Ιδιωτικοποίηση του νερού – ένας διακαής πόθος των καπιταλιστών

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Μαΐου

Οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων οργανισμών στους οποίους έχει συσσωρευτεί πλούτος από την εργασία γενεών αλλά και τη συνεισφορά ολόκληρης της κοινωνίας, αποτελεί έναν διαχρονικό στόχο των νεοφιλελεύθερων. Οι πολιτικές αυτές ξεκινούν να εφαρμόζονται από την δεκαετία του ’80, εντείνονται τις δεκαετίες του ’90 και ’00, απογειώνονται την περίοδο των μνημονίων: Ιδιωτικοποίησαν – ξεπούλησαν τη ΔΕΗ, ιδιωτικοποίησαν τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, τους δρόμους και τους σιδηροδρόμους με ολέθριες συνέπειες — χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το δυστύχημα/δολοφονία στα Τέμπη. Ιδιωτικοποιούν τη λειτουργία των νοσοκομείων εκχωρώντας υπηρεσίες των δημόσιων νοσοκομείων σε ιδιώτες, και τη λειτουργία των πανεπιστημίων μετατρέποντάς τα σε super market μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Έβαλαν χέρι στα ασφαλιστικά ταμεία, τόσο με τον χαμηλότοκο δανεισμό του κράτους (κάτω από τον πληθωρισμό) και την περικοπή των αποθεματικών με τα μνημόνια, όσο και με τη θέσπιση ιδιωτικής ασφάλισης.

Πρόσφατα πήρε σειρά και το Νερό με το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε τον περασμένο Μάρτη από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Λόγω των εκτεταμένων αντιδράσεων η κυβέρνηση και τα «πετσωμένα» ΜΜΕ επιχείρησαν να παρουσιάσουν το μαύρο – άσπρο λέγοντας ότι «η κυβέρνηση περιφρουρεί τον δημόσιο χαρακτήρα του νερού και ενισχύει την εποπτεία και τις ασφαλιστικές δικλείδες ως προς την ποιότητα και την αποφυγή σπατάλης του δημόσιου αυτού αγαθού». Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το μοντέλο των «σκληρών» ιδιωτικοποιήσεων, δηλαδή της εξ ολοκλήρου ιδιωτικοποίησης ενός οργανισμού, που εφαρμόστηκε εδώ και δεκαετίες σε παγκόσμιο επίπεδο μέσα από τα «διαρθρωτικά προγράμματα» του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας (δηλαδή τα μνημόνια) απέτυχε παταγωδώς και εγκαταλείφθηκε. Οι «σκληρές» ιδιωτικοποιήσεις οδήγησαν πολύ γρήγορα, ιδιαίτερα στην περίπτωση του Νερού, σε πλήρη διάλυση των υποδομών, υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων αγαθών/υπηρεσιών, εκτόξευση των τιμών και των κερδών των καπιταλιστών αλλά και στην επικράτηση της διαφθοράς σε ανεξέλεγκτα –ακόμη και για τους νεοφιλελεύθερους– επίπεδα. Επομένως, το μοντέλο που ακολουθούν προβλέπει τον κατακερματισμό των οργανισμών με την εκποίηση των κερδοφόρων τμημάτων στους ιδιώτες, την ιδιωτικοποίηση της τιμολόγησης και της οικονομικής διαχείρισης, ενώ ταυτόχρονα τα τμήματα που χρειάζονται επενδύσεις για συντήρηση-επέκτασης της υποδομής παραμένουν στον έλεγχο του Δημοσίου ή υπάγονται σε Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα ώστε η χρηματοδότηση να γίνεται από το Δημόσιο και τα κέρδη από τις εργασίες να καταλήγουν σε ιδιωτικές τσέπες.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του μοντέλου αποτελούν οι ιδιωτικοποιήσεις του ΟΣΕ και της ΔΕΗ. Στους σιδηρόδρομους η ευθύνη για το δίκτυο έμεινε στο Δημόσιο και εγκαταλείφθηκε στην τύχη του ενώ η διαχείριση των δρομολογίων και των εισιτηρίων σε ιδιώτη. Η ΔΕΗ έσπασε σε κομμάτια ώστε να δοθούν τα φιλέτα (καινούργια εργοστάσια και πώληση ρεύματος) στους ιδιώτες και να απομείνει στο Δημόσιο η συντήρηση του Δικτύου. Επιπλέον, έβαλαν σε εφαρμογή το χρηματιστήριο ενέργειας με το οποίο οι ιδιώτες πάροχοι γλεντάνε στις πλάτες μας παίζοντας με τις τιμές (έχουν πενταπλασιαστεί μέσα σε 2 χρόνια).

