Κριτική στις θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 21ο συνέδριο

21ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΚΕ: ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΕ

Το κείμενο δημοσιεύτηκε σε 2 μέρη στην Εργατική Πάλη Μαρτίου και Απριλίου

Στο διάστημα μέχρι το καλοκαίρι του 2021, είναι προγραμματισμένο να πραγματοποιηθεί το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ, με κεντρικό σύνθημα «Δυνατό ΚΚΕ, Νους-Καρδιά-Οργανωτής της εργατικής-λαϊκής πάλης για τον Σοσιαλισμό». Οι θέσεις της απερχόμενης Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) για το Συνέδριο κυκλοφόρησαν σε 3 ξεχωριστά κείμενα, σηματοδοτώντας την έναρξη του προσυνεδριακού διαλόγου.

Το σύνολο των θέσεων της ΚΕ διατρέχεται από τις κύριες αντιφάσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο το ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια, ιδίως την τελευταία δεκαετία. Συνοπτικά:

α) Την προσπάθεια να συμβιβαστεί η εικόνα του κόμματος σαν του «ηρωικού» ΚΚΕ, σχεδόν αποκλειστικού στυλοβάτη της ταξικής πάλης στη χώρα μας εδώ και έναν αιώνα, με την παράλληλη αναθεώρηση όλης κυριολεκτικά της ιστορίας του Κόμματος, την εκ βάθρων κριτική στη στρατηγική του τις προηγούμενες δεκαετίες καθώς και όλων των κρίσιμων και ιστορικής σημασίας αποφάσεών του. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, η μετά βδελυγμίας αποκήρυξη της θεωρίας της επανάστασης κατά στάδια, που η μετατροπή της, από πεμπτουσία της πολιτικής του ΚΚΕ εδώ και 85 χρόνια σε συνώνυμο του ρεφορμισμού, τείνει να πάρει κωμικές διαστάσεις.

β) Την αντίφαση που δημιουργείται ανάμεσα στη νέα εκδοχή του «επαναστατικού» ΚΚΕ με την καθημερινή πολιτική και πρακτική του, η οποία συνεχίζει να είναι η πολιτική ενός ρεφορμιστικού κόμματος, αν δεν έχει μετατοπιστεί και δεξιότερα.

γ) Την απόπειρα παρουσίασης του ΚΚΕ σαν το κόμμα που έγκαιρα και σωστά είχε προετοιμάσει τις εργατικές μάζες για τα συγκλονιστικά γεγονότα, ιδιαίτερα της τελευταίας δεκαετίας, τη στιγμή που έχει αποτύχει παταγωδώς σε όλες του τις εκτιμήσεις για την εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης, του κινήματος κ.λπ. Ιδιαίτερα αυτό το τελευταίο, ψαλιδίζει δραστικά και τις όποιες δυνατότητες θα μπορούσαν να υπάρξουν για μια σωστή και έγκυρη τοποθέτηση πάνω στα ζητήματα της επόμενης περιόδου, που είναι και από τα βασικά ζητούμενα ενός συνεδρίου.

Αποτυχία κατανόησης της κρίσης, συνεχίζεται η «αιώνια» πίστη στο καπιταλιστικό σύστημα

