Αύξηση κατώτατου μισθού: ψίχουλα μπροστά στην ακρίβεια που σαρώνει

Από τις αρχές του έτους, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε αφήσει να διαρρεύσει το ενδεχόμενο αύξησης του κατώτατου μισθού από την 1η Απρίλη. Έχοντας επιδοθεί στα γνωστά της επικοινωνιακά τρικ, σκοπίμως δεν προσδιόριζε το ύψος της αύξησης. Από τη μια ήθελε να κερδίσει εντυπώσεις, ώστε να χρησιμοποιήσει το ύψος της αύξησης σε κάποια φάση που θα βρισκόταν στριμωγμένη πολιτικά, από την άλλη δεν μπορούσε να υπολογίζει χωρίς τον ξενοδόχο, δηλαδή τις ενώσεις εργοδοτών (ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΒ, κ.ά.) με τις οποίες βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία, συχνά ως εντολοδόχος τους, κάνοντας νόμο κάθε διευκόλυνση υπέρ τους και κάθε εργοδοτική αυθαιρεσία. Εντέλει, αυτό που έχουν αφήσει να διαρρεύσει είναι μια αύξηση της τάξης του 5,5 % με 6,5%, διαμορφώνοντας τον κατώτατο μισθό μεταξύ των 822 με 830 ευρώ μεικτά (από 780 ευρώ που βρίσκεται σήμερα). Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι η στάση της ΓΣΕΕ. Σε αντίθεση με τις εργοδοτικές ενώσεις που, όπως αναμενόταν, ήταν αρκετά φειδωλές με τις προτάσεις τους, η ΓΣΕΕ πρότεινε άμεση αύξηση 16% ή 908 ευρώ. Βέβαια, το άμεσο της αύξησης ερμηνεύεται αρκετά δημιουργικά από την ίδια, καθώς ο τρόπος για να διεκδικήσει αυτή την αύξηση ήταν η προκήρυξη τον Φλεβάρη της «άμεσης» απεργίας στις 17 Απρίλη (!), θέτοντας ως προϋπόθεση για οποιονδήποτε σχεδιασμό την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων της επιστημονικής επιτροπής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.

Προσπαθώντας να καλλιεργήσει ένα κλίμα οικονομικής ευφορίας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη διατυμπανίζει τις αυξήσεις και το ξεπάγωμα των τριετιών που έχει «επαναφέρει». Παραλείπει όμως να αναφέρει ότι από το 2012 μέχρι το 2019 όχι μόνο δεν είχε δοθεί καμία αύξηση αλλά αντιθέτως ο κατώτατος μισθός τσεκουρώθηκε κατά 22% λόγω του 2ου μνημονίου. Το 2ο Μνημόνιο μάλιστα εισήγαγε και την ταπεινωτική για τους εργαζόμενους έννοια του υποκατώτατου μισθού, η οποία συνεπαγόταν ακόμα χαμηλότερο μισθό για τους νέους κάτω των 25 ετών. Ακόμα και μετά από αυτές τις αυξήσεις, ο κατώτατος μισθός μόλις και μετά βίας καταφέρνει να ξεπεράσει το ύψος του κατώτατου προ μνημονίων και με βασική διαφορά ότι τότε δεν υπήρχε αυτό το τεράστιο κύμα ακρίβειας που έχει τσακίσει τους εργαζόμενους, τη νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Οι τιμές στα καύσιμα, τα είδη πρώτης ανάγκης, τα ενοίκια και συνολικά το κόστος ζωής οδηγούν στην αφαίμαξη του μισθού, ο οποίος δεν φτάνει ούτε μέχρι τις 20 του μήνα. Επιπλέον, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και οι ιδιωτικοποιήσεις σε Υγεία, Παιδεία, ενέργεια κ.ά. διαρκώς φορτώνουν με βάρη τα λαϊκά νοικοκυριά, με τα χρήματα να καταλήγουν απευθείας στους διάφορους ιδιώτες – αρπακτικά και φίλους της κυβέρνησης. Στον τελευταίο απολογισμό του ΤΕΚΕ (Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων) για τους τραπεζικούς λογαριασμούς των νοικοκυριών της χώρας, το 72,5% των καταθετών έχει καταθέσεις από 0 έως και 1.000 ευρώ το οποίο πρακτικά σημαίνει αβεβαιότητα και επισφάλεια καθώς δεν μπορούν να καλύψουν κάποια έκτακτη ανάγκη και μένουν έκθετοι σε οποιαδήποτε αναποδιά.

Ο κατώτατος μισθός δεν είναι ελεημοσύνη καμίας κυβέρνησης ούτε παραχώρηση των εργοδοτών. Έχει θεσπιστεί με σκληρούς αγώνες και αποτελεί ελάχιστη εγγύηση της αξιοπρέπειας των εργαζομένων. Όλο το προηγούμενο διάστημα, ιδιαίτερα στις προγραμματικές τους δηλώσεις προεκλογικά, τα αστικά κόμματα προσπαθούν να συνδέσουν τον κατώτατο μισθό με τις «δυνατότητες της οικονομίας», τις ανάγκες της αγοράς κ.λπ., όταν δεν κάνουν ανέξοδες εξαγγελίες για εξωπραγματικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό. Ακόμα και το ΚΚΕ που προσπαθεί να παρουσιαστεί ως εκφραστής των αναγκών των εργαζομένων, δεν ξεφεύγει από αυτόν τον οικονομικό «ρεαλισμό» (χαρακτηριστικά προτείνει αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ, όχι πολύ μακριά από την αύξηση που υπόσχεται η κυβέρνηση) για να μπορεί να ελέγξει και να περιορίσει τις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Το μόνο που μπορεί να προσφέρει αυτή η κυβέρνηση είναι αυξήσεις – ψίχουλα με το ένα χέρι τις οποίες παίρνει κατευθείαν με το άλλο, με ληστρικούς φόρους και με την κερδοσκοπία των ημετέρων της. Όσο βαθαίνει η κρίση, τόσο πιο πολύ θα ξεγυμνώνεται από τα φτιασίδια της η μισθωτή εργασία και θα αποκαλύπτεται η ωμή εκμετάλλευση, όπου θα επικρατεί μόνο ο νόμος του εργοδότη – δεσπότη και θα συμπληρώνεται από την σκληρή καταστολή και τις δικαστικές διώξεις ενάντια σε όποιον διεκδικεί και αγωνίζεται.

Το ύψος του κατώτατου μισθού πρέπει να συνδεθεί με τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων. Μόνο μέσα από συλλογικές διεκδικήσεις, μέσα από τα σωματεία μπορεί να δοθεί πραγματική αύξηση στους μισθούς. Είναι ο μόνος τρόπος ώστε ουσιαστικά να αντιστραφούν οι επιπτώσεις παραπάνω από μίας δεκαετίας μνημονίων. Παράλληλα όμως πρέπει να μπει ένα φρένο στις διαρκείς αυξήσεις στα είδη πρώτης ανάγκης, τα ενοίκια, τα καύσιμα, τις ιδιωτικοποιήσεις και το στράγγισμα του δημόσιου χρήματος από την αγορά πολεμικών εξοπλισμών, που διαρκώς σπρώχνουν τις κοινωνικές ανάγκες στο περιθώριο ως περιττές. Πρέπει να αναπτύξουμε τους αγώνες μας και την αυτοοργάνωσή μας, μέσα από συνελεύσεις και επιτροπές, σε χώρους δουλειάς και κλάδους της οικονομίας, κοινωνικούς χώρους, γειτονιές και με μαχητικά μέσα πάλης, με απεργίες και καταλήψεις. Μέσα από αυτά τα όργανα θα μπορέσουμε να ασκήσουμε τον εργατικό έλεγχο στην οικονομία και να επιβάλλουμε πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς.

Νίκος Σπ.