100 χρόνια από την ίδρυση του ΣΕΚΕ

Από την Εργατική Πάλη Φεβρουαρίου

Η ΟΚΔΕ για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του ΣΕΚΕ, ξεκινάει τη σειρά των ενεργειών, εκδηλώσεων και εκδόσεών της γι’ αυτό το ιστορικό σταθμό του ελληνικού εργατικού κινήματος  δίνοντας στη δημοσιότητα ένα κείμενο (απόσπασμα προγράμματος) που παρουσιάστηκε στο 5ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Διεθνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΔΚΕ) τον Σεπτέμβριο του 1957[1]. Μέσα από τις λίγες γραμμές αυτού του κειμένου οι αγωνιστές εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος θα δουν την πραγματική ιστορία του ΣΕΚΕ και ταυτόχρονα τις παραποιήσεις που επιχειρεί το ΚΚΕ μέσα από τη πρόσφατη «Διακήρυξη για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ»

100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΣΕΚΕ

1918: Ένας Ιστορικός Σταθμός του Εργατικού Κινήματος

Η νίκη της προλεταριακής Οχτωβριανής Επανάστασης έδωσε τεράστια ώθηση στο εργατικό κίνημα σ’ όλο τον κόσμο. Και πάνω στο ελληνικό εργατικό κίνημα η επίδρασή της ήτανε αποφασιστική.

Έτος 1918: Στην Ελλάδα το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα παρουσιάζει γοργή ανάπτυξη: τα εργατικά σωματεία από 200 στα 1917 φτάνουνε τα 320 στα 1918 με 100.000 περίπου μέλη. Η ανάγκη για τη συνένωση όλων των εργατικών οργανώσεων σε ένα πανελλαδικό συνδικαλιστικό κέντρο γίνεται ολοένα πιο επιταχτική. Ύστερ’ από τη μεγάλη απεργιακή δραστηριότητα της περιόδου 1908-1918 και τις προδρομικές προσπάθειες για την ίδρυση αυτού του οργανισμού (η πρώτη έγινε το Δεκέμβρη του 1911 με τη δημιουργία της «Πανελληνίου Εργατικής Ομοσπονδίας»), μέσα στις νέες ευνοϊκές διεθνείς και εθνικές συνθήκες η λύση αυτού του προβλήματος έχει πια ωριμάσει. Συνέρχεται στην Αθήνα στις 26 Οχτώβρη του 1918 το Α΄ Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο, που ιδρύει τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος. Στο Συνέδριο αυτό επικρατεί με μεγάλη πλειοψηφία (158 έναντι 21) η αριστερή τάση (Αβρ. Μπεναρόγιας, Γ. Παπανικολάου κ.ά.) που υποστηρίζει σαν θεμελιακή βάση του ανώτατου συνδικαλιστικού οργανισμού την αρχή της πάλης των τάξεων. Η απόφαση αυτή του Συνεδρίου ξάφνιασε την κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου, που πατρόναρε τη σχετική κίνηση μέσω των ανθρώπων της στο συνδικαλιστικό κίνημα (Μαχαίρας) με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει για τους πολιτικούς και «εθνικούς» σκοπούς της «φιλελεύθερης» μπουρζουαζίας.

