Το Mεταβατικό Πρόγραμμα ως μέθοδος και ως εργαλείο για την επανάσταση (σχόλιο στο άρθρο του Θ. Κουτσουμπού)

Στο άρθρο του«80 XPONIA AΠO THN IΔPYΣH THΣ TETAPTHΣ ΔIEΘNOYΣ – H MEΘOΔOΣ TOY METABATIKOY ΠPOΓPAMMATOΣ [Mέρος 4ο]», ο Θ. Κουτσουμπός επιχειρεί μια κριτική στις στρεβλές –κατά τη γνώμη του και τη γνώμη του ΕΕΚ– αναγνώσεις του Μεταβατικού Προγράμματος. Το ζήτημα αυτό είναι πολύ σοβαρό, και η σημασία του αυξάνεται ολοένα και περισσότερο όσο το εργατικό κίνημα και οι οργανωμένες δυνάμεις που αναφέρονται σε αυτό –πολύ περισσότερο οι επαναστατικές– δείχνουν να μη βρίσκουν διέξοδο από μια παρατεταμένη κρίση.

Είναι πράγματι πάρα πολλά τα παραδείγματα παρερμηνείας του Μεταβατικού Προγράμματος, έως και πλήρους διαστρέβλωσής του, και η ΟΚΔΕ έχει καταπιαστεί με αυτό το θέμα σε ειδική της έκδοση[1]. Προκαλεί ωστόσο μεγάλη έκπληξη ότι απ’ όλα τα παραδείγματα τέτοιας κακομεταχείρισης, ο συγγραφέας επιλέγει να στρέψει τα βέλη του αποκλειστικά στο ρεύμα της Ενιαίας Γραμματείας της 4ης Διεθνούς, και μάλιστα με επιχειρήματα αμφιβόλου ευστάθειας!

Το Μεταβατικό Πρόγραμμα ως μέθοδος

Ο Θ. Κουτσουμπός επιμένει –και πολύ σωστά– στην αξία του Μεταβατικού Προγράμματος ως μέθοδο για σκέψη και για παραγωγή πολιτικής.

Κάθε σπουδαίο κείμενο από αυτά που συνηθίζουμε να λέμε «κλασσικά» κείμενα του μαρξισμού έχει μια τέτοια αξία. Για όσους δεν έχουν, παραμένουν κείμενα με κάποια ιστορική ίσως σημασία, που όμως δεν προσφέρουν κάτι στο σήμερα. Αυτή είναι η συνήθης προσέγγιση του ρεφορμισμού και όλων των αποχρώσεών του, καθώς και σχεδόν όλων των κεντριστικών ρευμάτων.

Ωστόσο η αξία τους σαν μεθοδολογικά εργαλεία δε βρίσκεται στον αέρα αλλά πατάει πάνω σε μια υλική πραγματικότητα, της οποίας οι βασικές πτυχές παραμένουν ή και έχουν οξυνθεί μέχρι σήμερα.

Το Μεταβατικό Πρόγραμμα βασίζεται πάνω στα εξής συμπεράσματα:

Α) Στην αντίληψη ότι το καπιταλιστικό σύστημα πέφτει περιοδικά σε βαθιές κρίσεις από τις οποίες δεν μπορεί να βγει αυτόματα, αλλά μόνο επιτιθέμενο στους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους, μάλιστα επιβάλλοντάς τους συντριπτικές ήττες, και γενικά στηριζόμενο σε εξωγενή σοκ (ανάμεσα στα οποία και ο πόλεμος).

Β)Στην επικαιρότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Γ) Στη βασική αντίφαση της εποχής μας (με την ευρύτερη ιστορική έννοια): Την ωρίμανση από τη μία των αντικειμενικών παραγόντων, αναγκαίων για την νίκη της επανάστασης, και την ανωριμότητα των υποκειμενικών παραγόντων γι’ αυτήν τη νίκη, δηλαδή το επίπεδο συνείδησης του προλεταριάτου και της ηγεσίας του[2].Αυτή η «κρίση ηγεσίας» είναι το κύριο πρόβλημα της εποχής μας, της ίδιας της κρίσης της ανθρωπότητας, όπως το συνόψισε ο Τρότσκι – και μάλιστα, από πολλές πλευρές είναι σήμερα πιο οξεία και σύνθετη από ότι π.χ. το 1917.

