Το Χονγκ Κονγκ μετά την εξέγερση (του Au Loong-Yu)
Μεταφρασμένο άρθρο του International Viewpoint, 8/5/2020
Για τρίτη φορά μετά την παράδοση του Χονγκ Κονγκ από τη βρετανική αποικιακή κυριαρχία στην κινεζική, η περιοχή συνταράχθηκε από διαμαρτυρίες το 2019. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους στην κινητοποίηση της 9ης Ιουνίου, την οποία κάλεσε το Μέτωπο Πολιτικών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ένας συνασπισμός ομάδων υπέρ της δημοκρατίας, στην μεγαλύτερη διαδήλωση από το 1997. Τρεις μέρες αργότερα, δεκάδες χιλιάδες μασκοφόροι διαδηλωτές περικύκλωσαν το κεντρικό κυβερνητικό συγκρότημα του νησιού του Χονγκ Κονγκ για να αποτρέψουν τη συνεδρίαση των νομοθετών.
Υπό συζήτηση βρισκόταν ένα νομοσχέδιο που επέτρεπε την έκδοση υπόπτων, κατοίκων του Χονγκ Κονγκ για να δικάζονται σε κινέζικα δικαστήρια στην ηπειρωτική χώρα. Όμως το κίνημα εμβαθύνθηκε σε εξέγερση σε όλη την πόλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα ενάντια στις ολοένα και αυξανόμενες καταπατήσεις δικαιωμάτων από την κεντρική κυβέρνηση του Πεκίνου. Τους επόμενους έξι μήνες, πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον 750 διαμαρτυρίες με συνολική συμμετοχή δεκατριών εκατομμυρίων ανθρώπων – κατά μέσο όρο, περίπου τέσσερις κινητοποιήσεις ημερησίως με συμμετοχή 17.000 ανθρώπων, σε μια πόλη 7,5 εκατομμυρίων. Μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου, έχουν καταγραφεί επίσημα 15.072 επιθέσεις με δακρυγόνα από την αστυνομία (πάνω από 80 την ημέρα), 10.010 λαστιχένιες σφαίρες, 1.999 ρίψεις άλλες σφαίρες άμυνας (green bean), (70 ανά ημέρα) και 279 χειροβομβίδες. Πάνω από 8.000 άτομα έχουν συλληφθεί ως τώρα σε όλη την πόλη.
Με τις μεγάλες διαδηλώσεις να έχουν υποχωρήσει και με την κυβέρνηση μπροστά σε μια νέα επίθεση, αυτό το άρθρο εξετάζει τις τελευταίες κινήσεις του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος και αξιολογεί τα δυνατά και αδύνατα σημεία του κινήματος υπεράσπισης της δημοκρατίας.
——————————————————————————————–
Το Γραφείο συνδέσμου της κινεζικής κυβέρνησης με το Χονγκ Κονγκ και το Γραφείο Υποθέσεων του Μακάο έχουν ερμηνεύσει εκ νέου τον Βασικό Νόμο του Χονγκ Κονγκ (γνωστό και ως το «μίνι σύνταγμα» του), υποστηρίζοντας ότι έχουν το δικαίωμα να επιβλέπουν τις υποθέσεις της περιοχής, παρά το άρθρο 22 που απαγορεύει την παρέμβαση του Πεκίνου.
Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα έχει ήδη προβεί σε δυναμική επίθεση στον Ντένις Κουόκ, έναν παν-δημοκρατικό νομοθέτη, επειδή παρεμπόδισε την κατάθεση ενός νομοσχεδίου που, εάν εγκριθεί, θα ποινικοποιήσει την προσβολή του εθνικού ύμνου. Η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ, η οποί κατά γενική ομολογία θεωρείται ότι ότι ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες του Πεκίνου, έχει συλλάβει 15 γνωστούς παν-δημοκρατικούς πολιτικούς για συμμετοχή σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.[1] Παρόλο που τα παν-δημοκρατικά κόμματα δεν ηγήθηκαν της εξέγερσης του Χονγκ Κονγκ το 2019, το Πεκίνο τους θεωρεί προδότες εξαιτίας της συμπάθειάς τους προς το κίνημα. Τα αντίποινα είναι μια επίθεση σε ολόκληρο το κίνημα.
