20 χρόνια Ευρώ- Μέρος Ι: Ήταν μια επιτυχία; (του Μάικλ Ρόμπερτς)

Μετάφραση από το blog του συγγραφέα thenextrecession.wordpress.com – 1 Ιανουαρίου 2019

Σήμερα είναι η 20η επέτειος της καθιέρωσης του Ευρώ και της ενιαίας νομισματικής ένωσης της Ευρωζώνης. Ξεκινώντας με 11 χώρες-μέλη, δυο δεκαετίες μετά τη γέννησή της, η Ευρωζώνη μεγάλωσε έχοντας 19 χώρες-μέλη και η οικονομία της αυξήθηκε κατά 72% σε 11,2 τρισ. ευρώ (12,8 τρισ. δολάρια), όντας δεύτερη μόνο μετά την οικονομία των ΗΠΑ και τοποθετώντας την ΕΕ ως μια παγκόσμια αναγνωρίσιμη δύναμη.

Το Ευρώ χρησιμοποιείται σήμερα καθημερινά από περίπου 343 εκ. Ευρωπαίους. Εκτός Ευρώπης και άλλες χώρες[i] χρησιμοποιούν επίσης το ευρώ ως το νόμισμα τους. Και άλλα 240 εκ. άνθρωποι παγκόσμια το 2018 χρησιμοποίησαν νομίσματα που συνδέονταν με το ευρώ. Το Ευρώ είναι το δεύτερο μεγαλύτερο αποθεματικό νόμισμα[ii] όπως και το δεύτερο πιο ανταλλάξιμο[iii] νόμισμα παγκόσμια μετά το δολάριο. Tον Αύγουστο του 2018, με πάνω από 1,2 τρις ευρώ σε κυκλοφορία, το ευρώ έχει μια από τις υψηλότερες συνδυασμένες αξίες (combined values) χαρτονομισμάτων και νομισμάτων σε κυκλοφορία στον κόσμο, έχοντας ξεπεράσει ακόμη και το αμερικάνικο δολάριο.

Αυτό είναι ένα μέτρο της επιτυχίας. Αλλά δεν θεωρείται το πιο σημαντικό σημείο αναφοράς από τους ιδρυτές του. Το μεγάλο ευρωπαϊκό σχέδιο που ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε 2 στόχους: πρώτον, να εξασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξουν ποτέ ξανά άλλοι πόλεμοι μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών  και δεύτερον, να κάνει την Ευρώπη μια οικονομική και πολιτική οντότητα που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την Αμερική και την Ιαπωνία στην παγκόσμια σφαίρα. Το έργο αυτό θα καθοδηγούνταν από το γαλλο-γερμανικό κεφάλαιο. Το ευρωπαϊκό σχέδιο πήγε παραπέρα και στόχευσε στην ενοποίηση όλων των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών οικονομιών σε μια μονάδα ικανή να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ και την Ασία στον παγκόσμιο καπιταλισμό μέσω μιας ενιαίας αγοράς και με ένα αντίπαλο νόμισμα στο δολάριο.

Στο μέρος Ι, θα εξετάσω αν το Ευρώ αποτελεί μια επιτυχία για το κεφάλαιο των κρατών-μελών και αν αποτελεί καλά νέα για τους εργαζόμενους. Στο μέρος ΙΙ, θα εξετάσω αν το Ευρώ θα είναι ακόμη εδώ για άλλα 20 χρόνια.

Πως μετράμε την επιτυχία μιας ενιαίας νομισματικής ένωσης με οικονομικούς όρους; Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία ξεκινά με την έννοια των Βέλτιστων Οικονομικών Περιοχών (OCA, Optimal Currency Area). Η ουσία της θεωρίας αυτής είναι ότι η εμπορική ενοποίηση και ένα κοινό νόμισμα θα οδηγήσουν βαθμιαία σε σύγκλιση του κατά κεφαλή ΑΕΠ και της παραγωγικότητας μεταξύ των κρατών-μελών.

