Το μεγάλο λαϊκό ΟΧΙ και η προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΩΝ ΤΟΥ ΟΧΙ  - ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

Προδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Ιούλη-Αυγούστου 2025

5 Ιουλίου 2015 – 10 χρόνια

Στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε πρώτος ως αποτέλεσμα των κοινωνικών και πολιτικών μετατοπίσεων που είχαν προκληθεί μετά το 2010 από τα Μνημόνια, με κυρίαρχη τη συρρίκνωση, τον θρυμματισμό, τη διάλυση των αστικών δυνάμεων. Οι εκλογές έδειξαν τη μαζική απαίτηση για άμεση απαλλαγή από τα Μνημόνια, το χρέος, την κηδεμονία των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών και των «αγορών». Οι υπηρέτες-εκφραστές των Μνημονίων, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και γενικά τα αστικά κόμματα, βρέθηκαν στη γωνία.

Ωστόσο, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ γύρω από τον Τσίπρα είχε από καιρό αρχίσει να μεθοδεύει τη «ρεαλιστική διακυβέρνηση» – ουσιαστικά την εξαπάτηση των λαϊκών μαζών και, στο τέλος ενός κατήφορου υποχωρήσεων, την υποταγή.

Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε αυτοδυναμία, ο Τσίπρας σχημάτισε κυβέρνηση με τους δεξιούς εθνικιστές των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Σύντομα ακολούθησε η επιβολή της πρότασης Τσίπρα να προταθεί ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Προκόπης Παυλόπουλος, που είχε πλούσια βουλευτική και υπουργική θητεία με τη ΝΔ. Αυτά βασίζονταν στη φαντασίωση ότι μπορεί να υπάρξει ανοχή ή σύμπραξη της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών-δανειστών (ή τμημάτων τους) σε μια «ήπια» μνημονιακή διαχείριση, ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να μακροημερέυσει στην εξουσία.

Στις 20 Φεβρουαρίου, ο Βαρουφάκης, υπουργός οικονομικών, με απόφαση του Τσίπρα αποδέχτηκε στο Γιούρογκρουπ μια επαίσχυντη συμφωνία, που παρέτεινε τα Μνημόνια (ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί κατάργησή τους «με ένα νόμο»), αναγνώριζε το χρέος και υποσχόταν αποχή από «μονομερή» φιλολαϊκά μέτρα, που δεν θα είχαν έγκριση των δανειστών. Έτσι ακυρωνόταν σχεδόν όλο το μετριοπαθές πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η συμφωνία δεν ήρθε στη Βουλή, αλλά επιβλήθηκε με ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα: ο πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε θετικά και ο Τσίπρας την επικύρωσε απλώς με την υπογραφή του.

Μετά τον Μάρτιο, η κυβέρνηση αποπλήρωνε κανονικά τις δανειακές δόσεις στο ΔΝΤ, στραγγίζοντας τα κρατικά ταμεία. Με μια άθλια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, δέσμευσε τα χρήματα ασφαλιστικών ταμείων, δήμων, νοσοκομείων, πανεπιστήμιων, ΟΑΕΔ κ.ά. για την αποπληρωμή ενός χρέους, που ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι πρότινος έλεγε ότι δεν είναι «βιώσιμο» και δεν πρόκειται να το πληρώσει.

