Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1917: ΜΕΡΟΣ 1

Η επανάσταση του Φλεβάρη και οι τρεις στρατηγικές για την Ρωσική Επανάσταση

1. Οι τρεις στρατηγικές για την επανάσταση στη Ρωσία

Στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος της Ρωσίας είχαν αναπτυχθεί τρεις διαφορετικές στρατηγικές για την επερχόμενη ρωσική επανάσταση, που ήταν το αποτέλεσμα τριών διαφορετικών αναλύσεων για το ρώσικο κοινωνικό σχηματισμό, τη διάρθρωση των κοινωνικών τάξεων, τη δυναμικής τής κάθε κοινωνικής τάξης και πολύ περισσότερο το άθροισμα, τη συνισταμένη των δυναμικών όλων των κοινωνικών τάξεων: α) η στρατηγική της αστικής επανάστασης των Μενσεβίκων, β) η στρατηγική της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι και γ) η «ενδιάμεση» στρατηγική του Λένιν που θα «διορθωθεί» (καλύτερα συγκεκριμενοποιηθεί) κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1917 με τις περίφημες Θέσεις του Απρίλη.

α) Ο στρατηγική των Μενσεβίκων: Ο αστικός χαρακτήρας της επανάστασης

Η θέση των Μενσεβίκων απέρρεε από μια μηχανιστική ανάγνωση της γενικής διατύπωσης του Μαρξ ότι «οι προοδευμένες χώρες δείχνουν τον δρόμο στις καθυστερημένες χώρες». Για τους Μενσεβίκους η ρώσικη κοινωνία ήταν μια καθυστερημένη κοινωνία όπου κυριαρχούσε ο τσαρικός απολυταρχισμός και οι μισοφεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής. Κατ’ επέκταση, και όπως συνέβη σε όλη την προηγούμενη ιστορία, η επερχόμενη επανάσταση δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια καθαρόαιμη αστική επανάσταση. Αυτό σήμαινε ότι το πρόγραμμα της επανάστασης θα ήταν αστικό και ότι η ηγεσία της επανάστασης θα ανήκε δικαιωματικά στην ρώσικη μπουρζουαζία. Το προλεταριάτο θα έπρεπε να αποφύγει πρόωρες ενέργειες, ώστε να μην αποξενωθεί από την μπουρζουαζία και να διασπάσει το αντιμοναρχικό μπλοκ. Ο ρόλος του προλεταριάτου στην επανάσταση περιορίζονταν στο ρόλο της αντιπολίτευσης. Με τη νίκη της αστικής επανάστασης και την κατάρρευση του τσαρικού κράτους θα εγκαθιδρύονταν μια αστική δημοκρατία και μια καπιταλιστική οικονομία, ενώ το προλεταριάτο θα περιορίζονταν στην μακροπρόθεσμη νόμιμη συνδικαλιστική, πολιτική και εκλογική του ανάπτυξη. Μετά από δεκαετίες το προλεταριάτο θα αναλάμβανε τη δική του, σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτή ακριβώς τη στρατηγική θα υιοθετήσει και θα επιβάλλει αργότερα η σταλινική γραφειοκρατία σε όλα τα Κομουνιστικά Κόμματα, με αποτέλεσμα αμέτρητες προδοσίες και ήττες για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα.

β) Η στρατηγική του Λένιν και των Μπολσεβίκων

Η στρατηγική του Λένιν (δες Δύο τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας καθώς και πολλά άλλα άρθρα του) συνοψίζονταν στη γενική φόρμουλα «Δημοκρατική Δικτατορία των Εργατών και Αγροτών». Φαινομενικά η άποψη του Λένιν ταυτίζονταν με αυτήν των Μενσεβίκων αλλά επί της ουσίας διέφερε σημαντικά.

