Οι εκλογές στην Τουρκία ανέδειξαν κυρίαρχο τον Ερντογάν

αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Ιούνη

Ο πρώτος και δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών

Στις προεδρικές εκλογές στην Τουρκία αναμετρήθηκαν ο Ερντογάν με τον Κιλιτσντάρογλου. Τον Ερντογάν υποστήριζε η Λαϊκή Συμμαχία που αποτελούνταν από το κόμμα του Ερντογάν, το ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), το ακροδεξιό ΜΗΡ (Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος) του Μπαχτσελί καθώς και άλλα δύο μικρότερα ακροδεξιά ισλαμικά κόμματα. Τον Κιλιτσντάρογλου υποστήριζε η Εθνική Συμμαχία που αποτελούνταν από έξι κόμματα, η λεγόμενη «Τράπεζα των Έξι»: το CHP (το παραδοσιακό κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα) του Κιλιτσντάρογλου, το ακροδεξιό και κοσμικό Καλό Κόμμα της Ακσενέρ (είχε αποσπαστεί από το κόμμα του Μπαχτσελί), το Κόμμα του Μέλλοντος του Νταβούτογλου και το Δημοκρατικό και Προοδευτικό Κόμμα του Μπαμπακάν, που είναι δύο φιλοΕΕ κόμματα που αποσπάστηκαν από το ΑΚΡ του Ερντογάν, το ισλαμικό Κόμμα της Ευτυχίας και το συντηρητικό Δημοκρατικό Κόμμα. Η Εθνική Συμμαχία απέσπασε επίσης και την υποστήριξη του αριστερού κουρδικού κόμματος HDP, του οποίου ο ηγέτης και πολλά στελέχη βρίσκονται στη φυλακή, παρ’ όλο που αυτό δεν εντάχθηκε, για πολιτικούς και ψηφοθηρικούς λόγους, μέσα στη Εθνική Συμμαχία. Τέλος, ο τρίτος υποψήφιος στον πρώτο γύρο ήταν ο ακροδεξιός Σινάν Ογκάν που ηγούνταν μιας συμμαχίας δεξιών και ακροδεξιών κομμάτων (Συμμαχία των Προγόνων) που στο δεύτερο γύρο υποστήριξε τον Ερντογάν, ενώ ο Μουχαρέμ Ιντσέ του ΜΡ (Κόμμα της Πατρίδας) λίγο πριν τις εκλογές του πρώτου γύρου ουσιαστικά αλλά όχι τυπικά αποσύρθηκε στηρίζοντας έμμεσα την Εθνική Συμμαχία του Κιλιτσντάρογλου.

Η συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές ήταν πολύ υψηλή φθάνοντας στον πρώτο γύρο το 87% και στον δεύτερο το 84%. Ο Ερντογάν στον πρώτο γύρο απέσπασε 27 εκατ. ψήφους και το 49,52% ενώ στις προεδρικές εκλογές του 2018 είχε 26,3 εκατ. ψήφους και είχε βγει νικητής με 52,6%. Ο Κιλιτσντάρογλου πήρε 24,5 εκατ. και το 44,9%, ο Ογκάν 2,8 εκατ. και 5,17% ενώ ο Ιντσέ 0,2 εκατ., και το 0,43%. Στις προεδρικές εκλογές του 2018 ο Ιντσέ ως υποψήφιος του κεμαλικού κόμματος είχε αποσπάσει 30,6%, η Ακσενέρ το 7,2% ενώ το κουρδικό κόμμα το 8,4%. Στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2023 ο Ερντογάν αύξησε τις ψήφους του στις 27,8 εκατ. και απέσπασε το 52,1% ενώ ο Κιλιτσντάρογλου αύξησε τις ψήφους στις 25,5 εκατ. και πήρε το 47,8%.

 

Οι βουλευτικές εκλογές

Ταυτόχρονα με τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών διεξήχθησαν και οι βουλευτικές εκλογές για τη Βουλή των 600 εδρών. Το κατώφλι για την είσοδο στη Βουλή μειώθηκε σε αυτές τις εκλογές από το 10% στο επίσης υψηλό 7% σε πανεθνική κλίμακα. Αυτό το κατώφλι διαφοροποίησε και τον τρόπο συμμετοχής κάποιων κομμάτων, π.χ. η Εθνική Συμμαχία δεν κατέβηκε ως εξακομματικός συνασπισμός. Η συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές ήταν επίσης υψηλή, στο 87%.

