50 χρόνια από το πραξικόπημα του Ιωαννίδη στην Κύπρο και την εισβολή του «Αττίλα»
Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Ιουλίου – Αυγούστου 2024
Μισός αιώνας συμπληρώνεται από το πραξικόπημα της ιωαννίδικης χούντας στην Κύπρο και την επακόλουθη εισβολή της Τουρκίας στη μεγαλόνησο. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε ένα νέο κεφάλαιο για το «κυπριακό πρόβλημα», αντικατοπτρίζοντας την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων στην περιοχή, ενώ λειτούργησε ως θανάσιμο τραύμα για τη χούντα που κατέρρευσε λίγες ημέρες αργότερα.
Το πραξικόπημα στην Κύπρο που έκανε η χούντα του Ιωαννίδη ήταν μια τυχοδιωκτική ενέργεια. Ταυτόχρονα ήταν και μια ειλημμένη υποχρέωση προς τα αμερικανονατοϊκά συμφέροντα, στα οποία κατά κύριο λόγο όφειλε την άνοδό της στην εξουσία. Άλλωστε, το επίδικο του κυπριακού ζητήματος για τους δυτικούς ιμπεριαλιστές ήταν ο έλεγχος του «αβύθιστου αεροπλανοφόρου» και η ένταξή του στους σχεδιασμούς εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους. Η γεωγραφική θέση του νησιού αποτελούσε διαχρονικά πεδίο ελέγχου της νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Ιδιαίτερα κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι ΗΠΑ προσέβλεπαν στην αξιοποίηση της Κύπρου και ως ανάχωμα απέναντι στην ΕΣΣΔ και τους συμμάχους της.
Μεταπολεμικά, με τις ΗΠΑ να παίρνουν τη σκυτάλη της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής ηγεσίας από τη Μεγάλη Βρετανία, αρχίζει να διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα στον πλανήτη. Τις δεκαετίες 1950-1960 ξεσπάνε μια σειρά από αντιαποικιακές επαναστάσεις σε όλο τον πλανήτη (Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ κ.ά.). Μέσα σε αυτές τις συνθήκες υπογράφηκαν το 1959 οι Συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου που έκαναν λόγο για «ανεξαρτησία» του νησιού. Στην ουσία επρόκειτο για ένα ιδιότυπο προτεκτοράτο, με τριμερή επιτήρηση από Αγγλία, Ελλάδα και Τουρκία, με μόνιμη ξένη στρατιωτική παρουσία. Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ορκίστηκε ο Μακάριος, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα, αποτέλεσε τον εκφραστή της «ανεξαρτητοποίησης από τη μητρόπολη του ελληνισμού».
Μετά την κατάρρευση των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές θα πάρουν τα ηνία. Το αμερικανικό πεντάγωνο ανέλαβε το σχέδιο επίλυσης του «κυπριακού» το οποίο προέβλεπε «διπλή ένωση» της Κύπρου, υπό τον έλεγχο των δύο κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και κυρίως τον απόλυτο έλεγχο των ΗΠΑ στο νησί. Συγκεκριμένα, προέβλεπε κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ένωση ενός μεγάλου κομματιού με την Ελλάδα, ενώ περίπου το 10% επρόκειτο να ενωθεί με την Τουρκία. Οι ΗΠΑ ήλπιζαν ότι ο Μακάριος θα αποδεχόταν το σχέδιο, διαφορετικά ήταν αναγκασμένοι να προχωρήσουν σε πραξικόπημα. Τόσο η ελληνική όσο και η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριψαν το σχέδιο, πράγμα που εξόργισε τις ΗΠΑ.