Το επαναστατικό πρόγραμμα

Ο Θ. Κουτσουμπός επιμένει πολύ στην παραβολή αποσπασμάτων από τον ηγέτη της Ενιαίας Γραμματείας Πιέρ Φρανκ, σύμφωνα με τα οποία υποτίθεται το κυριότερο –και ουσιαστικά το μόνο– ρεύμα της 4ης Διεθνούς «απαρνιόταν» το Μεταβατικό Πρόγραμμα. Παραθέτει λοιπόν: «Το Μεταβατικό Πρόγραμμα δεν είναι αυτό που θα λέγαμε θεμελιακό πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς»[3]. Μία ημιτελής φράση που αν την αφήσεις έτσι, είναι αμφιλεγόμενη. Τι λέει όμως το πρωτότυπο κείμενο παρακάτω; «Αυτό το τελευταίο [σ.σ. το θεμελιακό πρόγραμμα], αποτελείται από το σύνολο των διδαγμάτων που προσέφερε ο αγώνας για το σοσιαλισμό από τις αρχές του εργατικού κινήματος, και δε βρίσκεται σ’ ένα μοναδικό ντοκουμέντο αλλά σε πολλά βασικά κείμενα.[…]. Αποτελεί όμως [σ.σ. το Μεταβατικό Πρόγραμμα], το σπουδαιότερο πολιτικό μέρος του […] και ξεκινώντας από τα θεμελιώδη διδάγματα διατυπώνει ένα πρόγραμμα που σκοπεύει να κινητοποιήσει τις μάζες […], στο πιο ψηλό επίπεδο που θα τις ωθήσει, στην κατάκτηση της εξουσίας».

Πράγματι, το επαναστατικό πρόγραμμα δεν αποτελείται μόνο από το Μεταβατικό Πρόγραμμα. Και θα συμπληρώναμε, δεν αποτελείται καν μόνο από το σύνολο των θεμελιακών ντοκουμέντων του επαναστατικού μαρξισμού (τέσσερα πρώτα συνέδρια της 3ης Διεθνούς, κείμενα των Μαρξ–Ένγκελς, βασικά ντοκουμέντα της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης, αποφάσεις συνεδρίων της 4ης Διεθνούς κ.λπ.). Το επαναστατικό πρόγραμμα είναι ο συνδυασμός όλων αυτών με μία συγκεκριμένη πολιτική και πρακτική που οι επαναστάτες μαρξιστές οφείλουν να εφαρμόζουν καθημερινά, και που προκύπτει τόσο από την ιστορική πείρα του εργατικού κινήματος, όσο και από την κριτική εξέταση αυτής της πείρας από τους κλασσικούς του μαρξισμού, τη μελέτη των συγκεκριμένων συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί ανά περίοδο, χώρα κ.λπ. Κάποια εντελώς βασικά στοιχεία είναι:

Α) Η συνειδητή προσπάθεια για την ενότητα της εργατικής τάξης και για την ταξική της ανεξαρτησία, που και τα δύο είναι ένας στρατηγικός στόχος για τους επαναστάτες.

Β) Η προώθηση και ενίσχυση κάθε στοιχειώδους προσπάθειας των εργαζομένων για οργάνωση απέναντι στις επιθέσεις του κεφαλαίου (συνδικάτα, σύλλογοι, επιτροπές κ.λπ.).

Γ) Η προώθηση των μορφών αυτοοργάνωσης και της εργατικής δημοκρατίας, τόσο γιατί αποτελούν τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία, αλλά και σαν μέθοδο διαπαιδαγώγησης των εργαζομένων για τις αυριανές σοβιετικού τύπου δομές εξουσίας.

Χωρίς αυτά, κάθε συζήτηση για το επαναστατικό πρόγραμμα είναι μια φιλολογικού τύπου συζήτηση, μια βυζαντινολογία για το αν ο Τρότσκι ή ο Λένιν είπαν το α΄ ή το β΄, μια συζήτηση που σε κάθε περίπτωση είναι μακριά από την πραγματική ταξική πάλη και άρα δεν μπορεί να θεωρηθεί προωθητική για την επανάσταση.

Για να το πούμε απλά: Αν μία οργάνωση φτιάχνει ένα δικό της «Ανεξάρτητο Κέντρο Αγώνα», δεν εφαρμόζει μια επαναστατική πολιτική, ακόμα κι αν αυτό το «Κέντρο» υιοθετεί σαν αίτημα την κινητή κλίμακα μισθών ή γράφει στα κείμενα του για την Εργατική Εξουσία!

Οι διαστρεβλώσεις του Μεταβατικού Προγράμματος

Για δεκαετίες η έννοια του μεταβατικού προγράμματος όπως και άλλες (διαρκής επανάσταση, ενιαίο μέτωπο κ.λπ.) ήταν έννοιες που αφορούσαν την 4η Διεθνή και κάποιες οργανώσεις με αναφορές στον τροτσκισμό.