Η Λαϊκή Συμμαχία του Ερντογάν απέσπασε 26,9 εκατ. ψήφους (το 49,9%) ακριβώς όσες είχε πάρει και το 2018 μόνο που τότε συγκέντρωσε ποσοστό 53,3%. Ωστόσο η σύνθεση ήταν διαφορετική αφού το ΑΚΡ του Ερντογάν μειώθηκε σε ψήφους και πήρε 19,1 εκατ. (35,6%) από 21,3 εκατ. (42,5%) το 2018, το Εθνικιστικό Κίνημα του Μπαχτσελί είχε μία μικρή μείωση ψήφων, 5,4 εκατ. από 5,5 εκατ. και ποσοστιαία πήρε το 10,5% από 11,1%. Τα άλλα δύο μικρότερα κόμματα της Λαϊκής Συμμαχίας, που συνασπίστηκαν φέτος με τον Ερντογάν, πήραν 2 εκατ. ψήφους και ποσοστό 3,8% καλύπτοντας έτσι τις όποιες απώλειες σε ψήφους και ποσοστό είχε η Λαϊκή Συμμαχία σε σχέση με το 2018.

Η Εθνική Συμμαχία στις βουλευτικές εκλογές αποτελούνταν μόνο από τους κεμαλιστές του Κιλιτσντάρογλου και το Καλό Κόμμα της Ακσενέρ και απέσπασε 13,6 εκατ. ψήφους και το 35% από 17 εκατ. και το 33,9% το 2018, χωρίς καμία ουσιαστική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο.

Τρίτη πολιτική δύναμη στις βουλευτικές εκλογές αναδείχθηκε η Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας. Η Συμμαχία αυτή αποτελούνταν από το αριστερό κουρδικό κόμμα, που μετονομάστηκε σε Κόμμα των Πρασίνων και του Αριστερού Μέλλοντος, υπό τον φόβο της απαγόρευσης της συμμετοχής του, και από άλλα πέντε κόμματα της αριστεράς και της ριζοσπαστικής αριστεράς: το Κόμμα Εργατών Τουρκίας (είναι μια διάσπαση του Κ.Κ. Τουρκίας, όπου εκεί εντάχθηκαν και οι ευρύτερες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς συμπεριλαμβανομένου και του πρώην τμήματος της Ενιαίας Γραμματείας της 4ης Διεθνούς), κ.α. Η Συμμαχία απέσπασε το 10,6% και 5,7 εκατ. ψήφους, ενώ στις εκλογές του 2018 μόνο του το κουρδικό κόμμα είχε πάρει το 11,7% και 5,8 εκατ. ψήφους. Η Συμμαχία στις προεδρικές εκλογές στήριξε τον Κιλιτσντάρογλου.

Τέλος, η ακροδεξιά Συμμαχία των Προγόνων του Ογκάν πήρε 1,3 εκατ. ψήφους και το 2,5%.

Έτσι η σύνθεση της νέας Βουλής είναι: Το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν κερδίζει 268 έδρες (μείον 27 σε σχέση με τις εκλογές του 2018), το ακροδεξιό κόμμα του Μπαχτσελί 50 έδρες (συν 1) και άλλες 5 έδρες ένα μικρότερο κόμμα της Λαϊκής Συμμαχίας, και έτσι συνολικά η τελευταία έχει και τον έλεγχο της Βουλής με 323 έδρες. Το Ρεμπουμπλικανικό Κόμμα του Κιλιτσντάρογλου κερδίζει 169 έδρες (συν 23), το Καλό Κόμμα της Ακσενέρ κερδίζει 43 έδρες. Η Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας κερδίζει 65 έδρες με το αναγκαστικά μετονομαζόμενο κουρδικό κόμμα να χάνει 2 έδρες ενώ το Κόμμα Εργατών Τουρκίας εξέλεξε 4 βουλευτές.

 