Παράλληλα, η συγκρότηση ενιαίου πολιτικού οργανισμού του προλεταριάτου, δηλαδή ενός εργατικού κόμματος, προωθείται από τις ίδιες γενικές συνθήκες (άνοδος του διεθνούς εργατικού κινήματος μετά τη νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης) και τις ειδικές συνθήκες που είχανε τότε διαμορφωθεί στην Ελάδα: άνοδος του εργατικού κινήματος μέσα στο 1918-ωρίμανση της ταξικής πολιτικής συνείδησης στην εργατική πρωτοπορία-ύπαρξη πολλών τοπικών σοσιαλιστικών ομάδων, όπως η Φεντερασιόν στη Σαλονίκη, η Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση στην Αθήνα, η Σοσιαλιστική Νεολαία των Λιγδόπουλου, Δούμα, Κομιώτη κ.ά.-διάφορα εργατικά σοσιαλιστικά κέντρα και όμιλοι στην Αθήνα, Πειραιά, Βόλο, Κέρκυρα, Λάρισα, Καβάλα, Μυτιλήνη, Πάτρα, Χαλκίδα, Καζακλάρ…-κυκλοφορία σοσιαλιστικών εφημερίδων όπως ο «Εργατικός Αγών», «Σοσιαλισμός», «Αβάντι» κ.λπ. και άλλων σοσιαλιστικών φυλλαδίων και βιβλίων-προδρομικές σχετικές ζυμώσεις με την Α΄Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη του 1915 και τη Β΄Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη του Γενάρη 1918 στη Σαλονίκη-καιροσκοπικό ποντάρισμα του τότε πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου πάνω στα πολιτικά οφέλη που θα είχε η εσωτερική και εξωτερική πολιτική του κόμματος και της τάξης του από την ύπαρξη ενός εργατικού μεταρρυθμιστικού κόμματος. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες συνέρχεται στον Πειραιά στις 4 του Νοέμβρη του 1918 (μια βδομάδα μετά το Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο) το Α΄Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο που ίδρυσε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος, με τη συμμετοχή 300 αντιπροσώπων. Τα ΣΕΚ ενάμισυ χρόνο αργότερα, στο 2ο Συνέδριό του (Απρίλης 1920), προσχωρεί στη 3η Κομμουνιστική Διεθνή προσθέτοντας σε παρένθεση στον τίτλο του τη λέξη «Κομμουνιστικό» και στα τέλη του 1923 μετονομάζεται σε «Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος».

Ιδεολογικές Συγκρούσεις μέσα στο Σ.Ε.Κ.

Οι πολιτικά προχωρημένες εργατικές και φτωχές αγροτικές μάζες συσπειρώνονται γρήγορα και αγωνίζονται κάτω από τη σημαία του κόμματος αυτού, που συμβολίζει γενικά τους πόθους τους για την κοινωνική τους απελευθέρωση. Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος υπήρξε ένα κόμμα εργατικό: από τη γενική του τοποθέτηση στο στίβο της ταξικής πάλης, από την προσπάθειά του για την ταξική συνειδητοποίηση, κινητοποίηση και συνδικαλιστική-πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης και των φτωχών χωρικών μέσα στις δύσκολες συνθήκες της καθυστερημένης εξέλιξης του εργατικού κινήματος, από τους στενούς δεσμούς που δημιούργησε με τις καταπιεζόμενες και εκμεταλλευόμενες μάζες, που άλλωστε μέσα από το κόμμα αυτό διοχέτευαν τις συμπάθειές τους στην Οχτωβριανή Επανάσταση και στο νέο εργατικό κράτος που αυτή δημιούργησε. Το ΣΕΚ είναι ένα εργατικό αντικαπιταλιστικό κόμμα. Ωστόσο δεν είναι ένα επαναστατικό προλεταριακό κόμμα. το πρόγραμμά του έχει τη σφραγίδα του μικροαστικού ριζοσπαστισμού και πατσιφισμού («λαϊκή δημοκρατία», «εκδημοκράτιση των τριών εξουσιών», λαϊκός έλεγχος πάνω στην κυβέρνηση με την εισαγωγή του δημοψηφίσματος, «αφοπλισμός όλων των κρατών και αναγκαστική διαιτησία», «εθνική άμυνα», Κοινωνία των Εθνών κ.λπ.). Οι ριζοσπαστικοποιημένοι μικροαστοί διανοούμενοι δίνουνε τον τόνο στην σοσιαλρεφορμιστική ηγεσία του και η οργανωτική του μορφή (τμήματα που συνέρχονται νόμιμα κ.λπ.) κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στον υπεύθυνο ρόλο του μοχλού για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικόύ καθεστώτος.

Η προλεταριακή-αριστερή πτέρυγα μέσα στο ΣΕΚ της περιόδου εκείνης αγωνίζεται εναντίον της σοσιαλιστικής δεξιάς για τον επαναστατικό προσανατολισμό του κόμματος, αλλά χάνει σύντομα την κυριότερη ηγετική της φυσιογνωμία, τον φωτισμένο μαχητή Δημοσθένη Λιγδόπουλο, που σκοτώνεται στη Μαύρη Θάλασσα τον Οχτώβρη του 1920 από ληστοπειρατές Τουρκτολαζόυς κατά την επιστροφή του από το 2ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στο εσωτερικό του ΣΕΚ ωστόσο υπάρχει ζωή και διαμορφώνονται ελεύθερα οι ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις.