Με την κατάρρευση του σταλινισμού, και ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, ένα σημαντικό κομμάτι της άκρας αριστεράς ξεκίνησε να τις εντάσσει στη φρασεολογία του. Αυτό κατ’ αρχήν είναι μια πολύ θετική εξέλιξη. Ωστόσο, δυστυχώς, τις περισσότερες φορές παραμένει απλώς μια φραστική αλλαγή, ενώ, ακόμα χειρότερα πολύ συχνά υπάρχει μια αλλοίωση των ίδιων αυτών των εννοιών έως και μετατροπή τους στο ακριβώς αντίθετο από αυτό που σημαίνουν.

Ας δούμε λοιπόν πολύ σύντομα, με βάση τις διάφορες κακομεταχειρίσεις που έχει υποστεί αυτή η τόσο σημαντική έννοια, τι ΔΕΝ είναι μεταβατικό πρόγραμμα:

– Μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι ένα άθροισμα αιτημάτων/συνθημάτων που διατυπώνουν τα αναγκαία για την εργατική τάξη μέτρα, τα οποία πρέπει να παρθούν για να λυθούν κάποια άμεσα ζητήματά της.

– Μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι ένα «ρεαλιστικό», «λογικό» πρόγραμμα, είναι ένα πρόγραμμα επιστημονικό.

– Μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι ένα «ενδιάμεσο» πρόγραμμα, για ένα «στάδιο» (όπως κι αν ονομάζεται) που μεσολαβεί ανάμεσα στον καπιταλισμό και την επαναστατική ανατροπή του, τη εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ή αλλιώς, για μια περίοδο που υποτίθεται θα υπάρχει η λεγόμενη μετάβαση προς το σοσιαλισμό. Η έννοια της μετάβασης, όπως και του δυισμού της εξουσίας είναι πολύ σημαντικές προγραμματικά και στρατηγικά για τον επαναστατικό μαρξισμό, αλλά επίσης έχουν κακοποιηθεί αρκετά από τους ρεφορμιστές και ιδιαίτερα από τον σταλινισμό και τον ευρωκομμουνισμό (ακριβώς για να δικαιολογήσουν την εγκατάλειψη της σοσιαλιστικής επανάστασης μέσα από τέτοια «στάδια»).

– Μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι κανένα πρόγραμμα, όσο προωθημένα αιτήματα κι αν έχει, που δεν θέτει σαφώς ποια τάξη πρέπει να το υλοποιήσει. Με αυτήν την έννοια το σύνθημα του εργατικού ελέγχου, όπως και η προώθηση των μορφών αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης είναι συστατικά του στοιχεία.

– Είναι συχνή αλλά αρκετά λανθασμένη η ερώτηση αν το μεταβατικό πρόγραμμα πραγματοποιείται πριν ή μετά την επανάσταση. Το μεταβατικό πρόγραμμα είναι ένας οδηγός για να φτάσει η εργατική τάξη στην επανάσταση από τον πιο σύντομο δρόμο. Όλη του η ουσία συνίσταται στο να οδηγήσει τη συνείδηση κατ’ αρχήν της πρωτοπορίας αλλά και της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης στο «γιατί» και μέσα από ποιους δρόμους πρέπει να γίνει η επανάσταση. Διατυπώνει τις σημερινές ανάγκες των εργαζομένων, ξεκινώντας και από τις πιο στοιχειώδεις, με τρόπο τέτοιο ώστε να αποκαλύπτει στα μάτια τους ότι σε τελική ανάλυση η αιτία για τα προβλήματά τους είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Τις ωθεί να αγωνιστούν στο σήμερα για την ικανοποίησή τους. Τους δείχνει το δρόμο να το κάνουν ώστε να είναι πιο αποτελεσματικές. Τους λέει: «Αν αυτές είναι –και είναι– οι σημερινές σου ανάγκες, και πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα σε αυτές και τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος, διάλεξε τις ανάγκες σου!». Δε διστάζει –κι αν δίσταζε δεν θα ήταν βασικό κομμάτι του επαναστατικού προγράμματος– να απαντήσει στο καίριο ερώτημα: Ποιος θα υλοποιήσει το πρόγραμμα; Και μάλιστα όχι μόνο ποια τάξη, αλλά και με ποια μορφή εξουσίας.

