Γίδες, αίγες, τράγοι και τραγωδία (του Δημήτρη Κατσορίδα)

«ΓΙΔΕΣ», ΑΙΓΕΣ, ΤΡΑΓΟΙ, ΤΡΑΓΩΔΙΑ

Γίδες. Ζώα άγρια, πεισματάρικα, ευκίνητα, έξυπνα, με μάτια ζωηρά, ενώ λέγεται ότι είναι και πολύ καθαρά. Έχουν ποικίλα και διαφορετικά χρώματα (μαύρο, γκρι, άσπρο, καφέ, παρδαλό κλπ.), λειτουργούν ομαδικά-νομαδικά, και χαρακτηρίζονται για την τέλεια ισορροπία τους. Ωραίος συνδυασμός, αλλά και παράδειγμα: ποικιλία, διαφορετικότητα, ομαδικότητα, ισορροπία.

Οι γίδες, όμως, συν­δέ­ο­νται και με τον σα­τα­νι­σμό. Από την έλευ­ση του Χρι­στια­νι­σμού, η κα­τσί­κα ταυ­τί­στη­κε με το διά­βο­λο. Ακόμα και σή­με­ρα, η κα­τσί­κα έχει ση­μα­ντι­κή θέση στο σα­τα­νι­σμό και στον πα­γα­νι­σμό. Σε αντί­θε­ση με αυτό, κα­τα­λαμ­βά­νει ση­μα­ντι­κή θέση στην Αρ­χαία Ελ­λη­νι­κή Μυ­θο­λο­γία, επει­δή η κα­τσί­κα Αμάλ­θεια απο­τέ­λε­σε την τροφό του θεού Δία, όταν ήταν μωρό, γι’ αυτό οι αρ­χαί­οι Έλ­λη­νες της απέ­δι­δαν ιδιαί­τε­ρη τιμή. Όμως, και η προ­έ­λευ­ση της λέξης «τρα­γω­δία» ση­μαί­νει τρά­γων ωδή, επει­δή στους χο­ρούς των σα­τύ­ρων, κατά τους διο­νυ­σια­κούς δι­θυ­ράμ­βους, φο­ρού­σαν το­μά­ρια από τρά­γους. Βέ­βαια, σή­με­ρα η τρα­γω­δία ση­μαί­νει κάτι πολύ δια­φο­ρε­τι­κό, όπως επί­σης και η λέξη τρα­γού­δι, η οποία επί­σης προ­έρ­χε­ται από την λέξη τρα­γω­δία.

«Γίδες», λοι­πόν. Και όσο και αν ακού­γε­ται πα­ρά­ξε­νο, με αυτόν τον τίτλο η Kourd Gallery, πα­ρου­σιά­ζει την Έκ­θε­ση Ζω­γρα­φι­κής του Δαυίδ Μπεν­φο­ρά­δο (24 Μαΐου έως 7 Ιου­λί­ου 2018).

Δε­κα­ε­πτά πί­να­κες «προ­σω­πο­γρα­φί­ε­ς’’, δου­λε­μέ­νες με τη λο­γι­κή του πορ­τραί­του» (λάδι σε λινό, λάδι σε καμβά, λάδι σε μου­σα­μά), που «αντα­πο­κρί­νο­νται στις ιδέες της αν­θρώ­πι­νης φυ­σιο­γνω­μί­ας», και που μοιά­ζει να προ­έρ­χο­νται «από την εποχή του τρά­γου και της τρα­γω­δί­ας», όπως λέει η επι­με­λή­τρια της έκ­θε­σης, Ελένη Βα­ρο­πού­λου, με τη δια­φο­ρά ότι εδώ το θέμα στις «προ­σω­πο­γρα­φί­ες» είναι η γίδα.

Ο Δαυίδ Μπεν­φο­ρά­δο, γεν­νή­θη­κε στην Ελ­λά­δα και μένει στο εξω­τε­ρι­κό. Και ενώ συ­νή­θως ζω­γρα­φί­ζει αφη­ρη­μέ­νη τέχνη, τώρα έδωσε έμ­φα­ση σε ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο ζώο. Εξάλ­λου, ποτέ τα ζώα δεν άφη­σαν αδιά­φο­ρους τους ζω­γρά­φους. Ο ίδιος έχει γυ­ρί­σει σε διά­φο­ρα μέρη της χώρας και έχει ζήσει τις γίδες, περ­νώ­ντας μαζί τους με­ρό­νυ­χτα στο μα­ντρί και στα βο­σκο­τό­πια, πα­ρα­τη­ρώ­ντας τις κι­νή­σεις και τη συ­μπε­ρι­φο­ρά τους. Πε­ρή­φα­νες και επι­βλη­τι­κές, ελεύ­θε­ρες και θαρ­ρα­λέ­ες, άγριες και δα­μα­σμέ­νες, οι­κεί­ες και απρό­σι­τες συ­νά­μα. Ίσως, γι’ αυτό σε κά­ποιους αν­θρώ­πους είναι το αγα­πη­μέ­νο τους ζώο, το ζώο που κάνει την καρ­διά τους να σκιρ­τά, αυτό που κου­βα­λά την ελευ­θε­ρία και την πε­ρη­φά­νια, όπως λέει η Ηρώ Διώτη.

