ΕΞΟΡΙΣΤΗ ΣΤΗ ΣΙΒΗΡΙΑ, Μαργαρέτε Νοϋμαν
Χρονολογία: Νοέμβριος 2006
Σελίδες: 281
Τιμή: 12 ευρώ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι «Εκδόσεις Εργατική Πάλη» επανεκδίδουν το βιβλίο της Μαργκαρέτε Μπούμερ-Νόυμαν, Εξόριστη στη Σιβηρία, που είχε πρωτοκυκλοφορήσει στην χώρα μας, από της εκδόσεις «Νέοι Στόχοι» πριν πολλά χρόνια. Στο βιβλίο της η Νόυμαν εξιστορεί την ιστορία της σύλληψης του συζύγου της Νόυμαν και τις προσωπικές οδυνηρές εμπειρίες της στις σταλινικές φυλακές και στρατόπεδα. Επίσης, μέσα από την προσωπική της μαρτυρία αποκαλύπτεται ένα μέρος της ασύλληπτης θηριωδίας του Σταλινισμού. Όπως και το έργο Ο κατηγορούμενος, του Αλεξάντρ Βάισμπεργκ – Συμπύλσκι, Αυστριακού σοφού που γνώρισε παράλληλη τύχη με την Νόυμαν (τις σταλινικές διώξεις και την παράδοση στη Γκεστάπο), αποτελεί μια από τις πιο αξιόλογες και αξιόπιστες μαρτυρίες για μερικές πτυχές της μεγάλης «εκκαθάρισης», της φοβερής σταλινικής τρομοκρατίας των χρόνων 1936 – 1938. Η γενναία φωνή της Νόυμαν, όπως και άλλων, βοήθησε να αποκαλυφθεί το μέγεθος των θυμάτων των σταλινικών «εκκαθαρίσεων», κομμουνιστές αντιπολιτευόμενοι ή ανύποπτοι αθώοι ή ακόμη και πιστοί οπαδοί του Στάλιν και του σταλινικού καθεστώτος, που υπολογίζονται σε δέκα ως είκοσι εκατομμύρια άτομα! Και μ’ αυτή την έννοια είναι μια τεράστια προσφορά στην αλήθεια, στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα και το Σοσιαλισμό.
Το βιβλίο της Νόυμαν τελειώνει με την παράδοσή της από την Γκεπεού στην Γκεστάπο, όπως έγινε με χιλιάδες γερμανούς κομμουνιστές που είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ρωσία μετά την άνοδο του φασιστών στην εξουσία και την υπογραφή του συμφώνου φιλίας και ειρήνης Στάλιν-Χίτλερ. Έμεινε σε γερμανικό στρατόπεδο πέντε χρόνια και γλίτωσε τελικά το 1945 με την κατάρρευση του χιτλερισμού. Τη ζωή της εκεί την περιγράφει σ’ ένα άλλο βιβλίο της: Ράβενσμπρουκ (από το όνομα του στρατοπέδου). Τέλος είναι σημαντικό και το βιβλίο της για την Κομμουνιστική Διεθνή από το 1919 ως το 1943, δηλαδή από το χρόνο που ο Λένιν και ο Τρότσκι την ίδρυσαν σαν όργανο της παγκόσμιας επανάστασης ως τότε που ο Στάλιν τη διέλυσε για να ευχαριστήσει τους «δημοκρατικούς» ιμπεριαλιστές συμμάχους του).
Η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν προέρχονταν από οικογένεια με μοναρχικές πεποιθήσεις. Εντάχθηκε στην Κομμουνιστική Νεολαία της Γερμανίας το 1921 και στο Κομμουνιστικό Κόμμα το 1926. Πήγε πρώτη φορά στην ΕΣΣΔ το 1931 σαν αντιπρόσωπος του ΚΚΓ στο γιορτασμό της Πρωτομαγιάς και πάλι το 1932 με τον σύζυγό της Χάιντς Νόυμαν που ήτανε βουλευτής στο Ράιχσταγκ και υψηλόβαθμο στέλεχος (μέλος του Πολιτικού Γραφείου) του κόμματος. Το 1934 ο Νόυμαν συλλαμβάνεται στην Ελβετία, όπου είχαν καταφύγει αυτός και Μαργκαρέτε μετά ένα σύντομο ταξίδι στην Ισπανία. Οι ελβετικές αρχές, αφού κράτησαν τον Νόυμαν 7 μήνες στη φυλακή, δεν τον παρέδωσαν στη χιτλερική κυβέρνηση που ζητούσε την έκδοση του, αλλά τον επιβίβασαν μαζί με τη γυναίκα του σ’ ένα ρωσικό πλοίο.
