11 Νοεμβρίου: η επέτειος της λήξης του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου

Με αφορμή την επέτειο της 11ης Νοεμβρίου, αναδημοσιεύουμε παλιότερα άρθρα της Εργατικής Πάλης για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις εξελίξεις στο εργατικό – επαναστατικό κίνημα εκείνη την περίοδο.

————————————————————————————————————————————————

Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου (Σεπτέμβριος 2014)

Τα πραγματικά αίτια

Στα σχολικά βιβλία και στις περισσότερες πηγές της «επίσημης» ιστοριογραφίας ως αιτίες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου αναφέρονται συνήθως η διαμάχη Γαλλίας και Γερμανίας για τις περιοχές της Αλσατίας και της Λωρραίνης και οι εθνικιστικές αντιπαραθέσεις στα Βαλκάνια. Οι ρηχές αυτές ερμηνείες έχουν σκοπό να συσκοτίσουν τα πραγματικά αίτια, τους ανελέητους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και τα αδιέξοδα στα οποία είχε περιέλθει ο παγκόσμιος καπιταλισμός.

Γύρω στα 1870 άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια ότι η ορμή και ο μέχρι τότε ιστορικά προοδευτικός ρόλος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (παρά την αδικία και τον πόνο που σκορπούσε στο πέρασμά του) είχαν αρχίσει να εξαντλούνται. Οι εγγενείς αντιφάσεις του συστήματος οδηγούσαν σε διαρκή πτώση του ποσοστού κέρδους που μπορούσαν να προσδοκούν οι καπιταλιστές από την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους, με αποτέλεσμα τεράστια ποσά να λιμνάζουν, χωρίς να επενδύονται σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας (η εξέλιξη αυτή αφορούσε τις χώρες όπου είχε αναπτυχθεί ο βιομηχανικός καπιταλισμός, δηλαδή τη δυτική Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική). Έτσι, ο καπιταλισμός γνώρισε ένα μακρύ κύμα κάμψης, το οποίο μπόρεσε να ξεπεράσει μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, χάρη σε εξωγενείς παράγοντες: στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη (ιδίως σε Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική) δεν είχε ακόμα επικρατήσει ο καπιταλισμός και αποτελούσαν «παρθένο» πεδίο επενδύσεων και εκμετάλλευσης. Οι καπιταλιστές της «πολιτισμένης» Δύσης δεν περιορίζονταν πια μόνο στην αρπαγή του πλούτου των καθυστερημένων οικονομικά χωρών μέσω επιδρομών ή άνισων εμπορικών συναλλαγών, αλλά τοποθετούσαν εκεί τα πλεονάζοντα κεφάλαιά τους, αντλώντας τεράστια υπερκέρδη από τη μαζική απομύζηση πρώτων υλών και την υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης των φτωχών λαών. Καθώς βέβαια το μέγεθος των επενδυόμενων κεφαλαίων και κατ’ επέκταση των συμφερόντων που διακυβεύονταν δεν είχε την παραμικρή σχέση με το παρελθόν, δεν αρκούσε ο οικονομικός και εμπορικός έλεγχος χωρών και περιοχών, αλλά είχε γίνει απαραίτητη η χρησιμοποίηση κάθε μέσου πολιτικής και στρατιωτικής επιβολής. Μετά από αποτρόπαιες εκστρατείες που συνοδεύτηκαν από φρικιαστικά εγκλήματα, μέσα σε ένα διάστημα περίπου 25–30 χρόνων είχε ολοκληρωθεί το μοίρασμα του κόσμου σε «ζώνες επιρροής» των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων της εποχής, που υλοποιήθηκε είτε με άμεση αποικιακή κατάκτηση χωρών είτε με κυβερνήσεις–«μαριονέτες» σε χώρες τυπικά ανεξάρτητες. Ο καπιταλισμός είχε πλέον εισέλθει στο ανώτατο στάδιό του, όπως το χαρακτήρισε ο Λένιν, τον ιμπεριαλισμό. Αυτό σήμαινε ότι το ξεπέρασμα των κρίσεων δεν μπορούσε πια να επιτευχθεί με την επέκταση του καπιταλισμού σε νέες, «ανέγγιχτες» περιοχές, αλλά μόνο με μαζική καταστροφή κεφαλαίου, υλικού και ανθρώπινου –σε κλίμακα τέτοια που αναπόφευκτα συνεπάγεται πόλεμο–, γεγονός που θα δημιουργούσε προϋποθέσεις για νέα αύξηση του ποσοστού κέρδους και μια περίοδο ανάκαμψης.

Όπως είναι φυσικό, το αποικιακό μοίρασμα του πλανήτη στα τέλη του 19ου αιώνα πραγματοποιήθηκε με βάση τους συσχετισμούς δύναμης εκείνης της εποχής. Η Μεγάλη Βρετανία, επί πολλά χρόνια κυρίαρχη στις θάλασσες και ουσιαστικά λίκνο του βιομηχανικού καπιταλισμού, αξιοποίησε την τεράστια οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ που είχε συσσωρεύσει καταλαμβάνοντας τις πλουσιότερες και σημαντικότερες γεωστρατηγικά περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Παράλληλα, ασκούσε την ιμπεριαλιστική της επιβολή στο μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής και της Κίνας, σε βάρος χωρών κατά τα άλλα «ανεξάρτητων». Μεγάλη αποικιακή αυτοκρατορία απέκτησε και η Γαλλία (κυρίως σε βορειοδυτική Αφρική και Ινδοκίνα), ενώ σημαντικά κέρδη σε σχέση με το μέγεθός τους και το οικονομικό τους βάρος αποκόμισαν η Ολλανδία και το Βέλγιο. Από την άλλη πλευρά, ισχυρές χώρες που είχαν επιτύχει μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη, στις οποίες όμως είχε καθυστερήσει είτε η εθνική ενοποίηση/συγκρότηση είτε η επικράτηση του καπιταλισμού επί της φεουδαρχίας (Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ιταλία, Ιαπωνία), απέτυχαν να αποσπάσουν ικανοποιητικό μερίδιο από την αποικιακή «λεία». Ιδιαίτερα για τη Γερμανία, η αντίφαση ανάμεσα στο τεράστιο για την εποχή παραγωγικό της δυναμικό και στον γεωστρατηγικό περιορισμό της στην κεντρική Ευρώπη γινόταν εκρηκτική. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός εξαπέλυσε μια ιλιγγιώδη κούρσα εξοπλισμών με τους «παραδοσιακούς» ιμπεριαλιστές (Αγγλία, Γαλλία) και ανέπτυξε τη θεωρία του «ζωτικού χώρου», ο οποίος έπρεπε πάση θυσία να κατακτηθεί είτε σε βάρος των τελευταίων είτε στην ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια (σε βάρος της Ρωσίας και άλλων λαών) και στη Μέση Ανατολή (στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Στη βάση αυτή, δικαιολόγησε την επιθετικότητά του το 1914 ως επιδίωξη «δικαιοσύνης» για τον οικονομικό «στραγγαλισμό» που είχε επιβληθεί στο «δυναμικό και παραγωγικό γερμανικό έθνος». Παράλληλα, οι Γερμανοί υποστήριζαν ότι μάχονται ενάντια στον «τσαρικό δεσποτισμό», καθώς η Ρωσία είχε συμμαχήσει με τους Αγγλογάλλους. Από την άλλη πλευρά, ο βρετανικός και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός κάλυπταν την ανελέητη μάχη για την υπεράσπιση των αιματοβαμμένων κερδών τους με τα ιδεολογήματα της «υπεράσπισης της δημοκρατίας» από τα αυταρχικά καθεστώτα των δύο Κάιζερ (της Γερμανίας και της άμεσης συμμάχου της Αυστροουγγαρίας) και της «προστασίας» του Βελγίου και της Σερβίας από αυτούς.