Το Πεκίνο χρησιμοποιεί την κάλυψη της πανδημίας για να συνεχίσει την επίθεσή του ενάντια στην αυτονομία του Χονγκ Κονγκ. Έχει ωθήσει επανειλημμένα την επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας του Χονγκ Κονγκ Κάρι Λαμ να καταθέσει ένα νομοσχέδιο εθνικής ασφάλειας «για να απαγορεύσει οποιαδήποτε πράξη προδοσίας, απόσχισης, καταστολής, ανατροπής κατά της Κεντρικής Λαϊκής Κυβέρνησης», όπως απαιτείται από το Άρθρο 23 του Βασικού Νόμου. Το 2003, το Πεκίνο προσπάθησε αλλά ηττήθηκε σε αυτήν την προσπάθεια αφού 500.000 διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους. Εάν προσπαθήσει ξανά, αυτή θα γίνει η επόμενη μάχη μας.
Το Πεκίνο δεν θα ησυχάσει έως ότου ενσωματωθεί πλήρως το Χονγκ Κονγκ στην κινεζική κυριαρχία και όλες οι περιορισμένες ελευθερίες μας έχουν εξαλειφθεί. Αλλά το Κομμουνιστικό Κόμμα αντιμετωπίζει εμπόδια.
Πρώτο (εμπόδιο) αποτελούν οι αντιφρονούντες δημόσιοι υπάλληλοι, που έχουν γίνει πιο πολιτικοποιημένοι. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του περασμένου έτους, υπήρξε ένα ισχυρό ρεύμα αντίστασης στις τάξεις τους. Λίγο μετά το περιστατικό της 21ης Ιουλίου στη Γουέν Λονγκ (όταν η αστυνομία συνεννοήθηκε με τη μαφία για να επιτεθεί σε αθώους διασυνοριακούς εργαζόμενους), δημόσιοι υπάλληλοι από το Τμήμα Μετανάστευσης, μαζί με πυροσβέστες και ιατρούς, κατέκριναν ανοιχτά την αστυνομία. Ακολούθησε ανοιχτή επιστολή από περισσότερους από 100 δημόσιους υπαλλήλους από 23 τμήματα που εξέφρασαν τις ίδιες ανησυχίες.
Στη συνέχεια, 400 εκτελεστικοί αξιωματούχοι από διάφορα τμήματα έγραψαν επιστολή στην Κάρι Λαμ καταδικάζοντας την αστυνομία. Ακολούθησαν περισσότεροι από 100 διοικητικοί υπάλληλοι. Ενθαρρυμένοι από τους διοικητικούς υπαλλήλους, οι δημόσιοι υπάλληλοι από δύο «ευαίσθητες» υπηρεσίες – το Γραφείο Ασφαλείας και το τμήμα εισαγγελίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης – εξέφρασαν επίσης διαφωνίες. Ακόμη και στο Γραφείο Καινοτομίας και Συντονισμού Πολιτικών, που ιδρύθηκε από την Κάρι Λαμ το 2017 και το θεωρούσε ως την καρδιά για την ανάπτυξη της πολιτικής της κυβέρνησης, υπάρχει ένας τοίχος του Λένον[2] με αφίσες που ζητούσαν ανεξάρτητη έρευνα για την αστυνομία.
Αυτή η εσωτερική ρήξη εντός της κυβέρνησης τελικά εξελίχθηκε σε μια συγκέντρωση 40.000 δημοσίων υπαλλήλων στις 2 Αυγούστου. Ο Μάικλ Νγκάν ήταν ένας από τους κύριους διοργανωτές αυτής της διαμαρτυρίας, η οποία έθεσε τη μαζική βάση για την Ένωση Νέων Δημοσίων Υπαλλήλων, που ιδρύθηκε τον Νοέμβριο. Προς τα τέλη Αυγούστου, αντιφρονούντες δημόσιοι υπάλληλοι στο Υπουργείο Δικαιοσύνης χτύπησαν ξανά εναντίον της αστυνομίας.
Στην αστυνομία, υπήρχε επίσης ένα μικρό ρεύμα ανυπακοής. Αργότερα αναφέρθηκε ότι περισσότεροι από 400 αξιωματικοί παραιτήθηκαν κατά τη διάρκεια διαμαρτυριών κατά της έκδοσης και ότι σημειώθηκε πτώση 40% στον αριθμό των νέων προσλήψεων τον τελευταίο χρόνο. Μια δραματική υπόθεση σχετικά με αντιφρονούντες αστυνομικούς αποκαλύφθηκε στις 17 Ιανουαρίου, όταν πιάστηκε ένας 31χρονος αστυνομικός, μαζί με τη φίλη του και τη μητέρα της, οι οποίοι έβαζαν «παράνομες» αφίσες που κατήγγειλαν τον νέο επικεφαλή της αστυνομίας Κρις Τανγκ για αστυνομική βία.