Η Κεντρική Επιτροπή διαπιστώνει «εκδήλωση νέας οικονομικής κρίσης πριν η φάση της ανάκαμψης πλησιάσει το προ κρίσης παραγωγικό επίπεδο» (Κείμενο 1, θέση 2) και ξανά ότι «Το 2020 εκδηλώθηκε µε σχετικό συγχρονισμό η νέα διεθνής οικονομική κρίση, που παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο βάθος από την προηγούμενη του 2008-2009, το μεγαλύτερο μεταπολεμικά» (Κείμενο 2, θέση 2). Μάλιστα, στην ίδια θέση αναφέρει, σωστά, ότι δεν πρόκειται για μια «κρίση του κορονοϊού», αλλά ότι η πανδημία έπαιξε τον ρόλο του καταλύτη στην εκδήλωσή της. Ωστόσο, εδώ ανακύπτουν τρία βασικά προβλήματα: Πρώτον, σχετικά με την κρίση του 2008-2009, το ΚΚΕ ήταν το τελευταίο που αναγνώρισε την ύπαρξή της, κι ακόμα κι όταν τελικά το έκανε, στην καλύτερη περίπτωση ταύτιζε την κρίση με τις επιπτώσεις της πάνω στους εργαζόμενους (φτώχεια, ανεργία κ.λπ). Δεύτερον, το ΚΚΕ υιοθέτησε (με μεγαλύτερη πίστη ακόμα κι από τα αστικά επιτελεία) το παραμύθι της «ανάπτυξης», του τέλους της κρίσης: μιας ανάπτυξης που βεβαίως θα ήταν ταξική, άδικη κλπ, αλλά ωστόσο μια πραγματικότητα, και στην οποία αν ο λαός πάλευε μαζί με το Κόμμα θα διεύρυνε τα δικαιώματά του. Τώρα, αυτή η περίφημη ανάπτυξη του καπιταλισμού αντικαταστάθηκε σιωπηλά από την «φάση ανάκαμψης», η οποία μάλιστα δεν κατάφερε να επουλώσει τις πληγές της κρίσης στο σώμα της καπιταλιστικής οικονομίας. Τρίτον, και σημαντικότερο, το ΚΚΕ διατηρεί στο ακέραιο την επιδερμική, αντιμαρξιστική του ανάγνωση για τις κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος, και ιδιαίτερα αυτές του 21ου αιώνα, ως απλές εναλλαγές του βιομηχανικού κύκλου: έτσι, και αυτή η κρίση, αργά ή γρήγορα, θα ακολουθηθεί από μια φάση ανάκαμψης και τούμπαλιν. Φυσικά, οι φάσεις ανάκαμψης και ύφεσης και οι βιομηχανικοί κύκλοι είναι γεγονός, αλλά αυτό από μόνο του δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να εξηγήσει το βάθος και τον χαρακτήρα αυτής της μακροχρόνιας κρίσης (και όχι απλά της φάσης της ύφεσής της). Η αλήθεια είναι ότι το ΚΚΕ κάνει ένα δειλό βήμα σε σχέση με προηγούμενα ντοκουμέντα του, και εκφράζει την εκτίμηση ότι για το επόμενο διάστημα (διετία) δεν είναι πιθανή η επιστροφή σε μια ανάπτυξη, ακόμα κι αυτή η εκτίμηση όμως υπολείπεται όχι μόνο της πραγματικότητας, αλλά και αναλύσεων ακόμη και αστών οικονομολόγων.

Το πρόβλημα όμως δεν μένει απλά στην ερμηνεία της σημερινής κρίσης ή πόσο μάλλον στα λάθη του ΚΚΕ σχετικά με την προηγούμενη. Υπάρχει μια εντυπωσιακά λάθος εκτίμηση σε σχέση με τις πολιτικές των αστικών επιτελείων παγκόσμια για την αντιμετώπισή της. Και συγκεκριμένα, η Κεντρική Επιτροπή βλέπει ότι «τα αστικά επιτελεία σε ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία προχωρούν σε μεγάλη κρατική παρέμβαση, αξιοποιώντας προτάσεις του κεϊνσιανισµού» (Κείμενο 2, θέση 7), ενώ στο ίδιο σημείο εκτιμά πως η επιστροφή στον κεϊνσιανισμό είναι η βασική πολιτική πρόταση της Σοσιαλδημοκρατίας! Μάλιστα, βλέπει πως πλευρές αυτής της πολιτικής εφαρμόζει και η ΝΔ στην Ελλάδα (Κείμενο 2, θέση 35)! Το «βάφτισμα» των νέων πακέτων στήριξης της οικονομίας (πράγματι κολοσσιαίων, ειδικά στα ιμπεριαλιστικά κέντρα) σαν «κεϊνσιανισμός» είναι μια εξόφθαλμη απάτη, την οποία το ΚΚΕ όχι μόνο δεν αποκαλύπτει, αλλά την καταπίνει και πάλι αμάσητη. Είναι προφανές, ότι μια πολιτική κεϊνσιανισμού ούτε θα μπορούσε να λύσει την κρίση (αυτό σημειώνεται στα κείμενα του συνεδρίου) αλλά ούτε και θα μπορούσε να εφαρμοστεί, για μια σειρά από λόγους. Αναφέρουμε μόνο δύο ενδεικτικά: την έλλειψη μιας παγκόσμιας και αδιαμφισβήτητης ιμπεριαλιστικής δύναμης, αλλά και την τρομερή αποστροφή των αστικών επιτελείων παγκόσμια (συμπεριλαμβανομένης ή και προεξάρχουσας της Σοσιαλδημοκρατίας) για δημόσιες επενδύσεις. Γιατί, αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά του κεϊνσιανισμού από τα υπόλοιπα μοντέλα αστικής διαχείρισης. Οι σημερινοί πακτωλοί χρημάτων που πέφτουν στην παγκόσμια οικονομία (και πρέπει να πούμε ότι ένα πολύ μικρό κλάσμα τους κατευθύνεται στην αναπλήρωση του λαϊκού εισοδήματος), δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με μια αύξηση των επενδύσεων, και δεν έρχονται σε καμία αντίφαση με τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης, η οποία είναι ένα δόγμα που δεν συναντά καμία αμφισβήτηση στο εσωτερικό των αστικών τάξεων ανά τον κόσμο.

