35 χρόνια από τις συγκυβερνήσεις του 1989

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Σεπτεμβρίου 2024

Έχουν περάσει 35 χρόνια από τις συγκυβερνήσεις του 1989, όπου το ΚΚΕ συμμετείχε μαζί με ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, αποδεικνύοντας ακόμα μια φορά την προδοτική (ρεφορμιστική) φύση του, την υποταγή του σε αστικές στρατηγικές. Ήταν αστικές κυβερνήσεις που έστρωσαν τον δρόμο για την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού.

Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίζεται από έντονες ανακατατάξεις τόσο για τις αστικές δυνάμεις όσο και για τους ρεφορμιστές, λόγω και των διεθνών εξελίξεων (εξέλιξη παγκόσμιας κρίσης, επικράτηση νεοφιλελευθερισμού, κρίση καθεστώτων «υπαρκτού σοσιαλισμού» και ΕΣΣΔ κ.ά.). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο ελληνικός καπιταλισμός μπαίνει σε βαθιά οικονομική κρίση. Μετά το 1981, στην πρώτη διακυβέρνησή του, το ΠΑΣΟΚ θα προσπαθήσει να την αντιμετωπίσει μέσω ενός κεϊνσιανού μοντέλου (π.χ. κρατικοποίηση «προβληματικών») έχοντας βλέψεις και ενός οικονομικού εκσυγχρονισμού. Υπό την πίεση του κινήματος και με την ανάγκη να ελέγξει/ενσωματώσει τη μεταπολιτευτική ριζοσπαστικοποίηση, υιοθετεί δημοκρατικές και φιλεργατικές αλλαγές, αλλά χωρίς να θίξει τα κέρδη και τις ιδιοκτησίες των καπιταλιστών ούτε τη στρατηγική ενσωμάτωσης σε ΕΟΚ και ΝΑΤΟ.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 αυτή η πολιτική έχει δείξει την αποτυχία της, οδηγώντας σε επίθεση στην εργατική τάξη, προκαλώντας σταδιακά μια μεγάλη πολιτική κρίση. Το ΠΑΣΟΚ εφαρμόζει από το 1985 το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» λιτότητας του Σημίτη και εδραιώνεται ως εκφραστής των αστικών συμφερόντων, ενώ δημιουργείται ένα πρώτο σοβαρό ρήγμα στις σχέσεις του με τις εργατικές μάζες και τη νεολαία. Η ΝΔ, μετά την επικράτηση του Μητσοτάκη επί των παλιότερων «καραμανλικών», ανασυγκροτήθηκε σε μια πορεία ακραίου νεοφιλελευθερισμού, αυξάνοντας την επιρροή της, αξιοποιώντας τη διεθνή συντηρητική στροφή αλλά και τα συσσωρευμένα αδιέξοδα του ΠΑΣΟΚ. Το σταλινικό ΚΚΕ και το «ευρωκομμουνιστικό» ΚΚΕ εσωτερικού μετά το 1981 ακολουθούσαν σταθερά το ΠΑΣΟΚ, στα πλαίσια των «δημοκρατικών δυνάμεων της Αλλαγής» και του «αντιδεξιού» μετώπου, με αποτέλεσμα να αλώνονται εκλογικά και πολιτικά απ’ αυτό. Μετά το 1986-87, όταν άρχισε η κρίση του ΠΑΣΟΚ, αποστασιοποιήθηκαν αναζητώντας νέο ρόλο στο αστικό σκηνικό. ΚΚΕ και ΕΑΡ (το πιο δεξιό τμήμα της διάσπασης του ΚΚΕ εσ.) συγκρότησαν τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου (ΣΥΝ). Με τη συμμαχία και το «κοινό πόρισμά» της, το ΚΚΕ εγκατέλειπε τη θέση για έξοδο από την ΕΟΚ και πρότεινε ως λύση τον εκσυγχρονισμό της καπιταλιστικής παραγωγής και την αποδοχή «λογικών» θυσιών από τους εργαζόμενους.