Για μια ουσιαστική κριτική στις «παραναγνώσεις» του Μεταβατικού Προγράμματος, και μάλιστα με τα δεδομένα που σήμερα έχουν διαμορφωθεί, αυτά είναι τα βασικά στοιχεία που θα έπρεπε να έχουν απασχολήσει και τον Θ. Κουτσουμπό – και όχι μια κακοποιημένη παράθεση των απόψεων της Ενιαίας Γραμματείας.

Το σύνθημα της Κυβέρνησης των Εργαζομένων

Εκεί που ρίχνει το μεγαλύτερο βάρος της πολεμικής του ο Θ. Κουτσουμπός είναι γύρω από το σύνθημα της Κυβέρνησης των Εργαζομένων. Σαν ΟΚΔΕ αισθανόμαστε την ανάγκη να απαντήσουμε όχι μόνο για ιστορικούς λόγους, αλλά και γιατί απ’ όσο γνωρίζουμε είμαστε η μόνη οργάνωση στην Ελλάδα που υιοθετεί αυτό το σύνθημα, και άρα ακόμα κι αν δεν κατονομαζόμαστε, η κριτική αυτή στρέφεται σε μας.

Και είναι μια κριτική που θα τη δεχόμασταν ως στοιχείο μιας συζήτησης και αντιπαράθεσης, αν είχε έστω και το παραμικρό σημείο επαφής με την πραγματικότητα. Και εξηγούμαστε.

Ο Θ. Κουτσουμπός «επιτίθεται» στο σύνθημα της κυβέρνησης των εργαζομένων λέγοντας πως πρόκειται για «μια θέση που έχει γίνει σημαία όλων των ρεφορμιστικών προσλήψεων του Mεταβατικού και την είδαμε εσχάτως στην υποστήριξη στον ΣYPIZA και αντίστοιχα στους Podemos στην Iσπανία από ρεφορμιστικές–κεντριστικές ομάδες στην Eλλάδα και την Eυρώπη».

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά:

Α) Πουθενά στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (πριν ή μετά το 2015), των Podemos ή οποιουδήποτε άλλου ρεφορμιστικού ή «ρεφορμιστικού» κόμματος δεν υπάρχει το συγκεκριμένο σύνθημα. Το αν η α΄ ή β΄ ρεφορμιστική–κεντριστική ομάδα στην Ελλάδα ή κάπου στην Ευρώπη χρησιμοποίησε αυτό το σύνθημα ως άλλοθι για να γίνει ουρά στο ΣΥΡΙΖΑ και εννοώντας την υποστήριξη μιας κοινοβουλευτικής λύσης δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία.

Β) Το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης (ή κυβέρνησης των εργαζομένων, ή εργατοαγροτικής κυβέρνησης) υπάρχει σε όλα τα ντοκουμέντα της 4ης Διεθνούς, αλλά και στις αποφάσεις του 3ου και 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς, όπου μπήκαν οι βάσεις του Μεταβατικού Προγράμματος το οποίο ολοκλήρωσε το 1938 ο Τρότσκι.

Ειδικότερα, το 4ο συνέδριο της 3ης Διεθνούς διακηρύσσει:

«Η εργατική κυβέρνηση πρέπει παντού να μας χρησιμεύσει σαν γενικό προπαγανδιστικό σύνθημα. Αλλά σαν άμεσο πολιτικό σύνθημα αποκτά σημασία στις χώρες όπου η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα πολύ λίγο ασφαλής και όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης σαν πολιτική ανάγκη».[4]

Αλλά και ο ελληνικός τροτσκισμός, από τον Πουλιόπουλο μέχρι την προσπάθεια ενοποίησης όλων των τεταρτοδιεθνιστικών δυνάμεων στο ΚΔΚΕ, πάντοτε είχε αυτό το σύνθημα σαν προμετωπίδα του προγράμματός του. Σε αυτές τις παλιότερες δεκαετίες είχε τη μορφή της κυβέρνησης εργατών–αγροτών, που αργότερα άλλαξε (κυβέρνηση των εργαζομένων) λόγω των αλλαγών στη δομή του ελληνικού καπιταλισμού, των τάξεων κ.λπ.

Γ) Με την κριτική του στο σύνθημα της κυβέρνησης των εργαζομένων στη βάση του ότι είναι ένα διαχειριστικό σύνθημα και θίγει το ζήτημα όχι της κρατικής αλλά της κυβερνητικής εξουσίας, ο Θ. Κουτσουμπός υιοθετεί ένα επιχείρημα όχι από το οπλοστάσιο του τροτσκισμού, αλλά μάλλον από μια υπεραριστερή φαρέτρα τύπου Μπορντίγκα.