Θολή, στατική αποτύπωση των παγκόσμιων ανακατατάξεων και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών

Η αλλαγή, θεωρητικά, της πολιτικής του ΚΚΕ όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία 10 χρόνια, κυρίως από το 19ο συνέδριο, δημιουργεί και σημαντικά ζητήματα στην ανάλυσή του για τις παγκόσμιες εξελίξεις. Η παλιότερη «καθαρόαιμη» σταλινική προσέγγιση του ιμπεριαλιστικού συστήματος ως ένα άθροισμα εθνικών κρατών, το οποίο λυμαίνονται μια ομάδα ιμπεριαλιστικών χωρών, έχει αντικατασταθεί φραστικά από τη λεγόμενη «ανισόμετρη αλληλεξάρτηση των καπιταλιστικών χωρών», ένας όρος που καταφέρνει να μην εξηγεί απολύτως τίποτα και ταυτόχρονα να μπορεί να «χωράει» κάθε είδους χοντροκοπιά της ηγεσίας του ΚΚΕ.

Οι θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής σημειώνουν τον κυρίαρχο χαρακτήρα που παίρνει αυτήν την περίοδο η σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας για την πρωτοκαθεδρία στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ωστόσο προκαλεί αίσθηση η σχεδόν παντελής αναφορά στις εξελίξεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ, στην τεράστια όξυνση της οικονομικής κρίσης στην μητρόπολη του καπιταλισμού, στην πρωτόγνωρη σε βάθος πολιτική κρίση και τη διαίρεση στο εσωτερικό της αμερικάνικης αστικής τάξης, μία όψη μόνο της οποίας είναι η εισβολή στο Καπιτώλιο, και κυρίως η μη σύνδεση όλων αυτών με τις εξελίξεις και τις διεργασίες μέσα στο αμερικάνικο εργατικό κίνημα. Η ελλιπής αναφορά στην εξέλιξη της ταξικής πάλης είναι ένα συνολικό χαρακτηριστικό του κειμένου, πέρα από μια σύντομη αναφορά στη θέση 2 του δεύτερου κειμένου.

Σε σχέση με τις εξελίξεις στην ΕΕ, οι θέσεις σημειώνουν τις φυγόκεντρες τάσεις που εκδηλώνονται στην Ένωση, ανάμεσα στους «φειδωλούς» του Βορρά και στις χώρες του Νότου, εκτιμώντας όμως ότι «Η απόφαση της ΕΕ να προχωρήσει, για πρώτη φορά, σε κοινό δανεισμό για να δώσει επιδοτήσεις σε κράτη-µέλη, αποτελεί βήμα προς την κατεύθυνση εμβάθυνσης της ενοποίησής της» (Κείμενο 2, θέση 6), δηλώνοντας μάλιστα ότι «κάθε βήμα που ενισχύει τη συνοχή της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας της ΕΕ ενισχύει τον πραγματικό αντίπαλο των εργαζομένων, τη δικτατορία του κεφαλαίου». Η τελευταία πρόταση είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί δείχνει ανάγλυφα τη διγλωσσία του ΚΚΕ: προέρχεται από το ίδιο κόμμα που όχι μόνο άσκησε μια αστικού τύπου αντιπολίτευση στον μεγαλύτερο κλυδωνισμό της ΕΕ, το Brexit, αλλά και όταν το ζήτημα στην Ελλάδα «έκαιγε», πήρε την κατάπτυστη θέση ότι μία έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ σήμερα θα ήταν καταστροφική για τους εργαζόμενους.

