Ραντεβού στο Belle Epoque (του Δημήτρη Κατσορίδα)

ΡΑΝΤΕΒΟΥ σε μια ΟΜΟΡΦΗ ΕΠΟΧΗ (BELLE  EPOQUE)

 

του Δημήτρη Κατσορίδα

 

Η υποτιθέμενη επιστροφή σε μια Όμορφη Εποχή (Belle Epoque), για τον καθένα/-μια από εμάς, σημαίνει διαφορετικά πράγματα. Για τον εξηντάχρονο Βίκτορ, ο οποίος είναι κουρασμένος από την πεζότητα του σήμερα, που ο γάμος του περνάει κρίση, τον έχει διώξει η γυναίκα του επειδή τον θεωρεί ανιαρό και ανίκανο να συμβαδίσει με την εποχή του, λέγοντάς του ότι δεν τον αντέχει ενώ στην ουσία η ίδια δεν αντέχει τον εαυτό της, η επιστροφή σε μια Όμορφη Εποχή θα ήθελε να είναι στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν.

Την δυσάρεστη αυτή κατάσταση αναλαμβάνει να την ομορφύνει ο γιός του, μέσω του φίλου του, Αντουάν, ο οποίος είναι ένας νέος θεατρικός επιχειρηματίας που προσφέρει στους πελάτες του την ευκαιρία να μεταφερθούν σε όποια χρονική περίοδο θέλουν, μέσω θεατρικών τεχνασμάτων αναπαράστασης της εποχής που επιθυμούν. Ο Αντουάν, όταν ήταν μικρός, τον είχε «σώσει» ο Βίκτορ από μια δύσκολη υπαρξιακή κρίση και γι’ αυτό θεωρεί ότι του χρωστά ευγνωμοσύνη.

Ο Βίκτορ, λοιπόν, νιώθοντας ματαίωση και εγκατάλειψη, αποφασίζει να αξιοποιήσει το δώρο του γιού του, επιλέγοντας να γυρίσει στις 16 Μαϊου 1974, την ημέρα που γνώρισε τον έρωτα της ζωής του, τη γυναίκα του. Εκεί θυμάται και αναστοχάζεται, ανακαλύπτοντας ξανά την γυναίκα του και πόσο ακόμη την θέλει. Διότι, η ομορφιά δεν έχει ηλικία. Όμως, και η γυναίκα του, η Μαριάν, ανακαλύπτει εκ νέου τον Βίκτορ και πόσο τον θέλει. Ταυτόχρονα, ο Αντουάν, βοηθώντας τον Βίκτορ να σωθεί, σώζεται και εκείνος, επειδή αρχίζει να κατανοεί αν και πόσο αγαπά τη γυναίκα που συνδέεται. Και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά ακούεται το γνωστό τραγούδι, «Por una cabeza». (δείτε εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=Gcxv7i02lXc)

«….Ορκίστηκα χιλιάδες φορές να μην ξαναεπιμείνω

αλλά μόλις η ματιά της μ’ αγγίξει

τα χείλη της από φωτιά θέλω να φιλήσω άλλη μια φορά…».

 

Η ταινία με τίτλο, «Ραντεβού στο Belle Epoque», καλύπτει με διακριτικό χιούμορ μια σειρά από οικουμενικά θέματα που μας ταλανίζουν: την νοσταλγία, το πέρασμα του χρόνου και τι απομένει από αυτόν, την κρίση της μέσης ηλικίας, την κρίση των σχέσεων, τις διαφορές των εποχών, τον ίλιγγο των τεχνολογιών και την αποξένωση που προκαλούν. Από τη μια η ψυχολογική ήττα, και από την άλλη το αντίδοτό της, η Αγάπη. Τελικά, ίσως η ομορφιά της ζωής κρύβεται και στις ατέλειές της. 

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΣΚΥΛΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ»

Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, σε ποίημά του, αναζητώντας προφανώς κάποια αγάπη του, και ψάχνοντας απεγνωσμένα μήπως ακούσει ή του πουν κάτι σχετικό, απευθυνόμενος νοερά προς αυτήν καταλήγει: «[…] Και έτσι βυθίζομαι στην άβυσσο μ’ απόγνωση αφού μακριά σου έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση και εγώ έχω φτάσει εκεί και την προσμένω».

Σε ομα­δι­κή ει­κα­στι­κή Έκ­θε­ση, στο Μου­σείο Φρυ­σί­ρα, στην οποία συμ­με­τέ­χουν 38 καλ­λι­τέ­χνες από την Ελ­λά­δα και την υπό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη, και η οποία πε­ρι­λαμ­βά­νει  92 έργα Αφιε­ρω­μέ­να στη γυ­ναί­κα και στον ερω­τι­σμό του γυ­μνού γυ­ναι­κεί­ου σώ­μα­τος, ο τί­τλος της είναι δα­νει­σμέ­νος από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Μπου­κόφκ­σι: «Η αγάπη είναι ένας σκύ­λος από την κό­λα­ση».

Είναι γε­γο­νός ότι το σώμα της γυ­ναί­κας, και λι­γό­τε­ρο του άντρα, υπήρ­ξε πηγή έμπνευ­σης για καλ­λι­τέ­χνες, συγ­γρα­φείς και ποι­η­τές, ενώ «ως αντι­κεί­με­νο του πόθου, απα­σχο­λού­σε ανέ­κα­θεν την τέχνη και έχει απει­κο­νι­στεί με όλους τους πι­θα­νούς τρό­πους σε κάθε εποχή», όπως επι­ση­μαί­νε­ται στο Δελ­τίο Τύπου.