Η OCA ισχυρίζεται ότι είναι λογικό για εθνικές οικονομίες να μοιράζονται μια κοινή νομισματική πολιτική αν: 1) έχουν παρόμοια χρονισμένους επιχειρηματικούς κύκλους και/ή 2) έχουν ενεργοποιημένους “απορροφητές οικονομικών κραδασμών”, όπως δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, κινητικότητα εργασίας και ευέλικτες τιμές για να προσαρμόζονται σε κάθε υπερβολική διακύμανση του κύκλου. Εάν η πρώτη πρόταση μας είναι αληθής, τότε μια κοινή νομισματική πολιτική για όλους τους συμμετέχοντας, είναι εφικτή. Αν η δεύτερη πρόταση ισχύει, τότε μια εθνική οικονομία μπορεί να είναι σε διαφορετικό επιχειρηματικό κύκλο με την υπόλοιπη νομισματική ένωση και ακόμα να λειτουργεί καλά στο εσωτερικό αυτής της ένωσης. Η ισορροπία μπορεί να εξασφαλιστεί εάν υπάρχει “ευελιξία μισθών”, “κινητικότητα εργασίας” και αυτόματες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις.

Η ΕΕ έχει δείξει ένα βαθμό σύγκλισης. Οι κοινοί εμπορικοί κανόνες και η ελεύθερη κινητικότητα της εργασίας και του κεφαλαίου μεταξύ των χωρών της ΕΕ έχει οδηγήσει σε “σύγκλιση” μεταξύ των χωρών-μελών της. Η σύγκλιση σε επίπεδα παραγωγικότητας έχει επιτευχθεί τόσο ισχυρά όσο στις πλήρως ομοσπονδιοποιημένες ΗΠΑ, αν και η σύγκλιση περισσότερο ή λιγότερο σταμάτησε τη δεκαετία του ’90, όταν η ενιαία νομισματική ένωση ξεκίνησε να εφαρμόζεται.

Έτσι η κίνηση προς μια κοινή αγορά, τελωνειακή ένωση και εντέλει τις πολιτικές και οικονομικές δομές της ΕΕ αποτελούν μια σχετική επιτυχία. Η ΕΕ των 12/15 από τη δεκαετία του ’80 μέχρι το 1999 κατάφερε να επιτύχει ένα βαθμό εναρμόνισης και σύγκλισης με τις πιο αδύναμες καπιταλιστικές οικονομίες να μεγαλώνουν γρηγορότερα από τις ισχυρότερες(το γράφημα παρακάτω δείχνει την κατά κεφαλή ανάπτυξη, 1986-1999).

Αλλά αυτό γινόταν μόνο μέχρι το σημείο της αρχής της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης(ΟΝΕ) και τις προετοιμασίες γι’ αυτήν κατά τη δεκαετία του ’90. Η απόδειξη της σύγκλισης από τότε είναι πολύ λιγότερο πειστική. Σε αντίθεση, η εμπειρία της ΟΝΕ είναι αποκλίνουσα.

Η ιδέα ότι το “ελεύθερο εμπόριο” είναι ωφέλιμο για όλες τις χώρες και για όλες τις τάξεις ένα “ιερό δόγμα” των κυρίαρχων οικονομικών θεωριών. Αλλά είναι μια παραπλανητική πρόταση βασισμένη στη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος: ότι αν κάθε χώρα επικεντρωθεί στην παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών που έχει ένα “συγκριτικό πλεονέκτημα” έναντι των άλλων, τότε όλοι θα ωφελούνταν. Η ανταλλαγή μεταξύ χωρών θα ισορροπούσε και οι μισθοί και η απασχόληση θα μεγιστοποιούνταν. Αλλά αυτό είναι εμπειρικά αναληθές. Οι χώρες πραγματοποιούν τεράστια εμπορικά ελλείμματα και πλεονάσματα για μεγάλες περιόδους, βιώνουν επαναλαμβανόμενες νομισματικές κρίσεις και οι εργαζόμενοι χάνουν δουλειές από τον ανταγωνισμό από το εξωτερικό χωρίς να λαμβάνουν νέες από πιο ανταγωνιστικούς τομείς.