Για τις εξελίξεις στην περιοχή μας και τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό

Σε σχέση με τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, ήδη από το 19ο Συνέδριό του (2013), το ΚΚΕ επιχείρησε μία σχετικά απότομη στροφή, η οποία διατηρήθηκε και στο 20ο Συνέδριο. Επανέφερε μετά από οχτώ δεκαετίες στα ντοκουμέντα του μία λενινιστική φρασεολογία. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του 20ου Συνεδρίου (θέση 44): «Καθοριστικό ζήτημα της υλοποίησης της επαναστατικής στρατηγικής αποτελεί η σχέση ανάμεσα στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και στην αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας σε όλες της τις μορφές. […] Σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο και σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, το Κόμμα πρέπει υπερασπιζόμενο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του ελληνικού λαού να ηγηθεί στην οργάνωση της εργατικής-λαϊκής πάλης για να βγει η Ελλάδα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο […]. Αυτό προϋποθέτει […] να ηττηθεί ολοκληρωτικά και η ίδια η εγχώρια αστική τάξη». Και παρακάτω: «Είναι καθήκον της πρωτοπορίας του ΚΚΕ συνεχώς να προσαρμόζει, να εξειδικεύει, να κλιμακώνει τα συνθήματα πάλης, χωρίς να χάνει το κύριο που είναι ο χαρακτήρας του πολέμου, ο οποίος είναι ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές, ασχέτως ποιος είναι πρώτος επιτιθέμενος».

Φυσικά, η «στροφή» αυτή παρέμεινε στο επίπεδο μιας λογοκοπίας, αποτελώντας περισσότερο έναν ευτελισμό του λενινιστικού-διεθνιστικού πνεύματος και όχι μια πραγματική στροφή (παρά τη φρίκη που προκάλεσε σε μεγάλο κομμάτι της σταλινογενούς αριστεράς, η οποία έβλεπε τη διολίσθηση του ΚΚΕ στον… τροτσκισμό!).

Οι θέσεις του 21ου Συνεδρίου έρχονται να επιβεβαιώσουν πλήρως την κενότητα αυτής της «στροφής». Στο σχετικό απόσπασμα (θέση 16 του 2ου Κειμένου), αναφέρεται ότι «η τουρκική επιθετικότητα κλιμακώθηκε με την αμφισβήτηση των συνόρων σε Αιγαίο και Έβρο, την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας δεκάδων νησιών του Αιγαίου, την επιδίωξη να αποκτήσει τμήμα τής ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, που με βάση τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας δεν της ανήκει. Σε αυτήν την κατεύθυνση το τουρκικό κράτος ανακήρυξε τη λεγόμενη “Γαλάζια Πατρίδα”, υπέγραψε το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο με την εγκάθετη ηγεσία της Λιβύης, το οποίο καταπατά τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Επίσης, ενίσχυσε τις υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά, στρατιωτικές ασκήσεις, έρευνες ή και γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και στις ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου, ανακίνησε μειονοτικά ζητήματα, «εργαλειοποίησε» το Μεταναστευτικό και Προσφυγικό, αξιοποιώντας τη συμφωνία με την ΕΕ».