Έτσι, το Μάη του 1935 το ζευγάρι ξαναβρίσκεται στη Μόσχα, αλλά ο σταλινικός μηχανισμός θεωρεί τον Νόυμαν «ένοχο» για παρέκκλιση, ύποπτο για «τροτσκισμό» και τον πιέζει να κάνει «αυτοκριτική». Τι είχε συμβεί όμως ανάμεσα στα 1932 και στα 1935, χρονολογίες που προσδιορίζουν τις δυο τελευταίες μεταβάσεις του Νόυμαν στη Μόσχα;
Όπως είναι γνωστό στη Γερμανία το 1933 είχε ανέβει στην εξουσία ο χιτλερισμός, συντρίβοντας κάτω από το σιδερένιο τακούνι του όλες τις κατακτήσεις και της οργανώσεις (κοινωνικές και πολιτικές) της εργατικής τάξης και επιταχύνοντας το βηματισμό του γερμανικού ιμπεριαλισμού προς το Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Το δρόμο για το θρίαμβο του ναζισμού είχαν ανοίξει με την πολιτική τους τα δυο μεγάλα εργατικά κόμματα της χώρας: το σοσιαλδημοκρατικό και το κομμουνιστικό κόμμα. Η Σοσιαλδημοκρατία, που το 1918 – 1919 πρόδωσε την εργατική επανάσταση και είχε δολοφονήσει την Ρόζα Λούξενμπουργκ και τον Καρλ Λήμπκνεχτ, υποστήριζε τώρα τις αστικές δημοκρατικές κυβερνήσεις (Μπρύνιγκ) που καταπίεζαν το λαό και υποκλίνονταν μπροστά στους φασίστες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα ταλαντεύονταν αδιάκοπα ανάμεσα στον καιροσκοπισμό και τον τυχοδιωκτισμό. Οι μεγαλύτερες ευθύνες βαρύνουν, ασφαλώς, το κόμμα εκείνο που μιλούσε στο όνομα του επαναστατικού μαρξισμού και επηρέαζε τα πιο προχωρημένα πολιτικά και μαχητικότερα τμήματα του προλεταριάτου: το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Το 1928, οι γερμανικές οργανώσεις της εργατικής τάξης ήταν οι μεγαλύτερες και ισχυρότερες στον κόσμο. Τα ελεύθερα συνδικάτα είχα 5 εκατομμύρια μέλη, έναντι μόλις 690.000 μέλη που είχαν τα καθολικά συνδικάτα το 1931, και ελέγχονταν σε συντριπτικό βαθμό από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD). Το σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είχε 1.021.000 μέλη, εφημερίδες με μαζική κυκλοφορία, 9.000 τοπικές οργανώσεις, παραστρατιωτικές οργανώσεις και έλεγχε απόλυτα την Πρωσία (κυβέρνηση και κρατικό μηχανισμό). Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) είχε 130.000 μέλη. Την ίδια περίοδο ο Χίτλερ και οι φασίστες είχαν ελάχιστες δυνάμεις κυρίως στη Βαυαρία. Αυτή η κατάσταση είχε την αντανάκλασή της και στις εκλογές. Το 1928 το ΚΚΓ πήρε 3.300.000 ψήφους, η Σοσιαλδημοκρατία 9.150.000 ψήφους (ένας από τους ηγέτες της, ο Μύλλερ, σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού και επιπλέον είχε τον έλεγχο της τοπικής κυβέρνησης της Πρωσίας), ενώ οι φασίστες πήραν μόλις 800.000.
Όμως, το κραχ του 1929 και η ύφεση που ακολούθησε άλλαξε δραματικά την κατάσταση. Χιλιάδες εργοστάσια έκλεισαν με αποτέλεσμα ο αριθμός των ανέργων να εκτιναχτεί στα ύψη: το 1929 οι άνεργοι ήταν 1,3 εκατομμύρια, το 1930 3 εκατομμύρια, τον επόμενο χρόνο 4,3 εκατομμύρια, το 1932 5,1 εκατομμύρια για να φτάσουν στις αρχές του 1933-λίγο πριν ο Χίτλερ καταλάβει την εξουσία-πάνω από 6.000.000 εκατομμύρια. Ολόκληρα τμήματα μεσαίων και μικροαστικών στρωμάτων χρεοκόπησαν και ρίχτηκαν στη φτώχεια. Η καταστροφή των αγροτών ήταν ακόμη μεγαλύτερη, λόγω ραγδαίας πτώσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Και επίσης ζητήματα που άλλοτε θεωρούνταν δευτερεύοντα, όπως η Συνθήκη των Βερσαλιών (η ταπεινωτική συνθήκη που αναγκάστηκε να υπογράψει στις 28 Ιουνίου 1919 η Γερμανία μετά την ήττα της στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο), ήρθαν στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής.