Φρίκη και όλεθρος

Με αφορμή τη δολοφονία του πρίγκηπα της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου από τον σέρβο φοιτητή Γκαβρίλο Πρίντσιπ στο Σαράγεβο τον Ιούνιο του 1914, τα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα που είχαν διαμορφωθεί πήραν θέσεις μάχης. Με τη λεγόμενη «Αντάντ» («Συνεννόηση», η συμμαχία Αγγλίας–Γαλλίας–Ρωσίας) τάχθηκαν αργότερα (για διαφορετικούς λόγους η καθεμία) η Ιταλία, η Ιαπωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και αρκετές μικρότερες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία συμμάχησαν η Βουλγαρία και η Τουρκία–Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο πόλεμος επεκτάθηκε και εκτός Ευρώπης και στους ωκεανούς. Οι αντίπαλοι συνασπισμοί οδήγησαν στο σφαγείο δεκάδες εκατομμύρια στρατιώτες, όχι μόνο από τις εμπόλεμες χώρες αλλά και από τις αποικίες τους. Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν νέα φονικά όπλα: τανκς, αεροπλάνα, υποβρύχια και χημικά όπλα. Λόγω της τεράστιας κινητοποίησης ανθρώπων και υλικού που επέτρεπε πλέον η βιομηχανική εποχή, σε όλα σχεδόν τα μέτωπα του πολέμου οι στρατιώτες εγκλωβίστηκαν σε έναν εφιαλτικό «πόλεμο θέσεων» μέσα σε χαρακώματα, όπου το «κέρδος» λίγων μέτρων μεταφραζόταν σε τρομακτικές απώλειες. Καθώς καμία από τις δύο παρατάξεις δεν μπορούσε να αποκτήσει αποφασιστικό πλεονέκτημα, οδηγήθηκαν σε έναν ανελέητο πόλεμο φθοράς. Τελικά, δύο αποφασιστικοί παράγοντες επέφεραν την ήττα της Γερμανίας το 1918: η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ το 1917, καθώς ήθελαν να αποτρέψουν την επικράτηση του γερμανικού ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη, και η αποτυχία των Γερμανών να σπάσουν τον αγγλικό ναυτικό αποκλεισμό, που τους στερούσε πολύτιμες πρώτες ύλες αλλά και είδη πρώτης ανάγκης, φέρνοντας τις λαϊκές μάζες στα όριά τους.

Το τίμημα που πλήρωσε η ανθρωπότητα δεν περιορίστηκε στα δεκάδες εκατομμύρια των νεκρών (σχεδόν 10 εκατομμύρια στρατιώτες, ανυπολόγιστος αριθμός αμάχων, πέρα από τα δεκάδες εκατομμύρια τραυματιών, αναπήρων, τυφλωμένων από τα αέρια, ψυχικώς πασχόντων κ.λπ.). Οι υλικές και οικονομικές καταστροφές δεν είχαν ιστορικό προηγούμενο, όπως και το γεγονός ότι οι απώλειες του άμαχου πληθυσμού έφταναν ή και ξεπερνούσαν αυτές των στρατιωτών. Τρομακτικά εγκλήματα (όπως η γενοκτονία των Αρμενίων) δικαιολογούνταν στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας». Μια ολόκληρη γενιά ουσιαστικά ξεκληρίστηκε, ενώ όσοι γύρισαν «αρτιμελείς» ποτέ δεν ξεπέρασαν τη φρίκη των χαρακωμάτων. Το πισωγύρισμα για τον ανθρώπινο πολιτισμό σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, κοινωνικό, επιστημονικό, ηθικό) ήταν ανυπολόγιστο, όπως και οι συνέπειες στις γεννήσεις και την παιδική θνησιμότητα. Επιπλέον, η κατάρρευση των συνθηκών υγιεινής και η διασπορά του ιού από στρατιώτες, αιχμαλώτους και ναυτικούς που μετέφεραν πολεμοφόδια οδήγησαν στη φρίκη της «ισπανικής γρίπης», που εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο και επέφερε από 30 έως 50 εκατομμύρια θανάτους, χτυπώντας περισσότερο τις πιο φτωχές χώρες.

Η εμπλοκή της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ κόστισε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, κυρίως στον άμαχο πληθυσμό της Μακεδονίας, η οποία αποτέλεσε ένα από τα μέτωπα του πολέμου. Επιπλέον, προετοιμάστηκε το έδαφος για την εγκληματική εκστρατεία της ελληνικής αστικής τάξης στη Μικρά Ασία, με τις γνωστές τραγικές συνέπειες.

Την επαύριο του πολέμου, καμία από τις αιτίες που τον προκάλεσαν δεν είχε αντιμετωπιστεί, με αποτέλεσμα σε δύο δεκαετίες η ανθρωπότητα να οδηγηθεί σε νέο, πολύ χειρότερο σφαγείο. Οι τεράστιες καταστροφές που είχαν υποστεί οι αντίπαλοι ιμπεριαλισμοί αναβάθμισαν σε αποφασιστικό βαθμό το ρόλο και την ισχύ των ΗΠΑ.

Εργατικό κίνημα Επαναστατικό κύμα

Για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, πέρα από τον βαρύ φόρο αίματος και τις τρομακτικές υλικές καταστροφές, ο πόλεμος σήμαινε επιβολή στυγνών αστυνομικών καθεστώτων «έκτακτης ανάγκης» παντού, μαζί και στις υποτιθέμενες «δημοκρατικές» χώρες. Στο όνομα της «εθνικής άμυνας» απαγορεύονταν οι απεργίες και οι διαδηλώσεις, επιβλήθηκε αυστηρή λογοκρισία στα πάντα και καταργήθηκαν βασικά δημοκρατικά δικαιώματα, ενώ η εκμετάλλευση αυξήθηκε κατακόρυφα. Το βαρύτερο όμως χτύπημα ήταν η προδοσία της μεγάλης πλειονότητας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς, που έσυραν τους εργάτες στην αλληλοσφαγή, υπερασπίζοντας την ιμπεριαλιστική πατρίδα στο πλευρό της αστικής τάξης. Μια χούφτα αποφασισμένων επαναστατών (Λένιν, Τρότσκι και οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία, Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λήμπκνεχτ στη Γερμανία, μεγάλο μέρος των σοσιαλιστών στην Ιταλία και τα Βαλκάνια) κολύμπησε θαρραλέα κόντρα στο ρεύμα και διακήρυξε την ανάγκη μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε σοσιαλιστική επανάσταση. Η νίκη της επανάστασης στη Ρωσία τον Οκτώβρη του 1917 επιβεβαίωσε την πρόβλεψη του Λένιν ότι η εποχή της ιμπεριαλιστικής σήψης του καπιταλισμού δεν θα ήταν μόνο εποχή πολέμων αλλά και επαναστάσεων. Πράγματι, το επαναστατικό κύμα που πυροδότησε η Οκτωβριανή Επανάσταση συγκλόνισε το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης μέχρι και το 1923.