Η μαρξιστική θεωρία του παγκόσμιου εμπορίου βασίζεται στο νόμο της αξίας. Στην Ευρωζώνη, η Γερμανία έχει μια υψηλότερη οργανική σύνθεση κεφαλαίου (ΟΣΚ) από την Ιταλία, επειδή είναι πιο τεχνολογικά αναβαθμισμένη. Έτσι σε κάθε εμπορική ανταλλαγή μεταξύ των δυο, αξία μεταφέρεται από την Ιταλία στη Γερμανία. Η Ιταλία θα το εξισορροπούσε αυτό αυξάνοντας το ισοζύγιο εξαγωγών της προς τη Γερμανία για να εμφανίσει εμπορικό πλεόνασμα με τη Γερμανία. Αυτό κάνει η Κίνα. Αλλά η Ιταλία δεν είναι αρκετά μεγάλη για να το κάνει αυτό. Έτσι μεταφέρει αξία στη Γερμανία και ακόμη εμφανίζει έλλειμμα στο συνολικό εμπορικό ισοζύγιο με τη Γερμανία.

Σε αυτή την κατάσταση, η Γερμανία κερδίζει εντός της Ευρωζώνης σε βάρος της Ιταλίας. Όλα τα άλλα κράτη μέλη δεν μπορούν να αυξήσουν την παραγωγή τους για να ξεπεράσουν τη Γερμανία, συνεπώς η άνιση ανταλλαγή λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό όλης της ΟΝΕ. Επιπλέον, η Γερμανία διαθέτει εμπορικό πλεόνασμα με άλλα κράτη εκτός της ΟΝΕ, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει για να επενδύσει περισσότερα κεφάλαια από το εξωτερικό στις ελλειμματικές χώρες της ΟΝΕ.

Έτσι η μαρξιστική θεωρία μιας νομισματικής ένωσης έχει ως αφετηρία της την αντίθετη θέση από νεοκλασική κυρίαρχη θεωρίας των OCA. Ο καπιταλισμός είναι ένα οικονομικό σύστημα που συνδυάζει την εργασία και το κεφάλαιο, αλλά άνισα. Οι κεντρομόλες δυνάμεις της συνδυασμένης συσσώρευσης και εμπορίου συχνά υπερφαλαγγίζονται από τις φυγόκεντρες δυνάμεις της ανάπτυξης και τις άνισες ροές της αξίας. Δεν υπάρχει τάση για ισορροπία στο εμπόριο και τους κύκλους παραγωγής στον καπιταλισμό. Έτσι, οι δημοσιονομικές προσαρμογές, οι μισθολογικές προσαρμογές ή οι προσαρμογές των τιμών δεν θα αποκαταστήσουν την ισορροπία και ούτως ή άλλως μπορεί να είναι τόσο τεράστιες ώστε να είναι κοινωνικά αδύνατες χωρίς να διαρραγεί η νομισματική ένωση.

Οι ηγέτες της ΕΕ είχαν ορίσει κριτήρια σύγκλισης για την ένταξη στο Ευρώ, τα οποία ήταν μόνο νομισματικά (επιτόκια και πληθωρισμός) και δημοσιονομικά (δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη). Δεν υπήρχαν κριτήρια σύγκλισης για τα επίπεδα παραγωγικότητας, την ανάπτυξη του ΑΕΠ, τις επενδύσεις ή την απασχόληση. Γιατί; Επειδή αυτοί ήταν χώροι για την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων (και εργασίας) και όπου η καπιταλιστική παραγωγή πρέπει να παραμένει απαλλαγμένη από παρεμβάσεις ή κατευθύνσεις από το κράτος. Εξάλλου, το σχέδιο της ΕΕ είναι ένα καπιταλιστικό σχέδιο.