Γράφει ο Τρότσκι:

«Το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης δεν είναι ένα σύνθημα κοινοβουλευτικών συνδυασμών. Είναι ένα σύνθημα ενός μαζικού κινήματος του προλεταριάτου, απαλλαγμένο πλήρως από κοινοβουλευτικούς συνδυασμούς με την μπουρζουαζία, που αντιτάσσεται στην μπουρζουαζία και αντιπαραθέτει την ιδέα της δικής του κυβέρνησης σε κάθε αστικό κοινοβουλευτικό συνδυασμό.».[5]

Δεν παραθέτουμε τα παραπάνω αποσπάσματα για επίκληση στην αυθεντία των κλασσικών, αλλά για αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας.

Για τους επαναστάτες μαρξιστές, δεν υπάρχει επαναστατική πολιτική αν δεν καταλήγει στο ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας από το προλεταριάτο. Και αν συμφωνούμε ότι δεν υπάρχει επαναστατική πολιτική χωρίς επαναστατικό πρόγραμμα, δεν υπάρχει τέτοιο πρόγραμμα χωρίς ένα σύνθημα που να αποτελεί την κορωνίδα αυτού, χωρίς δηλαδή ένα σύνθημα εξουσίας.

Η όλη λογική του Μεταβατικού Προγράμματος –η ίδια η μέθοδός του– συνίσταται στο να γεφυρώσει τις ανάγκες και τη συνείδηση της εργατικής τάξης όπως είναι σήμερα, με την αναγκαιότητα να ανατραπεί ο καπιταλισμός και να εγκαθιδρυθεί η εξουσία των εργαζομένων για να ικανοποιηθούν ακριβώς αυτές οι ανάγκες. Με αυτήν την έννοια, δεν μπορεί να σταματάει στο «κατώφλι» της απάντησης, δεν μπορεί να μη δίνει μια όσο γίνεται χειροπιαστή απάντηση στο ποιος θα εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα. Αν δεν το κάνει αυτό, παύει να είναι ένα μεταβατικό/επαναστατικό πρόγραμμα και επαναφέρει το διαχωρισμό του προγράμματος σε maximum και minimum.[6]

Αυτό το «όσο γίνεται χειροπιαστή» δεν γράφεται τυχαία. Η κάθε επανάσταση ακολουθεί τη δική της εξέλιξη. Οι μαρξιστές έχουν σημειώσει ορισμένα χαρακτηριστικά που δε λείπουν από καμιά επανάσταση[7], με το σημαντικότερο να είναι ο δυισμός της εξουσίας πριν την ολοκλήρωσή της, ωστόσο είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς τις ειδικές μορφές που θα πάρουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Με αυτήν την έννοια όλα τα συνθήματα αυτού του τύπου, μαζί και η κυβέρνηση των εργαζομένων, δεν είναι παντός καιρού. Για παράδειγμα αν τον Οκτώβρη του 1917 στη Ρωσία οι μπολσεβίκοι έριχναν το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης αντί του περάσματος της εξουσίας στα Σοβιέτ, αυτό θα μπορούσε να ήταν μια εντελώς λανθασμένη πολιτική!

Με άλλα λόγια: έχει γίνει κοινοτοπία σήμερα στην Αριστερά να λέγεται ότι άλλο πράγμα να πάρεις την κυβέρνηση, άλλο να πάρεις την εξουσία – και αυτό είναι σωστό, όταν στρέφεται ενάντια στους ρεφορμιστές, στις εκλογικίστικες και κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Αλλά, όπως καταλαβαίνει κι ένα παιδί, δεν υπάρχει επαναστατική εξουσία, χωρίς μια μορφή επαναστατικής κυβέρνησης – και σε αυτό προσπαθεί να απαντήσει «όσο γίνεται χειροπιαστά» το σύνθημα της Κυβέρνησης των Εργαζομένων. Γι’ αυτό και αποτελεί ένα μεταβατικό σύνθημα, αλλιώς μπορούμε απλά να επαναλαμβάνουμε τις λέξεις «επανάσταση» και «κομμουνισμός», αλλά αυτό είναι συνθηματολογία, όχι επαναστατική πολιτική.