Η ανθρωπότητα ξανά αντιμέτωπη με τον εφιάλτη

Σήμερα το οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο για τον παγκόσμιο καπιταλισμό είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι το 1914. Οι αμερικανοί και ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές εντείνουν την επιθετικότητά τους σε όλο τον πλανήτη, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν με τα όπλα τη διαρκή υποχώρησή τους στο οικονομικό πεδίο προς όφελος των «αναδυόμενων δυνάμεων» και ειδικά της Κίνας. Οι εστίες ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης πληθαίνουν, με πιο επικίνδυνες τη διαμάχη της Κίνας με Ιαπωνία και ΗΠΑ στον Ειρηνικό και τη σύγκρουση στην Ουκρανία, η οποία φέρνει ιμπεριαλιστικές δυνάμεις απευθείας αντιμέτωπες σε ευρωπαϊκό έδαφος για πρώτη φορά μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Οι ηρωικοί αγώνες των Παλαιστινίων και των εργατών της νοτιοανατολικής Ουκρανίας δείχνουν ότι οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου ενωμένοι πρέπει και μπορούμε να αποτρέψουμε νέα πολεμικά σφαγεία και να συντρίψουμε τον «φασισμό χωρίς σβάστικα» του δυτικού ιμπεριαλισμού.

Γιάννης Χαλάς

————————————————————————————————————————————————

Από την χρεοκοπία της 2ης στην 3η Διεθνή (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2014)

Η οικοδόμηση της 2ης Διεθνούς

Η Πρώτη Διεθνής, που ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1864, διαλύθηκε το 1876. Η σφοδρή ιδεολογική και πολιτική διαμάχη στο εσωτερικό της (ανάμεσα στους οπαδούς του Μαρξ και των Μπλανκί, Προυντόν, Μπακούνιν), σε συνδυασμό με την ήττα της Παρισινής Κομμούνας (1871), είχαν οδήγησαν στη διάσπασή της από το 1872, πριν την τελική διάλυσή της. Όμως η παρακαταθήκη που είχε αφήσει στο εργατικό κίνημα ήταν τεράστια.

Οι ζυμώσεις για τη συγκρότηση μιας νέας Διεθνούς δεν έλειψαν και εντάθηκαν ήδη από το 1881. Τελικά, στις 14 Ιουλίου του 1889 (στην επέτειο των 100 χρόνων από την πτώση της Βαστίλης στη Γαλλική Επανάσταση) έγινε στο Παρίσι το ιδρυτικό συνέδριο της 2ης Διεθνούς. Συμμετείχαν περίπου 390 αντιπρόσωποι από 20 χώρες. Η πλειοψηφία ήταν απ’ τη Γαλλία (180) και τη Γερμανία (81). Μεγάλες αντιπροσωπείες είχαν έρθει από την Αγγλία (21), το Βέλγιο (14), την Ιταλία (11). Εκτός Ευρώπης αντιπρόσωποι είχαν έρθει μόνο από τις ΗΠΑ.

Την ίδια ακριβώς περίοδο πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι ακόμα ένα διεθνές σοσιαλιστικό συνέδριο, των λεγόμενων ποσιμπιλιστών. Οι ποσιμπιλιστές (από την λέξη possible, εφικτό) ήταν σοσιαλιστές που υποστήριζαν ότι η πάλη του προλεταριάτου πρέπει να περιορίζεται σ’ αυτό που είναι εφικτό να ικανοποιηθεί στο καπιταλιστικό σύστημα. Ήταν μια πρόδρομη μορφή αυτού που αργότερα σχηματοποιήθηκε πολιτικά και ιδεολογικά ως ρεφορμισμός. Παρά τις μεγάλες προσπάθειες ορισμένων αντιπροσώπων να ενοποιηθούν τα δύο συνέδρια, κάτι τέτοιο δεν έγινε στο Παρίσι (ο Ένγκελς διαφωνούσε με την ενοποίηση). Η ενοποίηση, όμως, τελικά δεν αποφεύχθηκε και δύο χρόνια αργότερα –παρά την αρχικά σφοδρή πολεμική ανάμεσα στα δύο συνέδρια–, στο διεθνές συνέδριο των Βρυξελλών, οι δύο τάσεις ενώθηκαν στα πλαίσια της 2ης Διεθνούς.

Η 2η Διεθνής συγκροτήθηκε σ’ ένα οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον αρκετά διαφορετικό απ’ αυτό της Πρώτης Διεθνούς. Μετά τη μεγάλη ύφεση του 1870–80, ο καπιταλισμός γνώριζε μια περίοδο έντονης ανάπτυξης και περάσματος σ’ ένα νέο, ανώτερο στάδιό του, τον ιμπεριαλισμό. Για τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ήταν μια εποχή θριάμβου: η οικονομία είχε βγει απ’ την Μεγάλη Ύφεση, η επιστήμη και η τεχνολογία έκαναν άλματα, η κυριαρχία τους απλωνόταν σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η εμπιστοσύνη τους στο μέλλον ήταν απεριόριστη: η Μπελ Επόκ (Belle Epoque), η Ωραία Εποχή, φαινόταν σίγουρο πως θα συνεχιζόταν για πάντα.

Ο πόλεμος δεν είχε καμία θέση μέσα σ’ αυτόν τον ονειρικό παράδεισο. Το 1910, ο Νόρμαν Έιντζελ, ένας φιλελεύθερος δημοσιογράφος, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «Η Μεγάλη Χίμαιρα», όπου προανήγγειλε το οριστικό τέλος των πολέμων! Οι ενδοευρωπαϊκές διεθνείς συναλλαγές, υποστήριζε, έχουν κάνει πλέον καθαρή παραφροσύνη για τις άρχουσες τάξεις τον πόλεμο. Οι άγγλοι βιομήχανοι δεν είχαν κανένα συμφέρον να βομβαρδίσουν τις θυγατρικές τους στη Γαλλία. Οι γάλλοι τραπεζίτες δεν είχαν κανένα λόγο ν’ ανατινάξουν τα μεγάλα έργα που χρηματοδότησαν στη Γερμανία και να χάσουν έτσι τους τόκους και τα κεφάλαιά τους.