Αυτό εξηγεί γιατί οι χώρες του πυρήνα της ΟΝΕ αποκλίνουν από την περιφέρεια. Με ένα ενιαίο νόμισμα, οι διαφορές αξίας μεταξύ των ασθενέστερων κρατών (χαμηλότερη ΟΣΚ) και των ισχυρότερων (υψηλότερη ΟΣΚ) εκτέθηκαν χωρίς δυνατότητα αντιστάθμισης με την υποτίμηση οποιουδήποτε εθνικού νομίσματος ή με αύξηση της συνολικής παραγωγής. Έτσι, οι ασθενέστερες καπιταλιστικές οικονομίες (στη νότια Ευρώπη) εντός της Ευρωζώνης έχαναν έδαφος έναντι των ισχυρότερων (στο βόρεια). Το παρακάτω γράφημα δείχνει πώς κάθε κράτος-μέλος αναπτύχθηκε σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης.

 

Το γαλλο-γερμανικό κεφάλαιο επεκτάθηκε στα νότια και στα ανατολικά για να επωφεληθεί από τη φθηνή εργασία εκεί, ενώ εξήγαγε εκτός της Ευρωζώνης με ένα σχετικά ανταγωνιστικό νόμισμα. Τα ασθενέστερα κράτη-μέλη της ΟΝΕ δημιούργησαν εμπορικά ελλείμματα με τα βόρεια κράτη και πλημμυρίστηκαν από το βόρειο κεφάλαιο που δημιούργησε “άνθιση” (boom) χρηματιστικών και ιδιοκτησιακών τίτλων σε αντιδιαστολή με την ανάπτυξη των παραγωγικών τομέων στο Νότο.

Ακόμα κι έτσι, τίποτα από αυτά δεν θα είχε προκαλέσει κρίση στην ενιαία νομισματική ένωση αν δεν υπήρχε μια σημαντική αλλαγή στον παγκόσμιο καπιταλισμό: η απότομη πτώση της κερδοφορίας του κεφαλαίου στα μεγάλα κράτη της ΕΕ (όπως και αλλού) μετά το τέλος της Χρυσής Εποχής της μεταπολεμικής επέκτασης. Αυτό οδήγησε σε πτώση την αύξηση των επενδύσεων, την παραγωγικότητα και σε εμπορική απόκλιση. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, ακολουθώντας το μοντέλο των αγγλοσαξωνικών οικονομιών, υιοθέτησε νεοφιλελεύθερες πολιτικές: αντι-συνδικαλιστικούς νόμους, απορρύθμιση της εργασίας και των χρηματοπιστωτικών αγορών, περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και στην εταιρική φορολογία, ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και ιδιωτικοποιήσεις. Ο στόχος ήταν να ενισχυθεί η κερδοφορία. Αυτό επετεύχθη κάπως για τα πιο προηγμένα κράτη-μέλη της ΕΕ του Βορρά, αλλά λιγότερο για το Νότο.

Στη συνέχεια ήρθε η παγκόσμια οικονομική κρίση [του 2008] και η Μεγάλη Ύφεση. Αυτό εξέθεσε τα ρήγματα στην ενιαία νομισματική ένωση.


Σημειώσεις του μεταφραστή

[i] Το Μονακό, η Ανδόρα και άλλα μικρά κρατίδια το χρησιμοποιούν ως επίσημο νόμισμα παράλληλα με τα δικά τους εθνικά νομίσματα. Επίσης το Μαυροβούνιο και το Κόσοβο το χρησιμοποιούν μονομερώς.

[ii] Το μερίδιο του Ευρώ ως αποθεματικό νόμισμα σε παγκόσμιο επίπεδο έφτασε στο 19,7% το δ΄ τρίμηνο του 2016.

[iii] Δηλ. που χρησιμοποιείται σε εμπορικές συναλλαγές.