Ο Λένιν υποστήριζε ότι «είναι αντιδραστική η σκέψη να αναζητείται η σωτηρία της εργατικής τάξης σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την παραπέρα ανάπτυξη του καπιταλισμού. Σε χώρες σαν τη Ρωσία, η εργατική τάξη υποφέρει όχι τόσο από τον καπιταλισμό, όσο από την ανεπαρκή ανάπτυξη του καπιταλισμού. Γι’ αυτό η εργατική τάξη ενδιαφέρεται απόλυτα για την πιο πλατιά, την πιο ελεύθερη, την πιο γοργή ανάπτυξη του καπιταλισμού» (Δύο Τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας). Η «δημοκρατική επανάσταση στην Ρωσία, με το σημερινό κοινωνικο-οικονομικό της καθεστώς δεν θα αδυνατίσει, αλλά θα δυναμώσει την κυριαρχία της αστικής τάξης…», [(3ο Συνέδριο του ΣΔΡΕΚ(Μπολσεβίκων)]. Για τον Λένιν, η απόφαση του 3ου Συνεδρίου «παραμερίζει έτσι τις ανόητες μισοαναρχικές σκέψεις για άμεση πραγματοποίηση του μάξιμουμ προγράμματος για κατάκτηση της εξουσίας με σκοπό τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ο βαθμός της οικονομικής ανάπτυξης της Ρωσίας (όρος αντικειμενικός) και ο βαθμός της συνείδησης και της οργάνωσης των πλατιών μαζών του προλεταριάτου (όρος υποκειμενικός που συνδέεται αδιάρρηκτα με τον αντικειμενικό) καθιστούν αδύνατη την άμεση και πλήρη απελευθέρωση της εργατικής τάξης».

Έτσι, όσον αφορά το χαρακτήρα της επερχόμενης επανάστασης, υπήρχε συμφωνία μεταξύ της ανάλυσης του Λένιν και των Μενσεβίκων: ο ορίζοντας της επανάστασης ήταν αστικός. Ωστόσο υπήρχε και μια καθοριστική διαφορά: ο Λένιν θεωρούσε ότι η ρώσικη αστική τάξη ήταν ανίκανη να ηγηθεί μιας γνήσιας αστικής επανάστασης, πράγμα που είχε αποδειχθεί αμέτρητες φορές με τη στάση της απέναντι στην απολυταρχία και πολύ περισσότερο με την δειλία της στην επανάσταση του 1905. Συνεπώς, η ηγεσία της επανάστασης περνούσε αναγκαστικά στα χέρια της αγροτιάς και του προλεταριάτου. Αυτό ήταν το πλεονέκτημα της θέσης του Λένιν.

Ωστόσο, το μειονέκτημα βρισκόταν στο ποια από τις δύο τάξεις θα είχε την ηγεσία. Ο Λένιν πίστευε ότι η αγροτιά, λόγω του μεγέθους της, θα είχε την εξουσία. Έτσι, το μετεπαναστατικό καθεστώς θα ήταν αναγκαστικά καπιταλιστικό αλλά με την εργατική τάξη να εφαρμόζει το μίνιμουμ πρόγραμμά της.

Παρ’ ό,τι η ανάλυση αυτή έγινε πριν την συγκρότηση, τον Οκτώβρη του 1905, των εργατικών Σοβιέτ, η εμφάνισή τους δεν προκάλεσε μια άμεση αλλαγή εκτίμησης για τη δυναμική της επανάστασης. Ο Λένιν ενέταξε, απλώς, το Σοβιέτ στη δεδομένη τακτική, προτείνοντας, στις αρχές Νοέμβρη, ότι το Σοβιέτ έπρεπε να ανακηρύξει τον εαυτό του σε Προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση όλης της Ρωσίας, είτε (πράγμα που είναι το ίδιο, μόνο με άλλη μορφή) να δημιουργήσει μία Προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση (Τα καθήκοντα μας και το Σοβιέτ των εργατών Βουλευτών).