Λόγο της μεγάλης συσσώρευσης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου, υπήρξε τεράστια αύξηση του αριθμού των μισθωτών εργατών, αλλά και άνοδος του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Το συνδικαλιστικό κίνημα γνώριζε μεγάλη άνθιση. Έγιναν πολλές απεργίες, με μια χωρίς προηγούμενο έκταση, πειθαρχία, οργάνωση και διάρκεια, με κορυφαία την ιστορική πανεθνική απεργία του 1886 στις ΗΠΑ, για την κατάκτηση του οχτάωρου. Στα 1889, τα αγγλικά τρεϊντγιούνιονς είχαν φθάσει να έχουν τον πρωτοφανέρωτο αριθμό των 1,5 εκ. μελών. Στις ΗΠΑ, οι «Ιππότες της Εργασίας», που ο αριθμός τους έφτανε την εποχή εκείνη τις 600.000, είχαν ξεπεραστεί και στη θέση τους ιδρύθηκε η Αμερικάνικη Ομοσπονδία της Εργασίας. Το συνδικαλιστικό κίνημα άπλωνε ρίζες σ’ όλες τις βιομηχανικές χώρες. Η οργανωτική δύναμη του προλεταριάτου μεγάλωνε με γρήγορους ρυθμούς.

Χαρακτηριστική για την περίοδο ήταν επίσης και η ίδρυση σοσιαλιστικών κομμάτων σε διάφορες χώρες. Το πρώτο ιδρύθηκε το 1869 στη Γερμανία. Ακολούθησαν γρήγορα οι Ολλανδία (1870), Δανία (1871), Βοημία (1872), ΗΠΑ (1876), Γαλλία (1879), Ισπανία (1879), Αγγλία (ομάδα στα 1880), Ρωσία (ομάδα στα 1883), Νορβηγία (1887), Αυστρία, Ελβετία και Σουηδία (1889), Αυστραλία και Φιλανδία (1890), Πολωνία και Ιταλία (1892), Βουλγαρία, Ουγγαρία και Χιλή (1894), Αργεντινή (1896), Ιαπωνία (1991), Σερβία (1903), Καναδά (1904), Κίνα (1911) και Βραζιλία (1916).

Η 2η Διεθνής και τα τμήματά της σε κάθε χώρα προσέφεραν πάρα πολλά σ’ αυτή την οργανωτική και πολιτική ενδυνάμωση του προλεταριάτου. Η 2η Διεθνής οργάνωνε καμπάνιες σε παγκόσμιο επίπεδο. Με δικές της αποφάσεις έγινε η 1η Μάη παγκόσμια ημέρα πάλης της εργατικής τάξης και η 8η Μαρτίου παγκόσμια ημέρα της γυναίκας.

Στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία), οι σοσιαλιστές και τα σοσιαλιστικά κόμματα δρούσαν νόμιμα. Συμμετείχαν στα αστικά κοινοβούλια και οργάνωναν τη συνδικαλιστική πάλη. Τα δικαιώματα και οι κατακτήσεις των εργαζομένων στις αναπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες διευρύνονταν. Βέβαια, αυτό ήταν αποτέλεσμα και μιας αλλαγής της πολιτικής των αρχουσών τάξεων. Εκείνη την εποχή, τα αφεντικά των αναπτυγμένων ιμπεριαλιστικών χωρών, θορυβημένα από τις εξεγέρσεις του Παρισιού και του Σικάγου και από τη γενικότερη άνοδο του κινήματος, αποφάσισαν να διαθέσουν ένα μέρος από τα τεράστια υπερκέρδη που αντλούσαν από την εκμετάλλευση των αποικιών, ώστε να έχουν τη δυνατότητα για κάποιες παραχωρήσεις που θα βελτίωναν τις συνθήκες ζωής των εργατών αλλά και για εξαγορά στελεχών των συνδικάτων και των εργατικών οργανώσεων. Έτσι, στα ανώτερα κλιμάκια των συνδικάτων και των εργατικών κομμάτων στις ιμπεριαλιστικές χώρες δημιουργήθηκε σταδιακά ένα στρώμα γραφειοκρατών, που αντλούσαν οφέλη και προνόμια από τον ακμάζοντα καπιταλισμό των χωρών αυτών. Ο Λένιν μιλούσε για αστικοποιημένο εργατικό στρώμα ή «εργατική αριστοκρατία», που τάσσεται αναπόφευκτα με το μέρος της αστικής τάξης, με το μέρος των «βερσαλιέρων» ενάντια στου «κομμουνάρους» (τα αντίστοιχα στρατόπεδα των αντιδραστικών και των επαναστατών στην Παρισινή Κομμούνα).

Όπως είναι φυσικό, το συμφέρον αυτού του στρώματος ήταν αντίθετο σε κάθε προσπάθεια ανατροπής του καπιταλισμού. Σύντομα απέκτησε και ιδεολογική έκφραση, μέσα από τις απόψεις του Μπερνστάιν, που υποστήριζε ότι το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να «αυτορρυθμίζεται» και να ξεπερνά τις κρίσεις του, ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό μπορεί να γίνει με σταδιακές και ειρηνικές μεταρρυθμίσεις (ρεφορμισμός, από τη λέξη reform, μεταρρύθμιση). Ο Ένγκελς, μέχρι το θάνατό του (1895), πολέμησε με σθένος τις ρεφορμιστικές απόψεις και προειδοποιούσε για το θανάσιμο κίνδυνο που απειλούσε το εργατικό κίνημα. Κατέκρινε μάλιστα με δριμύτητα τους σημαίνοντες σοσιαλιστές ηγέτες της εποχής (όπως τους Μπέμπελ και Βίλχελμ Λίμπκνεχτ στη Γερμανία) για την ανοχή τους απέναντι στους ρεφορμιστές.

Ο Καρλ Κάουτσκι, που μετά τον θάνατο του Ένγκελς ήταν η μεγαλύτερη θεωρητική αυθεντία της 2ης Διεθνούς, ανέπτυξε την θεωρία του «υπεριμπεριαλισμού»: τα μεγάλα μονοπώλια, τα διεθνή ιμπεριαλιστικά τραστ και καρτέλ εξαλείφουν σταδιακά την αναρχία και τον ανταγωνισμό στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία – και συνεπώς εξυπηρετούνται πολύ καλύτερα από την συνένωση και τη συνεργασία των αστικών κρατών παρά από τον ανταγωνισμό τους και τον πόλεμο.

Η αίσθηση ότι ο κόσμος «πήγαινε μπροστά» και θα συνέχιζε έτσι για πάντα, είχε τρυπώσει βαθιά στα μυαλά ακόμα και των ηγετών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, των κομμάτων που διακήρυτταν σαν στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση μια σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η πλειοψηφία των ηγετών της 2ης Διεθνούς είχαν αναγάγει μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία του καπιταλισμού και της ταξικής πάλης σε αιώνιο προτσές.

Γράφει ο Τρότσκι τον Μάιο του 1919, σ’ ένα κείμενο με τίτλο «Σκέψεις πάνω στην πορεία της επανάστασης» (Τετράδια Εργατικής Πάλης, ν. 17): «Μια μηχανιστική αντίληψη της κοινωνικής επανάστασης υποβιβάζει το ιστορικό προτσές σε μια αδιάκοπη αριθμητική αύξηση και μια σταθερά ανερχόμενη οργανωτική δύναμη του προλεταριάτου, μέχρις ότου, αποτελώντας την ‘συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού’, το προλεταριάτο χωρίς μάχη, ή σχεδόν χωρίς μάχη, πάρει στα χέρια του τον μηχανισμό της αστικής οικονομίας και του κράτους, σαν ένα φρούτο ώριμο για ξεφλούδισμα. Όμως, στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη του παραγωγικού ρόλου του προλεταριάτου είναι παράλληλη με την ανάπτυξη της δύναμης της μπουρζουαζίας. Όσο το προλεταριάτο συγκεντρώνεται οργανωτικά και εκπαιδεύεται πολιτικά, με τη σειρά της η μπουρζουαζία αναγκάζεται να τελειοποιήσει το μηχανισμό της εξουσίας της…».