Το απόσπασμα αυτό έρχεται σε συνέχεια μιας ολόκληρης περιόδου που το ΚΚΕ κράτησε μία εθνικιστική —και άρα προδοτική για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης— στάση γύρω από τα ελληνοτουρκικά. Πρώτον, η φρασεολογία τού παραπάνω αποσπάσματος θα ταίριαζε απόλυτα σε κείμενο οποιουδήποτε αστού αναλυτή. Δεύτερον, είναι απαράδεκτο για ένα αριστερό κόμμα να παρουσιάζει σαν «ουδέτερες» ή κοινώς αποδεκτές έννοιες όπως ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα κ.λπ., οι οποίες όπως είναι γνωστό είναι καθολικά αμφισβητήσιμες και ερμηνεύονται κατά το δοκούν από την εκάστοτε αστική τάξη. Τρίτον, αποτελεί εμφανή λαθροχειρία η παρουσίαση του τούρκικου καπιταλισμού ως «επιθετικού», αποκρύπτοντας την εξίσου επιθετική φύση της ελληνικής αστικής τάξης.[1] Και τελευταίο, αλλά και σημαντικότερο, είναι παραπάνω από απαράδεκτη η χρησιμοποίηση της φράσης «κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας», μιας φράσης που συσκοτίζει ότι τα λεγόμενα «εθνικά δικαιώματα» σε μια καπιταλιστική χώρα είναι πρώτα απ’ όλα τα δικαιώματα των καπιταλιστών να εκμεταλλεύονται τους «συμπατριώτες» τους εργάτες, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος να τους στείλουν να σκοτωθούν πολεμώντας γι’ αυτό το δικαίωμα! Και εδώ το ΚΚΕ έρχεται να ολοκληρώσει αυτήν τη στάση λέγοντας ότι «Το Κόμμα μας υπερασπίζεται τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων, ως αναπόσπαστο στοιχείο της πάλης για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου». Πρόκειται για την άρνηση ακόμη και των θέσεων του 19ου και 20ου Συνεδρίου, αλλά κυρίως του λενινισμού, για τη γνωστή απάτη του «πατριωτικού αγώνα με ταξικό πρόσημο», που επίσης εξακολουθεί να είναι προσφιλής και σε τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, σε τελική ανάλυση για την πλήρη στοίχιση πίσω από το αφήγημα και τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης.

Για τη στάση του ΚΚΕ στις συνθήκες της πανδημίας και της καραντίνας

Στο κείμενο των θέσεων υπάρχει διάχυτος ένας εξωραϊσμός της πολιτικής και της δράσης του ΚΚΕ στην περίοδο της πανδημίας. Επειδή όμως πρόκειται για καταγεγραμμένα γεγονότα, η αλήθεια είναι ότι το ΚΚΕ, ιδιαίτερα την περίοδο του πρώτου lock down, που ήταν και το πιο σκληρό για το κίνημα, ήταν το κόμμα που:

α) «κατάπιε αμάσητη» τη χουντική απαγόρευση της κυκλοφορίας (δεν εξέδωσε ούτε μια ανακοίνωση διαμαρτυρίας), αντίθετα υιοθέτησε διάφορες παραλλαγές του «Μένουμε Σπίτι» (που φυσικά όπως αποδείχτηκε καμία σχέση δεν έχει με τα αναγκαία μέτρα προστασίας της υγείας του πληθυσμού που πρέπει να εφαρμοστούν). Με άλλα λόγια, υποτάχθηκε στην παράλυση του εργατικού κινήματος.

β) υποτάχτηκε στην επιβολή του «γύψου» στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, και όταν αποφάσισε να βγει από το καβούκι του, την Πρωτομαγιά, το έκανε δι’ αντιπροσώπων, χωρίς να καλέσει τον κόσμο να διαδηλώσει, κερδίζοντας γι’ αυτό, και για ακόμη μια φορά, τα εύσημα των αστικών ΜΜΕ. Κι αυτό λίγο πολύ συνεχίστηκε και στο Πολυτεχνείο, με κορύφωση στην διαδήλωση για τον Γρηγορόπουλο όπου κατέβηκε με αντιπροσωπεία.

γ) σκόρπισε τον αποπροσανατολισμό σε διάφορους χώρους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πρότασή του στους φοιτητικούς Συλλόγους των Ιατρικών σχολών για εθελοντική εργασία των φοιτητών στα νοσοκομεία: πατώντας δηλαδή σε ένα υπαρκτό αίσθημα αλληλεγγύης που (καλώς) είχε ένα μεγάλο κομμάτι νέων και εργαζομένων, συσκοτίζοντας όμως το πραγματικό πρόβλημα, δηλαδή την ταξική διαχείριση της πανδημίας από τη ΝΔ και την εγκατάλειψη.

δ) κράτησε, περισσότερο από κάθε αριστερό κόμμα, μια παθητική και πολλές φορές θετική στάση απέναντι στη λαίλαπα της τηλεργασίας, με πιο κατάπτυστη στους εκπαιδευτικούς του Δημόσιου Τομέα, αλλά και αλλού (φοιτητές κ.λπ.), μέχρι να αποφασίσει —λίγο πριν το τέλος του πρώτου lock down— ότι τηλεκπαίδευση και τηλεργασία αποτελούν θανάσιμους κινδύνους.