Αποτέλεσμα της νέας κατάστασης ήταν η πτώση (Μάρτης του 1930) της κυβέρνησης Μύλλερ, λόγω της ανικανότητάς της να αντιμετωπίσει την κρίση. Στις εκλογές που ακολούθησαν οι φασίστες αύξησαν τη δύναμή τους κατά 800%! φτάνοντας τις 6.400.000 ψήφους, το ΚΚΓ αύξησε την εκλογική επιρροή του μόλις κατά 40% φτάνοντας τις 4.600.000 ψήφους, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες συγκέντρωσαν 7.000.000 ψήφους σημειώνονταν σημαντική πτώση σε σχέση με τις εκλογές του 1928. Από δω και πέρα η άνοδος των ναζί ήταν ραγδαία σε όλα τα επίπεδα. Στις εκλογές της 31 Ιουλίου 1932 οι φασίστες πήραν 13,7 εκατομμύρια ψήφους! (το ΚΚΓ αύξησε κατά μερικές χιλιάδες ψήφους τη δύναμή του φτάνοντας τα 5,3 εκατομμύρια, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες σημείωσαν νέα μικρή πτώση. Το σημαντικό όμως ήταν η σταδιακή επικράτηση των ναζίδων στη «μάχη των δρόμων», δηλαδή στις καθημερινές συγκρούσεις-συνήθως αιματηρές-των SA και SS με τους κομμουνιστές και σοσιαλιστές εργάτες όπως και με τα συνδικάτα και διάφορες μειονότητες (Εβραίους, αθίγγανους κλπ). Επιπλέον η ενίσχυση και η δράση των φασιστών έστρεψε σιγά-σιγά προς αυτούς, τμήματα της αστικής τάξης και του κρατικού μηχανισμού που τους παρείχαν υποστήριξη, χρήματα και οπλισμό.
Ενώ ο Χίτλερ ήταν, τώρα, έτοιμος για το μεγάλο χειρουργείο, οι ηγέτες των εργατικών κομμάτων και των συνδικάτων βρίσκονταν σ’ άλλο κόσμο, σκορπούσαν τη σύγχυση στους οπαδούς τους και παρέλυαν το γερμανικό προλεταριάτο που διατηρούσε ακόμη τεράστιες δυνάμεις. Ο Ρούντολφ Χίλφερντιγκ (πρώην μαρξιστής) ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών δήλωνε «Η νομιμότητα είναι η καταστροφή (του Χίτλερ) …Η εικόνα της ανίκητης δύναμης έχει σπάσει, η παρακμή του έχει αρχίσει…», και ο Κάουτσκι χαρακτήριζε την υποστήριξη στους φασίστες «μια προσωρινή μόδα». Ο Τέλμαν, ηγέτης του ΚΚΓ, αμέσως μετά τις εκλογές της 31 Ιουλίου δήλωνε, «Το ΚΚΓ ήταν ο μόνος νικητής των εκλογών της 31 Ιουλίου» και ο Ρέμμελλε κόμπαζε «Δεν φοβόμαστε τους φασίστες κυρίους». Τον επίλογο της τραγωδίας και της προδοσίας τον έγραψαν οι ηγέτες των συνδικάτων, τον Απρίλιο του 1933, (ο Χίτλερ ήταν ήδη Καγκελάριος), με δήλωσή τους στην επίσημη εφημερίδα των συνδικάτων «…η νίκη του Εθνικοσοσιαλισμού, αν και κερδίθηκε ενάντια σ’ ένα κόμμα που συνηθίσαμε να θεωρούμε σαν την ενσάρκωση του σοσιαλισμού, είναι και δική μας νίκη γιατί σήμερα το σοσιαλιστικό καθήκον είναι καθήκον για όλο το έθνος».
Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Χίτλερ ορίστηκε πρωθυπουργός. Μέχρι το τέλος του ίδιου έτους, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το ΚΚΓ και τα συνδικάτα είχαν τεθεί εκτός νόμου, οι ηγέτες τους καθώς και δεκάδες χιλιάδες σοσιαλιστές, κομμουνιστές και μέλη των συνδικάτων δολοφονήθηκαν, συνελήφθηκαν και ρίχτηκαν στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Όλα αυτά ήταν μια τραγική επαλήθευση των αναλύσεων και της κριτικής στην ολέθρια σταλινική γραμμή στη Γερμανία του Τρότσκι (σ’ ολόκληρη την περίοδο 1930 – 1933) με μια σειρά έργα του: «Η στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η κατάσταση στη Γερμανία», «Ενάντια στον εθνικοσοσιαλισμό», «Το κλειδί της διεθνούς κατάστασης είναι στη Γερμανία», «Ενιαίο εργατικό μέτωπο κατά του φασισμού», «Και τώρα;», «Ο μόνος δρόμος» κ.α. Ποια ήταν η γραμμή του Στάλιν και της Κομμουνιστικής Διεθνούς που οδηγούσε το ΚΚΓ στις 12 Μαΐου 1933, όταν οι φασίστες είχαν καταλάβει όλα τα κτίρια των συνδικάτων, κατασχέσει την περιουσία τους και συλλάβει τους ηγέτες τους (τον επόμενο μήνα έθεσαν εκτός νόμου το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το ίδιο), να δηλώνει: «Ο πλήρης εξοβελισμός των σοσιαλφασιστών από τον κρατικό μηχανισμό και η βίαιη καταστολή των εντύπων τους δεν αλλάζει το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν τώρα όπως και πριν το κύριο κοινωνικό στήριγμα της δικτατορίας του κεφαλαίου». Ή προηγούμενα, το ΚΚΓ να ψηφίζει μαζί με τους φασίστες στο λεγόμενο «κόκκινο δημοψήφισμα της Πρωσίας» το 1931 ενάντια στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Ή ο ηγέτης του Τέλμαν να συκοφαντεί τον Τρότσκι «σαν πράκτορα της Γκεστάπο και του Χίτλερ» επειδή καλούσε για ενιαίο εργατικό μέτωπο για να εξοντωθεί ο κίνδυνος του φασισμού.
Το καλοκαίρι του 1928, στο 6ο Συνέδριο της Διεθνούς ο Στάλιν (μαζί με τον Μπουχάριν) άλλαξε απότομα γραμμή-όπως το συνήθιζε άλλωστε-και διακήρυξε την λεγόμενη «τρίτη περίοδο» της «ραγδαίας ανάπτυξης των αντιθέσεων στην παγκόσμια οικονομία», της «μεγίστης όξυνσης της γενικής της γενικής καπιταλιστικής κρίσης» που θα οδηγούσε «αυτομάτως» σε πολέμους και επαναστάσεις (δες το βιβλίο του Τρότσκι, Η Τρίτη Διεθνή μετά τον Λένιν). ( Η περίοδος μεταξύ 1917-1925 θεωρούνταν «πρώτη περίοδος» της καπιταλιστικής αστάθειας, η περίοδος 1925-1928 «δεύτερη περίοδος» της καπιταλιστικής σταθεροποίησης που περιλάμβανε κοινή δράση με μη επαναστατικές δυνάμεις σε βάρος της ανεξαρτησίας των κομμουνιστικών Κομμάτων). Σύμφωνα μ’ αυτή την ανάλυση η τακτική άλλαξε πλήρως και γύρισε στο αντίθετό της. Όχι μόνο εγκαταλείφθηκε η πολιτική της άκριτης υποστήριξης σε μη επαναστατικές δυνάμεις και «αριστερούς» Σοσιαλδημοκράτες, αλλά και η οποιαδήποτε συνεργασία μαζί τους. Γιατί «ανακαλύφθηκε» ότι τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν αντιδραστικά, ότι ελάχιστα διέφεραν από τους φασίστες ή όπως έγραφε ο Στάλιν σ΄ ένα κείμενό του «η σοσιαλδημοκρατία και ο φασισμός είναι δίδυμα αδέλφια»! Αυτό το περισπούδαστο τσιτάτο του Στάλιν η Κομιντέρν το επεξεργάστηκε παραπέρα: «Σε χώρες που υπάρχουν ισχυρά Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ο φασισμός παίρνει την ιδιαίτερη μορφή του σοσιαλφασισμού…)! και παρακάτω «Είναι γεγονός ότι αυτή (η «αριστερή» πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας) υποστηρίζει με ενθουσιασμό την πολιτική του σοσιαλφασισμού»!
Μ΄ αυτές τις ανοησίες και την καταστροφική και προδοτική πολιτική οδηγήθηκε το γερμανικό προλεταριάτο στη σφαγή για να επακολουθήσει λίγα χρόνια αργότερα ολόκληρη η ανθρωπότητα. Το σταλινικό καθεστώς της ΕΣΣΔ δεν υπάρχει πια. Κατάρρευσε κάτω από τις ίδιες τους τις αντιφάσεις και την πολιτική των σταλινικών ηγετών. Παρ΄ όλα αυτά υπάρχουν ακόμη άνθρωποι-ευτυχώς όλο και λιγότεροι-που υποστηρίζουν αυτές της πολιτικές και γενικότερα το Στάλιν και την πολιτική του. Και γ΄ αυτό το λόγο το βιβλίο της Νόυμαν είναι επίκαιρο, ιδιαίτερα για τις νεότερες γενιές. Κινητήρας για την ανθρώπινη πρόοδο δεν είναι οι προπαγανδιστικοί μύθοι οποιασδήποτε κρατικής εξουσίας, αλλά η αλήθεια και μόνο η αλήθεια.
Εργατική Πάλη