Πίσω απ’ τις καθησυχαστικές θεωρίες για τις «Μεγάλες Χίμαιρες», οι άρχουσες τάξεις προετοιμάζονταν πυρετωδώς για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις ρίχτηκαν σ’ έναν ξέφρενο αγώνα δρόμου, για την ενίσχυση και εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών τους. Στη Βρετανία, οι στρατιωτικές δαπάνες το 1913 ήταν 140% υψηλότερες απ’ ό,τι το 1887. Η Γερμανία, στα μέσα της δεκαετίας του 1890, δαπανούσε περίπου 90 εκ. μάρκα κάθε χρόνο για το πολεμικό της ναυτικό – το 1913 είχε ξεπεράσει τα 400 εκ. Και οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις δεν πήγαιναν πίσω. Οι προετοιμασίες δεν ήταν μόνο στρατιωτικές. Το 1882, η Αυστρία, η Γερμανία και η Ιταλία υπέγραψαν ένα σύμφωνο «αμοιβαίας συνεργασίας», τη λεγόμενη «Τριπλή Συμμαχία». Το 1907, η Γαλλία, η Ρωσία και η Βρετανία συνέστησαν την «Τριπλή Συνεννόηση», τη λεγόμενη «Αντάντ». Οι συμμαχίες και τα στρατόπεδα που αιματοκύλησαν την Ευρώπη το 1914–18 είχαν διαμορφωθεί χρόνια πριν. 

Η προδοσία

Όπως ήταν αναμενόμενο το θέμα του πολέμου απασχολούσε την Διεθνή. Στο συνέδριο που έγινε τον Αύγουστο του 1907 στην Στουτγάρδη αναφέρεται στην σχετική απόφαση ότι οι πόλεμοι ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη είναι το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού τους στην διεθνή αγορά και ότι αποτελούν συστατικό στοιχείο της φύσης του καπιταλισμού. Όριζε σαν καθήκον των εργατών και της διεθνούς την πάλη ενάντια στον πόλεμο, την πάλη ενάντια στους πολεμικούς εξοπλισμούς τον αφοπλισμό κλπ. Πιο συγκεκριμένα προέβλεπε ότι στα πρόθυρα του ξεσπάσματος ενός πολέμου το εργατικό κίνημα και η 2η Διεθνής θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να εμποδίσουν το ξέσπασμά του ανάλογα με το επίπεδο όξυνσης της ταξικής και πολιτικής αντιπαράθεσης σε κάθε χώρα. Και ότι σε περίπτωση που ο πόλεμος παρόλα αυτά ξεσπάσει τότε η Διεθνής θα πρέπει να παλέψει με όλη της την δύναμη για τον άμεσο τερματισμό του αλλά και για να εκμεταλλευτεί την οικονομική και πολιτική κρίση που θα προκληθεί για να ανατρέψει την καπιταλιστική κυριαρχία.

Στο συνέδριο της Κοπεγχάγη που πραγματοποιήθηκε το 1910 υπήρχε μια παρόμοια απόφαση με αυτήν στην Στουτγάρδη που εστίαζε στην ανάγκη να αξιοποιηθεί η οικονομική και πολιτική αναταραχή που θα προκαλούσε ένας πόλεμος για την ανατροπή της μπουρζουαζίας. Βέβαια στο ίδιο συνέδριο υπήρχε και μια απόφαση που αποκάλυπτε τις αυταπάτες που υπήρχαν στο εσωτερικό της Διεθνούς και η οποία καλούσε του εργαζόμενους να διαδηλώσουν ενάντια στον αυξανόμενο κίνδυνο ενός πολέμου και να πιέσουν τις κυβερνήσεις τους να μειώσουν τους εξοπλισμούς και να διευθετήσουν τις διαφορές μέσω της διαιτησίας.

Τον Νοέμβριο του 1912 πραγματοποιήθηκε έκτακτο συνέδριο στην Βασιλεία με κύριο θέμα την στάση της Διεθνούς στον αυξανόμενο κίνδυνο του πολέμου. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ξεσπούσαν (στις 30 Σεπτεμβρίου Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα και Βουλγαρία έστειλαν τελεσίγραφο στην Τουρκία και στις 9 Οκτωβρίου ξεκίνησε επίσημα ο Α Βαλκανικός Πόλεμος), η οθωμανική αυτοκρατορία διαλυόταν, ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία, Γαλλία) για τον έλεγχο της βαλκανικής και της Μικράς Ασίας βρισκόταν στο φόρτε του.

Το συνέδριο της Βασιλείας υπενθύμιζε τις αποφάσεις των συνεδρίων της Στουτγάρδης και της Κοπεγχάγης και επιβεβαίωνε την αλληλεγγύη ανάμεσα στους προλετάριους όλων των εθνών. Θεωρούσε τον φόβο των αρχουσών τάξεων ότι ένας παγκόσμιος πόλεμος θα προκαλούσε την σοσιαλιστική επανάσταση σαν την μεγαλύτερη εγγύηση για την ειρήνη. Το συνέδριο αυτό καθόρισε συγκεκριμένα καθήκοντα για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στις διάφορες χώρες (για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στις χώρες τις βαλκανικής, για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας, για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε Ρωσία Πολωνία). Τέλος έριχνε ιδιαίτερο βάρος στην πάλη του εργατικού κινήματος και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία. Στην απόφαση διαπιστωνόταν σωστά ότι οι εξελίξεις καθορίζονται από τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό ανάμεσα στην Αγγλία και την Γαλλία από την μια μεριά και την Γερμανία από την άλλη. Καλούσε τους προλετάριους και τους σοσιαλιστές όλων των χωρών σε πόλεμο κατά του πολέμου με όλα τα μέσα.

Όμως αυτές οι ομόφωνες αποφάσεις δεν αρκούσαν για να σπάσουν τις αυταπάτες της πλειοψηφίας των ηγετών των κομμάτων αυτών. Ακόμα και την τελευταία στιγμή, στις 28 Ιούλιου του 1914, όταν η Αυστρία είχε πλέον κηρύξει τον πόλεμο στην Σερβία, γράφει ο Xόμπσμπάουμ, οι ηγέτες των σοσιαλιστικών κομμάτων «ήταν πεισμένοι ότι ένας γενικευμένος πόλεμος ήταν αδύνατος και ότι σίγουρα θα βρισκόταν κάποια ειρηνική λύση στην κρίση». «Εγώ προσωπικά», δήλωνε στις 29 Ιουλίου ο Βίκτορ Άντλερ, ηγέτης του Αυστριακού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, «δεν πιστεύω ότι θα γίνει ένας γενικευμένος πόλεμος». Λίγες μέρες αργότερα οι Μεγάλες Δυνάμεις θα έριχναν 19 εκατομμύρια στρατιώτες στη μάχη.

