Για τη θεατρική παράσταση «Η αγριόπαπια» (του Δημήτρη Κατσορίδα)

«Η αγριόπαπια»

Η υπόθεση αυτού του σπουδαίου έργου του Χένρικ Ίψεν, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου, στο Θέατρο «Πορεία» (Νοέμβρης 2017-Ιούνιος 2018), δείχνει ότι διαδραματίζεται στο σπίτι ενός αποτυχημένου φωτογράφου, του Γιάλμαρ Έκνταλ, ο οποίος ζει μια κατ’ επίφασιν ευτυχισμένη ζωή, εθελοτυφλώντας με διάφορες ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Στην αυλή τους έχουν μια τραυματισμένη αγριόπαπια, την οποία φροντίζει η κόρη του, η Έτβιγκ, και ο παππούς Έκνταλ.

Όταν ει­σβά­λει στη ζωή του ο ιδε­α­λι­στής και πα­λιός του φίλος, ο Γκρέ­γκερς Βέρλε, γόνος ενός με­γα­λο­α­στού αλλά ανάλ­γη­του αν­θρώ­που, τότε τα πάντα ανα­τρέ­πο­νται. Όταν ο Γκρέ­γκερς φα­νε­ρώ­νει την αλή­θεια, δη­λα­δή ότι η Γκίνα, η γυ­ναί­κα του Γιάλ­μαρ, ήταν κά­πο­τε ερω­μέ­νη του πα­τέ­ρα του και ότι η κόρη του, η Έτ­βιγκ, μάλ­λον δεν είναι δικό του παιδί, τότε τα πάντα κα­ταρ­ρέ­ουν. Η μικρή Έτ­βιγκ, μπερ­δε­μέ­νη από τα γε­γο­νό­τα και μην ξέ­ρο­ντας πια τι είναι αλη­θι­νό και τι ψεύ­τι­κο, αυ­το­κτο­νεί.

Η αντί­λη­ψη του Γκρέ­γκερς είναι ότι πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­ζεις την αλή­θεια, δη­λα­δή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, με κάθε τρόπο, ακόμη κι αν έχει κό­στος, διότι μόνο έτσι μπο­ρεί κά­ποιος να πάρει την ευ­θύ­νη της ζωής του. Αυτό το απο­κα­λεί «επι­τα­γή του ιδε­ώ­δους». Ο Γκρέ­γκερς θε­ω­ρεί τον Γιάλ­μαρ, ως τον ιδα­νι­κό πα­ρα­λή­πτη αυτής της   «επι­τα­γής» και επι­χει­ρεί να οδη­γή­σει αυτόν και την οι­κο­γέ­νειά του στην συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ότι αυτό που ζουν είναι μια ψευ­δαί­σθη­ση, και ότι η απο­δο­χή και η αλ­λα­γή αυτής της κα­τά­στα­σης μπο­ρεί να οδη­γή­σει στην κά­θαρ­ση και σε μια πραγ­μα­τι­κή οι­κο­γε­νεια­κή αρ­μο­νία. Σε αντι­πα­ρά­θε­ση με αυτό, ο για­τρός Ρέ­λινγκ, ένας από­λυ­τα ψυ­χρός με τα πράγ­μα­τα άν­θρω­πος, αντι­τεί­νει ότι μόνο το «ζω­τι­κό ψεύ­δος», δη­λα­δή μια οριο­θε­τη­μέ­νη ζωή στη­ριγ­μέ­νη σε μια ψευδή συ­νεί­δη­ση είναι η θε­ρα­πεία για τα πάντα. Κατά πως φαί­νε­ται, αυτό είναι που θέλει να ανα­δεί­ξει ο Ίψεν στο εν λόγω έργο του: ότι με τα «ζω­τι­κά ψέ­μα­τα» μπο­ρούν να αλ­λο­τριω­θούν συ­νει­δή­σεις είτε σε ατο­μι­κό είτε σε συλ­λο­γι­κό επί­πε­δο. Δη­λα­δή, οι άν­θρω­ποι να ζουν ή να προσ­δο­κούν μια κα­τά­στα­ση, η οποία επί της ου­σί­ας είναι ανύ­παρ­κτη. Και αυτό είναι δυ­στυ­χία. Όμως, η δυ­στυ­χία είναι και έν­δει­ξη ότι κάπου υπάρ­χει λάθος. Το άγχος, η αγω­νία, η έντα­ση, ο θυμός, η θλίψη, το ανι­κα­νο­ποί­η­το δεί­χνουν ότι τα πράγ­μα­τα δεν πάνε καλά και χρειά­ζο­νται διόρ­θω­ση

