Προδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Ιούλη-Αυγούστου

 

Στις 23 Ιούνη ορισμένοι μισθοφόροι της Βάγκνερ, ακολουθώντας τον ηγέτη τους και μεγαλοεπιχειρηματία Πριγκοζίν, «κατέλαβαν» αμαχητί και αναίμακτα το κτήριο της Περιφερειακής Στρατιωτικής Διοίκησης στο Ροστόφ, διοίκηση που είναι επιφορτισμένη με τη διεξαγωγή του πολέμου στην Ουκρανία. Εν συνεχεία ο Πριγκοζίν σχημάτισε μία φάλαγγα στρατιωτικών οχημάτων (ο ακριβής αριθμός των οποίων παραμένει άγνωστος μέχρι και σήμερα αλλά σίγουρα δεν ξεπέρασε τους 2.000 άνδρες) και άρχισε να κινείται οδικώς από το Ροστόφ προς την Μόσχα. Ο στόχος του Πριγκοζίν, με βάση τους δικούς του ισχυρισμούς, ήταν η ανατροπή του Πούτιν, η παραπομπή σε στρατιωτικό δικαστήριο των Σοϊγκού και Γερασίμοφ (υπουργός Άμυνας και αρχηγός του Γενικού Επιτελείου αντίστοιχα) και ο τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία. Ενός πολέμου που, όπως δήλωσε ο Πριγκοζίν, έπρεπε να διεξαχθεί διαφορετικά για μια γρήγορη νίκη ή να μην ξεκινήσει καθόλου. Επίσης ο Πριγκοζίν, χρησιμοποιώντας το κύρος της Βάγκνερ μετά την αιματηρή κατάληψη του Μπαχμούτ, χρησιμοποίησε σαν αφορμή γι’ αυτό το ξέσπασμα-πραξικόπημα τον υποτιθέμενο βομβαρδισμό ενός τμήματος της Βάγκνερ από την ρωσική αεροπορία.

Το πρωί της 24ης Ιούνη ο Πούτιν σε διάγγελμά του κατηγόρησε τον Πριγκοζίν ότι δίνει «μια πισώπλατη μαχαιριά» τόσο στο καθεστώς όσο και στη ρωσική προσπάθεια για νίκη στην Ουκρανία. Το απόγευμα της 24ης Ιούνη και μετά από τη διαμεσολάβηση του προέδρου της Λευκορωσίας Λουκασένκο, ο Πριγκοζίν αποφάσισε να σταματήσει το εν εξελίξει «πραξικόπημά» του και να αποδεχθεί την φυγή του στην Λευκορωσία όπου του παρασχέθηκε άσυλο. Ο Πούτιν κατάφερε να τερματίσει αναίμακτα αυτήν την κρίση, χωρίς να αναγκαστεί να συντρίψει στρατιωτικά το κονβόι που κατευθύνονταν στη Μόσχα, και να δημιουργήσει έτσι ένα είδος εμφυλίου με το να μεταφέρει τον πόλεμο στο εσωτερικό της Ρωσίας. Ταυτόχρονα υποσχέθηκε ασυλία και κανονική ένταξη στον ρωσικό στρατό, σε όλους τους μισθοφόρους της Βάγκνερ που δεν συμμετείχαν εν γνώση τους στην κίνηση του Πριγκοζίν.

Όπως ήταν φυσικό, τα δυτικά ΜΜΕ οργίασαν στην κυριολεξία, παρουσιάζοντας αυτή την πραξικοπηματική ενέργεια του Πριγκόζιν ως το ξέσπασμα ενός εμφυλίου στη Ρωσία, φθάνοντας μέχρι το σημείο να θεωρούν θέμα μερικών ωρών την ανατροπή του Πούτιν. Προφανώς αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές, μετά την αποτυχία της περίφημης ουκρανικής αντεπίθεσης, χρειάζονταν απεγνωσμένα μια «επιτυχία», έστω και ψεύτικη έστω και προσωρινή, για να δικαιολογήσουν την πολιτική τους.

