Μίνι κραχ στα χρηματιστήρια: Προπομπός μιας κρίσης;

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Σεπτεμβρίου 2024

Το μίνι κραχ στις αρχές Αυγούστου

Στις 5-7 Αυγούστου προκλήθηκε «ξαφνικά» ένα μίνι κραχ στα παγκόσμια χρηματιστήρια. Ο δείκτης Nikkei 225 (που περιλαμβάνει τις μετοχές των 225 μεγαλύτερων εταιριών της Ιαπωνίας) έπεσε 4.451 μονάδες ή 12% στις 5 Αυγούστου. Αυτή η πτώση είναι η μεγαλύτερη από τον Οκτώβρη του 1987, και είναι ακόμη μεγαλύτερη αν συγκρίνουμε με το υψηλό των 39.101 μονάδων στις 31 Ιούλη. Χρειάστηκαν δέκα ακόμη ημέρες προτού ο δείκτης επανακάμψει λίγο κάτω από το ύψος στα τέλη Ιουλίου.

Στις ΗΠΑ ο δείκτης του S&P500 (περιλαμβάνει τις 500 μεγαλύτερες εταιρίες των ΗΠΑ) έπεσε από το ανώτερο ύψος του των 5.567, στις 16 Ιούλη, στις 5.186, το τριήμερο 5-7 Αυγούστου, πτώση περίπου 10%. Χρειάστηκαν άλλες δέκα ημέρες για να επανέλθει ο δείκτης στο προηγούμενο υψηλό σημείο του. Στο χρηματιστήριο του NASDAQ (αφορά τις αμερικάνικες εταιρίες των νέων τεχνολογιών) ο δείκτης στις 10 Ιούλη βρίσκονταν στο υψηλότερο σημείο, στις 18.647, αλλά στις 7 Αυγούστου κατακρημνίστηκε στις 16.195 μονάδες. Η πτώση ξεπέρασε το 13% και 20 ημέρες μετά ο δείκτης δεν επανήλθε στο αρχικό του ύψος.

Στα χρηματιστήρια της Ευρώπης και σε πολλές άλλες χώρες ξέσπασε το ίδιο λίγο-πολύ κραχ. Ενδεικτικά, ο δείκτης Stoxx Europe 600 (αφορά τις 600 μεγαλύτερες εταιρίες της Ευρώπης) από 518 μονάδες στις 31 Ιουλίου έπεσε στις 7 Αυγούστου στις 487 δηλαδή είχε πτώση 6%, και χρειάστηκε άλλες δύο εβδομάδες για να την ξεπεράσει.

Οι πυροδότες του μίνι κραχ

Το αυγουστιάτικο μίνι κραχ στα χρηματιστήρια προκλήθηκε από την ανακοίνωση των νέων θέσεων εργασίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2024 στην αμερικάνικη οικονομία. Περίμεναν μία αύξηση κατά 170 χιλιάδες και τελικά ανακοινώθηκε μια αύξηση 120 χιλιάδων. Αυτό θεωρήθηκε ως προπομπός μιας ύφεσης ή ακόμη και μιας κρίσης. Πολλοί βέβαια προσέτρεξαν να σημειώσουν ότι τα «θεμελιώδη» μεγέθη της αμερικάνικης οικονομίας ήταν πάρα πολύ καλά και γι’ αυτό συνέστησαν ψυχραιμία. Μια σειρά άλλων αναλυτών απέδωσαν το κραχ είτε σε μια συνωμοσία των μεγιστάνων που στηρίζουν τον Τραμπ ώστε να ανακοπεί η υποτιθέμενη δημοσκοπική άνοδος της Χάρις είτε στις αυγουστιάτικες διακοπές, όπου ο τζίρος στα αμερικάνικα χρηματιστήρια μειώνεται και συνεπώς είναι πιο εύκολη η χειραγώγησή του.

