«Μα ποιος είναι τέλος πάντων αυτός» ο Νικόλαος Κάλας; (του Δημήτρη Κατσορίδα)

«Μα ποιος είναι τέλος πάντων αυτός» ο Νικόλαος Κάλας;

Tου Δημήτρη Κατσορίδα

Μια σπουδαία ποιητική προσωπικότητα, η οποία μέχρι την μεταπολίτευση ήταν σχεδόν άγνωστη στο ελληνικό κοινό, ήταν ο σουρεαλιστής ποιητής Νικόλαος Κάλας (Νικόλαος Καλαμάρης), ο οποίος έγραφε και με τα ψευδώνυμα Ράντος ή Σπιέρος.

Μά­λι­στα, βρι­σκό­ταν στον αντί­πο­δα του κα­ρυω­τα­κι­σμού, που έκ­φρα­ζε την απο­τυ­χία, τη θλίψη και την απαι­σιο­δο­ξία, και που κυ­ριαρ­χού­σε τότε στην ποί­η­ση. Αντί­θε­τα, έτρε­φε με­γά­λη συ­μπά­θεια για τον Κα­βά­φη, όταν ακόμη υπήρ­χαν έντο­νες επι­φυ­λά­ξεις γι’ αυτόν.

Ο Κάλας, γεν­νή­θη­κε στη Σύρο, το 1907, από πλού­σια οι­κο­γέ­νεια και πέ­θα­νε στις 30 Δε­κεμ­βρί­ου 1988, πριν 30 χρό­νια. Ο προ­σα­να­το­λι­σμός του στον υπερ­ρε­α­λι­σμό ανα­δεί­χτη­κε από νεαρή ηλι­κία, με την πρώτη του συλ­λο­γή, «Ποι­ή­μα­τα», το 1933, που «απο­τέ­λε­σαν πραγ­μα­τι­κή τομή στα Ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα από άποψη μορ­φής, αλλά και πε­ριε­χο­μέ­νου». Επί­σης, μαζί με τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο, είναι οι πρώ­τοι Έλ­λη­νες υπερ­ρε­α­λι­στές. Όμως, είναι ση­μα­ντι­κό να επι­ση­μά­νου­με ότι ο Κάλας είναι και ο πρώ­τος  Έλ­λη­νας ποι­η­τής, από τη γενιά του 1930, που θα υμνή­σει το Αι­γαίο στην ποί­η­σή του.

Ήρθε αντι­μέ­τω­πος με το κα­τε­στη­μέ­νο του πα­νε­πι­στη­μί­ου που σπού­δα­ζε, εξαι­τί­ας των επα­να­στα­τι­κών του από­ψε­ων, συμ­με­τεί­χε στην φοι­τη­τι­κή απερ­γία του 1929, και εντά­χθη­κε στο τρο­τσκι­στι­κό κί­νη­μα. Την ίδια, πε­ρί­που, πε­ρί­ο­δο ήρθε σε επαφή με το έργο του Φρό­υντ και την ψυ­χα­νά­λυ­ση, που επη­ρέ­α­σαν τη σκέψη του. Οπότε, η γνω­ρι­μία του με τον Μπρε­τόν και η συμ­με­το­χή του στο υπερ­ρε­α­λι­στι­κό κί­νη­μα ήταν μια φυ­σι­κή εξέ­λι­ξη.

Από το 1938 εγκα­θί­στα­ται στο Πα­ρί­σι, και έρ­χε­ται πλέον σε στενή επαφή με τους κύ­κλους των υπερ­ρε­α­λι­στών, ενώ το 1940 πη­γαί­νει στην Νέα Υόρκη, όπου μένει για το υπό­λοι­πο της ζωής του. Οι βα­σι­κοί λόγοι που έφυγε από την Ελ­λά­δα ήταν κα­ταρ­χήν το βαρύ πο­λι­τι­κό κλίμα (το 1936 είχε επι­βλη­θεί η δι­κτα­το­ρία του Με­τα­ξά), η πίκρα που ένιω­θε για την ψυχρή υπο­δο­χή των πρώ­των του ποι­η­μά­των, η απο­γο­ή­τευ­σή του από το πνευ­μα­τι­κό κλίμα της επο­χής, αλλά και η κακή σχέση με την οι­κο­γέ­νειά του και ιδιαί­τε­ρα με τον πλού­σιο και συ­ντη­ρη­τι­κό πα­τέ­ρα του.