γ) Η «Διαρκής Επανάσταση» του Τρότσκι

Ήδη από τα τέλη του 1904 και λίγο πριν το ξέσπασμα της επανάστασης του 1905, στο άρθρο του «Πριν από την 9η Γενάρη», και πολύ περισσότερο αμέσως μετά την επανάσταση, στα έργα του Αποτελέσματα και Προοπτικές (1906) και 1905 (1907), ο Τρότσκι θα αναπτύξει τη στρατηγική της «Διαρκούς Επανάστασης», με μια διαφορετική ανάλυση τόσο του ρώσικου κοινωνικού σχηματισμού όσο και της διάρθρωσης και δυναμικής των τάξεων, και συνακόλουθα του χαρακτήρα της επερχόμενης ρώσικης επανάστασης.

Για τον Τρότσκι όλη η προηγούμενη ιστορία της Ρωσίας (ήδη από τον σχηματισμό του κράτους των Ρος) ήταν αδύνατο να ερμηνευτεί μόνο με τις εσωτερικές εξελίξεις της ρώσικης κοινωνίας. Η τελευταία ήταν το σύνθετο και αδιάσπαστο αποτέλεσμα εξωτερικών και εσωτερικών εξελίξεων. Για τον Τρότσκι η γενική φόρμουλα του Μαρξ ότι «οι προοδευμένες χώρες δείχνουν τον δρόμο στις καθυστερημένες» δεν ήταν δυνατόν να κατανοηθεί με έναν μηχανιστικό τρόπο, όπως εξάλλου είχαν πολλές φορές υποδείξει και οι ιδρυτές του ιστορικού υλισμού. Ειδικά στην εποχή του ιμπεριαλισμού, όπου ο νόμος της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης γνωρίζει την πλήρη εφαρμογή του, το ιδιόμορφο αμάλγαμα των παραγωγικών σχέσεων στη Ρωσία δεν καταδείκνυε ένα καθυστερημένο στάδιο στην εξέλιξη προς τον καπιταλισμό αλλά ήταν αποτέλεσμα του νόμου της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς.

Κατά συνέπεια, αν κανείς εξέταζε τη ρώσικη οικονομία αποσπασμένα και αυτόνομα από την παγκόσμια αγορά στην εποχή του ιμπεριαλισμού, τότε ο χαμηλός βαθμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων θα απέκλειε την σοσιαλιστική επανάσταση και η Ρωσία δεν θα ήταν έτοιμη για σοσιαλισμό. Αν αντιθέτως εξέταζε κανείς την ρώσικη κοινωνία ως ένα τμήμα, μια πλευρά, μια διάσταση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, τότε επειδή το τελευταίο ήταν ώριμο για τον σοσιαλισμό, θα ήταν ώριμη και η Ρωσία. Με άλλα λόγια, ο δρόμος της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ρωσία ήταν πλέον μπλοκαρισμένος. Η ρώσικη κοινωνία ή θα φυτοζωούσε στην καθυστέρηση ή θα προόδευε διαμέσου της σοσιαλιστικής επανάστασης. Από εδώ απέρρεε και η ανικανότητα και δειλία της ρώσικης αστικής τάξης, και συνακόλουθα η αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Στην ιμπεριαλιστική εποχή η λεγόμενη «φιλελεύθερη» ή «εθνική» ρώσικη αστική τάξη, εξαιτίας των αναρίθμητων και αδιάσπαστων δεσμών που τη συνδέουν με τον ξένο ιμπεριαλισμό αλλά και με τις παλιές κατέχουσες τάξεις, είναι ανίκανη να πραγματοποιήσει τα ιστορικά καθήκοντα της αστικής επανάστασης (διανομή της γης, δημοκρατικές ελευθερίες, κ.ά.). Από την άλλη, η αγροτιά, παρά το σημαντικό της μέγεθος και το κοινωνικό της βάρος, είναι ανίκανη να αποτελέσει μια εθνική ηγεσία γιατί δεν έχει ένα δικό της ανεξάρτητο κοινωνικό σύστημα – είναι καταδικασμένη να ακολουθεί είτε την αστική τάξη είτε την εργατική. Γι’ αυτόν τον λόγο, η επερχόμενη επανάσταση θα μπορούσε να είναι μόνο σοσιαλιστική, με την εργατική τάξη να ηγείται στη συμμαχία της με την αγροτιά, και να εφαρμόσει τη δικτατορία του προλεταριάτου που θα πραγματοποιήσει και τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα.