Και σαν να μην έφτανε αυτή η τυφλή πίστη στις Μεγάλες Χίμαιρες, με το ξέσπασμα του πολέμου η συντριπτική πλειοψηφία των εθνικών τμημάτων της 2ης Διεθνούς στήριξαν το κάθε ένα την δική του αστική τάξη και έστειλαν τους προλετάριους της Ευρώπης να αλληλοεξοντωθούν στο πολεμικό σφαγείο. Στη Γερμανία όλοι οι βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με μοναδική εξαίρεση τον Καρλ Λίμπκνεχτ υπερψήφισαν τον προϋπολογισμό για τον πόλεμο και επίσης το κόμμα συμφώνησε σε μια ανακωχή («Burgfrieden») με την κυβέρνηση, υποσχόμενο να απέχει από οποιαδήποτε απεργία στη διάρκεια του πολέμου. Στη Ρωσία ο μαρξιστής Πλεχάνοφ τάχθηκε στην πλευρά του Τσάρου. Στη Βρετανία το Εργατικό Κόμμα στήριξε την «εθνική υπόθεση». Ο διεθνισμός της 2ης Διεθνούς ήταν το πρώτο θύμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ακολούθησαν 18 εκατομμύρια νεκροί, οι μισοί από αυτούς άμαχος πληθυσμός.

Ο Λένιν έγραφε: “Η χρεοκοπία της 2ης Διεθνούς είναι χρεοκοπία του οπορτουνισμού, που καλλιεργήθηκε πάνω στο έδαφος των ιδιομορφιών μιας περασμένης ιστορικής εποχής (της λεγόμενης “ειρηνικής εποχής”) και που τα τελευταία χρόνια κυριάρχησε ουσιαστικά μέσα στη Διεθνή. Οι οπορτουνιστές, από καιρό, προετοίμαζαν αυτή τη χρεοκοπία, αρνούμενοι τη σοσιαλιστική επανάσταση και υποκαθιστώντας τη με τον αστικό ρεφορμισμό αρνούμενοι την ταξική πάλη και την αναγκαία μετατροπή της, σε ορισμένες στιγμές, σε εμφύλιο πόλεμο και κηρύχνοντας τη συνεργασία των τάξεων κηρύχνοντας τον αστικό σοβινισμό, που τον ονομάζουν πατριωτισμό και υπεράσπιση της πατρίδας, και αγνοώντας ή αρνούμενοι τη βασική αλήθεια του σοσιαλισμού, που έχει ήδη διατυπωθεί από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα περιορίζοντας τον αγώνα ενάντια στο μιλιταρισμό σε μια συναισθηματική μικροαστική άποψη, αντί να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα του επαναστατικού πολέμου των προλετάριων όλων των χωρών ενάντια στην κεφαλαιοκρατία όλων των χωρών μετατρέποντας την απαραίτητη χρησιμοποίηση του αστικού κοινοβουλευτισμού και της αστικής νομιμότητας σε φετίχ αυτής της νομιμότητας και ξεχνώντας ότι σε εποχή κρίσης είναι υποχρεωτικές οι παράνομες μορφές οργάνωσης και ζύμωσης”.

Η 2η Διεθνής διαλύθηκε με το ξέσπασμα του πολέμου. Αφού πρώτα διαπίστωσε ορθά ότι ο φόβος της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι αυτός που ενδεχόμενα θα εμπόδιζε τους ιμπεριαλιστές να ριχτούν στην τρέλα ενός παγκόσμιου πολέμου έκανε ότι περνούσε από το χέρι της να εξαλείψει αυτόν τον φόβο σέρνοντας το προλεταριάτο αλυσοδεμένο στο μαντρί του πατριωτισμού και ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο στον πόλεμο. Επρόκειτο για μια προδοσία χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του εργατικού κινήματος, μια προδοσία που πληρώθηκε με ποταμούς αίματος από τους Ευρωπαίους προλετάριους και αγρότες.

Για μια Κομμουνιστική Διεθνή

Μόνο μια μειοψηφία επαναστατών τάχθηκε ανοιχτά και δυναμικά ενάντια στον πόλεμο: οι Γερμανοί σπαρτακιστές (Ρόζα Λούξεμπουργκ, Καρλ Λίμπκνεχτ κλπ), οι μπολσεβίκοι (Λένιν κλπ), ο Τρότσκι, κλπ. (Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ φυλακίστηκαν για την πάλη τους ενάντια στον πόλεμο). Παρά τις διαφορές στις απόψεις τους όλοι τους συμφωνούσαν ότι ο πόλεμος δεν οφειλόταν σε κάποια «εξωτερικά» ή «τυχαία» γεγονότα. Ο πόλεμος ήταν παιδί του καπιταλισμού. Το σύστημα δεν πήγαινε συνεχώς «μπροστά», όπως έλεγαν οι ηγέτες της επίσημης αριστεράς. Το προλεταριάτο και η ανθρωπότητα βρίσκονταν μπροστά στο δίλημμα: Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν μόνο η αρχή. Όσο περισσότερο επιβίωνε το καπιταλιστικό σύστημα τόσο μεγαλύτερες θα ήταν οι καταστροφές που θα επιφύλασσε για την ανθρωπότητα.

Ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα του πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1915, στο Τσίμερβαλντ της Ελβετίας έγινε μια προσπάθεια για μια σοσιαλιστική και επαναστατική απάντηση στο πολεμικό σφαγείο. Στο Μανιφέστο του Τσίμερβαλντ καταγγέλλεται ο ιμπεριαλισμός ως ο υπεύθυνος για την μετατροπή της Ευρώπης σε γιγάντιο ανθρωποσφαγείο. Καταγγέλλονται τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και η σοσιαλπατριωτική πολιτική τους που πρόδωσαν τα άμεσα και ιστορικά συμφέροντα του προλεταριάτου καλώντας τους προλετάριους να εγκαταλείψουν την ταξική πάλη και να υποστηρίξουν τις αστικές και ιμπεριαλιστικές τους κυβερνήσεις. Γίνεται έκκληση στους εργαζόμενους να ενωθούν πέρα από τα εθνικά σύνορα και να παλέψουν για μια ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις, για την απελευθέρωση των υπόδουλων εθνών και τάξεων, για τον σοσιαλισμό. Το μανιφέστο του Τσίμερβαλντ θα υπογράψουν σοσιαλιστές (οι περισσότεροι μειοψηφίες στα κόμματά τους) από την Γαλλία, την Γερμανία, την Ιταλία, την Ρωσία, την Πολωνία, τα Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία, την Σουηδία, την Δανία και την Ελβετία.