Οι απανωτές υποχωρήσεις είχαν αποθρασύνει τους ιμπεριαλιστές-δανειστές των ΕΕ-ΔΝΤ. Στα τέλη Μαΐου, η ΕΕ απαίτησε νέα μνημονιακά μέτρα. Αυτό σήμαινε κατάρρευση της ανεδαφικής «στρατηγικής» του Τσίπρα/ΣΥΡΙΖΑ για «έντιμο συμβιβασμό» και «αμοιβαία επωφελή συμφωνία». Η προσπάθεια της κυβέρνησης να εξευμενίσει τους δανειστές, συνεχίζοντας τις ανύπαρκτες «διαπραγματεύσεις» και προτείνοντας ένα μικρότερο «δικό της» Μνημόνιο πέτυχε μόνο αυτοί να σκληραίνουν διαρκώς τη στάση τους. Στο μεταξύ, είχαν κινητοποιηθεί οι «Μένουμε Ευρώπη»: αστικά και ανώτερα μικροαστικά στοιχεία, ακραίοι νεοφιλελεύθεροι και μνημονιακοί, κομμάτια της ελίτ (πανεπιστημιακοί κ.ά.): με συγκεντρώσεις και με μια χυδαία προβολή από τα ΜΜΕ, απαιτούσαν άμεση αποδοχή όλων των απαιτήσεων των δανειστών.

Στις 26 Ιουνίου, ο Τσίπρας ανακοίνωσε δημοψήφισμα με ερώτημα «ΝΑΙ ή ΟΧΙ» στις απαιτήσεις της ΕΕ. Η προπαγάνδα και ο εκβιασμός των φιλομνημονιακών «δωσίλογων» υπέρ του ΝΑΙ ξεσάλωσε: ΝΔ και ΠΑΣΟΚ χαρακτήρισαν το δημοψήφισμα «πραξικόπημα», καλώντας τον Παυλόπουλο να ρίξει την κυβέρνηση όπως ο τότε βασιλιάς Γλίξμπουργκ στα Ιουλιανά του 1965. Πρώην πρωθυπουργοί, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ τάχθηκαν υπέρ του ΝΑΙ. Εργοδότες εκβίαζαν τους εργαζόμενους να συρθούν σε συγκεντρώσεις υπέρ του ΝΑΙ και ότι αν ψήφιζαν ΟΧΙ θα έχαναν τη δουλειά της. Το αστικό μπλοκ και οι ιμπεριαλιστές της ΕΕ έδωσαν τη μάχη με όλες τις δυνάμεις τους, όχι μόνο εκβιάζοντας πώς ΟΧΙ σημαίνει καταστροφή, πείνα κ.λπ. αλλά και ξεκαθαρίζοντας ότι το ταύτιζαν με την έξοδο από το ευρώ.

Ο δόλιος υπολογισμός της ηγεσίας Τσίπρα ήταν ότι θα επικρατούσε το ΝΑΙ, λύνοντάς του τα χέρια να τα βρει με τους δανειστές. Στην πραγματικότητα, συνεργαζόταν με τους ιμπεριαλιστές της ΕΕ, παίζοντας ο καθένας τον ρόλο του, ώστε από κοινού να γονατίσουν τον ελληνικό λαό. Αυτό φάνηκε και όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έκοψε τη ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, εκβιάζοντας με άμεση ανεξέλεγκτη χρεοκοπία και οικονομική καταστροφή: αντί να απαντήσει με εθνικοποίηση των τραπεζών και μέτρα ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυσε τον εκβιασμό επιβάλλοντας «κεφαλαιακούς ελέγχους» και ημερήσιο όριο αναλήψεων από τα ΑΤΜ. Εργαζόμενοι και λαϊκά στρώματα έπρεπε κάθε μέρα να στέκουν στις ουρές για μερικές δεκάδες ευρώ για τα στοιχειώδη. Ακόμα και σήμερα οι νεοφιλελεύθεροι προσπαθούν να φοβίσουν τους εργαζόμενους και τη νεολαία με αυτή την ανάμνηση.

Κόντρα σε θεούς και δαίμονες, εργαζόμενοι, φτωχά λαϊκά στρώματα και νεολαία επέδειξαν αξιοθαύμαστη αντοχή και αποθέματα αντίστασης. Το βράδι της 5ης Ιουλίου, το ΟΧΙ επικράτησε θριαμβευτικά με 61,3%. Η ταξική πόλωση της ψήφου ήταν ξεκάθαρη: στις αντίστοιχες περιοχές, οι πλούσιοι ψήφιζαν ΝΑΙ, ενώ εργαζόμενοι, λαϊκά στρώματα και ένα κύμα νεολαίας ΟΧΙ σε ποσοστά πάνω από 70%.