Το Φλεβάρη του 1921 το μικροαστικό ρεφορμιστικό επιτελείο του ΣΕΚ μ’ επικεφαλής τους Γ. Γεωργιάδη, Α. Σιδέρη, Ν. Δημητράτο, διακηρύττει την «ανάγκη της μακράς νομίμου υπάρξεως», υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις της Διεθνούς έχουνε «απλώς ιστορικό χαρακτήρα» για το ελληνικό κόμμα και ότι το ΣΕΚ πρέπει να περιοριστεί σε «καθήκοντα οργανώσεως και προπαγάνδας». Όταν το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1922 η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, η επιστροφή των στρατιωτών, η εισροή των προσφύγων δημιουργούνε ένα πλατύ κύμα επαναστατικού αναβρασμού στη χώρα, η διοίκηση αυτή, πανικόβλητη μπροστά στην επαναστατική κρίση που ξεσπούσε, καλεί τους εξεγερμένους φαντάρους να εγκαταλείψουνε τα «αναρχικά κινήματα», να γυρίσουνε ήσυχα στα σπίτια τους και να ζητήσουνε ευθύνες με τους βουλευτές που θα στείλουνε αύριο στη Βουλή. Η ίδια ηγεσία ρίχνει το σωβινιστικό σύνθημα του «αμυντικού πολέμου» στη Θράκη.

Όλη αυτή η δεξιά οπορτουνιστική πολιτική, που εκφράζει την επίδραση της αστικής ιδεολογίας μέσα στο ΣΕΚ, προκαλεί την αγανάχτηση της εργατικής βάσης του κόμματος που δέχεται την επίδραση της αντικειμενικά επαναστατικής κατάστασης. Πρωτοπόρο ρόλο στην εξέγερση των προλεταριακών μελών του κόμματος εναντίον της πολιτκής της ηγεσίας του ΣΕΚ παίζει η κομμουνιστική φράξια των στρατευμένων μελών του ΣΕΚ που είχε αναπτύξει στο μέτωπο έντονη επαναστατική προπαγάνδα και ζύμωση μέσα στις στρατιωτικές μονάδες (συγκροτώντας πυρήνες, οργανώσεις, συμβούλια στρατιωτών, κυκλοφορώντας έντυπο υλικό κλπ.). Μετά τη μικρασιατική ήττα, η ομάδα αυτή γίνεται ο σημαιοφόρος της εσωκομματικής πάλης για τον επαναστατικό προσανατολισμό του κόμματος και δίνει αποφασιστικές μάχες με τη σοσιαλδημοκρατική δεξιά μέσα στους σχηματισμούς και στα σώματα του κόμματος στα 1922-23. Η «παλαιοπολεμιστική» ομάδα αναπτύσσει τη δραστηριότητά της παράλληλα με την όξυνση της επαναστατικής κρίσης στα 1922-23 και την άνοδο του συνδικαλιστικού κινήμαοτς (τρίτη γενική πανελλαδική απεργία του Αυγούστου του 1923 και αιματοκύλισμα των εργατών στο Πασαλιμάνι από τους «δημοκράτες» Πλαστήρα και Παπανδρέου). Μ΄επικεφαλής μεγάλης αξίας ηγετικές φυσιογνωμίες (Π. Πουλιόπουλο, Γ. Νίκολη κ.ά.) συνεχίζει τις προσπάθειές της στο Εθνικό συμβούλιο  του ΚΚΕ (3-8 του Φλεβάρη 1924) για τον προλεταριακό προσανατολισμό της πολιτικής του ΚΚΕ και αναπτύσσει τη μαζική δράση της οργανώνοντας στις 5-9 Μάη 1924 το Πανελλήνιο Συνέδριο Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού, ιδρύοντας την Ομοσπονδία ΠΠΘΣ, με εβδομαδιαίο όργανο τον «Παλαιό Πολεμιστή», κυκλοφορώντας τη μπροσούρα «Πόλεμος κατά του Πολέμου» γραμμένη από τον Φ. Ορφανό (ψευδώνυμο του Πουλιόπουλου) κλπ.

