«Το μήκος της νύχτας. Μακρόνησος ’48-’50. Χρονικό – Μαρτυρία» (του Δημήτρη Κατσορίδα)

«Το μήκος της νύχτας. Μακρόνησος ’48-’50. Χρονικό – Μαρτυρία»

Δημήτρης Κατσορίδας

 (26 Μαϊου 1947: 70 χρόνια από το άνοιγμα του κολαστηρίου της Μακρονήσου. Σαν σήμερα (τότε η ημερομηνία έπεφτε 29 Φεβρουαρίου και 1 Μαρτίου 1948), έγινε στη Μακρόνησο, που ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης Αριστερών στρατιωτών, ένα από τα πλέον φρικιαστικά εγκλήματα. Το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου, περίπου 4.500 κρατούμενοι φαντάροι ξεκίνησαν συντεταγμένα για τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Όταν οι ΑΜιτες υποχρέωσαν και τους ασθενείς στρατιώτες να ακολουθήσουν, τότε ξέσπασαν διαμαρτυρίες. Η διοίκηση, του στρατοπέδου, το χρησιμοποίησε σαν πρόσχημα για να πει ότι «οι κομμουνιστές έκαναν στάση».

Έτσι, η φρουρά της Μακρονήσου άνοιξε πυρ από στεριά και θάλασσα, ενώ ταυτόχρονα προέβη και σε ανελέητους βασανισμούς κατά των άοπλων κρατουμένων και τις δύο ημέρες. Πάνω από 300 ήταν οι Νεκροί, σύμφωνα με μαρτυρίες. Ο γιατρός του Α΄ τάγματος, Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 φαντάρων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού. Ο καπετάνιος του καϊκιού, Μ. Βονταμίτης, κάνει λόγο για 350 νεκρούς που τους μετέφερε στο Κάβο Ντόρο, στο ξερονήσι Σαν Τζιόρτζιο. Εκεί περίμενε ένα πολεμικό καράβι. «Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας». Το έγκλημα έμεινε ατιμώρητο. Τα αρχεία έχουν εξαφανιστεί. 
Εξαιρετικό είναι το γνωστό χαρακτικό του Γ. Φαρσακίδη, με τίτλο: «Στη χαράδρα», όπου δείχνει σκηνή με βασανιστήρια μακρονησιωτών. Βρίσκεται στο διαδίκτυο.

Επίσης, πέρυσι συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από το άνοιγμα της ΜακρονήσουΉταν χιλιάδες αυτοί που πέρασαν από εκεί. Τα στοιχεία μιλούν για πάνω από 50.000 εξόριστους από το 1947 έως το 1957 που έκλεισε το στρατόπεδο.

Στο παρακάτω παλαιότερο κείμενό μου, παρουσιάζω το βιβλίο, του ποιητή Λεφτέρη Ραφτόπουλουτο «Μήκος της Νύχτας…»ο οποίος περιγράφει μια εφιαλτική νύχτα στο κολαστήριο της Μακρονήσου. «Η διαφορά της απ’ τις άλλες νύχτες ήταν ότι δεν ήξερες πόσο θα κρατούσε τώρα εκείνη για σένα, ποιο θα ήταν το δικό της μήκος!». Σε συγκλονίζει. Έτσι, για να μην ξεχνάμε…… 

-Από τη Μακρόνησο πέρασαν περίπου 40 τροτσκιστές σύμφωνα με τον ιστορικό Δ, Λιβιεράτο. Σωφρόνης Παπαδόπουλος)

 

«Το μήκος της νύ­χτας…», είναι ένα βι­βλίο, το οποίο εκ­δό­θη­κε το 1995, από τις εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη, και απο­τε­λεί την προ­σω­πι­κή μαρ­τυ­ρία του ποι­η­τή Λε­φτέ­ρη Ρα­φτό­που­λου όταν έκανε τη στρα­τιω­τι­κή του θη­τεία στη Μα­κρό­νη­σο, επει­δή τόλ­μη­σε τα χρό­νια της φα­σι­στι­κής κα­το­χής (1941-44) να πάρει μέρος στην Αντί­στα­ση μέσα από τις γραμ­μές του ΕΑΜ. Να θυ­μί­σου­με ότι η Μα­κρό­νη­σος άρ­χι­σε να δέ­χε­ται τους πρώ­τους εξό­ρι­στους στις 26 Μαϊου 1947.

Μέσα από τις σε­λί­δες του βι­βλί­ου, ανα­σύ­ρο­νται τραυ­μα­τι­κές μνή­μες, πε­ρι­γρά­φο­ντας κα­τα­στά­σεις, συν­θή­κες και συμ­βά­ντα στη Μα­κρό­νη­σο, που σε αφή­νουν άναυ­δο. «Μόλις, λέει, πα­τού­σες το πόδι σου, σου ρί­χνο­νταν αλ­φα­μί­τες και ‘’α­να­νή­ψα­ντε­ς’’, πρώην συ­να­γω­νι­στές. Σε πε­ρί­με­ναν με ρό­πα­λα, με βούρ­δου­λες, με κο­ντά­κια κι ό,τι άλλο σι­δε­ρι­κό έβρι­σκε ο κα­θέ­νας τους. Σε ρί­χναν κάτω, σε σά­πι­ζαν στο ξύλο, σ’ έκα­ναν λιώμα. Σε καμιά πε­ρί­πτω­ση δεν πρό­φται­νες να πας πιο πέρα απ’ το μου­ρά­γιο μόνος σου και προ­πα­ντός όρ­θιος» (σελ. 12). 