Οι αιτίες της σύγκρουσης Πριγκοζίν και Πούτιν

Ο Πριγκοζίν αποτελεί μια κλασική φιγούρα μαφιόζου που σκληραγωγείται μέσα στις φυλακές και ανέρχεται αποκτώντας πρόσβαση στον κύκλο του Πούτιν. Ουσιαστικά εκτοξεύεται κοινωνικά και οικονομικά όταν του αναθέτουν την διοίκηση της νεοσύστατης, από το ρωσικό υπουργείο Άμυνας, μονάδας μισθοφόρων: της γνωστής Βάγκνερ. Η Βάγκνερ αποτελεί επίσης μια κλασική περίπτωση μισθοφορικής μονάδας, παρόμοια με αυτές που έχουν όλοι οι δυτικοί ιμπεριαλιστές, ιδιαίτερα οι Αμερικανοί. Στρατολογεί πρώην άνδρες των ειδικών δυνάμεων αλλά και φυλακισμένους που θέλουν να βγουν από τη φυλακή. Στην πράξη η Βάγκνερ, όπως όλες οι αντίστοιχες μονάδες, αποτελεί το μακρύ χέρι του ρωσικού ιμπεριαλισμού, εκτελώντας «μυστικές» στρατιωτικές αποστολές σε διάφορες χώρες (Σουδάν, Λιβύη, Συρία, κ.ά. και τελευταία Ουκρανία) δίνοντας τη δυνατότητα στη Ρωσία αφενός να κρύβεται πίσω από το πρόσχημα της μη επέμβασης και, αφετέρου, οι όποιες απώλειες να μην αφορούν τους κανονικούς στρατιώτες και έτσι να μην επιβαρύνεται η ρωσική κυβέρνηση.

Το ρωσικό υπουργείο Άμυνας εδώ και μερικούς μήνες είχε αποφασίσει να αναδιοργανώσει τη Βάγκνερ θέτοντάς την υπό τον άμεσο έλεγχό του. Γι’ αυτό αποφάσισε να απομακρύνει τους μισθοφόρους από τα εδάφη της Ουκρανίας (αποχώρησαν σε στρατώνες στο Ροστόφ), να σταματήσει να εξοπλίζει με βαρύ οπλισμό και πυρομαχικά τις μονάδες της, και να προτείνει σε όλους τους μισθοφόρους νέα συμβόλαια, με μεγαλύτερες αμοιβές, αλλά απευθείας με το ρωσικό υπουργείο Άμυνας, και όχι διαμέσου της εταιρίας Βάγκνερ. Αυτό σήμαινε το τέλος της Βάγκνερ που διαχειρίζονταν ο Πριγκοζίν, που τα συμβόλαιά της με το ρωσικό κράτος ανέρχονταν σε περίπου 1 δισ. δολάρια ετησίως, την σχεδόν σίγουρη επιχειρηματική περιθωριοποίηση του Πριγκοζίν, αφού τελείωσε και το συμβόλαιό του για τη σίτιση του ρωσικού στρατού (ύψους περίπου 900 εκ. δολαρίων ετησίως) και κυρίως την πολιτική περιθωριοποίησή του, την στιγμή μάλιστα που έφτασε να διοικεί τη Βάγκνερ σαν λίγο πολύ δικό του στρατό και να έχει δοξασθεί σαν ήρωας, ειδικά μετά την κατάληψη του Μπαχμούτ.

Αυτός ο πολιτικός υποβιβασμός και η οικονομική περιθωριοποίηση αποτέλεσαν σίγουρα την πραγματική αιτία για την πραξικοπηματική ενέργεια του Πριγκοζίν. Παρ’ όλα αυτά, η αναταραχή ή αμηχανία που προκλήθηκε, έστω και για ένα εικοσιτετράωρο στο ρωσικό κρατικό μηχανισμό και καθεστώς, ήταν μεγάλη και προφανώς δεν προκλήθηκε απλώς από έναν απογοητευμένο και τρελαμένο επιχειρηματία.

Οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του ρωσικού ιμπεριαλισμού

Ο Πριγκοζίν αποφάσισε να κινηθεί, όχι μόνο για δικούς του λόγους αλλά γιατί βρήκε ή νόμιζε ότι θα βρει έφορο έδαφος για το πραξικόπημα–«οπερέτα» του. Το έδαφος αυτό είναι προφανώς οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των πολιτικών επιτελείων και της αστικής τάξης του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Ήδη από την αρχή του πολέμου τα διάφορα πολιτικά επιτελεία ή κέντρα μέσα στον κρατικό μηχανισμό και την αστική τάξη εμφάνιζαν μια διαφοροποίηση που δεν έφτασε σε επίπεδο διαίρεσης ή πολύ περισσότερο ρήξης. Υπήρχαν οι σκληροπυρηνικοί, κυρίως μέσα στον κρατικό μηχανισμό και λιγότερο μέσα στην μπουρζουαζία και οι μετριοπαθείς κυρίως μέσα στους ρώσους ολιγάρχες. Οι πρώτοι υποστηρίζουν μια σκληρή και καθολική απάντηση απέναντι στους δυτικούς ιμπεριαλιστές, οι δεύτεροι ευελπιστούν σε έναν συμβιβασμό με τους Δυτικούς έστω και σε βάρος της Ρωσίας, έστω και με έναν διαμελισμό της. Ωστόσο και οι μεν και οι δε αποτελούν τη μετεξέλιξη της σοβιετικής γραφειοκρατίας, που γνωρίζοντας ότι δεν αποτελεί τάξη αλλά ένα κοινωνικό παράσιτο, ήταν πάντα αιμοβόρα και θρασύτατη αλλά ταυτόχρονα και δειλή, χωρίς την αυτοπεποίθηση μιας αστικής τάξης, και πολύ περισσότερο μιας ιμπεριαλιστικής.

Όπως και να ‘χει, ο Πούτιν που απέναντί τους είναι μετριοπαθής, κατόρθωσε να συγκεράσει τις αντικρουόμενες απόψεις υποσχόμενος μια γρήγορη νίκη με λελογισμένη βία και πρόκληση προς τους Δυτικούς, και προστατεύοντας τα συμφέροντα της ρώσικης μπουρζουαζίας. Όπως είναι γνωστό, το καθεστώς του Κιέβου δεν κατέρρευσε γιατί ήταν μαριονέτες των δυτικών ιμπεριαλιστών και αρκετά ενισχυμένο, και ο Πούτιν εγκατέλειψε τον στόχο της κατάληψης του Κιέβου, για τον οποίο δεν ήταν προετοιμασμένος, και αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί προς την κατάληψη και ενσωμάτωση στη Ρωσία των τεσσάρων ρωσόφωνων ουκρανικών επαρχιών (Ζαπορίζια, Ντονιέσκ, Λουγκάνσκ, Χερσώνα) ελπίζοντας σε μια βολική συμφωνία με τη Δύση όσον αφορά στην αποστρατικοποίηση της υπόλοιπης Ουκρανίας. Αλλά ήδη μετά από σχεδόν ενάμιση χρόνο πολέμου, γεννιούνται πολλά ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα του σχεδίου του, τόσο μέσα στο καθεστώς και τη ρώσικη μπουρζουαζία όσο και μέσα στις εργαζόμενες μάζες στη Ρωσία.

Τα ερωτήματα αρχίζουν να μεγαλώνουν και μέσα στις ρωσικές μάζες που στηρίζουν τον Πούτιν (λόγω των ταπεινώσεων που έχουν υποστεί από τους Δυτικούς αλλά και της δικαιολογημένης υπερηφάνειας για την ιστορία του ρώσικου λαού). Ο Πούτιν υποσχέθηκε γρήγορο και νικηφόρο πόλεμο αλλά έχει μπλεχτεί σε έναν πόλεμο φθοράς, που δεν αποφασίζει να τελειώσει αποφασιστικά λόγω ίσως του φόβου του για τις αντιδράσεις της Δύσης. Κατά συνέπεια, τίθονται αντικειμενικά ερωτήματα μέσα στις μάζες για την ικανότητά του να υπερασπίσει τα «εθνικά» συμφέροντα. Αλλά αυτά τα ερωτήματα μέσα στις μάζες, όπως είναι γνωστό, γεννούν τις πρώτες διαφοροποιήσεις μεταξύ των συμφερόντων των μαζών και των συμφερόντων της μπουρζουαζίας. Με αυτήν την έννοια, ο Πούτιν κέρδισε, στο βαθμό που φαίνεται, να έχει συμμαζέψει τους σκληροπυρηνικούς αλλά ως ένα βαθμό έχασε καθώς αναδείχθηκαν οι αδυναμίες και τα αδιέξοδα της πολιτικής του. Σε μια επόμενη φάση, όχι όμως σήμερα, αυτά μπορούν να γίνουν καθοριστικά.

Προβλήματα και στο δυτικό στρατόπεδο

Το ότι οι δυτικοί ιμπεριαλιστές αρπάχτηκαν, σχεδόν απελπισμένα, από την κίνηση Πριγκοζίν, δεν είναι επίσης τυχαίο. Υπάρχουν προβλήματα και στο στρατόπεδό τους. Η φασιστική δικτατορία του Κιέβου, μετά την αποτυχημένη καλοκαιρινή αντεπίθεση που κατέληξε σε ατέλειωτη σφαγή ουκρανών στρατιωτών, φαίνεται ότι έχει συναντήσει και τα όριά της. Δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο και δεν μπορεί να «απελευθερώσει» τις επαρχίες της Ουκρανίας που καταλήφθηκαν από τους Ρώσους. Ταυτόχρονα, μάλλον έχουν αρχίσει και τα ερωτηματικά μέσα στις ουκρανικές μάζες, αν είναι δυνατόν να κερδίσουν ή αν θα συνεχίζεται άσκοπα αυτό το σφαγείο. Την ίδια στιγμή η Ουκρανία μετατρέπεται για τους Δυτικούς κυριολεκτικά σε μια μαύρη τρύπα. Χρειάζονται ακόμη μεγαλύτερα κεφάλαια, και ολοένα περισσότερα, για να σταθεί οικονομικά και να διατηρήσει μια στοιχειώδη στρατιωτική ικανότητα. Με άλλα λόγια, γεννιούνται ερωτήματα και για την αποτελεσματικότητα της πολιτικής του Μπάιντεν απέναντι στη Ρωσία, ερωτήματα που ενισχύουν ολοένα και περισσότερο τον Τραμπ.