαλύτερες ή μικρότερες καθυστερήσεις. Τότε θα ερχόμασταν αντιμέτωποι με το πολιτικό καθήκον της σύγκλησης του σοβιετικού συνεδρίου και με το στρατιωτικό καθήκον να εξασφαλίσουμε τη μεταβίβαση της εξουσίας στο συνέδριο. Προφανέστατα αυτές είναι δύο όψεις του ίδιου προβλήματος.

Ας φανταστούμε τώρα ότι η Κεντρική μας Επιτροπή, μέσα στην προαναφερθείσα περίσταση, δηλαδή ελλείψει Σοβιέτ, είχε συνέλθει σε μια αποφασιστική συνεδρίαση, σε μια περίοδο όπου οι μάζες είχαν ήδη αρχίσει να κινούνται αυθόρμητα προς το μέρος μας, αλλά δεν ήταν σίγουρο ότι είχαμε μια καθαρή και συντριπτική πλειοψηφία. Πως θα έπρεπε τότε να προετοιμάσουμε το σχέδιο δράσης μας; Θα προγραμματίζαμε μια εξέγερση;

Η απάντηση σε αυτό μπορεί να αντληθεί από τα παραπάνω. Θα έπρεπε να πούμε στους εαυτούς μας: Στην παρούσα χρονική στιγμή δεν έχουμε ακόμη μια ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη πλειοψηφία. αλλά η μεταστροφή των μαζών είναι τόσο μεγάλη, που η αποφασιστική και μαχητική πλειοψηφία, που μας είναι απαραίτητη, είναι απλώς ζήτημα των επόμενων λίγων εβδομάδων. Ας υποθέσουμε ότι θα χρειαστεί περίπου ένας μήνας για να κερδίσουμε την πλειοψηφία των εργατών στην Πετρούπολη, στη Μόσχα και στο λεκανοπέδιο του Ντονέτσκ. ας θέσουμε στον εαυτό μας αυτό το καθήκον και ας συγκεντρώσουμε τις απαραίτητες δυνάμεις σε αυτά τα κέντρα. Μόλις κερδηθεί η πλειοψηφία –και θα το διαπιστώσουμε στην πράξη εάν αυτό συμβαίνει μετά την πάροδο ενός μήνα– θα συγκαλέσουμε τους εργάτες σε δημιουργία σοβιέτ. Η Πετρούπολη, η Μόσχα και το λεκανοπέδιο του Ντονέτσκ δεν θα απαιτούσαν πάνω από μια ή δύο εβδομάδες, γι’ αυτή τη διαδικασία. μπορεί να υπολογισθεί με σιγουριά ότι οι εναπομείνασες πόλεις και περιοχές θα ακολουθούσαν το παράδειγμα των βασικών κέντρων μέσα στις επόμενες δύο με τρεις εβδομάδες. Έτσι η δημιουργία ενός δικτύου από σοβιέτ θα απαιτούσε περίπου έναν μήνα. Αμέσως μετά την δημιουργία των σοβιέτ στις σημαντικές περιοχές, στις οποίες θα είχαμε φυσικά την πλειοψηφία, θα καλούσαμε ένα παν-Ρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ. Θα απαιτούνταν επιπλέον δύο εβδομάδες για να οργανώσουμε αυτό το συνέδριο.  Επομένως, θα είχαμε δυόμιση μήνες στη διάθεση μας πριν απ’ το συνέδριο. Στην διάρκεια αυτής της περιόδου η κατάληψη της εξουσίας δεν πρέπει μόνο να προετοιμαστεί, αλλά και να πραγματοποιηθεί. Θα έπρεπε συνεπώς να θέσουμε προ της στρατιωτικής μας οργάνωσης ένα σχέδιο το οποίο θα επέτρεπε σε δύο μήνες, το πολύ σε δυόμιση, την προετοιμασία της εξέγερσης στην Πετρούπολη, τη Μόσχα, τους σιδηρόδρομους και ούτω καθεξής. Χρησιμοποιώ εδώ τον υποθετικό λόγο (θα έπρεπε να έχουμε αποφασίσει, θα έπρεπε να έχουμε κάνει αυτό ή εκείνο) επειδή στην πραγματικότητα, παρότι η λειτουργία μας δεν ήταν σε καμία περίπτωση αδέξια, δεν ήταν και τόσο συστηματική, όχι επειδή αποπροσανατολιστήκαμε με οποιονδήποτε τρόπο από τους «ιστορικούς νόμους», αλλά επειδή φέρναμε σε πέρας την προλεταριακή επανάσταση για πρώτη φορά.