Η αγριό­πα­πια, όταν είναι τραυ­μα­τι­σμέ­νη, βου­τά­ει στα λα­σπό­νε­ρα του βυθού και μένει εκεί, ακί­νη­τη και σιω­πη­λή, με την ψευ­δαί­σθη­ση ότι έτσι θα επι­βιώ­σει. Είναι το τρα­γι­κό­τε­ρο σύμ­βο­λο του «ζω­τι­κού ψεύ­δους», όπως κάπου διά­βα­σα. Σε πιο συλ­λο­γι­κό επί­πε­δο, μετά από τόσα χρό­νια μνη­μο­νί­ων που ζούμε, θα μπο­ρού­σα­με να πούμε ότι η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία είναι ο Γιάλ­μαρ. Πριν τα Μνη­μό­νια, ζού­σα­με με την αί­σθη­ση μιας ευ­μά­ρειας, η οποία κατά τα άλλα ήταν ψευ­δής, και όταν τα πάντα ανα­τρά­πη­καν, αρ­νη­θή­κα­με να πα­ρα­δε­χτού­με την αλή­θεια, πα­ρα­παί­ο­ντας με­τα­ξύ της «επι­τα­γής του ιδε­ώ­δους» και του «ζω­τι­κού ψεύ­δους», απο­φεύ­γο­ντας επί της ου­σί­ας να πα­ρα­δε­χτού­με την αλή­θεια.

Σί­γου­ρα, κάθε κρίση είναι μια έν­δει­ξη ασθέ­νειας. Και όπως γνω­ρί­ζου­με, ασθέ­νεια ση­μαί­νει έλ­λει­ψη σθέ­νους, που συ­νο­δεύ­ε­ται από ένα διά­χυ­το φόβο. Είναι ο φόβος της ελευ­θε­ρί­ας και άρα του αγνώ­στου για το τι μέλει γε­νέ­σθαι. Κατά συ­νέ­πεια, η επί­γνω­ση του φόβου και γε­νι­κά του κάθε προ­βλή­μα­τος είναι το πρώτο βήμα προς την αλ­λα­γή. Όταν γίνει το πρώτο βήμα, τότε μπο­ρού­με να προ­χω­ρή­σου­με στο δεύ­τε­ρο που είναι η επι­θυ­μία να αλ­λά­ξου­με τη ζωή μας και μετά στο τρίτο που είναι η πίστη ότι η αλ­λα­γή μπο­ρεί να επέλ­θει. Η επι­λο­γή είναι αν θέ­λου­με να γί­νου­με μέρος της λύσης ή μέρος του προ­βλή­μα­τος. Γι’ αυτό ακρι­βώς θα πρέ­πει να μι­λά­με για συ­νει­δη­τή επι­θυ­μία για αλ­λα­γή και άρα δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα, ως μια προ­σπά­θεια του ατό­μου να χτί­σει μια νέα και δια­φο­ρε­τι­κή εμπει­ρία σε σχέση με αυτό που έχει απο­λέ­σει.

Αν, λοι­πόν, ένας άν­θρω­πος απο­φα­σί­σει να γίνει μέρος της λύσης και όχι του προ­βλή­μα­τος, τότε το επό­με­νο βήμα είναι η θέ­λη­ση και η διά­θε­ση να κι­νη­το­ποι­η­θεί, δη­λα­δή η θέ­λη­ση να ανα­θε­ω­ρή­σει δια­προ­σω­πι­κά ζη­τή­μα­τα, να ανα­κα­τα­σκευά­σει την αί­σθη­ση εαυ­τού, να αφου­γκρά­ζε­ται τα συ­ναι­σθή­μα­τα των άλλων, και να έχει την επι­θυ­μία να συ­νερ­γα­στεί (η «επι­τα­γή του ιδε­ώ­δους»). Κάτι ανά­λο­γο είναι απα­ραί­τη­το να συμ­βεί και σε επί­πε­δο κοι­νω­νι­κού σώ­μα­τος, ώστε να ξε­πε­ρα­στεί η μα­ζι­κή κοι­νω­νι­κή ψευ­δαί­σθη­ση. Αντί­θε­τα, η από­πει­ρα να αντι­στα­θού­με στην αλ­λα­γή και να μη συμ­με­τέ­χου­με συ­νει­δη­τά σ’ αυτή, ώστε να πά­ρου­με τη ζωή μας στα χέρια μας, προ­κα­λεί με­γά­λο πόνο και δυ­στυ­χία, επει­δή ακρι­βώς βα­σί­ζε­ται στην επα­να­φο­ρά στην προη­γού­με­νη κα­τά­στα­ση, η οποία όμως έχει πα­ρέλ­θει (το «ζω­τι­κό ψεύ­δος»). Και αυτό συμ­βαί­νει επει­δή η αντί­στα­σή μας στην αλ­λα­γή οφεί­λε­ται στον φόβο και την αβε­βαιό­τη­τα που τη συ­νο­δεύ­ει.

Τε­λι­κά, σε με­τα­βα­τι­κές φά­σεις, αυτό είναι κάθε φορά το δίλ­λη­μα: «επι­τα­γή του ιδε­ώ­δους» ή «ζω­τι­κό ψεύ­δος». Όμως, τότε είναι η κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή για αλ­λα­γές.