Οι πρώτες προσπάθειες ιδιωτικοποίησης του νερού ξεκίνησαν με την ΕΥΑΘ το 2014, ωστόσο συνάντησαν την σφοδρή αντίδραση του κινήματος που ανάγκασε τα δικαστήρια και το ΣτΕ να βάλουν φρένο στις επιδιώξεις των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων. Το 2012, με την υπογραφή των μνημονίων και την θέσπιση του Υπερταμείου, μεταβιβάστηκε η πλειοψηφία των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στο ΤΑΙΠΕΔ. Ενώ τον Φλεβάρη του 2022 το ΣτΕ έκρινε τη μεταβίβαση αντισυνταγματική και απαίτησε την επιστροφή τους, η κυβέρνηση τον Ιούλιο ψήφισε νόμο που ακυρώνει την απόφαση του ΣτΕ. Παράλληλα, προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την εκχώρηση σε ιδιώτες της λειτουργίας και συντήρησης του δικτύου ύδρευσης Δήμων του Λεκανοπεδίου της Αττικής, ο οποίος δεν προχώρησε λόγω αντιδράσεων και των αποφάσεων του ΣτΕ. Ωστόσο η νεοφιλελεύθερη μανία της κυβέρνησης επέβαλλε να προχωρήσουν στην ιδιωτικοποίηση του νερού. Η κυβέρνηση αρχικά έθεσε σε διαβούλευση για 4 ημέρες το πολυνομοσχέδιο που ανοίγει τον δρόμο για την ιδιωτικοποίηση του νερού, σκόπευε να το καταθέσει προς ψήφιση μερικές ώρες μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, το ανέβαλλε για μερικές μέρες και έπειτα από κάποιες απαραίτητες διορθώσεις –για να καμφθούν οι αντιδράσεις του ΣτΕ– το ψήφισε. Με το νομοσχέδιο αυτό η λειτουργία των επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης υπάγεται στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, σύμφωνα και με τις απαιτήσεις της ΕΕ. Στόχος είναι η απελευθέρωση της αγοράς νερού, η εκχώρηση της οικονομικής διαχείρισης και τιμολόγησης σε ιδιώτες και ο κατακερματισμός των διάφορων δομών (δεξαμενές, δίκτυο ύδρευσης, δίκτυο αποχέτευσης, πώληση). Οι όποιες επενδύσεις πραγματοποιηθούν θα βασίζονται στην απορρόφηση κονδυλίων, αν υπάρχουν, από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης.

Εάν η ιδιωτικοποίηση προχωρήσει, οι συνέπειες θα είναι ολέθριες για τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Μοναδικό κριτήριο θα αποτελεί το κέρδος των ιδιωτών, επομένως η συντήρηση –πόσο μάλλον η βελτίωση/επέκταση– της υπάρχουσας υποδομής θα εγκαταλειφθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Βρετανία όπου οι εταιρείες ύδρευσης έχουν πληρώσει 72 δισ. σε μερίσματα αλλά σχεδόν τίποτε σε συντήρηση τα τελευταία 30 χρόνια με αποτέλεσμα να διαρρέουν καθημερινά 3 δισ. λίτρα νερού. Είναι επίσης προφανές ότι δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν μη κερδοφόρες επενδύσεις για την υδροδότηση περιοχών εκτός των αστικών κέντρων ούτε και για την άρδευση καλλιεργήσιμων εκτάσεων, παρότι ήδη υπάρχει πρόβλημα και θα ενταθεί λόγω της κλιματικής κρίσης. Αντίστοιχα στην αποχέτευση – διαχείριση λυμάτων δεν θα υπάρχει κανένας ουσιαστικός περιβαλλοντικός έλεγχος.

Είναι σαφές ότι οι ιδιωτικοποιήσεις δολοφονούν, διαλύουν το βιοτικό μας επίπεδο και προετοιμάζουν ένα δυστοπικό μέλλον. Η μεγαλειώδης συναυλία που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Απρίλη ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του Νερού αποτέλεσε ένα πρώτο σημαντικό βήμα. Ωστόσο είναι σαφές ότι χρειάζεται να συνεχιστούν οι κινητοποιήσεις και να αποκτήσουν έναν συνολικό χαρακτήρα απέναντι στις επιθέσεις αυτής ή όποιας επόμενης κυβέρνησης καθώς ο μόνος δρόμος είναι ο δρόμος της οργάνωσης και του αγώνα, παίρνοντας παράδειγμα από την εξέγερση στη Γαλλία και συνεχίζοντας τις μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις στις 8 και 16 Μάρτη.