Ένα δεύτερο εμπόδιο αποτελεί η ανεξάρτητη δικαστική αρχή. Ο βασικός νόμος επιτρέπει στο Χονγκ Κονγκ να διατηρεί τους δικούς του βρετανικούς αποικιακούς νόμους, γεγονός που δίνει την εξουσία της επιδίκασης στο Εφετείο. Ένα μεγάλο μέρος των αποικιακών νόμων είναι πολύ σκληροί και καταπιεστικοί. Ωστόσο, το νομικό σύστημα εξακολουθεί να είναι πολύ καλύτερο από αυτό που έχουν στην ηπειρωτική Κίνα, όπου στην πράξη οι γραμματείς των κομμάτων είναι αυτοί που αποφασίζουν. Τα κινεζικά δικαστήρια έχουν σχεδόν 100 τοις εκατό ποσοστό καταδίκης. Το 2017, τα ποσοστά καταδίκης του Χονγκ Κονγκ ήταν 53% στο ειρηνοδικείο, 69% στο πλημμελειοδικείο και 65% στο Πρωτοδικείο.
Το υπουργείο που μισεί περισσότερο το Πεκίνο είναι το ICAC (ανεξάρτητη επιτροπή κατά της διαφθοράς), ο φύλακας κατά της διαφθοράς. Τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν πολλές φήμες ότι το Πεκίνο προσπαθεί να απαλλαχθεί από τους ανώτερους αξιωματούχους του. Το Πεκίνο έχει επίσης διαμαρτυρηθεί για τη βρετανική επιρροή στο ICAC. Αλλά η βρετανική επιρροή στο Χονγκ Κονγκ δεν αφορά τη θεσμική εξουσία και το προσωπικό στα τμήματα. Εάν σε ορισμένους πολίτες του Χονγκ Κονγκ λείπει η αποικιακή κυβέρνηση και κουνάνε τη σημαία της, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Μανδαρίνοι του Πεκίνου και οι κατώτεροι αξιωματούχοι τους είναι τέρατα-ζόμπι σε σύγκριση με τους βρετανούς αποικιακούς ηγέτες. Δεν μου λείπει η αποικιακή κυβέρνηση, αλλά ο αντιαποικιοκρατισμός δεν πρέπει να μας εμποδίσει να κατανοήσουμε σωστά την πραγματική δύναμη των Βρετανών ή της Δύσης γενικά.
Η δύναμή της στο Χονγκ Κονγκ δεν έγκειται στη χρηματοδότηση διαδηλωτών ή στην ανάπτυξη κατασκόπων, αλλά στην «μαλακή εξουσία» της – στην πολιτιστική ηγεμονία, μια σύγχρονη προσέγγιση στην πολιτική πειθώ, σχετικά καλές πρακτικές διακυβέρνησης κ.λπ. Εάν ένας σημαντικός αριθμός δημόσιων υπαλλήλων στο ICAC και άλλων κυβερνητικών υπουργείων συνεχίζουν να βλέπουν το Ηνωμένο Βασίλειο ως πρότυπο βέλτιστων πρακτικών, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Ο βασικός νόμος το 1990 ήταν η παραχώρηση του Πεκίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ και όχι μια πραγματική υπόσχεση στους λαούς του Χονγκ Κονγκ ότι θα μπορούσαν να διατηρήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Το Πεκίνο μας αντιμετώπιζε πάντα με περιφρόνηση. Έπρεπε να το παραχωρήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ για να αποκτήσει εισιτήριο εισόδου στον παγκόσμιο καπιταλισμό γενικά και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου ειδικότερα. Το πέτυχε και τώρα αισθάνεται αρκετά ισχυρό για να ανακαλέσει τις υποσχέσεις του.
Το τελευταίο εμπόδιο είναι η ευρεία πολιτική αντίθεση στην κατάληψη της χώρας από το Πεκίνο. Αλλά το κίνημα έχει δυνατότητες και αδυναμίες. Οι παν-δημοκράτες σκοπεύουν να κερδίσουν την πλειοψηφία στις επόμενες νομοθετικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Το σχέδιό τους είναι να ασκήσουν βέτο στον προϋπολογισμό για να δημιουργήσουν μια συνταγματική κρίση που θα αναγκάσει το Πεκίνο να παραδεχτεί τις πέντε απαιτήσεις του κινήματος – που περιλαμβάνουν την παραίτηση της Κάρι Λαμ, την εφαρμογή καθολικής ψηφοφορίας για τις εκλογές του Νομοθετικού Συμβουλίου και για την εκλογή του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας.