Ο προεκλογικός αγώνας και η επικράτηση Ερντογάν

Η σημαντική επικράτηση του Ερντογάν στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές δεν είναι καθόλου τυχαία. Αν ο Κεμάλ Ατατούρκ πραγματοποίησε την αστικοδημοκρατική επανάσταση και την ίδρυση του τουρκικού αστικού κράτους τον 20ο αιώνα ο Ερντογάν δικαιωματικά θεωρείται ο ιδρυτής της νέας καπιταλιστικής Τουρκίας του 21ου αιώνα. Η άνοδος του Ερντογάν και των ισλαμιστών στην εξουσία το 2003 απογείωσε την τουρκική καπιταλιστική οικονομία τετραπλασιάζοντας μέσα σε μια εικοσαετία το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και φθάνοντάς το σήμερα στο 1,03 τρισ. δολάρια, στη 19η θέση παγκοσμίως και στην 11η αν μετρηθεί το ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ ανέρχεται στο 27% ενώ η Τουρκία εξάγει μηχανήματα, ηλεκτρονικά, αυτοκίνητα, στρατιωτικό εξοπλισμό, κ.α. Η ανάπτυξη αυτή άλλαξε το σύνολο των κοινωνικών τάξεων με την κατακόρυφη αύξηση των εργαζομένων (κυρίως με εσωτερική μετανάστευση χωρικών στις μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη), τη διεύρυνση των μικροαστικών στρωμάτων αλλά και την αλλαγή της σύνθεσης της αστικής τάξης, με τη σχετική υποχώρηση της παλιάς κεμαλικής βιομηχανικής μπουρζουαζίας και την ανάδυση μιας νέας, πλειοψηφικής και πιο σύγχρονης μπουρζουαζίας. Άλλαξε η ζωή δεκάδων εκατομμυρίων Τούρκων αφού έβγαλε από την αβάσταχτη καθυστέρηση ιδιαίτερα την ενδοχώρα, την Ανατολία, η οποία εξακολουθεί να είναι και το εκλογικό κάστρο του Εντογάν, παρά τους πρόσφατους σεισμούς που ήταν φονικοί λόγω κυρίως της πρόχειρης κατασκευής των πολυκατοικιών. Επιπλέον το κόμμα έγινε, αλλά μόνο με αυτή την έννοια, καθεστώς μια που ο κρατικός μηχανισμός που ανήκε παλιότερα (σε όλο τον 20ο αιώνα) στους κεμαλιστές και λιγότερο στους γκιουλενιστές (ένας είδος ισλαμιστών μασόνων) εκκαθαρίστηκε και κυριαρχείται στη μεγάλη πλειοψηφία του από τους ισλαμιστές του Ερντογάν. Αλλά είναι ιδρυτής της νέας Τουρκίας του 21ου αιώνα και με μία άλλη έννοια, μια που υλοποιεί το λεγόμενο σχέδιο για τον «Αιώνα της Τουρκίας» που στην πράξη σημαίνει την ανάδειξη του τούρκικου καπιταλισμού σε μια περιφερειακή δύναμη, σε έναν υποϊμπεριαλισμό, αν όχι σε μια από τις μεγάλες παγκόσμιες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Γι’ αυτό και οι στρατιωτικές/πολιτικές επεμβάσεις από τον Καύκασο μέχρι τη βόρεια Αφρική και τις αραβικές χώρες. Η συνολική αυτή πολιτική του ήταν και το περιεχόμενο της προεκλογικής του εκστρατείας συν τις γνωστές προεκλογικές παροχές (αύξηση βασικού μισθού, δωρεάν φυσικό αέριο για έναν χρόνο, άμεση ανέγερση κατοικιών στις σεισμόπληκτες περιοχές, κ.α.).

Από την άλλη, η αντιπολίτευση του Κιλιτσντάρογλου αποτελούνταν κυριολεκτικά από ένα συνονθύλευμα από ακροδεξιούς έως ακροαριστερούς ψηφοφόρους, που το μόνο ενοποιητικό στοιχείο της ήταν η εκδίωξη του Ερντογάν. Όσους ψήφους συγκέντρωνε από τα αριστερά και τους Κούρδους άλλους τόσους έχανε από τα δεξιά και το αντίστροφο. Ο Κιλιτσντάρογλου δεν μπορούσε να πείσει όχι γιατί ήταν μέτριος και άχρωμος αλλά γιατί στο πρόσωπό του δεν αποτυπώνονταν κανένα σχέδιο, παρά μόνο η προσδοκία του κέρδους από τη φθορά του Ερντογάν και το αυταρχικό καθεστώς του. Ταυτόχρονα, η μεγάλη πλειοψηφία της αντιπολίτευσης αποτελούνταν από νεοφιλελεύθερες δυνάμεις που είχαν εφαρμόσει αιματοβαμμένες δικτατορίες στο παρελθόν (κεμαλιστές) ή υπόσχονταν να εφαρμόσουν ακόμη χειρότερη καταστολή και από τον Ερντογάν. Γι’ αυτό και ανέστειλαν κάθε κινητοποίηση προς τον Ερντογάν περιοριζόμενη σε φραστικές αντιπαραθέσεις.

Ωστόσο, ενθαρρυντικό στοιχείο είναι το σχεδόν 1 εκατ. ψήφους του Κόμματος Εργατών Τουρκίας, αλλά και η διατήρηση των δυνάμεων του κουρδικού κόμματος, που αποτελούν μια σημαντική βάση για την ανασυγκρότηση και ανασύνθεση του εργατικού κινήματος, αρκεί να αυτονομηθούν, καταρχάς, από τις υπόλοιπες αστικές δυνάμεις.