Ο αφη­γη­μα­τι­κός λόγος του Ρα­φτό­που­λου σε συ­νε­παίρ­νει. Η αφή­γη­ση γί­νε­ται σκό­πι­μα στο δεύ­τε­ρο ενικό πρό­σω­πο, επει­δή ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σπα­θεί να κρα­τή­σει μια χρο­νι­κή από­στα­ση από τα συμ­βά­ντα εκεί­νης της επο­χής και να μι­λή­σει ως «τρί­τος» και απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νος από τον πόνο, τον θυμό και το μίσος που θα ήταν φυ­σι­κό να αι­σθά­νε­ται ο κα­θέ­νας που βρί­σκε­ται σε ανά­λο­γη θέση. Μά­λι­στα, φτά­νει στο ση­μείο να νιώ­θει λύ­πη­ση για τους βα­σα­νι­στές (σελ. 83).

Στα 14 κε­φά­λαια του βι­βλί­ου, που το κα­θέ­να ξε­κι­νά με ένα ποί­η­μα, το οποίο ο Ρα­φτό­που­λος έγρα­ψε στη Μα­κρό­νη­σο, αφη­γεί­ται την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα του στρα­το­πέ­δου. Μια κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα απο­τρό­παια και ψυ­χο­φθό­ρα, όπου οι εξό­ρι­στοι μέσα από την ολο­ή­με­ρη προ­πα­γάν­δα από τα με­γά­φω­να, τα συ­νε­χή βα­σα­νι­στή­ρια, τα σα­λέ­μα­τα του μυα­λού, τα τρε­λο­κο­μεία, τους θα­νά­τους, τις «δη­λώ­σεις με­τα­νοί­ας», τους βαν­δα­λι­σμούς, τα βρι­σί­δια, τις άθλιες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης, τις αφυ­δα­τώ­σεις από την έλ­λει­ψη νερού, τις αρ­ρώ­στιες και τις κα­κου­χί­ες, προ­σπα­θούν να επι­ζή­σουν.

Εξάλ­λου, δεν είναι τυ­χαία η ανα­πα­ρά­στα­ση που υπάρ­χει στο εξώ­φυλ­λο του βι­βλί­ου. Είναι από τον ζω­γρα­φι­κό πί­να­κα, του Edvard Munch, η «Κραυ­γή» («Le Cri», 1893), ο οποί­ος δεί­χνει δυο χέρια να κρα­τούν ένα πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο πρό­σω­πο που φω­νά­ζει-κραυ­γά­ζει. Ου­σια­στι­κά, το εξώ­φυλ­λο «συμ­βο­λί­ζει την κραυ­γή του συγ­γρα­φέα του, αλλά και χι­λιά­δων άλλων αν­θρώ­πων», όπως εύ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεί ο Α. Αντω­νί­ου. Είναι μια κραυ­γή θα­νά­του.

Το Μήκος της Νύ­χτας δεν είναι τί­πο­τε άλλο από μια εφιαλ­τι­κή και ατε­λεί­ω­τη νύχτα στο κο­λα­στή­ριο της Μα­κρο­νή­σου, καθώς συ­νο­δευό­ταν από βα­σα­νι­στή­ρια με­γά­λης βα­ναυ­σό­τη­τας, προ­κει­μέ­νου να απο­σπα­στούν με τη βία «δη­λώ­σεις με­τα­νοί­ας». «Μια τέ­τοια νύχτα εκεί δεν άρ­χι­ζε μ’ ένα τυ­πι­κό ηλιο­βα­σί­λε­μα… Εκεί­νη, εκεί, άρ­χι­ζε όταν (ώρα με­σο­νύ­χτι) ακου­γό­ταν τ’ όνομα σου… Η νύχτα εκεί­νη… δε σ’ απο­χω­ρί­στη­κε από τότε! Το μήκος της ταυ­τί­στη­κε με το μήκος μιας ζωής ή ενός θα­νά­του, -δι­κής σου ή δικού σου, ή όποιου άλλου την ‘’έ­ζη­σε­’’…» (σελ. 89).