Επί­σης, δεν είναι τυ­χαία τα ονό­μα­τα που έχει δώσει, στο κα­θέ­να από τα ζώα ξε­χω­ρι­στά, στους πί­να­κες που εκ­θέ­τει: Εκάτη, Κασ­σάν­δρα, Ηλέ­κτρα, Ευ­ρώ­πη, Αμάλ­θεια, Ίρις, Άντυ κλπ. Όπως δεν είναι τυ­χαί­ος ένας πί­να­κάς του, που ονο­μά­ζε­ται «Αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φία (Σαν γίδα)», ο οποί­ος δεί­χνει το μισό κε­φά­λι μιας γίδας, θέ­λο­ντας ίσως να πει ότι είναι ο μισός του εαυ­τός, επει­δή έχει ταυ­τι­στεί με αυτό το ζώο. Στον πί­να­κα με το όνομα «Ευ­ρώ­πη», δεί­χνει μια μαύρη γίδα, σε πρά­σι­νο φόντο, με λίγο στρα­βό στόμα και τη γλώσ­σα να προ­ε­ξέ­χει, η οποία βρί­σκε­ται σε μια τρελή κα­τά­στα­ση, προ­φα­νώς θέ­λο­ντας να δεί­ξει την κα­τά­στα­ση της ση­με­ρι­νής Ευ­ρώ­πης. Τον πί­να­κα με τον τίτλο «Άντυ», τον εμπνεύ­στη­κε από τον Άντι Γουόρ­χολ (ζω­γρά­φος, σκη­νο­θέ­της, ιδρυ­τής της pop-art ), και δεί­χνει το πορ­τραί­το μιας γίδας, σε πορ­το­κα­λί φόντο, με κα­στα­νό­ξαν­θο ατη­μέ­λη­το μακρύ τρί­χω­μα, όπως ακρι­βώς ο Γουόρ­χολ.      

Στην έκ­θε­ση υπάρ­χει ένας με­γά­λος πί­να­κας, ο οποί­ος ανα­πα­ρι­στά κρι-κρι. Το κρι-κρι, είναι το γνω­στό μας κρη­τι­κό αγριο­κά­τσι­κο (ή αλ­λιώς κρη­τι­κός αί­γα­γρος), το οποίο έχει ανοι­χτό καφέ χρώμα, και στη ράχη του έχει μια σκού­ρα γραμ­μή από το κε­φά­λι μέχρι την ουρά. Τα κέ­ρα­τά του γυρ­νά­νε προς τα πίσω και έχουν το­ξοει­δή σχήμα. Ανε­βαί­νουν σε από­το­μες και από­κρη­μνες πλα­γιές και βρά­χους, χωρίς πρό­βλη­μα και κά­νουν με­γά­λα άλ­μα­τα μέχρι και 8 μέτρα. Ένα δυ­να­τό, ανε­ξάρ­τη­το και πε­ρή­φα­νο ζώο, σύμ­βο­λο των Κρη­τι­κών.

Γιατί, λοι­πόν, μια έκ­θε­ση ζω­γρα­φι­κής με θέμα τις γίδες, αίγες, αί­γα­γρους; Ίσως, για τον ίδιο λόγο που  ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος, έχει αφιε­ρώ­σει σε αυτό το ζω­ντα­νό ένα πε­ζο­ποί­η­μα, με τίτλο, «Του Αί­γα­γρου», από την συλ­λο­γή του Οκτά­να, θέ­λο­ντας προ­φα­νώς να υμνή­σει την λεύ­τε­ρη φύση του. «Πή­δη­ξε ο αί­γα­γρος και στά­θη­κε σε μια ψηλή κορφή. Στη­τός και ρου­θου­νί­ζο­ντας κοι­τά­ζει τον κάμπο και αφου­γκρά­ζε­ται πριν άλλο σκίρ­τη­μα σε άλλη κορφή τον πάη. Τα μάτια του λά­μπουν σαν κρύ­σταλ­λα και μοιά­ζουν με μάτια αετού, ή αν­θρώ­που που μέγας οί­στρος τον κα­τέ­χει. […] Γεια και χαρά σου, Αί­γα­γρε! Γιατί να σου φα­ντά­ξουν τα λόγια του κά­μπου και οι φωνές του; Γιατί να προ­τι­μή­σης του κά­μπου τα κα­τσί­κια; Έχεις ό,τι χρειά­ζε­σαι εδώ και για βοσκή και για οχεί­ες και κάτι πα­ρα­πά­νω, κάτι που, μα το Θεό, δεν ήκ­μα­σε ποτέ κάτω στους κά­μπους – έχεις εδώ την Λευ­τε­ριά!…».