Με την αποτίναξη της σοσιαλιστικής δεξιάς του από την ηγεσία και από τις γραμμές του κόμματος, το ΚΚΕ γίνεται το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πώς είναι το μαρξιστικό επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου. Η προσπάθεια για να γίνει το ΚΚΕ κόμμα μαρξιστικό συνεχίζεται από τον κεντρικό πυρήνα της παλαιοπολεμιστικής ομάδας (Πουλιόπουλος, Νίκολης κλπ.) που, παρ’ όλες τις αδυναμίες, τις ταλαντεύσεις και τα λάθη της, αποτελεί τη μαρξιστική και αριστερή προλεταριακή τάση του ΚΚΕ που βρίσκει σημαντική απήχηση στις σφυρηλατημένες προλεταριακές οργανώσεις του κόμματος (Πειραιά, καπνεργάτες κλπ.). Για μια περίοδο μάλιστα γίνεται γενικός γραμματέας του ΚΚΕ ο Π. Πουλιόπουλος που αποτελεί την πιο φωτεινή φυσιογνωμία του ελληνικού κομμουνισμού: κορυφαίος θεωρητικός, πολιτικός, ρήτορας και συνάμα με προλεταριακή ψυχολογία και σοσιαλιστικό ήθος, αλύγιστος μαχητής που με την όλη επαναστατική στάση του και τη μνημειώδη του απολογία στο στρατοδικείο της παγκαλικής διχτατορίας (Φλεβάρης 1926) υπεράσπισε τη σημαία του προλεταριακού διεθνισμού σε μια κρίσιμη στιγμή του ΚΚΕ που προκάλεσαν οι διώξεις της ηγεσίας του για το «Μακεδονικό».

Η τάση αυτή βάζει ολοένα πιο αποφασιστικά τα ζητήματα του προλεταριακόυ πολιτικού προσανατολισμού του ΚΚΕ, της βελτίωσης της κοινωνικής και ποιοτικής σύνθεσής του, της θεωρητικής και πολιτικής εξύψωσης των στελεχών και των μελών του, της λειτουργίας του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, της απόρριψης σαν σφαλερού του συνθήματος «Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» και της υιοθέτησης του συνθήματος «Αυτοδιάθεση της μακεδονικής εθνότητας ως τον κρατικό της αποχωρισμό». Μα πολλά και μεγάλα εμπόδια δεν επιτρέπουνε να επικρατήσει η τάση της μαρξιστικής ανάπλασης του ΚΚΕ. Είναι αυτά: Η μεγάλη συρροή μικροαστικών και λουμπενπρολεταριακών στοιχείων στις γραμμές του ΚΚΕ, η χαμηλή θεωρητική-πολιτική στάθμη των στελεχών και μελών του και ο απίστευτος κονφουζιονισμός που επικρατεί, η μερική και προσωρινή σταθεροποίηση του καπιταλισμού, οι πρώτες σοβαρές διώξεις από την παγκαλική διχτατορία και-το σημαντικότερο-η περιπλοκή της μακρόχρονης εσωτερικής κρίσης του ΚΚΕ με τις εκδηλώσεις του γραφειοκρατικού εκφυλισμόυ του πρώτου εργατικού κράτους στη μεταλενινική (σταλινική) περίοδο και του ιδεολογικού εκφυλισμού της 3ης Διεθνούς. Αυτός ο εκφυλισμός στάθηκε ο αποφασιστικός αντικειμενικός συντελεστής που όχι μόνο δεν επέτρεψε στον ΚΚΕ να γίνει μαρξιστικό αλλά και το έβαλε στο δρόμο του γραφειοκρατικού του εκφυλισμού που κατάληξε στη θεωρητική άρνηση της σοσιαλιστικής επανάστασης και στο πραχτικό σαμποτάρισμά της.

Η Επικράτηση του Σταλινισμού στο ΚΚΕ

Το πρώτο σταλινικό συγκρότημα του ΚΚΕ εκπροσωπούμενο από τους Χαΐτά, Ευτυχιάδη και Ζαχαριάδη, ύστερ’ από μια δραματική πάλη με τη μαρξιστική αριστερά-που υιοθετεί σ’ αυτή την περίοδο τις απόψεις της τροτσκιστικής αριστεράς στο Ρωσικό ΚΚ-κατορθώνει να κυριαρχήσει στο κόμμα και να διαγράψει την προλεταριακή μαρξιστική του τάση χρησιμοποιώντας όλες τις μέθοδες και τα μέσα του γραφειοκρατικού σταλινικού μηχανισμού (συκοφαντίες, παραποιήσεις, στραγγάλισμα της εσωκομματικής δημοκρατίας κλπ.) με την ενίσχυση των Σμέραλ και Ρέμελε, αντιπροσώπων της Κομμουνιστικής Διεθνούς που ήρθανε στην Ελλάδα, και των Ν. Μπουχάριν και Γ. Κολλάρωφ στην Εκτελεστική Επιτροπή της Κ.Δ.