Ο Κάλας υπήρ­ξε ταυ­τό­χρο­να δο­κι­μιο­γρά­φος, και βα­σι­κό του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό είναι η αι­ρε­τι­κή του στάση στη γραφή και την τέχνη, ενώ η κί­νη­σή του με­τα­ξύ Μαρξ και Φρό­ϋντ, τον ωθού­σε να είναι προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος προς το μέλ­λον και τη διαρ­κή αλ­λα­γή του, που ήταν και η στα­θε­ρή του φρο­ντί­δα. Μά­λι­στα, ο συν­δυα­σμός που κάνει, με­τα­ξύ φρο­ϋ­δι­σμού και μαρ­ξι­σμού, έχει με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον επει­δή ως αντί­λη­ψη ήταν ακόμη, τότε, στα σπάρ­γα­νά της.

Ένα από τα κο­ρυ­φαία δο­κί­μιά του είναι οι «Εστί­ες Πυρ­κα­γιάς», το 1938, που απο­τέ­λε­σε ένα «μα­νι­φέ­στο ανε­πα­νά­λη­πτης ανά­γκης και ευ­ρύ­τη­τας», όπως το χα­ρα­κτή­ρι­σε ο Μπρε­τόν. Ένα βι­βλίο που ενώ ξε­κι­νά από ζη­τή­μα­τα αι­σθη­τι­κής, ωστό­σο κα­τα­πιά­νε­ται και με τη φι­λο­σο­φία και την πο­λι­τι­κή, αλλά και με την κα­θη­με­ρι­νή πρα­κτι­κή της αν­θρώ­πι­νης απε­λευ­θέ­ρω­σης.

Αν θέ­λα­με να σκια­γρα­φή­σου­με τον Κάλας, θα μπο­ρού­σα­με να πα­ρα­θέ­σου­με ένα από­σπα­σμα του Ελύτη, στον πρό­λο­γο της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής, του Κάλας, «Οδός Νι­κή­τα Ρά­ντου»: «Μα ποιος είναι τέλος πά­ντων αυτός και τι ακρι­βώς κάνει; Γρά­φει ποι­ή­μα­τα; Δο­κί­μια επα­να­στα­τι­κά; Λί­βε­λους; Γρά­φει στα Ελ­λη­νι­κά; Στα Γαλ­λι­κά; Στα Εγ­γλέ­ζι­κα; Πρω­το­στα­τεί σε κι­νή­μα­τα; Εκ­μαιεύ­ει νέους ζω­γρά­φους; Τα βάζει με τους ισχυ­ρούς; Τί­πο­τα απ’ όλ’ αυτά και όλα μαζί. Πρό­σω­πο πε­ρί­που ασύλ­λη­πτο, με κάτι από τον Jacques Vache και κάτι από τον Marcel Duchamp, είναι προ πα­ντός ένας ανυ­πό­τα­κτος. Τα άλλα έρ­χο­νται ύστε­ρα. Τα ‘’άλ­λα­’’ είναι φυ­σι­κά τα ποι­ή­μα­τα. Ποι­ή­μα­τα γραμ­μέ­να εχθές ή πριν από πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες –αδιά­φο­ρο– που, κυ­ριο­λε­κτι­κά, δεν ξέ­ρεις από πού να τα πιά­σεις. Τόσο είναι το υλικό τους ετε­ρό­κλη­το, η γλώσ­σα τους αναρ­χι­κή, το σύ­νο­λό τους εξαρ­θρω­μέ­νο. Τρέ­μεις μην εκρα­γούν στα χέρια σου […]».