2. Η Φεβρουαριανή Επανάσταση

Μετά από τις μεγάλες ήττες που υπέστη ο ρωσικός στρατός και το θάνατο πάνω από ένα εκατομμύριο στρατιωτών, η πατριωτική έξαρση γρήγορα έδωσε τη θέση της στην αγανάκτηση και την εναντίωση των μαζών στον πόλεμο. Στις αρχές του 1917, η βαρβαρότητα του πολέμου, η εντεινόμενη καταπίεση από το τσαρικό καθεστώς και ακόμα περισσότερο οι τρομερές ελλείψεις σε ψωμί και άλλα είδη πρώτης ανάγκης είχαν δημιουργήσει μια εκρηκτική κατάσταση. Ο αριθμός και η μαζικότητα των απεργιών συνεχώς αυξανόταν, ενώ τα οικονομικά αιτήματα έδιναν τη θέση τους σε πολιτικά, με κυρίαρχα την απομάκρυνση του Τσάρου και το σταμάτημα του πολέμου. Η σιωπηλή αγανάκτηση και η νευρικότητα κυριαρχούσαν στις διαθέσεις των μαζών και αρκούσε η παραμικρή αφορμή για το ξέσπασμα της εξέγερσης. Πρώτα μπήκαν σε κίνηση, σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητα, τα πιο καταπιεσμένα στρώματα του προλεταριάτου και ιδίως οι εργάτριες, κατεβαίνοντας σε απεργία και μαχητικές διαδηλώσεις στο κέντρο της Πετρούπολης στις 23 Φλεβάρη.

Την επόμενη μέρα, οι διαδηλωτές ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες και απεργούσαν πάνω από τους μισούς εργάτες της πόλης, απαιτώντας την κατάργηση της μοναρχίας και το σταμάτημα του πολέμου. Οι βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία είχαν ξεκινήσει, όμως οι δυνάμεις της ήταν τραγικά ανεπαρκείς για να καταστείλουν την εξέγερση. Η αποφασιστικότητα των μαζών, η άμεση επαφή με τους φαντάρους και οι εκκλήσεις τους προς αυτούς, αλλά και η συσσωρευμένη αγανάκτηση των τελευταίων ενάντια στον πόλεμο, συνέβαλαν ώστε ο στρατός να κρατήσει κατά το μεγαλύτερο μέρος του ουδέτερη στάση κατά τις συγκρούσεις, εκδηλώνοντας ουσιαστικά τη συμπάθειά του για το εξεγερμένο πλήθος. Η επικοινωνία και η αυθόρμητη αλληλεγγύη μεταξύ στρατιωτών και εξεγερμένων ήταν ίσως ο καθοριστικότερος παράγοντας για την εξέλιξη των πραγμάτων.

Στις 25 Φλεβάρη, η εξέγερση κλιμακώνεται: η απεργία έχει πλέον παραλύσει το σύνολο της Πετρούπολης, δημιουργώντας τεράστιες δυσκολίες στην τσαρική διοίκηση και την επικοινωνία μεταξύ των αξιωματούχων της και μεταξύ των τελευταίων και του πολεμικού μετώπου. Οπλισμένοι εργάτες άρχισαν επιθέσεις ενάντια σε αστυνομικά τμήματα. Παράλληλα, οι εργάτες των βιομηχανικών προαστίων δημιούργησαν τις πρώτες εμβρυακές μορφές της εργατικής εξουσίας, εκλέγοντας επιτροπές για το συντονισμό της δράσης τους. Καθώς η κρατική μηχανή είχε παραλύσει, οι επιτροπές αυτές είχαν αναλάβει τον έλεγχο όχι μόνο των εργοστασίων, αλλά και όλων ουσιαστικά των εργατικών συνοικιών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της εξέγερσης του Φλεβάρη, η διεύθυνση του κόμματος των μπολσεβίκων ελάχιστα μπόρεσε να παρέμβει στα γεγονότα, δείχνοντας έλλειψη πρωτοβουλίας σε κρίσιμα σημεία. Σύμφωνα με τον Τρότσκι:

«…Η ανώτατη διεύθυνση του κόμματος καθυστερεί απελπιστικά. Μόνο το πρωί της 25ης το γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής των μπολσεβίκων αποφάσισε τέλος να βγάλει μια προκήρυξη καλώντας σε γενική πανρωσική απεργία. Τη στιγμή που έβγαινε αυτό το φύλλο –αν ωστόσο βγήκε– στην Πετρούπολη η γενική απεργία μετατρεπόταν κιόλας ολόκληρη σε ένοπλη εξέγερση. Η διεύθυνση κοιτάζει από ψηλά, διστάζει, αργοπορεί, δηλαδή δεν διευθύνει. Σέρνεται πίσω από το κίνημα…», (Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης).

Βέβαια, σχεδόν όλοι οι έμπειροι και δοκιμασμένοι επαναστάτες βρίσκονταν τότε στις φυλακές ή την εξορία. Ωστόσο, καμία εξέγερση δεν είναι απόλυτα αυθόρμητη και η Φεβρουαριανή Επανάσταση δεν ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα. Καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων έπαιξαν θαρραλέοι και έμπειροι πρωτοπόροι εργάτες, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από τις τάξεις των Μπολσεβίκων. Οι εργάτριες, οι εργάτες και οι στρατιώτες που πυροδότησαν και κατεύθυναν σε μεγάλο βαθμό την εξέγερση δεν ήταν μια «άβουλη», ασυνείδητη και αγανακτισμένη μάζα. Η συνείδησή τους είχε αφομοιώσει τα διδάγματα του 1905 αλλά και όλων των αγώνων στα χρόνια που προηγήθηκαν, ενώ είχαν διαπαιδαγωγηθεί σε μεγάλο βαθμό από την επαναστατική προπαγάνδα. Οι διεργασίες αυτές δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστους τους φαντάρους, που προέρχονταν από τις αγροτικές και εργατικές μάζες και έρχονταν σε άμεση επαφή με αυτές.

Η κρισιμότερη μέρα για την τελική έκβαση ήταν η 27 Φλεβάρη, καθώς ο τσάρος είχε διατάξει το στρατό να καταπνίξει την εξέγερση. Ήδη όμως από το προηγούμενο βράδυ, οι μεμονωμένες αρχικά ανταρσίες κάποιων συνταγμάτων εξαπλώνονταν ραγδαία, καθώς οι στασιαστές έρχονταν σε επαφή με όλα τα συντάγματα. Την επόμενη μέρα το μεγαλύτερο μέρος της φρουράς της Πετρούπολης ενώθηκε με τους εξεγερμένους εργάτες. Οι αντιστάσεις από τμήματα πιστά στο καθεστώς γρήγορα απομονώθηκαν και σαρώθηκαν από την ορμή της επανάστασης. Μέχρι το τέλος της μέρας η Πετρούπολη βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών.

Ο τσάρος Νικόλαος, που εκείνες τις μέρες δεν βρισκόταν στην Πετρούπολη και δεν είχε συναίσθηση της κατάστασης, εξέδωσε διάταγμα διάλυσης της Δούμας (του αστικού κοινοβουλίου). Οι φιλελεύθεροι αστοί και ρεφορμιστές βουλευτές επισήμως δεν αντέδρασαν στην πρόκληση του τσάρου. Ωστόσο, τρομοκρατημένοι και αυτοί από την ορμή της επανάστασης, συνήλθαν ξανά στις 28 Φλεβάρη και εξέλεξαν μια προσωρινή κυβέρνηση. Ο τσάρος, μετά τη ραγδαία εξάπλωση της ανταρσίας στο στρατό, αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 2 Μάρτη. Η πρώτη πράξη της επανάστασης είχε ολοκληρωθεί.