Οι μαρ­τυ­ρί­ες άλλων κρα­του­μέ­νων, για τα βα­σα­νι­στή­ρια που υπέ­στη­σαν, σε αφή­νουν με την απο­ρία, πως γί­νε­ται να υπάρ­χει τέ­τοιο μίσος σε εκεί­νους που ανα­λάμ­βα­ναν να έχουν το ρόλο του βα­σα­νι­στή. Μόνο η ψυ­χο­λο­γία μπο­ρεί να ερ­μη­νεύ­σει μια τέ­τοια στάση. Να δύο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές μαρ­τυ­ρί­ες για τις μορ­φές βα­σα­νι­στη­ρί­ων: «Μια βρα­διά μας έβα­λαν ολό­γυ­μνους σ’ εάν σακί με μια πε­λώ­ρια γάτα! Μας πέ­τα­ξαν σε βαθιά νερά δε­μέ­νους μ’ ένα σχοι­νί. Όσο βου­τού­σα­με στο νερό η γάτα αφη­νια­σμέ­νη γαν­τζω­νό­τα­νε μ’ όλα της τα νύχια πάνω μου για να σωθεί. Μόλις μας τρα­βού­σαν απάνω προ­σπα­θού­σε να χι­μή­σει στο πρό­σω­πο γιατί νό­μι­ζε πως εγώ είμαι ο εχθρός της. Αυτό συ­νε­χί­στη­κε κά­μπο­σες φορές… Όταν μ’ έβγα­λαν από το σακί κομ­μα­τια­σμέ­νο και μι­σό­τρε­λο ήμου­να έτοι­μος να υπο­γρά­ψω το χαρτί της ατί­μω­σης που μου ’φέ­ραν…» (σελ. 82). «Ήταν μαζί μ’ εμένα κι άλλοι δύο φα­ντά­ροι. Μας βα­σά­νι­σαν άγρια, ώρες ολό­κλη­ρες, όλοι τους. Μας κα­τέ­βα­σαν στη θά­λασ­σα, μας έρι­ξαν στο νερό, μας ξα­νά­φε­ραν πίσω, συ­νέ­χι­σαν να μας βα­σα­νί­ζουν. Μας άδεια­ζαν κου­βά­δες νερό όταν λι­πο­θυ­μού­σα­με και συ­νέ­χι­ζαν. Εγώ ήρθε στιγ­μή που δεν άντε­χα άλλο. Υπό­γρα­ψα. Τους άλ­λους δυο τους έσυ­ραν έξω απ’ τη σκηνή. Το πρωί ο ένας τους βρέ­θη­κε μ’ ένα σκοι­νί σφιγ­μέ­νο στο λαιμό του. Ο άλλος με στου­μπι­σμέ­νο το κρα­νίο του. Αυτόν τον πήραν για να τον παν στο ‘’νο­σο­κο­μεί­ο­’’! Ποιο νο­σο­κο­μείο; Κα­νέ­νας μας δεν τον ξα­να­εί­δε…» (σελ. 81-82).

Η σκλη­ρό­τη­τα των βα­σα­νι­στη­ρί­ων κάνει φα­νε­ρό ότι επρό­κει­το για ένα ορ­γα­νω­μέ­νο σύ­στη­μα εξό­ντω­σης, το οποίο με πρό­σχη­μα την «ανα­μόρ­φω­ση» των κρα­του­μέ­νων, ασκού­νταν σω­μα­τι­κή και ψυ­χο­λο­γι­κή βία, ώστε να καμ­φθεί η συ­νεί­δη­ση και το φρό­νη­μά τους, και να  αλ­λοιω­θεί η προ­σω­πι­κό­τη­τά τους, με σκοπό να απο­κη­ρύ­ξουν τις ιδέες τους.

Παρ’ όλα αυτά, «η Μα­κρό­νη­σος διέ­ψευ­σε τους εμπνευ­στές της και γε­λοιο­ποί­η­σε τους υμνη­τές της…» (σελ. 72). Στις βου­λευ­τι­κές εκλο­γές, που έγι­ναν στις 5 Μαρ­τί­ου 1950, οι «ανα­νή­ψα­ντες» πήραν τη δική τους εκ­δί­κη­ση. Οι διοι­κού­ντες, με βάση τους αριθ­μούς των φα­ντά­ρων που είχαν υπο­γρά­ψει «δή­λω­ση με­τα­νοί­ας» προ­έ­βλε­παν ότι το εκλο­γι­κό απο­τέ­λε­σμα θα ήταν του­λά­χι­στον 90% υπέρ των «εθνι­κών κομ­μά­των». Όμως, το απο­τέ­λε­σμα ήταν συ­ντρι­πτι­κά 90% ενά­ντια σε αυτά τα κόμ­μα­τα και υπέρ του Πλα­στή­ρα (ΕΠΕΚ) και της Δη­μο­κρα­τι­κής Πα­ρά­τα­ξης. Διότι, τε­λι­κά, «Το τι είσαι ή δεν είσαι, είναι και μένει πάντα ολό­τε­λα άσχε­το με το τι θα υπο­χρε­ω­θείς να πεις ή να πρά­ξεις! Με κα­μιάς λογής υπο­χώ­ρη­ση στη βία δεν αλ­λά­ζει ποτέ αυτό που ’σαι, αν εσύ έχεις τη επί­γνω­ση και ξέ­ρεις πόσο αδύ­να­μο είναι το πρό­σω­πο κα­τέ­να­ντι των όπλων!…» (σελ. 195).