Πολύ πιο βάσιμες είναι οι διαπιστώσεις ότι αυτό το μίνι κραχ οφείλονταν είτε σε μια αναγκαία διόρθωση των δεικτών λόγω της συνεχούς ανόδου τους είτε στην άνοδο των επιτοκίων που ανακοίνωσε η Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας είτε σε έναν συνδυασμό και των δύο αυτών αιτιών. Πράγματι, ιδιαίτερα στα χρηματιστήρια των ΗΠΑ έχουμε μια γιγαντιαία φούσκα, πολλή μεγαλύτερη της κρίσης του 2008. Ο δείκτης S&P500 από το χαμηλότερο σημείο των 800 μονάδων τον Γενάρη του 2009 έφθασε στις 5.567 στα μέσα του φετινού Ιούλη. Με άλλα λόγια έχει επταπλασιαστεί, χωρίς βέβαια να υπάρχει κάτι αντίστοιχο είτε στην αμερικάνικη οικονομία είτε στις ίδιες τις επιχειρήσεις. Ειδικά στον δείκτη NASDAQ τα πράγματα κινούνται στη σφαίρα του παράλογου. Οι 7 εταιρίες πληροφορικής, νέων τεχνολογιών και τεχνητής νοημοσύνης των ΗΠΑ (Nvidia, Microsoft, Apple, Amazon, Meta, κ.α.) έχουν πλέον μια χρηματιστηριακή αξία σχεδόν στο 12% της χρηματιστηριακής αξίας όλων των επιχειρήσεων του πλανήτη, ενώ η χρηματιστηριακή αξία της καθεμιάς κυμαίνεται μεταξύ 2 και 3 τρισ. δολαρίων. Αυτή η εξωφρενική διόγκωση των τιμών των μετοχών οφείλεται καθαρά στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, δηλαδή στην διοχέτευση τεραστίων ποσών προς την κερδοσκοπία. Με δύο βασικά τρόπους: με την επαναγορά μετοχών και το carry trade (ή αρμπιτράζ).

Η πρώτη μέθοδος ήταν πολύ περιορισμένη μέχρι το 2016 αλλά από το 2017 και μετά τα ποσά που δαπανούν οι μεγάλες εταιρίες για την επαναγορά των δικών τους μετοχών αυξήθηκαν από 150 δισ. σε 850 δισ. το 2024. Με την επαναγορά των δικών τους μετοχών οι μεγαλομέτοχοι κερδίζουν αφενός διατηρώντας στα ύψη τις τιμές των μετοχών τους αφετέρου κερδίζοντας την διαφορά μεταξύ αγοράς και πώλησής τους. Αλλά τα ποσά αυτά δεν προέρχονται μόνο από τα ρευστά διαθέσιμα των εταιριών (αντί βεβαίως αυτά να επενδυθούν σε πάγιο κεφάλαιο για να αναπτυχθεί η εταιρία). Προέρχονται από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ που διοχετεύει κεφάλαια (προφανώς πληθωριστικό χρήμα με αντίστοιχη αύξηση του δημόσιου χρέους) προς τις ιδιωτικές τράπεζες, που με τη σειρά τους τα διαθέτουν σε μεγαλομετόχους για επαναγορά μετοχών. Γι’ αυτό και δημιουργούνται τέτοιες φούσκες.

Η δεύτερη μέθοδος είναι πολύ πιο παλιά και φαίνεται ότι έπαιξε έναν ρόλο στο μίνι κραχ: είναι η ανακοίνωση της Κεντρικής Τράπεζας της Ιαπωνίας ότι προχωρά σε μικρή αύξηση των επιτοκίων της. Την μέθοδο αυτή, που είναι παράνομη, την χρησιμοποιούν με άνεση τα πιο κερδοσκοπικά κεφάλαια και συνίσταται στο εξής: ο κερδοσκόπος δανείζεται κεφάλαια π.χ. σε γιεν από την Ιαπωνία όπου το επιτόκιο είναι 1% και εν συνεχεία τα μετατρέπει σε δολάρια και δανείζει το αμερικάνικο δημόσιο εισπράττοντας επιτόκιο γύρω στο 5% ή επενδύει σε μετοχές στα αμερικάνικα χρηματιστήρια ή σε ακίνητα. Έτσι κερδίζει από την διαφορά των επιτοκίων, άκοπα και ακίνδυνα.

Το μίνι κραχ: προάγγελος μεγάλης κρίσης

Είναι λοιπόν το μίνι χρηματιστηριακό κραχ, όπου σε μια μέρα εξανεμίστηκαν 6,5 τρισ. δολάρια (έστω λογιστικά), μια περαστική καλοκαιρινή μπόρα; Στο τέλος-τέλος δεν επανήλθαν ή και ξεπέρασαν οι δείκτες το προηγούμενο υψηλό τους σημείο;

Η υπεράνω πάσης υποψίας διοικήτρια της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας, Κάριν Σούτερ, ήταν κατηγορηματική όταν δήλωνε στις 26 Αυγούστου: «Κάποιες χώρες είναι τόσο χρεωμένες που είναι δύσκολο να δράσουν. Ρίξτε μια ματιά στην Αμερική. Είναι μια ωρολογιακή βόμβα! Το μίνι χρηματιστηριακό κραχ στις αρχές Αυγούστου ήταν μια προειδοποιητική βολή. Ήταν μια πρόβλεψη των επενδυτών για ύφεση. Τα επίπεδα του χρέους σε ΗΠΑ και Ευρώπη αποτελούν κίνδυνο για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα».