Σαν συνέχεια του Τσίμερβαλντ έγινε ένα δεύτερο διεθνές συνέδριο στο Κίνταλ της Ελβετίας τον Απρίλιο του 1916. Συμμετείχαν 43 αντιπρόσωποι από 10 χώρες. Και το συνέδριο αυτό κινήθηκε πολιτικά στα πλαίσια του μανιφέστου του Τσίμερβαλντ. Στα δύο αυτά συνέδρια υπήρχε μια σχετικά ισχυρή παρουσία από μια κεντριστική τάση με επικεφαλής τον Κάουτσκι, οι οποίοι παρότι αντιτάσσονταν στον πόλεμο, επεδίωκαν ένα συμβιβασμό με τους σοσιαλπατριώτες. Από αυτή την τάση θα γεννηθεί το 1921 μια “Διεθνής” που έμεινε στην ιστορία ως 21/2 Διεθνή. Η 21/2 Διεθνής θα έχει πολύ σύντομη ζωή και το 1923 θα ενταχθεί ξανά στην 2η Διεθνή που είχε στο μεταξύ ανασυγκροτηθεί μετά το τέλος του πολέμου. Λόγο των κεντριστών τα δύο αυτά συνέδρια δεν θα υιοθετήσουν με καθαρό τρόπο την ντεφετιστική πολιτική του Λένιν, δηλαδή την πάλη του προλεταριάτου για την ήττα της δικής του αστικής τάξης στον πόλεμο και την μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο.

Για τον Λένιν το Τσίμερβαλντ και το Κίνταλ ήταν προσπάθειες για την οικοδόμηση μιας νέας Διεθνούς. Λίγες μέρες αργότερα, ο Λένιν αποτιμούσε ως εξής τη Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ: «Αργά προχωρεί η ανάπτυξη του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος στην εποχή αυτή της απίστευτα βαθιάς κρίσης που προκάλεσε ο πόλεμος. Ωστόσο, όμως, προχωρεί προς την κατεύθυνση ακριβώς της ρήξης με τον οπορτουνισμό και το σοσιαλσοβινισμό. Η Διεθνής Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ της 5 8 του Σεπτέμβρη 1915 το έδειξε αυτό καθαρά». Σ’ ένα γράμμα του μάλιστα προς τον Ζινόβιεφ, ο Λένιν χαρακτήριζε τη συνδιάσκεψη «πρώτο βήμα προς την 3η Διεθνή. Ένα διστακτικό και ασυνεπές βήμα προς τη διάσπαση με τον οπορτουνισμό», το οποίο συνιστούσε ταυτόχρονα και «δυνατότητα υποτροπής».

«Η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, έγραφε λίγους μήνες μετά ο Λένιν αν δεν είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, είναι κούφια φράση ή απάτη. Μια από τις κύριες ελλείψεις του Τσίμερβαλντ και του Κίνταλ και μία από τις βασικές αιτίες του πιθανού φιάσκου αυτών των εμβρύων της 3ης Διεθνούς είναι ακριβώς ότι το ζήτημα της πάλης ενάντια στον οπορτουνισμό δεν είχε μπει καν ανοιχτά, χωρίς να μιλήσω για τη λύση του με την έννοια ότι χρειάζεται η ρήξη με τους οπορτουνιστές». Αυτή η ρήξη, αυτό το ξεκαθάρισμα του τοπίου με το να ξεκόψουν οι επαναστάτες διεθνιστές από τους οπορτουνιστές βασάνιζε όλο και περισσότερο τον Λένιν προς τα τέλη του 1916, κάτι που το επιβεβαιώνει στα απομνημονεύματά της και η σύντροφος της ζωής του. «Εξίσου με τη δουλειά στο θεωρητικό τομέα γράφει η Ν. Κ. Κρούπσκαγια ο Ιλιτς θεωρούσε εξαιρετικά σοβαρό την επεξεργασία σωστής τακτικής. Φρονούσε ότι ωρίμασε η διάσπαση σε διεθνή κλίμακα, ότι πρέπει να ξεκόψουμε με τη 2η Διεθνή, με το Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο, πρέπει να ξεκόψουμε για πάντα με τον Κάουτσκι και Σία, ν’ αρχίσουμε με τις δυνάμεις της αριστεράς του Τσίμερβαλντ να δημιουργήσουμε την 3η Διεθνή».

Το σχέδιο αυτό θα πάρει νέα ώθηση μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στην Ρωσία και την επικράτηση της Σοβιετικής εξουσίας. Το πρώτο εργατικό κράτος είχε γεννηθεί μέσα από τις στάχτες του Α Παγκόσμιου Πολέμου. Η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία το 1917 ήταν μια τρανή και χειροπιαστή απόδειξη ότι οι ιδέες του Λένιν, του Τρότσκι και των συντρόφων τους ήταν σωστές.

Το Γενάρη του 1918 συνήλθε στην Πετρούπολη η πρώτη διεθνής σύσκεψη για την προετοιμασία ίδρυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στη σύσκεψη πήραν μέρος αντιπρόσωποι των Μπολσεβίκων, των αριστερών Εσέρων, των αριστερών Σοσιαλδημοκρατών της Σουηδίας, της Νορβηγίας, της Αγγλίας, των ΗΠΑ, καθώς και των Πολωνών, Ρουμάνων, Τσέχων και Κροατών Διεθνιστών. Η σύσκεψη αποφάσισε να κληθεί Διάσκεψη της αριστερής πτέρυγας του διεθνούς εργατικού κινήματος υπό τους εξής όρους: «1. Συμφωνία των κομμάτων και των οργανώσεων να ακολουθήσουν το δρόμο της πάλης ενάντια στις δικές τους κυβερνήσεις για άμεση ειρήνη. 2. Υποστήριξη της Οχτωβριανής Επανάστασης και της Σοβιετικής εξουσίας». Η απόφαση αυτή στάλθηκε σε όλα τα αριστερά κόμματα και ομάδες ανά τον κόσμο.

Όπως ήταν φυσικό και επόμενο τα κόμματα της 2ης Διεθνούς αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την Οκτωβριανή Επανάσταση. Κατάγγειλαν τους Μπολσεβίκους ως αντιδημοκρατικούς και αυταρχικούς. Φυσικά δημοκράτες σαν τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες Σάιντεμαν, Έμπερτ και Νόσκε (που μετά την γερμανική επανάσταση του 1918 και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν μέλη της Γερμανικής κυβέρνησης) δεν είχαν κανένα πρόβλημα να στείλουν τα Φράικορπς να δολοφονήσουν την Λούξεμπουργκ και τον Λίμπκνεχτ (κάτι που ούτε ο αυτοκρατορικός Γερμανικός μιλιταρισμός δεν είχε τόλμησε να κάνει). Ακόμα υποστήριζαν την, υποτίθεται μαρξιστική, θεωρία ότι στην καθυστερημένη Τσαρική Ρωσία μια σοσιαλιστική επανάσταση ήταν πρόωρη. Γράφει ο Τρότσκι στο κείμενο που αναφέρουμε παραπάνω:

“Οι ιδέες που επικρατούσαν μέσα στην Δεύτερη Διεθνή για την προλεταριακή επανάσταση στην πραγματικότητα δεν ξεπερνούσαν το πλαίσιο του αυτάρκους εθνικού καπιταλισμού. Η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ρωσία θεωρούνταν ανεξάρτητοι κόσμοι κινούμενοι στην ίδια τροχιά προς το σοσιαλισμό, βρισκόμενες σε διαφορετικά στάδια του ίδιου δρόμου. Η ώρα του επερχόμενου σοσιαλισμού σημάνει όταν ο καπιταλισμός φτάσει στα έσχατα όρια ωριμότητας και τότε η μπουρζουαζία αναγκάζεται να δώσει τη θέση της στο προλεταριάτο, σαν οικοδόμο του σοσιαλισμού. Αυτή η εθνικά περιορισμένη αντίληψη της καπιταλιστικής ανάπτυξης δημιουργεί τις θεωρητικές και ψυχολογικές βάσεις του σοσιαλπατριωτισμού. Αυτή η εθνικά περιορισμένη αντίληψη καπιταλιστικής ανάπτυξης δημιουργεί τις θεωρητικές και ψυχολογικές βάσεις του σοσιαλπατριωτισμού: οι “Σοσιαλιστές” όλων των χωρών θεωρούν καθήκον τους να υπερασπιστούν το εθνικό κράτος σαν το φυσικό και αυτάρκες θεμέλιο σοσιαλιστικής ανάπτυξης.