Οι λαϊκές μάζες έδιναν έτσι ένα χαστούκι και στη ρεφορμιστική, δειλή, ηττοπαθή πολιτική του ΚΚΕ. Αφού είχε εναντιωθεί στους αγώνες και τη ριζοσπαστικοποίηση του 2010-2015 (Κίνημα Αγανακτισμένων/Πλατειών, μαχητικές απεργίες, συγκρούσεις στους δρόμους κ.λπ.), η γραμμή του για «Άκυρο» στο δημοψήφισμα σήμαινε άρνηση να πάρει θέση και έτσι αντικειμενική στοίχιση με τις δυνάμεις του ΝΑΙ, με τη στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης. Γι’ αυτό επαναλάμβανε διαρκώς ότι «έξοδος από ευρώ/ΕΕ είναι καταστροφή».

Το ΟΧΙ άνοιγε δυνατότητες περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης. Εκ των πραγμάτων, από την πίεση της κατάστασης, της στάσης των ιμπεριαλιστών και της αστικής τάξης, της ανάγκης για λύσεις υπέρ των εργαζομένων, έμπαινε θέμα ρήξης με ευρώ/ΕΕ καθώς και ριζοσπαστικών αντικαπιταλιστικών μέτρων. Αυτό ωστόσο δεν είχε προετοιμαστεί και δεν υπήρχε ξεκάθαρα ούτε μέσα στις μάζες ούτε μέσα σε μια επαρκώς εξοπλισμένη και ριζωμένη πρωτοπορία. Έλειπε μια μαζική αξιόπιστη πολιτική δύναμη, μια ηγεσία που θα εξέφραζε και θα οργάνωνε αυτή τη δυνατότητα.

Πολλοί στην Αριστερά, ρεφορμιστές και κεντριστές, μιλάνε για την «ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα» (συχνά ανακατεύοντάς το σκόπιμα με τις συγκεντρώσεις του ΣΥΡΙΖΑ) – αλλά εκείνο το κρίσιμο διάστημα αυτή έμεινε ξεκρέμαστη, χωρίς συγκεκριμένη στόχευση, συνθήματα, μεθόδους πάλης, ηγεσία. Έτσι π.χ. η πάλη υπέρ του ΟΧΙ δεν συνοδεύτηκε από απεργιακές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις. Το ΟΧΙ εμφανιζόταν ως «τέλος», ενώ δεν θα έπρεπε παρά να είναι αρχή ενός νέου κύματος αγώνων/ριζοσπαστικοποίησης.

Μια μέρα μετά το ΟΧΙ, o Tσίπρας κάλεσε σύσκεψη των αρχηγών των κομμάτων, στην οποία όλοι (εκτός ΚΚΕ, που είχε παίξει διαφορετικά τον ρόλο του) επικύρωσαν το πραξικόπημα μετατροπής του αποτελέσματος σε ΝΑΙ, σε «εντολή για συμφωνία». Δύσκολα βρίσκει κανείς ανάλογο ιστορικό προηγούμενο καταπάτησης της λαϊκής βούλησης. 

Η πραξικοπηματική ανατροπή του ΟΧΙ σφράγισε τις εξελίξεις της επόμενης δεκαετίας. Ήταν μια μεγάλη ήττα για τις λαϊκές μάζες. Άνοιξε τον δρόμο στην αποσάθρωση του ΣΥΡΙΖΑ, στην «παλινόρθωση» της ΝΔ στην εξουσία και στο σημερινό καθεστώς Μητσοτάκη, στα Μνημόνια χωρίς αριθμό και ημερομηνία λήξης ενάντια σε όλα τα δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων και της νεολαίας. Και κυρίως έσπειρε απογοήτευση και αποπροσανατολισμό, σπάζοντας το αντιμνημονιακό μπλοκ, οδηγώντας τους εργαζόμενους και τη νεολαία να αποσυρθούν από το προσκήνιο, χτυπώντας την οργάνωση, την ενότητα, τις αγωνιστικές παραδόσεις τους – μια βασανιστική ήττα, που τα τραύματά της ακόμα επουλώνονται.