Στις 28 Αυγούστου, και όταν όλοι οι χρηματιστηριακοί δείκτες είχαν περίπου επανέλθει στα υψηλά τους επίπεδα «ξεπερνώντας» το μίνι κραχ, η Nvidia, η αμερικάνικη πολυεθνική (επικεντρώνεται στην Τεχνητή Νοημοσύνη και παράγει τα καλύτερα τσιπ/ημιαγωγούς) που έχει την μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία στον πλανήτη, ύψους 3,1 τρισ. δολαρίων, θα προχωρούσε πανηγυρικά στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της για το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Είχε σημαντική αύξηση τζίρου και εξίσου σημαντική αύξηση κερδών. Προσέβλεπε έτσι σε μια αύξηση της χρηματιστηριακής αξίας της κατά 300 δισ., φθάνοντας τα 3,4 τρισ. Ωστόσο αντί του αναμενόμενου θρίαμβου επακολούθησε μια «ακατανόητη» πανωλεθρία: η μετοχή της παρά τα αποτελέσματά της κατακρημνίστηκε κατά 10%. Ο λόγος για αυτήν την «παράλογη» αντίδραση των επενδυτών είναι πολύ απλός: όλοι γνωρίζουν ότι στα χρηματιστήρια και ειδικά στις εταιρίες των νέων τεχνολογιών (τεχνητή νοημοσύνη) υπάρχει μια τεράστια φούσκα που περιμένει να σκάσει είτε από μόνη της είτε μόλις κάτι αρχίζει να διαφαίνεται ότι δεν πάει καλά στην «πραγματική οικονομία».

Η «πραγματική οικονομία» μπροστά σε μια νέα κρίση

Ενώ οι BRICS συνεχίζουν να αναπτύσσονται με σημαντικά ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ για φέτος (Ινδία 6%, Κίνα 5%, Ρωσία 3%), οι παλαιοί ιμπεριαλιστές βρίσκονται σε βέρτιγκο. Η Ιαπωνία βυθίζεται σε ύφεση, η ΕΕ είναι στα πρόθυρα κρίσης (η βιομηχανία της έχει ήδη εισέλθει σε φάση ύφεσης) και μόνο οι ΗΠΑ κατορθώνουν να κρατούν το κεφάλι πάνω από το νερό. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι η πολύ μικρή ανάκαμψη των ΗΠΑ τελειώνει, παρά τα πλαστά «θεμελιώδη» οικονομικά στοιχεία που παραθέτουν οι αναλυτές: η ανεργία δεν είναι στο 4,2% αλλά κοντά στο 7,5%, ο πληθωρισμός είναι περίπου στο 3,5-4% και όχι κοντά στο 2,6%. Κυρίως όμως αυτή η αναιμική ανάπτυξη οφείλεται στη γιγάντωση του χρέους τους και ειδικά του δημόσιου: από 23,3 τρισ. στις αρχές του 2020 έχει φτάσει στα 34,5 τρισ. ή 122% του ΑΕΠ τους (τόσο ήταν το δημόσιο χρέος μας όταν χρεοκοπήσαμε).

Ταυτόχρονα, μια σειρά χωρών (υπολογίζονται γύρω στις μισές του πλανήτη) λόγω των υψηλών επιτοκίων και της ανόδου των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας βρίσκονται μπροστά στην χρεοκοπία, στην βάρβαρη εφαρμογή μνημονίων από το ΔΝΤ και σε μια καταστροφική κρίση.

Συνοπτικά, είτε υπάρξει μια μεγάλη κρίση στις παλαιές ιμπεριαλιστικές χώρες είτε μια πιο ασθενής αλλά και πολύ πιο παρατεταμένη, είτε καταφέρουν να «προσγειώσουν ομαλά» την οικονομία (να μειώσουν τον πληθωρισμό χωρίς μεγάλη κρίση) είτε όχι, η εργατική τάξη στις ιμπεριαλιστικές χώρες ή στις ενδιάμεσες και στις καθυστερημένες βρίσκεται μπροστά όχι μόνο σε μια κλιμάκωση του πολέμου αλλά και σε μια νέα χειροτέρευση του βιοτικού της επιπέδου. Αυτό μετά από 45 χρόνια κρίσης και νεοφιλελεύθερων επιθέσεων είναι αδύνατον να γίνει, παρά την σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων, και συνεπώς ένα νέο κύμα αγώνων θα ξεσπάσει σε παγκόσμιο επίπεδο. Η εξέγερση στο Μπαγκλαντές ή στη Νιγηρία είναι συνεπώς ο προπομπός αυτού του νέου κύματος αγώνων. Όπως ήδη έχει δείξει η εμπειρία των προηγούμενων ετών αυτό δεν φτάνει, χρειάζεται και μια πολιτική ανασύνθεση μέσα στο εργατικό κίνημα.