Ο μεγάλος ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι εκείνο το τρομερό όπλο με το οποίο η ιστορία έχει διασπάσει τον “οργανικό”, “εξελικτικό”, “ειρηνικό” χαρακτήρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Προερχόμενος από την καπιταλιστική ανάπτυξη σαν σύνολο, και ταυτόχρονα παρουσιαζόμενος στην εθνική συνείδηση κάθε ξεχωριστής καπιταλιστικής χώρας σαν εξωτερικός παράγοντας, ο ιμπεριαλισμός δρα σαν να εξαλείφει τη διαφορά επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης κάθε καπιταλιστικής χώρας. Την ίδια στιγμή σύρονται όλες στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, οι παραγωγικές τους βάσεις, οι ταξικές σχέσεις τραντάζονται ταυτόχρονα. Οπότε οι χώρες που πρώτες σύρονται έξω απ’ την κατάσταση ασταθούς ισορροπίας είναι εκείνες που έχουν την πιο αδύναμη εσωτερική κοινωνική ενέργεια, δηλαδή εκείνες ακριβώς οι χώρες που είναι νεότερες από την άποψη της καπιταλιστικής ανάπτυξης.”

Το Γενάρη του 1919, συνήλθε στη Μόσχα νέα διεθνής Διάσκεψη, που ενέκρινε ομόφωνα πρόταση του Λένιν για ίδρυση της 3ης Διεθνούς στο κοντινότερο χρονικό διάστημα. Η Διάσκεψη απηύθυνε πρόσκληση σε 39 αδελφά κόμματα και ομάδες να συναντηθούν εκπρόσωποί τους και να συζητήσουν το θέμα.

Η ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς

Την 1η Μάρτη πραγματοποιήθηκε προκαταρκτική σύσκεψη πολλών αντιπροσώπων, αναφορικά με τα ζητήματα της έναρξης, της συγκρότησης και της ημερήσιας διάταξης του επικείμενου συνεδρίου. Εκεί ο αντιπρόσωπος του Γερμανικού ΚΚ Εμπερλάιν, στηριζόμενος στο δεσμευτικό πληρεξούσιο που του είχε δώσει η ΚΕ του κόμματός του, τάχθηκε κατά της άμεσης ίδρυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Μπρος, λοιπόν, στο πρόβλημα που τέθηκε από τους Γερμανούς κομμουνιστές, η προκαταρκτική σύσκεψη των αντιπροσώπων της 1ης Μάρτη, πήρε την απόφαση να συγκληθούν σε σώμα οι αντιπρόσωποι των κομμάτων και οργανώσεων, αλλά αυτό να μην ονομαστεί συνέδριο και, μάλιστα, ιδρυτικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς αλλά Κομμουνιστική Συνδιάσκεψη. Στη συνέχεια όμως, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνδιάσκεψης και μπρος στην επιθυμία των υπολοίπων αντιπροσώπων να ιδρυθεί η Διεθνής, ο Εμπερλάιν πείστηκε να μην εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη απέχοντας από την ψηφοφορία. Έτσι η Συνδιάσκεψη πήρε την απόφαση να μετονομάσει τον εαυτό της σε Πρώτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η σχετική απόφαση έχει ως εξής:

«Η Διεθνής Κομμουνιστική Συνδιάσκεψη αποφασίζει να συγκροτηθεί σαν 3η Διεθνής και να υιοθετήσει το όνομα Κομμουνιστική Διεθνής. Οι αναλογίες των ψήφων που δόθηκαν δεν επιδέχονται μεταβολή. Όλα τα κόμματα, όλες οι οργανώσεις και οι ομάδες διατηρούν το δικαίωμα, για χρονικό διάστημα οκτώ μηνών, να προσχωρήσουν οριστικά στην 3η Διεθνή».

«Με εντολή της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας κηρύσσω την έναρξη του πρώτου διεθνούς κομμουνιστικού συνεδρίου. Πριν απ’ όλα, παρακαλώ όλους τους παρευρισκόμενους να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ, των καλυτέρων εκπροσώπων της 3ης Διεθνούς». Είναι βράδυ, 2 Μάρτη 1919, στο Κρεμλίνο. Στο βήμα, βρίσκεται ο Β. Ι. Λένιν κι από κάτω, όρθιοι, τιμούν τους μεγάλους ηγέτες του γερμανικού και διεθνούς προλεταριάτου 52 αντιπρόσωποι από 35 οργανώσεις 21 χωρών της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας. Είναι η εναρκτήρια συνεδρίαση του ιδρυτικού συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Στο συνέδριο αυτό μπήκαν οι βάσεις για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας οργάνωσης της εργατικής τάξης που να μπορεί πραγματικά να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της παγκόσμιας επανάστασης στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Στο πρώτο συνέδριο της Κομιντέρν κατοχυρώθηκε επίσης η αρχή της πειθαρχίας των εθνικών τμημάτων στη Διεθνή και η εφαρμογή των αποφάσεων των συνεδρίων της. Στο δεύτερο συνέδριο της Κομιντέρν (Ιούλης 1920) καθορίστηκαν οι περίφημοι «21 όροι» που πρέπει να εκπληρώνει κάθε κόμμα που θέλει να ενταχθεί σ’ αυτήν.

Βέβαια θα ήταν εντελώς έξω από την πραγματικότητα να ισχυριστεί κανείς ότι τα κόμματα και οι οργανώσεις που συμμετείχαν στην ίδρυση της 3ης Διεθνούς ήταν ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά έτοιμα να εκπληρώσουν την αποστολή τους. Αρκετά ήταν μικρές ομάδες αγωνιστών χωρίς ρίζες στην εργατική τάξη. Πολλά παρέκκλιναν σε “υπεραριστερές” θέσεις και πρακτικές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το βιβλίο του Λένιν “Ο “αριστερισμός” παιδική αρρώστια του κομμουνισμού” γράφτηκε και εκδόθηκε το 1920 με στόχο να καθοδηγήσει τα νέαρά τότε κομμουνιστικά κόμματα στην πάλη τους. Ωστόσο μια νέα εποχή για το διεθνές εργατικό κίνημα και την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση είχε ανοίξει.

Χρήστος Νομίδης