Γαλλία: ο αντιμεταναστευτικός νόμος του Μακρον

Μια ρατσιστική και αντεργατική επίθεση

του Κώστα Σηφάκη, εργαζόμενου στο Παρίσι

 

Από τις αρχές του 2023, η γαλλική κυβέρνηση σχεδίαζε ένα νομοσχέδιο για το μεταναστευτικό ζήτημα. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που έρχεται να προστεθεί στα 117 διατάγματα και νόμους για το ίδιο ζήτημα, που έχουν εκδοθεί από το 1945 και έπειτα, εκ των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία μετά το 1974, έτος κατά το οποίο θεωρητικά απαγορεύτηκε η μετανάστευση εργασίας από τον Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Από το 1980 και μετά, μάλιστα, ψηφίζεται ένας νέος νόμος κάθε 17μηνο.

Την επεξεργασία του νομοσχεδίου είχαν αναλάβει οι υπουργοί Εργασίας, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, και το προσχέδιο παρουσιάστηκε και εγκρίθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο την 1η Φεβρουαρίου 2023. Κατόπιν, το κείμενο εγκρίθηκε σε πρώτη ανάγνωση και τροποποιήθηκε προς το χειρότερο από τη Γερουσία στις 14 Νοέμβρη. Στη συνέχεια, στις 11 Δεκεμβρίου, το οριστικό κείμενο που κατατέθηκε στην ολομέλεια της Εθνοσυνέλευσης, κατόπιν επεξεργασίας και αφαίρεσης πολλών αντιδραστικών προβλέψεων της Γερουσίας, απορρίφθηκε με 270 ψήφους διαφορετικών αιτιολογήσεων από τη δεξιά, την ακροδεξιά και την αριστερά, έναντι 265 ψήφους υπέρ. Αποτέλεσε μία ήττα για την κυβέρνηση, που νομικά δεν μπορούσε εκείνη τη στιγμή να καταφύγει όπως συνήθως σε προεδρικό διάταγμα για να παρακάμψει την Εθνοσυνέλευση. Έπρεπε είτε να βρεθεί ένας συμβιβασμός με τα άλλα κόμματα είτε το νομοσχέδιο να αποσυρθεί ολοκληρωτικά. Μετά από ορισμένες ημέρες διαπραγματεύσεων στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, με καθοριστική συμμετοχή των Ρεπουμπλικανών, το κείμενο επανήλθε με σχεδόν όλες τις αντιδραστικές προσθήκες της Γερουσίας και υπερψηφίστηκε στις 19 Δεκεμβρίου από μία μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 349 υπέρ, αποτελούμενη από βουλευτές της Εθνικής Συσπείρωσης της Λεπέν, των Ρεπουμπλικάνων του Ερίκ Σιότι και της πλειοψηφίας των κοινοβουλευτικών σχηματισμών που στηρίζουν τον Μακρόν, έναντι 186 ψήφων κατά από το «αριστερό» φάσμα του πολιτικού σκηνικού, δηλαδή το Σοσιαλιστικό και Κομμουνιστικό Κόμμα, την Ανυπότακτη Γαλλία και τους Οικολόγους.

Το περιεχόμενο του νόμου

Ο νέος νόμος έχει πολλές και διαφορετικές διατάξεις, που αγγίζουν τους μελλοντικούς μετανάστες και πρόσφυγες και τους ήδη εγκατεστημένους νόμιμα ή παράνομα. Οι νόμιμα εγκατεστημένοι μετανάστες, σύμφωνα με στοιχεία του 2022, είναι περίπου 7 εκ., εκ των οποίων 2,5 εκ. έχουν λάβει τη γαλλική υπηκοότητα. Από τα 7 εκ., το 32,3% προέρχονται από την ευρωπαϊκή ήπειρο, που πλέον σε γενικές γραμμές ταυτίζεται με την ΕΕ και τη ζώνη Σένγκεν, επομένως ο τρέχων νόμος δεν τους αφορά άμεσα. Τέλος, αν και ο υπολογισμός δεν είναι εύκολος, ο αριθμός των μεταναστών χωρίς χαρτιά εκτιμάται από 300 έως 900 χιλιάδες, μάλλον τοποθετούμενος κάπου στην μέση.

Το νομοσχέδιο αποτελεί αφενός προϊόν της συνεχούς δεξιάς μετατόπισης του συνόλου των πολιτικών κομμάτων (με τη σχετική εξαίρεση της Ανυπότακτης Γαλλίας), της διάδοσης ρατσιστικών και ακροδεξιών ιδεών και της αυταρχικής πολιτικής υπό την προεδρία Μακρόν. Ο πυρήνας, ωστόσο, του νομοσχεδίου είναι ουσιωδώς αντεργατικός: στοχεύει στην πειθάρχηση και υποτίμηση μίας μερίδας της εργατικής τάξης, καθώς οι μετανάστες αποτελούν το 10%  των απασχολούμενων και μάλιστα στην ευρύτερη περιοχή του Παρισιού αποτελούν κοντά στα 25%. Παράλληλα, ο δημόσιος λόγος που συνοδεύει το νέο νόμο, επιδιώκει τον αποπροσανατολισμό του συνόλου των εργαζομένων από τα πραγματικά προβλήματα, τη σύγχυση για τους πραγματικούς ενόχους των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων και τη διαίρεση των εργαζομένων.

Ο νόμος προβλέπει τα εξής:

Πρώτον, για τους αιτούντες άδειας διαμονής θα απαιτείται η υπογραφή ενός “συμβολαίου δέσμευσης στον σεβασμό των αρχών της Δημοκρατίας… της προσωπικής ελευθερίας, της ελευθερίας έκφρασης και συνείδησης, της ισότητας γυναικών και αντρών, της αξιοπρέπειας της ανθρώπινης υπόστασης, των σύμβολων και των συνθήματων της Δημοκρατίας”. Άρνηση υπογραφής ή “εμφανής συμπεριφορά που δεν σέβεται τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτό το συμβόλαιο” σημαίνει απόρριψη της αίτησης, της ανανέωσης της άδειας, ακόμα και απόσυρση της τρέχουσας άδειας. Ένα μίνι-πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, που προφανώς δεν είναι δυνατόν να πείσει κανέναν για την ορθότητα των ανωτέρων αρχών ή αξιών, είναι από φύσεως υποκριτικό, όπως όλοι εξάλλου οι όρκοι πίστης στις αρχές των αστικών δημοκρατιών. Θα χρησιμεύει μόνο ως πρόφαση για ενδεχόμενες μαζικές απορρίψεις αδειών (σε ενδεχόμενη μεταβολή των αναγκών της καπιταλιστικής οικονομίας), ή ακόμα και για πολιτικές διώξεις, όπως είναι δυνατόν να φανταστεί κανείς με βάση την πρόσφατη δαιμονοποίηση, ως αντισημιτικού, του κινήματος αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό αγώνα, που ευαισθητοποίησε και κινητοποίησε σε μεγάλο βαθμό στρώματα με αραβική καταγωγή. Είναι μια διάταξη που δεν μπορεί γίνει κατανοητή ξεχωριστά από τις πανταχόθεν επιθέσεις ενάντια στον Ισλάμ και τους μουσουλμάνους ως “ασύμβατους με τις αρχές της Δημοκρατίας”, όπως αρέσκονται να επαναλαμβάνουν στα ΜΜΕ πολιτικάντηδες και αναλυτές (ανεξάρτητα από την υπαρκτή και αισθητή ενίσχυση και διάδοση στις λαϊκές και εργατικές γειτονιές σκοταδιστικών αντιλήψεων και πρακτικών θρησκευτικής προέλευσης, κυριότερα μουσουλμανικής – όπως συμβαίνει συνήθως σε περιόδους μεγάλης κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος αλλά και του εργατικού κινήματος).

Δεύτερον, για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, που εργάζονται ήδη σε κλάδους που έχουν έλλειψη εργατικού δυναμικού (οικοδομή, επισιτισμός, αγροτοκτηνοτροφία και άλλα), θα είναι δυνατόν να χορηγείται άδεια παραμονής, κατόπιν έγκρισης του επάρχου (préfet), που θα ελέγχει μεταξύ άλλων “το σεβασμό της δημόσιας τάξης, των αρχών της Δημοκρατίας, από τον αιτούμενο, την κοινωνική και οικογενειακή του ένταξη, την ένταξή του στην γαλλική κοινωνία και την αποδοχή των τρόπων ζωής και των αξιών της…”. Οι αιτούμενοι θα οφείλουν να παρουσιάσουν αποδεικτικά φύλλα μισθοδοσίας δώδεκα μηνών από τον εν λόγω κλάδο εντός των προηγούμενων δύο ετών, χωρίς ωστόσο να απαιτούνται έγγραφα από τον εργοδότη, όπως συμβαίνει έως τώρα για να κατατεθεί μία αίτηση. Αυτή η διάταξη, για την οποία συγχαίρουν εαυτούς οι υπουργοί, διότι υποθετικά θα επιτρέψει τη μαζική νομιμοποίηση μεταναστών, σε κλάδους που έχουν ανάγκη εργατικού δυναμικού, χειροτερεύει ήδη υπάρχουσες δυνατότητες του νόμου, και ιδιαίτερα, της εγκυκλίου Βαλς του 2012: ορίζει συγκεκριμένους επαγγελματικούς κλάδους και ζώνες, στους οποίους οφείλει να εργάζεται ο αιτούμενος και επίσης εξαρτά την νομιμοποίησή από ένα μίνι πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και φυσικά ένα λευκό ποινικό μητρώο, ενώ το δικαίωμα δεν είναι αντιτάξιμο (opposable). Η δε κατάργηση των απαιτούμενων συνοδευτικών εγγράφων του εργοδότη, παρότι ενδέχεται να καταστήσει όντως πιο εύκολη την κατάθεση αίτησης, στοχεύει στην αποφυγή απεργιών για τη νομιμοποίηση μεταναστών, οι οποίες ξεσπούν συχνά-πυκνά και στέφονται επί τον πλείστον με επιτυχία, όπως πρόσφατα τον Οκτώβριο η μεγάλη συντονισμένη απεργία 600 και πλέον μεταναστών σε 33 επιχειρήσεις του ευρύτερου Παρισιού προς νομιμοποίησή τους, υποστηριζόμενη από τη συνδικαλιστική ομοσπονδία της СGT.

Σε ό,τι αφορά τις φοιτητικές άδειες παραμονής για τους εκτός Σένγκεν φοιτητές, οι τελευταίοι θα πρέπει να καταθέτουν μία χρηματική εγγύηση στο γαλλικό κράτος και να λογοδοτούν κάθε χρόνο για το “σοβαρό χαρακτήρα” των σπουδών τους. Η χρηματική εγγύηση υποτίθεται ότι θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για την μετατροπή της άδειας παραμονής για σπουδές σε παράνομη διαμονή για εργασία. Την απόσυρση αυτής της διάταξης απαίτησαν επισήμως οι διοικήσεις όλων των πανεπιστημίων και των ανωτάτων σχολών της χώρας και πιθανά δεν θα εφαρμοστεί παρά περιορισμένα στην αρχή.

Τρίτον, σε ό,τι αφορά τους αιτούντες άσυλο, εφεξής οι εφέσεις όσων το αρχικό αίτημα είχε απορριφθεί, θα εξετάζονται από ένα μόνο δικαστή, αντί τριών παλαιότερα, εκ των οποίων ο ένας οριζόταν από την Ανώτατη Αρχή για τους πρόσφυγες των Ηνωμένων Εθνών. Έτσι, οι διαδικασίες καθίστανται ολοένα και πιο συνοπτικές και ανεξέλεγκτες, και το δικαίωμα στο άσυλο περιστέλλεται.

Τέταρτον, ο νόμος απαιτεί πλέον πέντε χρόνια ελάχιστης νόμιμης διαμονής στην Γαλλία ή τριάντα μήνες εργασίας, έναντι έξι μηνών διαμονής που ίσχυε μέχρι πρότινος, για πρόσβαση στα οικογενειακά επιδόματα. Πρόκειται για μία ξεκάθαρη διάταξη «εθνικής προτίμησης», όπως αρέσκεται να χρησιμοποιεί τον όρο η γαλλική ακροδεξιά. Πατάει πάνω σε μία εμετική χιλιοειπωμένη προπαγάνδα για επιδοματίες μετανάστες και οικογένειες, που καταφθάνουν στη Γαλλία και τεκνοποιούν αποκλειστικά και μόνο για την πρόσβαση στα επιδόματα. Στους δε ακροδεξιούς κύκλους η προπαγάνδα αυτή λαμβάνει τέτοιες διαστάσεις, ώστε γίνεται λόγος για “μια αντικατάσταση” του ντόπιου πληθυσμού από αλλογενείς. Συνιστά, ωστόσο, παράφορη παραβίαση της ισοτιμίας έναντι του νόμου και μια ανοιχτά ρατσιστική πολιτική, καθώς πριμοδοτεί για την ίδια κοινωνική ανάγκη και λειτουργία τον μόνιμο κάτοικο εις βάρος του μετανάστη.

Πέμπτον, σε ό,τι αφορά την απόκτηση υπηκοότητας, το νομοσχέδιο προβλέπει το τέλος της αυτόματης απόδοσης γαλλικής υπηκοότητας στα παιδιά μεταναστών που έχουν γεννηθεί στη Γαλλία και την υποχρέωση εφεξής το παιδί να αιτηθεί αυτόβουλα στο τέλος της εφηβικής ηλικίας τη γαλλική ιθαγένεια. Πρόκειται για ακόμα μία διάταξη που έχει υποστεί πολλή κριτική, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική αρχή του «δικαίου του εδάφους» (δηλαδή με την αυτόματη απόδοση γαλλικής ιθαγένειας λόγω γέννησης σε γαλλικό έδαφος) σε αντιδιαστολή με το «δίκαιο του αίματος». Προς το παρόν δεν ορίστηκαν κριτήρια για την ενδεχόμενη απόρριψη ή αποδοχή της αίτησης της ιθαγένειας, ωστόσο, η διάταξη είναι τροχιοδεικτική για τη μέλλουσα σκλήρυνση του καθεστώτος. Θα λειτουργήσει προς την κατεύθυνση της πειθάρχησης της νεολαίας μεταναστευτικής εργατικής καταγωγής, με στόχο την αποφυγή κοινωνικών εκρήξεων, όπως αυτή του καλοκαιριού του 2023, και προφανώς μιας ενδεχόμενης πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης.

Έκτο, οι όροι για την οικογενειακή επανένωση, δηλαδή τη μετεγκατάσταση στη Γαλλία των οικογενειών μεταναστών, οι οποίοι ήδη κατοικούν στην Γαλλία και εργάζονται νόμιμα, γίνονται πιο αυστηροί. Είναι μια σαφής προσπάθεια να διαμορφώσουν ένα κομμάτι του εργατικού δυναμικού, έρμαιο στις περιστασιακές απαιτήσεις της γαλλικής οικονομίας, χωρίς σταθερούς όρους ζωής, που οποιαδήποτε στιγμή θα μπορεί να αφαιρεθεί ως ξένο σώμα από τη γαλλική κοινωνία.

Τέλος, προβλέπεται σωρεία άλλων αντιδραστικών διατάξεων εκ των οποίων σταχυολογούμε τα εξής: οι απελάσεις ακόμα και μακρώς και νομίμως διαμενόντων μεταναστών καθίστανται πιο εύκολες, σε περιπτώσεις εγκλημάτων και καταδίκης για ποινές, άνω των τριών χρόνων. Πρόκειται για μια προσπάθεια εκφοβισμού των στρωμάτων αυτών, καθώς, με τη γενική σκλήρυνση της ταξικής πάλης, την ποινικοποίηση των διαδηλώσεων και απεργιών, τέτοιες καταδίκες δεν είναι απίθανες.

Προβλέπεται δε αφαίρεση υπηκοότητας σε περίπτωση οριστικής καταδίκης για εκούσιο φόνο δημόσιου οργάνου, κάτι που έχει ήδη επικριθεί αυστηρά, καθώς δημιουργεί Γάλλους πολίτες δύο κατηγοριών ενώπιον του νόμου και κουρελιάζει την πολυδιαφημισμένη «ισονομία». Αυτό αφορά τους περίπου 2,5 εκ. μετανάστες που έχουν λάβει τη γαλλική υπηκοότητα.

Τέλος, επαναφέρεται το αδίκημα της παράνομης διαμονής, με επιβολή προστίμου 3.750 ευρώ και 3 χρόνια απαγόρευση διαμονής στην επικράτεια, δηλαδή η μετατροπή της καθημερινότητας σε ένα συνεχή εφιάλτη για οποιονδήποτε απόκληρο πέσει στα χέρια της αστυνομίας.

Η κυβερνητική και πολιτική κρίση

 Η υπερψήφισή του νομοσχεδίου προκάλεσε μια μικρή κυβερνητική κρίση και έφερε στην επιφάνεια την χρόνια πολιτική κρίση της προεδρικής παράταξης.

Αυτή η κρίση οφείλεται αφενός στο ότι ο Μακρόν και η παράταξή του εξελέγησαν ως υποτιθέμενο προοδευτικό αντίβαρο στην ακροδεξιά της Λεπέν αλλά καταφεύγουν ολοένα και πιο συχνά στην ίδια ρητορική και πολιτική, στην προσπάθεια τους να αποκρύψουν την ταξική τους πολιτική και τις ευθύνες τους για τη χειροτέρευση των συνθηκών ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας του γαλλικού πληθυσμού. Αφετέρου, οφείλεται στο διαζύγιό τους με τις πλατιές μάζες, ιδιαίτερα μετά τις πολύμηνες κινητοποιήσεις ενάντια στην συνταξιοδοτική αντι-μεταρρύθμιση. Πράγμα που τους ωθεί να διαγκωνίζονται για ένα περιορισμένο εκλογικό ακροατήριο, που ήδη έχει βρει τον εκφραστή του στους Ρεπουμπλικάνους ή στην λεπενική Εθνική Συσπείρωση. Αυτή η πορεία πολιτικής και κυβερνητικής κρίσης θα οξυνθεί ενόψει των ευρωεκλογών, και θα παίρνει διαλυτικές διαστάσεις όσο πλησιάζουμε στο τέλος της πενταετούς θητείας.

Οι αλχημιστές της κυβέρνησης διατείνονται, σε μια προσπάθεια αντιστροφής της πραγματικότητας, ότι το νομοσχέδιο εγκρίθηκε χωρίς τις ψήφους της ακροδεξιάς. Ωστόσο, εάν η Εθνική Συσπείρωση καταψήφιζε, το νομοσχέδιο δεν θα εγκρινόταν και σύμφωνα με τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, χρειαζόταν τουλάχιστον η αποχή της Εθνικής Συσπείρωσης, δηλαδή μία ευμενής ουδετερότητα, ώστε να υιοθετηθεί από την Εθνοσυνέλευση. Ο Μακρόν, στην προσπάθεια του να δικαιολογήσει το νομοσχέδιο, το χαρακτήρισε ως «ασπίδα που μας έλειπε». Επί της ουσίας, δικαίωσε στο δημόσιο λόγο την ατζέντα της ακροδεξιάς, δηλαδή ότι η μετανάστευση και οι μετανάστες συνιστούν ένα μείζον εθνικό πρόβλημα. Έτσι, σύμφωνα με τον Μακρόν και την κυβέρνηση, η άνοδος της ακροδεξιάς προκύπτει από την αδράνεια ενώπιον αυτών των πραγματικών προβλημάτων, τα οποία σύμφωνα με την κυβέρνηση είναι η περίφημη «ανασφάλεια». Ο υπουργός εσωτερικών Νταρμανάν δήλωσε, βασιζόμενος σε διάφορες δημοσκοπήσεις, τις οποίες προφανώς οι υπουργοί επικαλούνται α λα καρτ, ότι αυτό θέλει το 70% των Γάλλων και ότι «υπάρχει ένα ολόκληρο χάος ανάμεσα στην πραγματική χώρα και τον μιντιακό κόσμο του Παρισιού και τους παριζιάνους πονόψυχους».

Παρά τα παραπάνω, η υπερψήφιση του νομοσχεδίου προκάλεσε μια κυβερνητική και κοινοβουλευτική κρίση εντός της προεδρικής παράταξης, καθώς ο υπουργός υγείας παραιτήθηκε, η υπουργός εκπαίδευσης υπέβαλλε την παραίτησή της, χωρίς ωστόσο να γίνει δεκτή, ενώ παραιτήθηκε επίσης και η διευθύντρια ερευνών του γαλλικού εθνικού ιδρύματος ερευνών (CΝRS). Από τον κύριο κοινοβουλευτικό σχηματισμό του Μακρόν «Αναγέννηση», από τους 168 βουλευτές υπήρξαν 20 καταψηφίσαντες και 17 απέχοντες. Από τους δύο ελάσσονες κοινοβουλευτικούς σχηματισμούς που στηρίζουν το προεδρικό μπλοκ, δηλαδή τους «Ορίζοντες» του πρώην πρωθυπουργού Εντουάρντ Φιλίπ και το «Μοντέμ» του Φρανσουα Μπαϊρού, υπήρξαν συνολικά 22 αποχές ή καταψηφίσεις από ένα σύνολο 80 βουλευτών.

Ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, Ολάντ, ως μέντορας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, κριτίκαρε την κυβέρνηση ότι υιοθετεί τις ιδέες της άκρας δεξιάς και ότι εξευτελίζει τους ψηφοφόρους που στήριξαν Μακρόν στο δεύτερο γύρο των τελευταίων προεδρικών εκλογών. Παράλληλα, 32 νομάρχες από το «αριστερό» φάσμα του αστικού πολιτικού σκηνικού, μεταξύ των οποίων και η επικεφαλής του Παρισιού Ιντάλγκο, ανακοίνωσαν ότι δεν θα εφαρμόσουν τον νόμο και συγκεκριμένα τις διατάξεις των οποίων η εφαρμογή εξαρτάται από την τοπική αυτοδιοίκηση. Το σύνολο του τύπου αναλύει το περιεχόμενο και την έγκριση του νόμου ως μια δεξιά ή ακροδεξιά μετατόπιση. Η δε Λεπέν αναφώνησε δικαίως ότι επρόκειτο για μία «ιδεολογική νίκη» της παράταξής της, εμφανίζεται ενισχυμένη στις δημοσκοπήσεις και ο εσμός των Ρεπουμπλικάνων και όλων των άλλων ακροδεξιών επιχαίρει με ένα νομοσχέδιο βάναυσο για εκατομμύρια κόσμου.

Ο νόμος προκάλεσε αίσθηση και συζητήθηκε, ιδιαίτερα σε εργασιακούς χώρους με μεγάλη παρουσία μεταναστών εργαζόμενων. Όλες οι μεγάλες συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες, ακόμα και η СFDT, τάχθηκαν ολοκληρωτικά κατά του νόμου, η δε CGT κάλεσε σε πολιτική ανυπακοή και κινητοποιήσεις.

Μετανάστευση: οικονομικό και πολιτικό πολυεργαλείο

Η συζήτηση και η υπερψήφιση του νόμου έφερε, επίσης, στην επιφάνεια τις αντιφατικές επιδιώξεις της οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος από την αστική τάξη στη Γαλλία αλλά και πανευρωπαϊκά.

Η εργοδοσία δεν παρενέβη καθόλου ή ελάχιστα στον δημόσιο διάλογο σχετικά με το νομοσχέδιο. Στις 19 Δεκεμβρίου, ωστόσο, ο πρόεδρος του γαλλικού ΣΕΒ (Medef) έσπασε την σιωπή του δηλώνοντας ότι «μέχρι το 2050, εκτός και εάν αλλάξουμε πλήρως το κοινωνικό και οικονομικό μας μοντέλο, θα έχουμε ανάγκη 3,9 εκ. ξένους εργαζόμενους». Εξάλλου, το ίδιο έχει αναγνωρίσει και ο Μακρόν, που δήλωνε στις αρχές Δεκεμβρίου του 2022, ότι «στις μέρες μας, ας είμαστε διαυγείς, μπορούμε πραγματικά να σκεφτούμε ότι ο επισιτισμός, οι αγροτικές εργασίες και πολλοί άλλοι τομείς μπορούν να δουλέψουν χωρίς μετανάστευση;… η απάντηση είναι όχι». Παρότι, βέβαια, ένα μέρος αυτού του εργατικού δυναμικού είναι δυνατόν να προέλθει από τη μετανάστευση εντός της ΕΕ (την οποία ελάχιστα αγγίζει ο νόμος), όλες περίπου οι χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου αντιμετωπίζουν παρόμοια δημογραφική δυσπραγία, αδιέξοδο ή και μέλλουσα κατάρρευση. Επομένως, η μετανάστευση προερχόμενη εκτός ευρωπαϊκής ηπείρου, σε μεγάλη μάλιστα κλίμακα, θα παραμείνει ζωτικά αναγκαία, για την ικανοποίηση των δημογραφικών και οικονομικών υπολογισμών και προσδοκιών της εργοδοσίας, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Υπολογισμών που στην περίπτωση του γαλλικού Medef δεν προβλέπουν καν μια αύξηση του συνολικού εργατικού δυναμικού, αλλά μια διατήρησή του στα ίδια επίπεδα.

Οι μέχρι πρόσφατα κυρίαρχες αστικές πολιτικές δυνάμεις, παρουσιαζόμενες ως «προοδευτικές», όπως εξάλλου και ο Μακρόν στην αρχή της θητείας του, στηρίζουν την πολιτική τους ταυτότητα στο τρίπτυχο «Δημοκρατία, ποικιλομορφία και προστασία του περιβάλλοντος. Εσύ είσαι η Ευρώπη», όπως χαρακτηριστικά αναγράφουν αυτή την περίοδο οι προπαγανδιστικές αφίσες της ΕΕ σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Θεσμοθετούν, μαζί με το επιτελείο της ΕΕ, έναν κεκαλυμμένο τεχνοκρατικό ρατσισμό των ελεγχόμενων και οικονομικά υπολογισμένων μεταναστευτικών ροών, της ασφάλειας, της δήθεν καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης στο όνομα των ανθρωπιστικών αξιών και της ένταξης και ενσωμάτωσης των μεταναστών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, στο όνομα της διαφορετικότητας και της ποικιλομορφίας. Ωστόσο, στην παρακμάζουσα και συνεχώς υποβαθμιζόμενη ευρωπαϊκή οικονομία, μια τέτοια προσέγγιση καθίσταται ολοένα και πιο αδύναμη έως αδύνατη, και κατά συνέπεια αφήνει χώρο ή μετατρέπεται σε μια ανοιχτή αντιμεταναστευτική και ρατσιστική επίθεση.

Έτσι, ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των αστικών πολιτικών επιτελείων στην Ευρώπη προσφέρουν ως πολιτικό πρόγραμμα μόνο απενοχοποιημένο ρατσισμό, που παρουσιάζεται ως ευρωπαϊκή πολιτισμική ή και φυλετική ανωτερότητα, και παραδοσιακό κατά τόπους εθνικισμό, σε βάρος κυρίως της «ανατολής», των Μαύρων, των Αράβων και του Ισλάμ, με την υπόσχεση να τεθεί ένα τέλος σε κάθε μετανάστευση. Προκύπτει, λοιπόν, μια αντίφαση ανάμεσα στις οικονομικές επιταγές της εργοδοσίας και στην πολιτική ρητορεία των ακροδεξιών και δεξιών αστικών κομμάτων, που οδηγεί ενίοτε σε γελοιωδώς αποκαλυπτικά περιστατικά, όπως συνέβη με τις περίφημες συνομιλίες του πατριδοκάπηλου Γεωργιάδη με τον υπουργό εργασίας του Πακιστάν. Στην δε θλιβερά πρωτοπόρα Ουγγαρία, ο υπερεθνικιστής Ορμπάν παραδέχθηκε ενώπιον του εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου ότι η χώρα θα έχει ανάγκη μισό εκατομμύριο μεταναστών εργαζομένων, καθώς η ανεργία βρίσκεται στο 3,9% και έτσι η Ουγγαρία ήδη έχει αρχίσει να υποδέχεται μετανάστες, από διάφορες χώρες του κόσμου (για τα εργοστάσια μπαταριών και αυτοκινήτων που είναι υπό κατασκευή), πολλές φορές με διαδηλώσεις ντόπιων, υποστηρικτών του Ορμπαν, ενάντια στην ένταξή τους.

Ωστόσο, πρόκειται μόνο για μια φαινομενική αντίφαση: τέτοιου είδους «λογικές ασυνέπειες» δεν απασχολούν την αστική τάξη, για την οποία το μόνο που μετράει είναι η καθυπόταξη των εργαζομένων. Σκοτεινή υπενθύμιση είναι η μοίρα του γερμανικού και ευρωπαϊκού προλεταριάτου, όταν στο αποκορύφωμα της ναζιστικής θηριωδίας, το 1943-45, 8,5 εκ. Ευρωπαίοι παντός καταγωγής εργάζονταν σε καθεστώς καταναγκαστικής-δουλικής εργασία εντός της Γερμανίας (μαζί με τους αιχμάλωτους πολέμου και τους φυλακισμένους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης-εξόντωσης ήταν 13 εκ.), καταλαμβάνοντας μία στις πέντε θέσεις εργασίας – και των οποίων οι όροι ζωής (μισθοί, ώρες εργασίας, ποιότητα και ποσότητα τροφής, είδος στέγασης, ελευθερία αλληλογραφίας, εξόδου και μετακίνησης στο περίγυρο) διέφεραν σύμφωνα με ένα ολόκληρο σύστημα διαβάθμισης ανάλογα με την εθνικότητα και την καταγωγή τους. Την ίδια στιγμή, οι γερμανοί στρατιώτες, στην πολλά υποσχόμενη από το ναζιστικό καθεστώς κορυφή της εθνικής και φυλετικής προτεραιότητας, προερχόμενοι κατά κανόνα από την προλεταριακή νεολαία και εργατική τάξη, έπεφταν νεκροί κατά εκατοντάδες χιλιάδες κάθε μήνα. Για την αστική τάξη και το σύνολο των πολιτικών της δυνάμεων, η εργατική τάξη εν τέλει δεν είναι παρά κρέας προς εκμετάλλευση, άμεση ή μελλοντική, και ο μόνος δρόμος ενάντια σε μία τέτοια εξέλιξη είναι η διεθνιστική ενότητα του προλεταριάτου.