Η Άποψή μας | Ομοβροντία αντιδραστικών/αντεργατικών μέτρων
Προδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Ιανουαρίου 2024
Ενώ τα προβλήματα των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών οξύνονται καθημερινά, η κυβέρνηση των νεοφιλελεύθερων αγριάνθρωπων έχει ξεκινήσει με το νέο χρόνο μια επίθεση σε όλα τα επίπεδα: οικονομία, δημοκρατικά και συνταγματικά δικαιώματα, ηθικές αξίες κ.λπ. Πριν καλά-καλά μπει ο καινούργιος χρόνος (29 Δεκεμβρίου 2023) με ΚΥΑ οι υπουργοί Χατζηδάκης και Γεωργιάδης κατήργησαν τρία επιδόματα: το επίδομα επίσχεσης εργασίας, το επίδομα που καταβάλλεται στους ανέργους με τη λήξη της τακτικής επιδότησης και το ειδικό βοήθημα που καταβάλλεται ύστερα από τρίμηνη παραμονή στο μητρώο ανέργων. Με την ίδια ΚΥΑ μείωσαν επίσης τον προϋπολογισμό της ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) κατά 9,7%, και τα προγράμματα απασχόλησης της υπηρεσίας κατά 41,2%! Αυτές οι κοινωνικές δαπάνες αφορούν στα πιο φτωχά κοινωνικά στρώματα, κυρίως ανέργους και επομένως οι περικοπές τους είναι ιδιαίτερα προσφιλείς στους απανταχού νεοφιλελεύθερους και ιδιαίτερα στους ά(χ)ριστους του Μητσοτάκη.
Τρία νέα αντιδραστικά νομοσχέδια
Όπως έχει εξαγγείλει η υπουργός Εσωτερικών Κεραμέως μέσα στον Γενάρη θα κατεβάσει νομοσχέδιο που αφορά στην επιστολική ψήφο. Μ’ αυτή, παραβιάζεται κατάφωρα η αμεσότητα και μυστικότητα της ψηφοφορίας που προβλέπεται από το Σύνταγμα (άρθρο 51, παρ. 3). Με την παραβίαση του συντάγματος ο Μητσοτάκης προσβλέπει σε ουσιαστικά εκλογικά οφέλη.
Το δεύτερο νομοσχέδιο (κατά πάσα πιθανότητα θα κατέβει μέσα στον Γενάρη), αφορά στην ίδρυση ιδιωτικών «Πανεπιστημίων», κουρελιάζοντας και σ’ αυτή την περίπτωση το Σύνταγμα. Ανεξάρτητα από τα γελοία επιχειρήματα που χρησιμοποιούν κυβέρνηση και αργυρώνητα ΜΜΕξαπάτησης, ότι «δεν θα φεύγουν τα παιδιά στο εξωτερικό, θα μεγαλώσει ο ανταγωνισμός με τα δημόσια για να γίνουν καλύτερα», προκειμένου να δείξουν την χρησιμότητά τους, κρύβουν ποια ήταν και είναι η πολιτική τους απέναντι στα δημόσια Πανεπιστήμια.
Μερικά ενδεικτικά στοιχεία: α) Το ακαδημαϊκό έτος 2019/2020 το συνολικό εκπαιδευτικό προσωπικό στα δημόσια Πανεπιστήμια της χώρας αριθμούσε 16.566 εργαζόμενους, μειωμένο κατά 32,7% σε σχέση με το 2008/09. Κατά την τελευταία 12ετία (τα μνημονιακά χρόνια) χάθηκαν 7.904 θέσεις εργασίας εκπαιδευτικού προσωπικού στα δημόσια Πανεπιστήμια της χώρας. β) Το 2021 η συνολική δημόσια χρηματοδότηση (κρατικοί και διεθνείς πόροι) για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα ανήλθε στο 1,82 δισ. ευρώ, μειωμένη κατά 17,7% σε σχέση με το 2008. Ακόμη πιο σοκαριστικό στοιχείο είναι πως κατά τη 13ετία 2008-2021 η αθροιστική απώλεια της δημόσιας χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα (σε σύγκριση με τα επίπεδα δημόσιας χρηματοδότησης προ οικονομικής κρίσης, το 2008) ανέρχεται σε 6,1 δισ. ευρώ! Με βάση στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα έχει μακράν τη χαμηλότερη δημόσια χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης («Εφ.Συν.», 13/1/2023), δαπανά, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2019, 2.360 ευρώ ανά φοιτητή, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 11.700. Ενδεικτικά, η Κύπρος δαπανά 15.450, το Βέλγιο 18.000, η Ιρλανδία 19.000 ευρώ.
Αυτή η διαρκής παραμέληση και υποχρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τις αστικές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα κατά την μνημονιακή περίοδο, έχει μεγαλώσει τα ταξικά χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης, καθώς η δαπάνη των οικογενειών έχει μεγαλώσει, φυσικά κατά τρόπο αντίστροφο σε σχέση με την οικονομική δυνατότητά τους. Έτσι, το 2019, η δαπάνη των νοικοκυριών για τριτοβάθμια εκπαίδευση (τεχνολογικές και πανεπιστημιακές σπουδές) ανερχόταν σε 329 εκατ. ευρώ, 6,2% υψηλότερη σε σχέση με το 2012. Όσο δηλαδή μειωνόταν η κρατική χρηματοδότηση, τόσο αυξάνονταν τα χρήματα που δαπανούσαν οι οικογένειες. Βέβαια, η αναλογική επιβάρυνση των οικογενειών είναι αντιστρόφως ανάλογη του εισοδήματός τους. Με απλά λόγια, οι χαμηλής εισοδηματικής τάξης οικογένειες θυσιάζουν πολλαπλάσιο ποσοστό του εισοδήματός τους για τριτοβάθμια εκπαίδευση σε σχέση με τις οικογένειες υψηλότερης εισοδηματικής τάξης. Αν προστεθούν σε αυτά τα έξοδα, οι υπέρογκες δαπάνες φροντιστηρίων και ιδιαιτέρων για τα παιδιά Γυμνασίου και Λυκείου, η κατάσταση γίνεται δραματικότερη κάθε χρόνο για τις οικονομικά ασθενέστερες οικογένειες.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια εσκεμμένη πολιτική των αστικών/μνημονιακών κυβερνήσεων «παθητικής ιδιωτικοποίησης» του δημόσιου Πανεπιστήμιου, ώστε να ανοίξει ο χώρος για τον ιδιωτικό τομέα και το επιχειρηματικό κεφάλαιο. Το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά ΑΕΙ που ετοιμάζει η κυβέρνηση δεν πρόκειται να επιλύσει κανένα από τα προβλήματα που έχουν τα δημόσια Πανεπιστήμια, αντίθετα θα τα εντείνει ακόμη περισσότερο. Το παράδειγμα με την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων μεταπτυχιακών με την επιβολή διδάκτρων δεν βελτίωσε καθόλου τα δωρεάν μεταπτυχιακά προγράμματα που προσέφεραν και ακόμη προσφέρουν τα δημόσια ΑΕΙ, αντίθετα ο αριθμός τους συρρικνώθηκε περισσότερο και η ποιότητά τους υποβαθμίστηκε. Το μόνο ελεύθερο Πανεπιστήμιο είναι το δημόσιο, το ιδιωτικό είναι αλυσοδεμένο με το κέρδος του ιδιώτη κεφαλαιούχου.
Το τρίτο νομοσχέδιο αφορά στον γάμο των ομόφυλων, που όπως είπε και ο αρχιερέας της διαφθοράς και της εξαπάτησης του ελληνικού λαού, Μητσοτάκης, θα το κατεβάσει σύντομα, χωρίς να αποκλείεται και μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, επειδή φοβάται εκλογικές απώλειες. Όσα λέγονται για το γάμο των ομόφυλων από την κλίκα του Μητσοτάκη, από την άθλια ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και τη διάσπασή του, το ΠΑΣΟΚ και τα ΜΜΕξαπατησης περί δικαιωμάτων και «ισότητας στο γάμο» αποτελούν πέρα από ανιστόρητες αρλούμπες, μια καταπάτηση των δικαιωμάτων του παιδιού και της σχέσης ανδρικού και γυναικείου οργανισμού στην τεκνοποίηση. Ο Μητσοτάκης μίλησε θετικά για την τεκνοθεσία, αν και εντελώς υποκριτικά αρνήθηκε το «Γονέας 1 – Γονέας 2», σε μια προσπάθεια να αποκρύψει ότι αντικειμενικά διαγράφονται η μητρότητα και η πατρότητα, αντικαθίσταται από μια θολή «γονεϊκότητα», παρά το γεγονός ότι υπάρχει πρόσφατη απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου, όπου λέει ρητά ότι ένα παιδί μπορεί να έχει γονική σχέση ακόμα και με περισσότερους από δύο γονείς. Η τεκνοθεσία δεν μπορεί να προχωρήσει παρά μέσω της «παρένθετης μητέρας», δηλαδή της εμπορευματοποίησης που μετατρέπει τις γυναίκες σε «μηχανές παραγωγής παιδιών κατά παραγγελία», όπως ήδη «παρήγγειλε» ο Κασσελάκης του ΣΥΡΙΖΑ, επιθυμώντας να αποκτήσει με τον σύντροφό του «δυο γιους». Επίσης, ότι η τεκνοθεσία δεν μπορεί να προχωρήσει παρά μόνο μέσω «γυναικών – μηχανών παραγωγής παιδιών κατά παραγγελία» φαίνεται και από το γεγονός ότι στις δομές παιδικής προστασίας στην χώρα μας υπάρχουν 149 παιδιά για τεκνοθεσία, ενώ οι αιτήσεις από υποψήφιους γονείς είναι 2.700. Από αυτό αποδεικνύεται πόσο υποκριτικό είναι και το επιχείρημά τους, ότι είναι καλύτερα ένα παιδί να το πάρει ένα ομόφυλο ζευγάρι πάρα να καταλήξει σ’ ένα ίδρυμα.