Η δικτατορία του Παπαδόπουλου γενικά κράτησε την ίδια γραμμή στο Κυπριακό με όλες τις προδικτατορικές αστικές κυβερνήσεις. Προωθούσε τη γραμμή της διπλής ένωσης και μετά από ένα σημείο απευθείας συνομιλίες με την Τουρκία και υπονόμευση του Μακάριου. Αν και είναι γνωστό τοις πάσι πως ο Παπαδόπουλος μελετούσε την ανατροπή του Μακάριου για πολλά χρόνια, αυτό είναι κάτι που δεν προχώρησε, παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ, γιατί θα συνεπαγόταν την αυτόματη επέμβαση της Τουρκίας. Ωστόσο, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, μια ομάδα σκληροπυρηνικών γύρω από τον Ιωαννίδη, εκμεταλλευόμενη τη συγκυρία και με την ανοχή των ΗΠΑ, ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο και επιτάχυνε αμέσως τις εξελίξεις του Κυπριακού. Ο νέος δικτάτορας διαφωνούσε με οποιαδήποτε συμβιβαστική λύση/συνεννόηση με την Τουρκία και επεδίωκε τη ρήξη με τον Μακάριο.
Το πρωί της Δευτέρας 15 Ιουλίου ξεκίνησε το πραξικόπημα από δυνάμεις της Εθνοφρουράς. Επέδειξαν μεγάλη αγριότητα, βομβαρδίζοντας το προεδρικό μέγαρο και ανακοινώνοντας γρήγορα ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός, όπως αδημονούσε να ακούσει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Τελικά, όμως, ο Μακάριος σώθηκε και φυγαδεύτηκε στην Πάφο και στη συνέχεια διέφυγε στις ΗΠΑ. Η χούντα των Αθηνών, ούσα σαστισμένη από αυτή την εξέλιξη, δια στόματος Ιωαννίδη διέταξε άμεση καταστολή στο νησί ζητώντας «το κεφάλι του Μακαρίου».
Άμεσα πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Ιωαννίδη με αξιωματούχους των ΗΠΑ και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ξεκαθάρισε στην ελληνική πλευρά πως θα πρέπει να έρθει σε συνεννόηση με την Τουρκία. Την ίδια μέρα, όμως, η χούντα προχώρησε σε μια τυχοδιωκτική ενέργεια. Κήρυξε γενική επιστράτευση στην Ελλάδα, επιστρατεύοντας και δίνοντας όπλα στη «γενιά του Πολυτεχνείου», που ήταν συντριπτικά εχθρική απέναντι στο καθεστώς. Γι’ αυτό σύντομα η επιστράτευση ανακλήθηκε. Η προσπάθεια ειδικά του Ιωαννίδη να κηρύξει πόλεμο στην Τουρκία ναυάγησε, λόγω άρνησης της στρατιωτικής ηγεσίας, που είχε ήδη αρχίσει να συνωμοτεί σε βάρος του. Στις 24 Ιουλίου ορκίστηκε στην Αθήνα «κυβέρνηση εθνικής ενότητας», με πρωθυπουργό τον Κ. Καραμανλή.
Τυπικά, βάσει των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, η προσπάθεια πραξικοπήματος έδινε στην Τουρκία το δικαίωμα να επέμβει, όπως και έγινε στις 20 Ιουλίου, λαμβάνοντας πρώτα έγκριση από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές. Με την εισβολή του τουρκικού στρατού επιβλήθηκε στην πράξη η διχοτόμηση του νησιού. Την σκυτάλη πήραν οι ειρηνευτικές συνομιλίες, όμως ο τουρκικός καπιταλισμός, κατανοώντας πως η ελληνική κυβέρνηση δεν επρόκειτο να επέμβει, προετοίμασε τη δεύτερη εισβολή (Αττίλας ΙΙ) ένα μήνα μετά, για να αλλάξει προς όφελός του και να παγιώσει τους νέους συσχετισμούς στο νησί.
50 χρόνια μετά, το Κυπριακό εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό στοιχείο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού και αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο αστικών τάξεων. Γι’ αυτό ακριβώς απαιτείται από το εργατικό κίνημα εγρήγορση και αντανακλαστικά: Κανένα «εθνικό» άλλοθι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και στο ελληνικό κεφάλαιο. Μόνη λύση η ανάπτυξη ενός ταξικού διεθνιστικού κινήματος.