Πράγ­μα­τι, η εν λόγω Έκ­θε­ση ανα­δει­κνύ­ει όλα τα συ­ναι­σθή­μα­τα (έρωτα, πάθος, φα­ντα­σί­ω­ση, τρυ­φε­ρό­τη­τα, έλξη, εγ­γύ­τη­τα, ανα­στά­τω­ση, αμη­χα­νία κλπ.), ενώ υπάρ­χουν όλα τα θέ­μα­τα γύρω από το γυ­ναι­κείο γυμνό: γυ­ναί­κα ερω­τι­κή, αι­νιγ­μα­τι­κή, θεϊκή, εξω­τι­κή, προ­κλη­τι­κή, ποι­η­τι­κή, γλυ­κιά, μο­να­χι­κή, αν­θι­σμέ­νη.

Όμως, όλα αυτά κά­νουν την Αγάπη ένα σκύλο από την κό­λα­ση; Μπο­ρεί να είναι η αγάπη κό­λα­ση; Κό­λα­ση, σε μια «σχέση», ση­μαί­νει πολλά και εν πολ­λοίς αντι­φα­τι­κά πράγ­μα­τα: από­γνω­ση, απελ­πι­σία, κε­νό­τη­τα, φόβο, κυ­ριαρ­χία, εξάρ­τη­ση, μο­να­ξιά, εν­δο­τι­σμό άνευ όρων, και κυ­ρί­ως έλ­λει­ψη χαράς και ικα­νο­ποί­η­σης. Δη­λα­δή, είναι το αντί­θε­το της Αγά­πης, η οποία είναι νοιά­ξι­μο, μοί­ρα­σμα, φρο­ντί­δα, και διά­θε­ση ερω­τι­κού χρό­νου. Μά­λι­στα, είναι και αντι­φα­τι­κή η πα­ρο­μοί­ω­ση με «σκύλο από την κό­λα­ση», διότι ο σκύ­λος είναι ο ορι­σμός της αγά­πης, της πί­στης, της απο­δο­χής και της αφο­σί­ω­σης. Μπο­ρεί, τε­λι­κά, η κό­λα­ση να είναι αυτό που λέει ο Jean Rustin, πως «πίσω από την γοη­τεία του γυ­μνού σώ­μα­τος, υπάρ­χουν εί­κο­σι και πα­ρα­πά­νω αιώ­νες νε­κρών Χρι­στών, βα­σα­νι­σμέ­νων μαρ­τύ­ρων, αι­μα­τη­ρών επα­να­στά­σε­ων, σφα­γών, θρυμ­μα­τι­σμέ­νων ονεί­ρων, και πως μέσα στο σώμα, στην σάρκα γρά­φε­ται τε­λι­κά η ιστο­ρία των αν­θρώ­πων και ίσως και η ιστο­ρία της Τέ­χνης».

Η Αμά­ντα Μι­χα­λο­πού­λου, σε κεί­με­νό της στο Λεύ­κω­μα, το οποίο πε­ρι­λαμ­βά­νει έργα της Έκ­θε­σης, και έχει τίτλο, «Η εκ­δρο­μή των κο­ρι­τσιών που χά­θη­καν», πε­ρι­γρά­φο­ντας την προ­σω­πι­κή της αί­σθη­ση, λέει με­τα­ξύ άλλων τα εξής: «Τα γυ­ναι­κεία σώ­μα­τα είναι εγ­γυ­ή­σεις ζωής: το πρω­το­νιώ­σα­με στην εγκυ­μο­σύ­νη και μετά, όταν γεν­νή­σα­με. Πα­ρα­τη­ρή­σα­με στις κόρες μας τα στά­δια ανά­πτυ­ξης που απο­σιω­πή­σα­με, την έκρη­ξη των ορ­μο­νών, τη θη­λυ­κό­τη­τα σε όλο της το με­γα­λείο. Στο με­τα­ξύ, τα δικά μας σώ­μα­τα άρ­χι­σαν να πά­σχουν και να ωρι­μά­ζουν επι­κίν­δυ­να. Κά­ποιες από εμάς αρ­ρώ­στη­σαν, εγ­χει­ρί­στη­καν, έχα­σαν έναν μαστό ή και δύο, άρ­χι­σαν οι υστε­ρε­κτο­μές. Στον κα­θρέ­φτη άρ­χι­σε να αντι­κα­το­πτρί­ζε­ται το σώμα της μη­τέ­ρας μας: η κυτ­τα­ρί­τι­δα, η κοι­λιά, οι πρώ­τες ζάρες στον λαιμό και στο εσω­τε­ρι­κό της μα­σχά­λης. […] Με­γα­λώ­νου­με τις κόρες μας, τις κρυ­φο­κοι­τά­ζου­με όταν ντύ­νο­νται, θαυ­μά­ζου­με το σφι­χτό τσι­τω­μέ­νο δέρμα. Έτσι ήμουν κι εγώ, λέμε.

[…] Αλλά κου­βα­λά­με μέσα μας τα κο­ρί­τσια που υπήρ­ξα­με, τις πα­λιές φω­το­γρα­φί­ες μας με μαγιό. Την εκ­δρο­μή των κο­ρι­τσιών που χά­θη­καν. Άλ­λω­στε δεν χά­θη­καν. Σκιρ­τούν και ξυ­πνά­νε στην πρώτη ευ­και­ρία».