Πιστεύω ότι, ενώ πρέπει να λάβουμε μέρος στις εκλογές, δεν πρέπει να αποθέτουμε όλες τις ελπίδες μας σε αυτές. Όχι απλώς και μόνο επειδή υπάρχει ένα θεσμικό εμπόδιο για την επίτευξη της πλειοψηφίας (το πολιτικό σύστημα έχει σχεδιαστεί για να το εμποδίσει, για αυτό πρέπει ακόμη να αγωνιστούμε για την καθολική ψηφοφορία), αλλά και επειδή το Πεκίνο δεν θα μείνει με σταυρωμένα χέρια να παρακολουθεί τους παν-δημοκράτες να κερδίζουν την πλειοψηφία.
Τα γεγονότα των τελευταίων έξι ετών είναι αρκετά για να μας διδάξουν ότι το Πεκίνο μπορεί να χρησιμοποιήσει τα πιο δραστικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των εξωδικαστικών απαγωγών. Επίσης, ερμήνευσε εκ νέου τον Βασικό Νόμο, ακυρώνοντας νομοθέτες και ούτω καθεξής. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μπορεί απλώς να εκδώσει το νόμο περί εθνικής ασφάλειας εκ μέρους του Χονγκ Κονγκ και, στη συνέχεια, να το χρησιμοποιήσει για να διώξει τους παν-δημοκρατικούς υποψηφίους. Πολλοί από τους δρακόντειους νόμους από την αποικιακή περίοδο εξακολουθούν να ισχύουν. Ακόμα και χωρίς νέο νόμο για την εθνική ασφάλεια, η Κάρι Λαμ θα μπορούσε να διώξει τους παν-δημοκράτες πολιτικούς και νομοθέτες.
Είμαι της άποψης ότι πρέπει να ενοποιήσουμε το κίνημα της αντιπολίτευσης από τα κάτω. Αυτήν τη στιγμή, δεν είναι εύκολο να επαναλάβουμε μαζικές κοινωνικές διαμαρτυρίες. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε αυτήν την ευκαιρία για να αντλήσουμε διδάγματα από την εξέγερση του 2019. Όσο μεγάλο και αν ήταν το κίνημα, παρουσίασε επίσης πολλές αδυναμίες. Η λατρεία της νεολαίας για τον αυθορμητισμό μερικές φορές έφτασε στο σημείο να είναι εχθρική σε κάθε οργάνωση και εκπροσώπηση. Ως εκ τούτου, όπως συνέβη στο Κίνημα της Ομπρέλας του 2014, εκατομμύρια διαδηλωτές από την εξέγερση του 2019, του 2020, είναι το ίδιο ατομικοποιημένοι όπως πριν – καμία οργάνωση, καμία κατάλληλη δημόσια συζήτηση και διαβούλευση, επομένως δεν υπάρχει κατάλληλη κατεύθυνση για την πολιτική αυτό-εκπαίδευση των μαζών.
Το θετικό είναι ότι έχει εμφανιστεί ένα στρώμα νέων εργαζομένων που ζητά τα νέα συνδικάτα να προετοιμαστούν για μελλοντικές απεργίες. Είναι ως επί το πλείστον επαγγελματίες και υπάλληλοι γραφείου σε ηλικία περίπου κοντά στα τριάντα, έξω από τα παραδοσιακά συνδικάτα. Τον περασμένο Οκτώβριο, αυτοί οι νέοι συνδικαλιστές ίδρυσαν ένα κανάλι telegram [3] «ενωμένο μέτωπο για μια ισχυρή γενική απεργία δύο εκατομμυρίων», του οποίου στόχος ήταν να δημιουργηθούν νέα συνδικάτα για να επιτεθούν ενάντια στην κυβέρνηση. Πολύ σύντομα, το κανάλι έφτασε στους 80.000 συνδρομητές, με 42 νέα συνδικάτα να ιδρύονται. Ένας από αυτούς είναι η Συμμαχία Εργαζομένων Νοσοκομειακής Αρχής, η οποία απασχολεί 40.000 μέλη. Κατά την Κινέζικη Πρωτοχρονιά, η ένωση κάλεσε μια πενταήμερη απεργία για να απαιτήσει το κλείσιμο των συνόρων κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κοροναϊού. Σε αυτή συμμετείχαν χιλιάδες μέλη.