Για τη στάση του ΚΚΕ στο εργατικό/συνδικαλιστικό κίνημα

Οι θέσεις για το 21ο Συνέδριο έρχονται να επιβεβαιώσουν και το έλλειμμα στρατηγικής που υπάρχει σε σχέση με το συνδικαλιστικό, όπως και ευρύτερα με το εργατικό κίνημα, αλλά και ότι η καταστροφική πολιτική του ΚΚΕ στο πεδίο αυτό θα συνεχιστεί και μάλλον θα ενταθεί.

Η σημαντική κρίση από την οποία διέρχεται το εργατικό κίνημα αποδίδεται (πέρα από αντικειμενικούς λόγους) στην πολιτική της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ), το οποίο είναι σωστό, αποσιωπά όμως την τεράστια ζημιά που έχει προκαλέσει στην ενότητα του εργατικού/συνδικαλιστικού κινήματος το ΠΑΜΕ, με τις επιπλέον διαιρέσεις που εισάγει στις γραμμές των εργαζομένων.

Το ΚΚΕ, μέσω του ΠΑΜΕ, όχι μόνο έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης γι’ αυτήν την κατάσταση, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην υπέρβασή της με ένα σχέδιο αγώνων, που είναι και ο βασικός όρος για το ξεπέρασμα του καρκινώματος της συνδικαλιστικής –αστικοποιημένης– γραφειοκρατίας, αλλά ψαρεύει στα θολά νερά αυτής της κατάστασης: εκμεταλλεύεται τη δυνατότητά του να συγκεντρώνει ακόμα κάποιους αριθμούς, όχι όμως προς μια ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, αλλά για να μοιράσει στα συνδικάτα και τις ομοσπονδίες τις καρέκλες με τους υπόλοιπους γραφειοκράτες, προχωρώντας ορισμένες φορές μακρύτερα και από αυτούς σε μεθόδους εκφυλιστικές για το εργατικό κίνημα, με χαρακτηριστικότερες τις εικόνες από το τελευταίο συνέδριο της ΓΣΕΕ.

Επίλογος

Είναι προφανές, ότι τα ζητήματα που ανακύπτουν από τις θέσεις για το Συνέδριο του ΚΚΕ, σε μια τόσο πλούσια από εξελίξεις περίοδο, είναι πολύ περισσότερα από αυτά που χωρούν σε ένα ή δύο άρθρα. Ακόμα πιο σίγουρο είναι ότι τα αδιέξοδα που επισημαίνονται σε αυτά τα άρθρα, φαίνονται πολύ πιο εκτεταμένα στη ζωντανή ταξική πάλη, αυτήν αλλά και την επόμενη περίοδο. Για το εργατικό κίνημα, η ανασυγκρότησή του είναι ζωτικός όρος για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την κολοσσιαία επίθεση που εξαπολύουν αστικά κόμματα, ΕΕ, κεφάλαιο. Όπως επίσης, ότι αυτή η ανασυγκρότηση μπορεί να συμβεί μόνο χέρι-χέρι με μια ανασυγκρότηση/ανασύνθεση υπέρ μιας ταξικής, αγωνιστικής, εν τέλει επαναστατικής πολιτικής. Στη διαδικασία αυτή, το ΚΚΕ θα αποτελέσει ένα από τα πιο σημαντικά αναχώματα, εγκλωβίζοντας —παρά τη διαφαινόμενη κρίση του— όχι αμελητέους αριθμούς εργαζομένων και νέων στη ρεφορμιστική πολιτική του, που στην ουσία είναι στις μέρες μας μια πολιτική ήττας. Η διαπάλη και η ήττα αυτής της πολιτικής είναι στην επόμενη περίοδο ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα των δυνάμεων που αναφέρονται στο κίνημα.

[1]   Σαφώς και ο τουρκικός καπιταλισμός είναι «επιθετικός», και στοχεύει στην κεφαλαιοποίηση των ήδη αλλαγμένων υπέρ του συσχετισμών. Ωστόσο, ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός είναι αντιδραστικός και από τις δύο πλευρές. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας το πολύ σημαντικό στοιχείο ότι η στρατηγική επιδίωξη της ελληνικής μπουρζουαζίας είναι πλέον η μετατροπή της σε μαντρόσκυλο των ιμπεριαλιστών στην περιοχή, μόνο «αμυντική» δεν μπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς!