Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός (σειρά άρθρων της Εργατικής Πάλης) – Α΄ Μέρος: Το ιστορικό υπόβαθρο

Δημοσίευση από την Εργατική Πάλη του Ιανουαρίου – Το σημερινό πλαίσιο της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης θα αποτελέσει το θέμα ενός δεύτερου άρθρου (φύλλο Φεβρουαρίου), ενώ η απάντηση του εργατικού κινήματος και των επαναστατών θα απασχολήσει το τρίτο και τελευταίο άρθρο (φύλλο Μαρτίου).

Η διαμόρφωση του Ελληνικού και Τουρκικού κράτους σχεδόν στη σημερινή τους μορφή βασίζεται στη Συνθήκη της Λοζάνης (1923), που αποτέλεσε την καταγραφή του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στα δυο κράτη την περίοδο αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα του ελληνικού καπιταλισμού στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Το ελληνικό κράτος, για μια περίοδο σχεδόν 100 χρονών μετά την ίδρυσή του, ακολούθησε μια επεκτατική πολιτική (η λεγόμενη Μεγάλη Ιδέα, παρόμοια βέβαια με ανάλογες πολιτικές άλλων βαλκανικών χωρών την ίδια εποχή) σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία σε μεγάλη παρακμή πλέον πάλευε να διασωθεί από την προσπάθεια διάλυσής της τόσο από τους ιμπεριαλιστές όσο και από τα εθνικά κινήματα που αναπτύσσονταν στα εδάφη της. Η ιδεολογική αιχμή της Ελληνικής άρχουσας τάξης ήταν η απελευθέρωση των ελληνικών πληθυσμών (που τις περισσότερες φορές ήταν μειοψηφία στα εδάφη αυτά!), αλλά στην πράξη ήθελε να ενοποιήσει τα δυναμικά τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου που βρίσκονταν διάσπαρτα στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η σύγκρουση κορυφώθηκε στη δεκαετία 1912–22 (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία), οπότε η Ελλάδα επεκτάθηκε σε ένα μεγάλο κομμάτι της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκμεταλλευόμενη την συμμαχία της με τους δυτικούς ιμπεριαλισμούς που διαμοίραζαν τα ιμάτια της αυτοκρατορίας. Μάλιστα επιχείρησε να επιβάλει συντριπτική ήττα στην προσπάθεια των Τούρκων (Κεμάλ Ατατούρκ) να ιδρύσουν το τουρκικό εθνικό κράτος πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αξιοποιώντας τη Συνθήκη των Σεβρών (1920), που της έδινε την περιοχή της Σμύρνης και της Ανατολικής Θράκης, με μια τυχοδιωκτική πολεμική προσπάθεια να φτάσει μέχρι την Άγκυρα, έχοντας την πρόσκαιρη στήριξη των Άγγλων ιμπεριαλιστών, που ήθελαν να διατηρήσουν τον έλεγχο των στενών του Βοσπόρου και να εξασφαλίσουν τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Η ήττα του ελληνικού καπιταλισμού είχε σαν συνέπεια να υπογραφτεί η Συνθήκη της Λοζάνης, η οποία στην ουσία επικύρωσε την ίδρυση του Τουρκικού κράτους (και μάλιστα με όρους αστικοδημοκρατικούς και κοσμικούς), διαμόρφωσε περίπου τα σημερινά σύνορα με την Τουρκία και έδωσε στους ιμπεριαλιστές (Άγγλους και Γάλλους ) τις πλούσιες περιοχές της Συρίας, του Λιβάνου και του Ιράκ. Τα σύνορα με την ΕΣΣΔ είχαν ήδη καθορισθεί με χωριστές συμφωνίες με τους Μπολσεβίκους που στήριξαν τον Κεμάλ στη διαμάχη του με τους ιμπεριαλιστές. Για τους λαούς, η Συνθήκη της Λοζάνης ήταν καταστροφική, αφού 1,3 εκατομμύρια χριστιανοί και μισό εκατομμύριο μουσουλμάνοι πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, οι Κούρδοι έχασαν τη δυνατότητα να έχουν ανεξάρτητο κράτος, η Κύπρος το ίδιο, η Μέση Ανατολή πέρασε στα ληστρικά χέρια και την καταπίεση των ιμπεριαλιστών αποικιοκρατών.

Στη συνέχεια ακολούθησε μια περίοδος συγκρότησης των δυο καπιταλισμών με επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και την ανάπτυξη της βιομηχανίας στο εσωτερικό τους. Στο Μεσοπόλεμο, δεν υπάρχει αντικείμενο σύγκρουσης, κάτι το οποίο επικυρώνεται με το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας ανάμεσα στο Βενιζέλο και τον Ινονού το 1930. Ωστόσο η Συνθήκη της Λοζάνης θα υποστεί στην πορεία αρκετές αλλαγές και θα προκαλέσει συγκρούσεις, παρά το γεγονός ότι και οι δυο άρχουσες τάξεις θα μιλούν στο όνομα της διατήρησής της, ερμηνεύοντάς την όμως σύμφωνα με τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Το 1936, με την συνθήκη του Μοντρέ, η Τουρκία αποκτάει δικαίωμα κυριαρχίας επί των Στενών και στρατιωτικοποίησής τους, ενώ παράλληλα τα χωρικά ύδατα επεκτείνονται από τα 3 ναυτικά μίλια στα 6, διαμορφώνοντας το σημερινό στάτους στη ναυσιπλοΐα ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο, το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Αυτό το στάτους περιλαμβάνει και τον έλεγχο της δυνατότητας της ΕΣΣΔ να έχει έξοδο στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, πράγμα που καθιστά τους δυο καπιταλισμούς σημαντικούς για τον ιμπεριαλισμό. Θα υπάρξουν όμως συγκρούσεις σε ότι αφορά:

α) Την στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και των απέναντι παραλίων, τα οποία δεν προβλέπονταν από τη Συνθήκη της Λοζάνης.

β) Την ένταξη των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τόσο σε ότι αφορά την στρατιωτικοποίησή τους, όσο και σε ότι αφορά το καθεστώς βραχονησίδων (όπως τα Ίμια).

γ) Τον εθνικό εναέριο χώρο, που επεκτάθηκε μονομερώς από την Ελλάδα το 1931 από τα 3 ν.μ. στα 10, αποτελώντας έτσι τη μοναδική χώρα στον κόσμο που έχει εθνικό εναέριο χώρο μεγαλύτερο από τα χωρικά της ύδατα (σε αυτή τη διένεξη οφείλονται οι λεγόμενες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τα τουρκικά αεροπλάνα, δεδομένου ότι τα 10 ν.μ. δεν αναγνωρίζονται από την Τουρκία).

δ) Την καταπάτηση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων που ορίζει η συνθήκη της Λοζάνης και οι οποίοι εξαιρέθηκαν από την εθνοκάθαρση του 1923 (Δυτική Θράκη, Τσάμηδες στην Ήπειρο, Χριστιανοί στην Ισταμπούλ).

ε) Τα χωρικά ύδατα, τα οποία με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982 μπορούν να επεκταθούν από τα 6 ν.μ. στα 12, πράγμα όμως που δεν αποδέχεται η Τουρκία και θεωρεί την οποιαδήποτε ενέργεια σε αυτήντην κατεύθυνση «αιτία πολέμου». Στην ουσία πρόκειται για σημαντική διαφορά, που δεν αφορά μόνο τα ελληνοτουρκικά, αλλά το σύνολο της ναυσιπλοΐας στην περιοχή. Με τα χωρικά ύδατα στα 6 ν.μ. τα διεθνή ύδατα αποτελούν το 56% του Αιγαίου, τα ελληνικά το 35% και τα τουρκικά το 8,8%. Αν γίνει η επέκταση, τα διεθνή ύδατα θα περιοριστούν 26,1%, τα ελληνικά θα πάνε στο 63,9% και τα τουρκικά στο 10%. Το Αιγαίο γίνεται ελληνική περίκλειστη θάλασσα, πράγμα που αποκλείεται να δεχτούν όχι μόνο ο τουρκικός καπιταλισμός αλλά και όλοι οι ιμπεριαλιστές!

στ) Την υφαλοκρηπίδα, η οποία ορίζεται στα 200 ν.μ. από την ακτογραμμή και υπάρχει αυτοδίκαια –δεν χρειάζεται δηλαδή κάποια κήρυξη– και αφορά την εκμετάλλευση του πυθμένα και του υπεδάφους, χωρίς όμως τα ύδατα αυτά να αποτελούν εθνική κυριαρχία.

ζ) Την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), η οποία ταυτίζεται με την υφαλοκρηπίδα σε έκταση αλλά αφορά την υπερκείμενη υδάτινη στήλη και την επιφάνειά της και απαιτεί απόφαση κήρυξης ανάμεσα στα κράτη που εμπλέκονται. Με βάση αυτούς τους ορισμούς, η Ελλάδα έχει δικαιώματα εκμετάλλευσης σε όλο το Αιγαίο και την Νοτιοανατολική Μεσόγειο μέχρι την Κύπρο (εξαιτίας της ύπαρξης του Καστελόριζου) και η Τουρκία περιορίζεται σε μια στενή ζώνη στα παράλιά της! Έτσι, όμως, η υφαλοκρηπίδα ενός μικρού νησιού μερικών εκατοντάδων κατοίκων παρέχει στην Ελλάδα ΑΟΖ σε μια θαλάσσια περιοχή, η οποία βρίσκεται απέναντι από ακτές με εκατομμύρια κατοίκους. Από την άλλη μεριά, η Τουρκία δεν αναγνωρίζει στα νησιά το δικαίωμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, πράγμα που σημαίνει ότι στο Αιγαίο η υφαλοκρηπίδα θα καθοριστεί από τις ηπειρωτικές ακτογραμμές, άρα θα μοιραστεί στα δυο (εγκλωβίζοντας στην τουρκική ΑΟΖ πολλά ελληνικά νησιά), ενώ στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο η Τουρκία θα πρέπει να καθορίσει την ΑΟΖ της με τη Λιβύη και την Αίγυπτο, οπότε η Ελλάδα και η Κύπρος δεν θα έχουν καθόλου ή ελάχιστα δικαιώματα.

Στην φάση του Ψυχρού Πολέμου, οι δυο χώρες θα ενταχτούν στο ΝΑΤΟ το 1952 και θα αποτελέσουν κομβικό στρατηγικό εξάρτημα του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος (και ιδιαίτερα των ΗΠΑ) ενάντια στην ΕΣΣΔ. Ο ελληνικός καπιταλισμός θα διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στο Αιγαίο λόγω της καλύτερης οικονομικής κατάστασης (ραγδαία ανάπτυξη 1960–73). Η σύγκρουση θα αφορά την Κύπρο και την αρχική προσπάθεια του ελληνικού καπιταλισμού για Ένωση, η οποία γρήγορα θα εγκαταλειφθεί στο όνομα της ανακήρυξης της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας (συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου 1960). Ωστόσο, η προσπάθεια της ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης κάτω από την καθοδήγηση του ελληνικού «εθνικού κέντρου» να επιβληθεί πάνω στην τουρκοκυπριακή μειονότητα, σε συνδυασμό με τις τουρκικές διεκδικήσεις στο νησί , τις επιδιώξεις των Άγγλων ιμπεριαλιστών (αρχικά, να διατηρήσουν την αποικία τους – στη συνέχεια να διατηρήσουν τις βάσεις τους) και τον ανταγωνισμό ΕΣΣΔ και ΗΠΑ για τον έλεγχο του «αβύθιστου αεροπλανοφόρου» που έλεγχε τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο , θα οδηγήσουν στο πογκρόμ του 1955 ενάντια στους Έλληνες της Ισταμπούλ, σε δεκάδες σφαγές Τουρκοκυπρίων και συγκρούσεις πάνω στο νησί και βέβαια στην εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 (σε απάντηση του πραξικοπήματος της ελληνικής χούντας ενάντια στην κυπριακή δημοκρατία, με στόχο την απόλυτη ταύτιση της με το «εθνικό κέντρο» και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό). Η εισβολή θα διχοτομήσει το νησί –καθεστώς που παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα–, παρόλα αυτά το Κυπριακό θα πάψει να αποτελεί το κύριο πρόβλημα της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εξακολουθεί να την επηρεάζει έμμεσα.

Η χούντα από το 1973 αρχίζει να διαλαλεί τις δυνατότητες εξόρυξης πετρελαίου από το Αιγαίο, σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει και τις δυσκολίες που θέτει στο ελληνικό καπιταλισμό η αρχή του παγκόσμιου μακρού κύματος κάμψης στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η Τουρκία, τόσο λόγω των πετρελαίων (είναι απόλυτα εξαρτημένη σε θέματα ενέργειας από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αεριού και οι ανάγκες της αυξάνονται συνεχώς μέχρι σήμερα) όσο και λόγω της ανόδου της στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, ασφυκτιά από την περικύκλωση της Ελλάδας στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο επιζητά την επαναδιαπραγμάτευση του στάτους στο Αιγαίο. Έτσι, δίνει εντολές για έρευνες για υδρογονάνθρακες στο Αιγαίο μέσα στη θεωρούμενη ελληνική υφαλοκρηπίδα, την οποία δεν αποδέχεται όμως η Τουρκία. Αυτή θα είναι η κύρια αιτία σύγκρουσης στο εξής. Το 1976, το ερευνητικό σκάφος ΧΟΡΑ θα βγει στο Αιγαίο και θα μπει στην «ελληνική» υφαλοκρηπίδα, προκαλώντας την γνωστή φράση του Παπανδρέου «Βυθίσατε το ΧΟΡΑ». Η κυβέρνηση Καραμανλή θα προτιμήσει να απαντήσει με διπλωματικούς όρους, προσφεύγοντας τόσο στον ΟΗΕ όσο και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, χωρίς καμία ιδιαίτερη επιτυχία και με μόνο αποτέλεσμα το Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο καθορίζει ότι οι δυο χώρες θα απέχουν από πρωτοβουλίες σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα που θα υπονόμευαν το κλίμα των διαπραγματεύσεων. Ουσιαστικά και οι δυο χώρες θα απείχαν από έρευνες για πετρέλαιο στο Αιγαίο, πράγμα που αλλοιώνει την ελληνική κυριαρχία σε αυτό. Το 1981, η κυβέρνηση Παπανδρέου θα ακολουθήσει πιο «επιθετική» πολιτική σταματώντας τις διαπραγματεύσεις και εντείνοντας τους εξοπλισμούς –που παρά την κρίση μόνιμα κατατρώγουν τον ελληνικό προϋπολογισμό σε ποσοστά μεγαλύτερα από τον μέσο όρο των χωρών του ΝΑΤΟ και σε βάρος της υγείας, παιδείας κ.λπ.–, με αποκορύφωμα την κρίση του 1987, όταν το ίδιο ερευνητικό σκάφος (μετονομασμένο σε ΣΙΣΜΙΚ) βγαίνει και πάλι στο Αιγαίο για να ακολουθήσει η κινητοποίηση του ελληνικού στρατού, η απειλή στους Αμερικάνους ότι θα κλείσει τη βάση στη Νέα Μάκρη και η συνεννόηση με την Βουλγαρία (μέλος τότε του Συμφώνου της Βαρσοβίας). Αυτά προκαλούν μεν την υποχώρηση της Τουρκίας, αλλά και την έναρξη διαλόγου, που θα καταλήξει στη Συμφωνία του Νταβός, η οποία προέβλεπε διαπραγματεύσεις εφ’ όλης της ύλης από εκεί που το ΠΑΣΟΚ δεν διαπραγματευόταν τίποτα! Ο Παπανδρέου αργότερα θα χαρακτηρίσει την συμφωνία mea culpa (λάθος μου)!

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη που ακολούθησε θα προτιμήσει μια στρατηγική διαλόγου με την Τουρκία επικεντρώνοντας την προσοχή της στα βόρεια σύνορα (Μακεδονικό), στα πλαίσια των αλλαγών στα Βαλκάνια από την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού και της ΕΣΣΔ.

Η επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία το 1993 θα συνδυαστεί με μια πιο επιθετική αντιμετώπιση, με κύριο χαρακτηριστικό το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας Κύπρου, που προέβλεπε ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου θα αντιμετωπιζόταν σαν συνολική απειλή για την Ελλάδα. Ωστόσο, οι αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης από την οικονομική κρίση και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ υποβαθμίζουν την οικονομική σημασία του ελληνικού καπιταλισμού η πρώτη, την γεωστρατηγική του σημασία η δεύτερη, αφού παύει πλέον να αποτελεί το σύνορο μεταξύ των δυο «στρατοπέδων». Η Τουρκία ανέρχεται οικονομικά, ενώ η θέση της, ο όγκος της, οι πολιτισμικές της διεισδύσεις και η στρατιωτική της ισχύ της προσδίδουν μεγάλη σημασία για τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, στην προσπάθεια τους να ενσωματώσουν τους λαούς των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας (παντουρκικό τόξο). Αυτά γίνονται ιδιαίτερα φανερά στην κρίση των Ιμίων το 1996, όταν ο Σημίτης θα ευχαριστήσει τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, οι οποίοι θα αποτρέψουν την ελληνική άρχουσα τάξη και τα πολιτικά και στρατιωτικά της επιτελεία από μια δυναμική αναμέτρηση στο Αιγαίο για την κυριότητα δυο βραχονησίδων (εντάσσοντας πλέον στις ελληνοτουρκικές διαφορές και τις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες»), αποκαλύπτοντας τόσο τις νέες δυνατότητες της Τουρκίας όσο και την στήριξή της από τους ιμπεριαλιστές. Παράλληλα, το νέο καθεστώς στην Τουρκία με το ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν στην εξουσία, το οποίο μάχεται το Κεμαλικό βαθύ κράτος, και την πολιτική του δόγματος Νταβούτογλου (διεκδίκηση από την Τουρκία ενός παγκόσμιου στρατηγικού ρόλου σαν μια «ήπια δύναμη», που καθιστά τη χώρα «νησίδα δημοκρατίας, οικονομικής ευημερίας και πολιτικής σταθερότητας», η οποία επιδιώκει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίλυση περιφερειακών κρίσεων και να πρωταγωνιστήσει στο διάλογο μεταξύ Δύσης και ισλαμικού κόσμου), επιζητά άμεσα πολιτικούς και οικονομικούς συμμάχους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σαν αποτέλεσμα αυτών των νέων δεδομένων, η κυβέρνηση Σημίτη θα ακολουθήσει μια πολιτική συνεννόησης με την Τουρκία, που θα φθάσει μέχρι και τα όρια της αποδοχής μιας συγκυριαρχίας με τον τουρκικό καπιταλισμό στην περιοχή των Βαλκανίων και του Αιγαίου. Θα αξιοποιήσει την θέση της στην ΕΕ (αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι, Δεκέμβριος του 1999) σαν όχημα για να ενταχθούν τόσο η Τουρκία (θεωρώντας όπως προέβλεπαν οι αποφάσεις ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα εξαρτηθούν και από την επίλυση των ελληνοτούρκικων διαφορών, αλλιώς αυτές θα παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης), όσο και την Κύπρο (χωρίς προηγούμενη λύση του Κυπριακού). Ήδη από το 1998 το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα με την Κύπρο ξεχάστηκε και οι S–300 που είχαν αγοραστεί από τη Ρωσία εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη και «παροπλίστηκαν», φέρνοντας μάλιστα σε ρήξη την ελληνοκυπριακή ηγεσία με την ελληνική. Παράλληλα προωθήθηκε το σχέδιο Ανάν, που μετέτρεπε την Κύπρο σε προτεκτοράτο των ιμπεριαλιστών χωρίς καμμιά ουσιαστική πρόοδο στα ζητήματα της διχοτόμησης, ενώ τον Φεβρουάριο του 1999 η Ελλάδα παρέδωσε τον κούρδο ηγέτη Οτσαλάν στο τουρκικό κράτος, σε μια πράξη που αγγίζει τα όρια της προδοσίας του Κουρδικού λαού!

Ωστόσο, το 2004 ο ελληνοκυπριακός λαός θα καταψηφίσει το σχέδιο Ανάν με μια στάση που περιλάμβανε τόσο αντιιμπεριαλιστικά κριτήρια, όσο όμως και κριτήρια εθνικής υπερβολής και άρνησης συνεργασίας με τους Τουρκοκυπρίους. Ενώ η νέα κυβέρνηση του Καραμανλή θα διστάσει να συνεχίσει τον διάλογο και να καταφύγει στη Χάγη στα πλαίσια των αποφάσεων του Ελσίνκι, δεδομένου, όπως ήδη είπαμε, ότι τίποτα δεν εξασφάλιζε ότι οι αποφάσεις του θα ικανοποιούσαν τις ελληνικές θέσεις. Αντίθετα, η ιστορία στις αποφάσεις της Χάγης δείχνει ότι ναι μεν αποδέχεται ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να ληφθεί υπόψη η θέση, το μέγεθος των νησιών και το μήκος των ακτών απέναντί τους! Έτσι για παράδειγμα στην περίπτωση της διένεξης Ρουμανίας– Ουκρανίας (2009), η απόφαση του δικαστηρίου όρισε τη ζώνη υφαλοκρηπίδας αγνοώντας τελείως το Νησί του Φιδιού! Παράλληλα, η Τουρκία όλο και περισσότερο ακολουθούσε ένα δικό της δρόμο ανάπτυξης, χωρίς να εξαρτάται άμεσα από την ΕΕ, ενώ και η ΕΕ λόγω της εσωτερικής της κρίσης δυσκολευόταν να εντάξει έναν καπιταλισμό στο μέγεθος της Τουρκίας, με αποτέλεσμα η «ευρωπαϊκή προοπτική» της Τουρκίας και οι ελληνικές ελπίδες να πάνε περίπατο.

τέλος α΄ μέρους