Αλλά δεν είναι πιθανόν να προκύψουν εσφαλμένοι υπολογισμοί με αυτή την μέθοδο; Η κατάληψη της εξουσίας σημαίνει πόλεμο και στον πόλεμο μπορεί να υπάρξουν ήττες, όπως και νίκες. Αλλά η συστηματική πορεία που περιγράφεται εδώ, είναι ο καλύτερος και ο αμεσότερος δρόμος προς τον στόχο, με άλλα λόγια, ενισχύει τις πιθανότητες νίκης στο μέγιστο. Έτσι, για παράδειγμα, αν είχε αποδειχθεί, ένα μήνα μετά την αποφασιστική σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής στο προαναφερθέν παράδειγμα, ότι δεν θα είχαμε ακόμη την πλειοψηφία των εργατών στο πλευρό μας, τότε δεν θα καλούσαμε φυσικά για τον σχηματισμό σοβιέτ, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση το σύνθημα θα είχε αποτύχει (στο παράδειγμα μας υποθέτουμε ότι οι Εσέρεοι και οι Μενσεβίκοι είναι ενάντια στα σοβιέτ). Κι αν είχε συμβεί το αντίστροφο και αποκτούσαμε μια αποφασιστική και μαχητική πλειοψηφία στο πλευρό μας, ας πούμε, μέσα σε δύο εβδομάδες, τότε αυτό θα συντόμευε το σχέδιο μας και θα επιτάχυνε την αποφασιστική στιγμή της επανάστασης. Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο και το τρίτο στάδιο του σχεδίου μας: τη δημιουργία σοβιέτ και τη σύγκληση του σοβιετικού συνεδρίου. Δεν θα έπρεπε να θέσουμε το ζήτημα του σοβιετικού συνεδρίου έως ότου εξασφαλίσουμε, όπως είπα, τον πραγματικό σχηματισμό σοβιέτ στα πιο σημαντικά κέντρα. Με αυτό τον τρόπο, η πραγματοποίηση κάθε διαδοχικού σταδίου του σχεδίου μας προετοιμάζεται και εξασφαλίζεται από την εκπλήρωση των προηγούμενων σταδίων. Το έργο της στρατιωτικής προετοιμασίας εξελίσσεται παράλληλα με όλα τα υπόλοιπα, σύμφωνα με ένα αυστηρό πρόγραμμα. Έτσι το κόμμα διατηρεί απόλυτο έλεγχο στον στρατιωτικό του μηχανισμό. Σίγουρα υπάρχουν πάντα πολλά ζήτημα που προκύπτουν εντελώς απρόβλεπτα, αναπάντεχα και αυθόρμητα στην επανάσταση. και πρέπει, φυσικά, να λάβουμε υπόψη την εμφάνιση όλων αυτών των «ατυχημάτων» και να προσαρμοστούμε σε αυτά. αλλά αυτό μπορούμε να το κάνουμε με μεγαλύτερη επιτυχία και σιγουριά αν το συνωμοτικό μας σχέδιο είναι διεξοδικά επεξεργασμένο εκ των προτέρων.

Η επανάσταση κατέχει μια ισχυρή δύναμη αυτοσχεδιασμού, αλλά ποτέ δεν αυτοσχεδιάζει τίποτα καλό για τους μοιρολάτρες, τους κομπάρσους και τους ανόητους. Η νίκη έρχεται από την σωστή πολιτική εκτίμηση της κατάστασης, την σωστή οργάνωση και από τη θέληση να καταφέρουμε το αποφασιστικό χτύπημα.

Σημειώσεις

[1] Το πραξικόπημα στη Βουλγαρία πραγματοποιήθηκε από αντιδραστικούς το καλοκαίρι του 1923. Προετοιμαζόταν πολύ καιρό και η επιτυχία του διασφαλίστηκε από την απογοήτευση και την αναποφασιστικότητα του Αγροτικού Κόμματος του Σταμπουλίτσκι.

[2] Το πραξικόπημα στην Ισπανία, που έφερε στην εξουσία τον Πρίμο ντε Ριβέρα, πραγματοποιήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1923.

[3] Ο Καρέγιεφ ήταν ένα τσαρικός ακαδημαϊκός και ιστορικός που ανήκε στην σχολή της υποκειμενικής κοινωνιολογίας του Λαβρόφ. Ο Καρέγιεφ συνέβαλε σε λαϊκιστικά (των ναρόντνικων) και φιλελεύθερα περιοδικά, αφιερώνοντας πολλά από τα άρθρα του σε μια πολεμική εναντίον των Ρώσων Μαρξιστών, που του επέφεραν δικαίως τη γελοιοποίηση.