 

Δεν έφταιξε «μόνο ο Τσίπρας»

Για την έλλειψη προετοιμασίας και προσανατολισμού του κινήματος, η ευθύνη των ρεφορμιστών του ΚΚΕ καθώς και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι δεδομένη – δεν θα περίμενε κανείς οτιδήποτε άλλο. Η άκρα και επαναστατική αριστερά, πέρα από (σοβαρά) λάθη και αδυναμίες, δεν είχε αρκετές δυνάμεις, έγκαιρα συσσωρευμένες και επαρκώς εξοπλισμένες.

Αυτό κάνει ακόμα πιο μεγάλες τις ευθύνες της «αριστεράς στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ»: είτε της παλιότερης «αριστερής» πτέρυγάς του είτε των οργανώσεων που συμμετείχαν στη συγκρότηση του. Είχαν την αυταπάτη ότι η παρουσία τους μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ (Κεντρική Επιτροπή, εκλογή βουλευτών κ.ά.) μπορούσε με κάποιο μαγικό τρόπο να τον μετατρέψει σε αξιόμαχη δύναμη, λες και απέναντι δεν βρίσκονταν τα «τέρατα» της καπιταλιστικής κρίσης, της ιμπεριαλιστικής ΕΕ, της αστικής τάξης. Η αυταπάτη επεκτάθηκε στο ότι δήθεν συμμετέχουν στο μεγάλο παιχνίδι της ιστορίας, μαζί με τις μάζες, χωρίς να λείπουν οι επιθέσεις ή λοιδωρίες στις οργανώσεις της άκρας/επαναστατικής αριστεράς που συνέχιζαν τον αγώνα. Με το ψευδεπίγραφο πρόσχημα της «Ενότητας», της «Κυβέρνησης της Αριστεράς» ή ενός κακοποιημένου «Ενιαίου Μετώπου», εφάρμοσαν μια πολιτική Λαϊκού Μετώπου: εγκατάλειψη της ταξικής ανεξαρτησίας, της πολιτικής για λύση μέσα από αγώνες και ταξικές συγκρούσεις – αυταπάτη ότι η καπιταλιστική κρίση, τα Μνημόνια, η ιμπεριαλιστική ΕΕ κ.λπ. μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς μια επαναστατική πολιτική, μέσα από τις κάλπες και με μια άλλη κυβέρνηση. Σε όλα αυτά ουσιαστικά προσαρμόστηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ αντί να τον «σπρώξουν» αριστερά. Γι’ αυτό άλλωστε στο εσωτερικό του βασικά αποδέχτηκαν μέχρι τέλους όλες τις επιλογές της ηγεσίας Τσίπρα, δίνοντάς τους έτσι άλλοθι, με λίγες μόνο, αδύναμες διαφοροποιήσεις και εκκλήσεις.

Η αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ τούς επιβλήθηκε από τα πράγματα μετά το 3ο Μνημόνιο. Αλλά η έλλειψη ουσιαστικού απολογισμού για την ανάγκη μιας αριστεράς επαναστατικής, η προσαρμογή στις συνθήκες ήττας μετά το 2015 και η αναπαραγωγή από αυτές τις δυνάμεις (στην πορεία και από άλλες) σχεδόν αυτούσιας της ίδιας λογικής, έχει οδηγήσει σε διαρκή ακολουθητισμό είτε στους ρεφορμιστές είτε και σε αστικούς σχηματισμούς (ΜέΡΑ25).