Δ) Το σύνθημα της κυβέρνησης των εργαζομένων δεν αναφέρεται σε κάποιο ενδιάμεσο καθεστώς ανάμεσα στην αστική εξουσία και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ούτε αναφέρεται, κατά κύριο λόγο και ειδικά στις σημερινές συνθήκες, σε μια εκλεγμένη κοινοβουλευτικά κυβέρνηση, όπως αναφέρει ο Θ.Κουτσουμπός. Είναι αλήθεια ότι αυτά απασχόλησαν παλιότερα τους επαναστάτες μαρξιστές, και σωστά δεν απέκλεισαν δογματικά και ένα τέτοιο ενδεχόμενο (δηλαδή μια εκλογική επικράτηση εργατικών ή ρεφορμιστικών κομμάτων και τον σχηματισμό μιας τέτοιας κυβέρνησης, ως σημείο που θα μπορούσε να είναι η εκκίνηση για μια επαναστατική διαδικασία). Ωστόσο πρόκειται για συζήτηση μιας εντελώς διαφορετικής εποχής. Σήμερα τα δύο βασικά ρεύματα του εργατικού κινήματος που το κρατούσαν δέσμιο, η σοσιαλδημοκρατία και ο σταλινισμός, σε παγκόσμιο επίπεδο έχει διαλυθεί ιδεολογικά η πρώτη και σχεδόν εξαφανιστεί ο δεύτερος. Ο ρεφορμισμός του 21ου αιώνα δε μοιάζει σε τίποτα με το ρεφορμισμό των αρχών του 20ου, πρόκειται για κόμματα πλήρως αστικοποιημένα, που δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να προχωρήσουν –έστω και «άθελά» τους (δηλ. κάτω από την αντικειμενική πίεση μιας μεγάλης κρίσης και της κίνησης των μαζών, παρά το ίδιο το πρόγραμμά τους και σε μια διαδικασία ρήξεων στο ίδιο το εσωτερικό τους)– σε μια μερική ρήξη με το κεφάλαιο. Η ελληνική εργατική τάξη έχει πικρή εμπειρία από αυτό το γεγονός με το ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε, η σημερινή λειτουργία του αστικού καθεστώτος, που γίνεται όλο και πιο «ακραία», βουλιάζοντας όλο και περισσότερο στην αντιδημοκρατική αναδίπλωση, μετασχηματίζοντας σε βαθύτατα αντιδραστική κατεύθυνση τα παραδοσιακά αστικά κόμματα αλλά και φέρνοντας στη διακυβέρνηση δυνάμεις ακροδεξιές, νεοφασιστικές κ.λπ., μαζί με την έλλειψη μεγάλων εργατικών κομμάτων, σχεδόν αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο μιας «εκλογικής» ή «κοινοβουλευτικής» παραλλαγής της εργατικής κυβέρνησης.

Ωστόσο δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το σύνθημα αυτό έχει μόνο έναν διαπαιδαγωγικό χαρακτήρα. Η Κυβέρνηση των Εργαζομένων μπορεί να έχει σημαντική θέση στο ξετύλιγμα μιας επαναστατικής διαδικασίας: είναι το βήμα μπροστά που κάνει η εργατική τάξη, σε συνθήκες επαναστατικής κρίσης, όπου η αστική εξουσία είναι ετοιμόρροπη αλλά δεν έχει πεθάνει, και όπου η εργατική εξουσία αναδύεται, αλλά ακόμα δεν έχει επικρατήσει.

Ορισμένες απαραίτητες επισημάνσεις

Στα πλαίσια ακριβώς της συζήτησης για την αναγκαιότητα ενός πραγματικού Μεταβατικού Προγράμματος σήμερα, πρέπει να κάνουμε και ορισμένες επιπλέον παρατηρήσεις:

Α) Η απουσία της μεθόδου του Μεταβατικού Προγράμματος ή η στρεβλή του ανάγνωση οδηγούν αναγκαστικά σε δύο εναλλακτικές: Είτε στη ρεφορμιστική κατρακύλα, είτε στην ταλάντευση ανάμεσα στη γενική προπαγάνδα και στη στενή πάλη για άμεσες διεκδικήσεις. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν κατά τη γνώμη μας οι διατυπώσεις «Για την Αντικαπιταλιστική Επανάσταση» που χρησιμοποιεί το ΝΑΡ, ή η αφηρημένη «Εργατική Εξουσία» που χρησιμοποιεί το ΕΕΚ. Γιατί πέρα από τη διατύπωση ενός άψογου συνθήματος, αυτός ο δεύτερος δρόμος είναι κι αυτός ολισθηρός.