Σ’ αυτήν την περίοδο βρίσκονται τα πρώτα σπέρματα του σταλινικού  ιδεολογικού εκφυλισμού του ΚΚΕ, που ολοκληρώθηκε αργότερα θεωρητικά με τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της Κ.Ε. το Γενάρη του 1934 και πολιτικά στη μετέπειτα σταλινική πράξη. Ο Χαϊτάς εισηγήται στην Ανάφη την υποστήριξη του Πάγκαλου από το ΚΚΕ στις προεδρικές εκλογές και ο Κούτβης (ψευδώνυμο του Ζαχαριάδη) έρχεται σε επαίσχυντες συνεννοήσεις με τους υπασπιστές του διχτάτορα τον Απρίλη του 1926. Στις 26 Αυγούστου του 1926 σε κύριο άρθρο του στο Ριζοσπάστη ο Ν. Ζαχαριάδης διακηρύττει ότι «το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι υπέρ της αριστερής μπουρζουάδικης δημοκρατίας».

Στην κομματική διάσκεψη του Σεπτέμβρη 1926 η αντιπολίτευση (Πουλιόπουλος, Γιατσόπουλος) καταπολέμησε αποφασιστικά το δεξιό οπορτουνιστικό σύνθημα «αριστερή μπουρζουαζική δημοκρατία» των Ευτυχιάδη-Ζαχαριάδη και το συγχυσμένο σύνθημα «πραγματική δημοκρατία» του Χαϊτά και υπεράσπισε το ξεκάθαρο σύνθημα της «προλεταριακής-σοβιετικής δημοκρατίας». Γενικά η πολιτική του πρώτου αυτού σταλινικού συγκροτήματος χαραχτηρίζεται από κατσικίσια πηδήματα από τον υπερδεξιό οπορτουνισμό («αριστερή δημοκρατία») στον υπεραριστερό εξτρεμισμό (συνδικαλιστική διάσπαση). Ενώ η πολιτική του δεύτερου σταλινικού συγκροτήματος Θέου-Σιάντου-Πηλιώτη-Αλέξη στην περίοδο 1929-31, προσαρμόζεται ολότελα στην τυχιοδιωκτική πολιτική της «3ης και τελευταίας περιόδου του καπιταλισμού» με συνθήματα δράσης τις «μαχητικές διαδηλώσεις», τις «γενικές πολιτικές απεργίες», τις «επαναστατικές καθόδους των χωρικών στις πόλεις», κλπ. Το Νοέμβρη του 1931 η Ε.Ε. της Διεθνούς καθαιρεί τη διοίκηση Θέου-Σιάντου κλπ. και διορίζει το συγκρότημα Ζαχαριάδη. Έτσι ανοίγει ο δρόμος για τη μακρόχρονη και μονολιθική βασιλεία του «μεγάλου αρχηγού».

Αναμφισβήτητα, το ντοκουμέντο που στάθηκε ο καμβάς για να πλεχθεί ο σταλινικός μύθος του «μεγάλου αρχηγού» είναι οι αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της Κ.Ε. (1934) με τις οποίες τάχα-καθώς έγραφε ο Ζέβγος-«ο μαρξισμός-λενινισμός πήρε ντόπιο χρώμα». Στην πραγματικότητα, οι αποφάσεις αυτές-που είναι άλλωστε διαποτισμένες από το πνεύμα της δεξιάς οπορτουνιστικής πολιτικής που ακολούθησε η Κ.Δ. μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία-αποτελούνε τη θεωρητική αφετηρία για ολόκληρη την πολιτική που ακολουθήθηκε στην περίοδο 1934-1956, πολιτική συνεργασίας τάξεων και σοσιαλπατριωτισμού που οδήγησε στις φοβερότερες ήττες που γνώρισε το ελληνικό εργατικό κίνημα μέσα στις ευνοϊκότερες εθνικά και διεθνώς για την προλεταριακή επανάσταση αντικειμενικές συνθήκες.

[1] ΚΔΚ, «Βασικά Ζητήματα του Εργατικού Κινήματος», Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, 1976