Πολλοί αγωνιστές πιστεύουν ότι ο σκοπός της ένωσης είναι να ξεκινήσει μια πολιτική γενική απεργία εναντίον της κυβέρνησης στο κοντινό μέλλον. Άλλοι, όμως, πιστεύουν ότι η ίδρυση νέων συνδικάτων ήταν απλώς ένας τρόπος για να αποκτήσει η αντιπολίτευση περισσότερες ψήφους στην Εκτελεστική Εκλογική Επιτροπή (σύμφωνα με τον Βασικό Νόμο, τα εργατικά συνδικάτα έχουν έναν μικρό αριθμό εδρών σε αυτήν την επιτροπή, η οποία «εκλέγει» τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας του Χονγκ Κονγκ). Εκείνοι με τον τελευταίο προσανατολισμό μπορεί να έχουν μια πολύ διαφορετική ατζέντα από εκείνους με τον προηγούμενο, γεγονός που φαίνεται από την επανειλημμένη έμφαση ότι ο εχθρός τους είναι η κυβέρνηση της Κάρι Λαμ και όχι τα αφεντικά. Αυτές οι δύο ατζέντες είναι αμοιβαία αποκλειόμενες. Η οικοδόμηση ενός σωματείου που μπορεί να απεργήσει απαιτεί μια ισχυρή ένταξη και αγώνα από τη βάση των εργαζομένων, με υψηλά επίπεδα οικονομικών εισφορών προς το σωματείο για να υποστηριχθεί το σωματείο κατά τη διάρκεια απεργίας. Η οικοδόμηση ενός σωματείου απλώς για να κερδηθεί μια ψήφος στην «εκλογή» του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας απαιτεί ένα σωματείο να πληροί μόνο τις βασικές νομικές προϋποθέσεις για την ένταξη (επτά μέλη είναι το μόνο που χρειάζεστε στο Χονγκ Κονγκ) και εγγραφή – το αντίθετο της οικοδόμησης ισχυρών συνδικάτων. Μέσα στο νέο συνδικαλιστικό κίνημα έχει γίνει λίγη σοβαρή συζήτηση σχετικά με αυτές τις διαφορές στους σκοπούς και τις προϋποθέσεις.
Επίσης, εκείνοι που επικεντρώνονται στις προεδρικές εκλογές μπορεί όλο και περισσότερο να προσελκύονται σε ένα παιχνίδι αριθμών. Είναι εκπληκτικό να βλέπουμε ότι, κατά τους πρώτους τρεις μήνες του 2020, υπήρχαν 1.578 νέες αιτήσεις εγγραφής συνδικάτων, 100 φορές αύξηση από το 2019. Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι ένα σημαντικό ποσοστό προέρχεται από μέλη υπέρ του Πεκίνου που είναι επίσης ανυπόμονα να συμμετάσχουν σε αυτόν τον διαγωνισμό ίδρυσης νέων συνδικάτων χωρίς πραγματική βάση.
Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν επίσης νέα συνδικάτα με πραγματική βάση, όπως η Συμμαχία Εργαζομένων της Νοσοκομειακής Αρχής. Σε γενικές γραμμές, αυτό το νέο συνδικαλιστικό κίνημα καθοδηγείται από χιλιάδες αγωνιστές που ήταν άπειροι αλλά αφοσιωμένοι. Ο τρόπος ενοποίησης αυτού του νέου εργατικού κινήματος είναι το πρωταρχικό ερώτημα για το εάν το δημοκρατικό κίνημα πρόκειται να ανακάμψει ξανά στο μέλλον.
[1] The Guardian, 18 Απριλίου 2020, “Police in Hong Kong arrest 15 activists amid autonomy warnings ”
[2] Υποσημείωση μεταφραστή: Οι «τοίχοι του Λένον» εμπνευσμένοι από το Τοίχος του Τζον Λένον στην Πράγα- ένα έργο γκράφιτι το οποίο αποτέλεσε φόρο τιμής στο καλλιτέχνη των Μπήτλς αλλά και τρόπος έκφρασης της δυσφορίας ενάντια στο σταλινικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας στις αρχές της δεκαετίας του 1980- αποτελούν επίσης καλλιτεχνικό σύμβολο του κινήματος της Ομπρέλας στο Χονγκ Κονγκ.
[3] Υποσημείωση μεταφραστή: πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης με έμφαση στην ανταλλαγή μηνυμάτων