Έτσι, το ΝΑΡ (που επίσης απορρίπτει ως θολό, ασαφές, ρεφορμιστικό κ.λπ. το σύνθημα της Κυβέρνησης των Εργαζομένων) μιλάει για μια «αντικαπιταλιστική επανάσταση με κομμουνιστικό περιεχόμενο». Όπου αφενός δεν ξεκαθαρίζεται σε τι μπορεί να διαφέρει από τον ιστορικά προσδιορισμένο όρο της Σοσιαλιστικής Επανάστασης, αφετέρου εισάγει τον κομμουνισμό ως «άμεσο» στοιχείο. Παραγνωρίζοντας το θεμελιώδες ερώτημα, την ανάγκη οικοδόμησης και στερέωσης μιας δικτατορίας του προλεταριάτου (που άλλωστε κι αυτή μάλλον την αρνείται, ως υπερβολικά γραφειοκρατική κ.λπ., όπως και τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό για τη λειτουργία του επαναστατικού κόμματος). Το μοναδικό αποτέλεσμα είναι ένα βερμπαλιστικό ανακάτεμα και ένας υπεραριστερισμός[8]. Από τη μεριά του, σε μια παρόμοια τροχιά, το ΕΕΚ διατείνεται ότι η κυβέρνηση των εργαζομένων είναι ένα ρεφορμιστικό–διαχειριστικό σύνθημα, ωστόσο αυτό δεν το εμπόδισε να κατέβει στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία δεν είχε κανένα σύνθημα εξουσίας στο πρόγραμμά της. Αλλά και πολύ περισσότερο να καλέσει τον Ιανουάριο του 2015 σε κριτική ψήφο σε ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ (πρακτικά σε ΣΥΡΙΖΑ) στις μισές περίπου περιφέρειες της χώρας που δεν κατέβασε ψηφοδέλτιο!

Β) Στο τέλος του κειμένου του Θ. Κουτσουμπού, υπάρχει η εξής φράση:

«Eίναι αυτές οι ρεφορμιστικές παρ-αναγνώσεις του Mεταβατικού από την ηγεσία της ενιαίας Γραμματείας της Tέταρτης Διεθνούς και από την άλλη ο απολιθωμένος δογματικός σεχταρισμός που εμπόδισαν την ανάπτυξη της Tέταρτης Διεθνούς».

Αφενός να ενημερώσουμε τον Θ. Κουτσουμπό ότι η ανάπτυξη της 4ης Διεθνούς δεν εμποδίστηκε. Το μεγαλύτερο κομμάτι των δυνάμεών της ενοποιήθηκε το 1963 στην Ενιαία Γραμματεία της 4ης Διεθνούς, η οποία είχε μια γιγαντιαία συνεισφορά τόσο στην ανάπτυξη και την επικαιροποίηση του μαρξισμού, όσο και σε όλα τα σημαντικά επαναστατικά γεγονότα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Στις αντιαποικιακές αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις, με κορυφαία συμβολή σε αυτήν της Αλγερίας, στην ανάπτυξη διεθνιστικών κινημάτων αλληλεγγύης για το Βιετνάμ, την Κούβα, τη Γιουγκοσλαβία, στην Βολιβιανή σοσιαλιστική επανάσταση όπου το τμήμα της 4ης Διεθνούς είχε τον κυρίαρχο πολιτικά ρόλο, στο Μάη του ’68 και τόσα άλλα. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Ενιαία Γραμματεία της 4ης Διεθνούς όχι μόνο δεν παρέμεινε στάσιμη αλλά ανέπτυξε τμήματα σε πάρα πολλές χώρες όλων των ηπείρων, φτάνοντας την επιρροή του τροτσκιστικού κινήματος για πρώτη φορά σε τόσο ψηλά επίπεδα. Αυτό ήταν όχι απάρνηση του Μεταβατικού Προγράμματος, αλλά ακριβώς επικαιροποίηση, εμπλουτισμός και εφαρμογή του στις συγκεκριμένες νέες συνθήκες. Η προσπάθεια του Θ. Κουτσουμπού να «αποδείξει» ότι η 4η Διεθνής ουσιαστικά κατέρρευσε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με βασική αιτία την διαστρέβλωση του Μεταβατικού Προγράμματος, είναι η παλιά άποψη της «Διεθνούς Επιτροπής» (με κύριο επικεφαλής τον Τζέρι Χήλυ), απ’ όπου προέρχεται και το ΕΕΚ – και είναι εντελώς αστήρικτη ως ανιστόρητη.

Αφετέρου να υπενθυμίσουμε ότι το δεύτερο κομμάτι, ο «απολιθωμένος δογματικός σεχταρισμός», θα μπορούσε να κατονομαστεί. Ο λόγος που δε γίνεται είναι ότι βασικός πυλώνας αυτής της πολιτικής ήταν το ρεύμα από το οποίο προέρχεται το ΕΕΚ, δηλαδή αυτό της «Διεθνούς Επιτροπής» και του Χήλυ, που μαζί με άλλα πρόσωπα (Λαμπέρτ, Ποσάδας, Τεντ Γκραντ κ.λπ.) έπαιξαν πράγματι έναν εντέλει αρνητικό ρόλο στην εξέλιξη του τροτσκιστικού κινήματος. Αυτός ο αρνητικός ρόλος υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο τα επιτεύγματα και την τεράστια συνεισφορά της 4ης Διεθνούς μεταπολεμικά (Ενιαία Γραμματεία), με επικεφαλής τον Ερνέστ Μαντέλ.

Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι αν και οι πολιτικές συνθήκες έχουν αλλάξει από την περίοδο 2010–15, το σύνθημα για μια Κυβέρνηση των Εργαζομένων (χωρίς να χανόμαστε στο λαβύρινθο όλων των πιθανών λεπτομερειών της υλοποίησής του) παραμένει η μοναδική σωστή διατύπωση των στόχων πάλης του εργατικού κινήματος, δηλαδή για να φέρει στο προσκήνιο την δική του ανεξάρτητη ταξική λύση στην κρίση και παρακμή του ελληνικού καπιταλισμού, των αστικών και ρεφορμιστικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Στο ζήτημα της εξουσίας, είναι ο μοναδικός συνδετικός κρίκος (ανεξάρτητα από τις νέες, πιο συγκεκριμένες μορφές που θα πάρει από την εξέλιξη της ταξικής πάλης) ανάμεσα στη σημερινή κατάσταση (κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, κρίση του εργατικού κινήματος κ.λπ.) και στην ανάγκη επαναστατικής ρήξης. Η αξία του μπορεί να αναδειχτεί ακόμα περισσότερο σε συνθήκες μιας νέας όξυνσης της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού ή μιας κοινωνικής έκρηξης, στοιχεία που έρχονται ξανά σήμερα στην ημερήσια διάταξη. Όπως είναι βέβαιο ότι δεν αρκούν, δεν μπορούν να το κάνουν τα συνθήματα για μια «αντικαπιταλιστική ανατροπή», «ελευθεριακό κομμουνισμό» (βγαλμένο από την φαρέτρα αυτή τη φορά της αυτονομίας, όχι του τροτσκισμού) κ.λπ. ή και από μόνη της η κατά τα άλλα σωστή επίκληση της εργατικής εξουσίας.

Γιάννης Σμυρλής

Υποσημειώσεις – Παραπομπές

[1] Σταύρος Σκεύος, «Το μεταβατικό πρόγραμμα και η κυβέρνηση των εργαζομένων», εκδόσεις Εργατική Πάλη.
[2] Σωφρόνης Παπαδόπουλος, Πρόλογος στο «Μεταβατικό Πρόγραμμα», εκδόσεις Εργατική Πάλη.
[3]Πιέρ Φρανκ, «Η 4η Διεθνής», εκδόσεις Εργατική Πάλη.
[4]«3η Διεθνής: Τα 4 πρώτα Συνέδρια», σελ. 396, εκδόσεις Εργατική Πάλη.
[5]Τρότσκι, «Η εργατική κυβέρνηση στη Γαλλία».
[6] Άλλωστε οι διατυπώσεις για τη δικτατορία του προλεταριάτο δεν έλειπαν από το πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό που μεταξύ άλλων έκανε τη σοσιαλδημοκρατία όχι απλά ρεφορμιστική αλλά και αντεπαναστατική, ήταν το ότι αυτά παρέμεναν διατυπώσεις, για τις «γιορτές και επετείους», κι όχι ένα μάχιμο πρόγραμμα πάλης.
[7] Βλ. Λένιν-Τρότσκι, «Για την Επαναστατική κατάσταση», εκδόσεις Εργατική Πάλη.
[8] Αυτό δεν εμποδίζει άλλες ανακολουθίες, όταν επιχειρεί να διαμορφώσει συγκεκριμένα συνθήματα μπροστά σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Έτσι π.χ. σε ανακοίνωση της νΚΑ για το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» στη Γαλλία , βρίσκουμε το σύνθημα/στόχο για μια είδους Συντακτική Συνέλευση. Ανεξάρτητα αν αυτό είναι ή δεν είναι σωστό στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχει καμία σχέση με το «κομμουνιστικό περιεχόμενο» της «αντικαπιταλιστικής επανάστασης»; Το κομφούζιο είναι πλήρες. Εκτός αν τέτοια μεταβατικά αιτήματα/στόχοι πάλης (συντακτική συνέλευση, κυβέρνηση των εργαζομένων κ.λπ.) είναι για το χώρο του ΝΑΡ αποδεκτά και κατάλληλα μόνο… κάπου αλλού, στη Γαλλία εν προκειμένω.