Η απομάκρυνση του ΠΑΣΟΚ από τα λαϊκά στρώματα και η ανάγκη εφαρμογής μιας αντιλαϊκής πολιτικής είχε ως αποτέλεσμα την απορρόφησή του στον κρατικό μηχανισμό και την ανάπτυξη της διαφθοράς. Αυτή την περίοδο ξέσπασε το σκάνδαλο Κοσκωτά, χαρακτηριστικό της εμφάνισης των «νέων τζακιών», επιχειρηματιών με ολοένα πιο παρασιτικά και μαφιόζικα χαρακτηριστικά. Το ΠΑΣΟΚ εμπλέκονταν βαθιά στο σκάνδαλο και επιχείρησε να καλύψει τον Κοσκωτά. Η πολιτική κρίση πυροδοτήθηκε: στις εκλογές του Ιουνίου 1989 δεν προκύπτει αυτοδυναμία (ΝΔ 44,3%, ΠΑΣΟΚ 39,2%, ΣΥΝ 13,1%). Ο Χαρίλαος Φλωράκης, γενικός γραμματέας και ιστορικός ηγέτης του ΚΚΕ, συζητά και με το ΠΑΣΟΚ και με τη ΝΔ – και την 1η Ιουλίου ανακοινώνεται ο σχηματισμός κυβέρνησης ΝΔ-ΣΥΝ (πρωθυπουργός ο Τζανής Τζαννετάκης). Στόχος υποτίθεται η «κάθαρση», δηλαδή να μην παραγραφούν τα αδικήματα των στελεχών του ΠΑΣΟΚ για τα σκάνδαλα. Η αναστάτωση είναι μεγάλη στο εσωτερικό του ΚΚΕ, οδηγώντας σε μαζικές αποχωρήσεις και διαγραφές, ιδιαίτερα στην ΚΝΕ. Το ΚΚΕ, σε μια προσπάθεια να αιτιολογήσει τη στάση του, επικαλέστηκε το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα του 1936, υποστηρίζοντας ότι ένα «επαναστατικό» κόμμα δεν αποκλείει κατ’ αρχήν τις συμφωνίες με αστικά κόμματα.

Ένα από τα λίγα νομοσχέδια που πέρασε αυτή η συγκυβέρνηση ήταν η ίδρυση της ιδιωτικής τηλεόρασης (με ραδιοτηλεοπτική συχνότητα ανταμείφθηκε και το ΚΚΕ). Κίνηση που άνοιξε τον δρόμο στην κυριαρχία των καναλαρχών-καπιταλιστών στα μέσα ενημέρωσης, την τεράστια επίδρασή τους στη δημόσια ζωή αλλά και την εξάπλωσης μιας μαζικής υποκουλτούρας.

Τον Νοέμβριο του 1989 γίνονται ξανά εκλογές, χωρίς να προκύπτει αυτοδυναμία (ΝΔ 46,2% και 148 έδρες, ΠΑΣΟΚ 40,7%, Συνασπισμός 11%), οδηγώντας σε «οικουμενική» κυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα (οικονομολόγος και κορυφαία αστική προσωπικότητα). Ο ΣΥΝ συμμαχεί με αυτούς που μέχρι πριν έλεγε «κλέφτες». Η «οικουμενική» δεν συμφώνησε στην εκλογή προέδρου δημοκρατίας και σε νέες εκλογές τον Απρίλιο του 1990 η ΝΔ απέσπασε μια αδύναμη πλειοψηφία, επιχειρώντας έπειτα να ξεκινήσει μια σκληρή επίθεση στο εργατικό κίνημα.

Η πολιτική του ΚΚΕ να γίνει «ρυθμιστής» απέτυχε και αυτό βρέθηκε σε βαθιά κρίση μετά και τη διάσπαση του 1991. Το στίγμα για την πολιτική του είναι ανεξίτηλο. Στις συγκυβερνήσεις οι ρεφορμιστές στάθηκαν μαζί με τους αστούς ενάντια στο εργατικό κίνημα. Ξέπλυναν το πολιτικό σκηνικό, αντί να αξιοποιήσουν την ευκαιρία για να προβάλλουν αγώνες με μια ταξικά ανεξάρτητη πολιτική. Μέσα στη σύγχυση, το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να «αναβαπτιστεί», μόνο και μόνο για να έχει έπειτα, αφού ξανάγινε κυβέρνηση, πολιτικά περιθώρια να περάσει σε νεοφιλελεύθερες επιθέσεις. Το ΚΚΕ πρόδωσε τους εργαζόμενους, όπως είχε κάνει το 1944 (συμμετοχή στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας») και τόσες άλλες φορές έκτοτε. Δεν είναι απλά ένα «λάθος», όπως θέλουν να ισχυρίζονται μερικοί νοσταλγοί της παλιάς σταλινικής σχολής. Ούτε οφείλεται μόνο στους «αναθεωρητές» στο εσωτερικό του ΚΚΕ (που ήταν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ηγεσίας και μάλιστα για πολλά χρόνια), που αφού διαχωρίστηκε απ’ αυτούς, μπόρεσε με περίπου 30 χρόνια καθυστέρηση(!) να «αποκαταστήσει τον επαναστατικό χαρακτήρα» του – αυτά ισχυρίζεται η επίσημη κομματική ιστορία. Η προδοσία είναι αποτέλεσμα της ρεφορμιστικής φύσης του ΚΚΕ και γενικότερα των ρεφορμιστικών πολιτικών – πιο πρόσφατα είδαμε που οδηγεί αυτή η πολιτική, με το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Τέλος, αυτή η επιλογή του ΚΚΕ θα έχει έκτοτε μεγάλες συνέπειες και θα κλονίσει σημαντικά τις σχέσεις του με τους εργαζόμενους και τη νεολαία (ιδιαίτερα τα πιο αγωνιστικά και ριζοσπαστικά κομμάτια), οδηγώντας το για ένα μεγάλο διάστημα ουσιαστικά στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων.

Αχιλλέας Λούντζης