Γαλλία: κίνημα ενάντια στη συνταξιοδοτική αντιμεταρρύθμιση

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Μαΐου

του Κωνσταντίνου Σηφάκη

Την Παρασκευή 14 Απρίλιου, το Συνταγματικό Συμβούλιο εξέδωσε την πολυαναμενόμενη απόφασή του σχετικά με την αντί-συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Μακρόν – Μπόρν. Λίγες ώρες αργότερα ο Μακρόν υπέγραψε τον νόμο, που παίρνει τον δρόμο της εφαρμογής του από το φθινόπωρο. Ήττα του εργατικού κινήματος και νίκη της αστικής τάξης;

Ο τύπος στη Γαλλία, και ιδιαίτερα ο τοπικός και περιφερειακός, που ενίοτε αντανακλά ευθύτερα το γενικό αίσθημα (ιδιαίτερα της παραδοσιακής εργατικής τάξης και των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων), έκανε λόγο για πύρρειο νίκη του Μακρόν, αντιγράφοντας την έκφραση που χρησιμοποίησε ο Λωράν Μπερζέ, ηγέτης της μετριοπαθούς συνομοσπονδίας CFDT. Σύμφωνα με τον Μπερζέ, οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι εργαζόμενοι, και φυσικά η δημοκρατία και η κοινωνική συνοχή. Παραφράζοντας, πρόκειται για τα στηρίγματα του αστικού καθεστώτος, που εμφανίζουν ολοένα και μεγαλύτερες ρωγμές. «Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια εποχή!» για τα ιστορικά συμφέροντα του εργατικού κινήματος. «Μεγάλη αναταραχή, αγωνιώδης εποχή!» για τους αστούς και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.

Η διάρκεια του κινήματος, η επίμονή του, η μαζικότητά του, η ευρύτερη επικρότησή του από τη μεγάλη πλειοψηφία του γαλλικού πληθυσμού, η «χλιαρότητα» από το κομμάτι του πληθυσμού που στήριζε τη μεταρρύθμιση, καθώς και μία κάποια αντίληψη ότι η γαλλική αστική τάξη, αντιμέτωπη με ένα τέτοιου μεγέθους κίνημα, θα επιχειρήσει να διαχειριστεί την αντιπαράθεση εντός των ευέλικτων πλαισίων που παρείχε μία ανεπτυγμένη ιμπεριαλιστική χώρα με μακρά παράδοση κοινοβουλευτισμού και επιτυχούς ενσωμάτωσης του οργανωμένου εργατικού κινήματος, προδιέθετε σε προβλέψεις μίας πυροσβεστικής επέμβασης του Συνταγματικού Συμβουλίου.

Ωστόσο, ο Μακρόν έχει αντιληφθεί τις ανάγκες της τάξης του και έχει εκφραστεί ανοιχτά για τις μελλοντικές επιδιώξεις, οι οποίες είναι πολεμικές. Αυτό μαρτυρούν: ο ανακοινωθείς γιγάντιος στρατιωτικός προϋπολογισμός, οι συνεχείς αναφορές στην ανάγκη μετάβασης σε μία οικονομία πολέμου, οι συνεχείς αναφορές στους μελλοντικούς θερμούς πολέμους, ακόμα και η ματαιοδοξία (ή και χίμαιρα) μίας «ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας». Μάλιστα, τα παραπάνω εντός ενός πλαισίου υπερχρέωσης –το δημόσιο χρέος αγγίζει τα 3 τρισ. ή 111% του ΑΕΠ– και στασιμότητας του γαλλικού ιμπεριαλισμού, του οποίου η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας μειώνεται συνεχώς από το 2019, έχοντας υποστεί συνολική μείωση της τάξης του -3,6%. Αυτά τα νέα δεδομένα, προστιθέμενα στις χρόνιες επιταγές του νεοφιλελευθερισμού, ωθούν σε μία ιστορική αλλαγή μοντέλου σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του εργατικού κινήματος. Από τον «κοινωνικό εταιρισμό» των αμοιβαίων παραχωρήσεων στην ανοιχτή υποταγή του. Σαφώς, μία ολική αλλαγή μοντέλου απαιτεί αλλαγές πολιτικές, κοινωνικές, θεσμικές, νομοθετικές και κατασταλτικές πολύ διαφορετικής κλίμακας και ποιότητας, ωστόσο αυτή η πορεία έχει αρχίσει από τα πρώτα νομοθετικά μέτρα για το εργατικό δίκαιο της πρώτης πενταετίας Μακρόν (που τροποποίησαν μερικώς τη δομή και τις αρμοδιότητες των συνδικάτων εντός των επιχειρήσεων), και επιταχύνει πλέον παρά την περιφρόνηση όλων των συνδικάτων, ακόμα και αυτών, όπως η СFDT, που ήταν έτοιμα να αποδεχτούν αντι-συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις.

Έτσι, η κυβέρνηση με τη μετωπική επίθεση σε όλο το εργατικό κίνημα από τη μία και η καθολική απόρριψη του νόμου από τους εργαζόμενους καθώς και η άκαμπτη διάθεση τους να παλέψουν ενεργά από την άλλη, ανάγκασε τις συνδικαλιστικές ηγεσίες να διατηρήσουν ένα τέμπο στις κινητοποιήσεις, που αριθμούν πλέον μία δωδεκάδα γενικών απεργιών ή πανεθνικών διαδηλώσεων, με συμμετοχή το λιγότερο 500.000 διαδηλωτών κάθε φορά. Ωστόσο, η θετική γνωμοδότηση του Συνταγματικού Συμβουλίου και η στάση της κυβέρνησης έχουν ωθήσει σε αδιέξοδο τις συνδικαλιστικές ηγεσίες.

Πρώτον, διότι η τακτική των ημερήσιων εθνικών απεργιών, αποσπασμένων και μεμονωμένων, αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων ανεπαρκής και ανεπιτυχής και δεν διαφαίνεται το ξεπέρασμά της από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Οι κλαδικές απεργίες διαρκείας, που κηρύχτηκαν σε αρκετούς κλάδους, ενίοτε μαζικές, παρότι προκαλούσαν δυσχέρεια στην αστική τάξη, δεν κατάφεραν να καταστούν καθολικές, ούτε να μπλοκάρουν την οικονομία, παρά τη στρατηγική τους τοποθέτηση (ενέργεια, διυλιστήρια, μεταφορές, εκπαίδευση, κ.α.), πόσο μάλλον να σύρουν άλλες κατηγορίες εργαζομένων σε απεργιακό αγώνα διαρκείας. Ακόμα, όλες οι δομές άμεσης συμμετοχής των εργαζομένων, συνελεύσεις και εν γένει η υλοποίηση του συνθήματος «η απεργία στους απεργούς» είχαν πολύ μικρή ανάπτυξη. Έτσι, οι απεργίες διαρκείας έσβησαν υπό το βάρος των ημερών, παρά τη στήριξη του πληθυσμού, ακόμα και μέσα στο αστικό, μικροαστικό Παρίσι, που είχε γεμίσει σε ορισμένες γειτονιές με βουνά από σκουπίδια. Είναι απίθανο να επιχειρηθεί από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία μία επανεκκίνηση τέτοιων απεργιών, χωρίς πιο ενεργή επέμβαση των ίδιων των απεργών.

Επιπλέον, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες παρά τη γενικόλογη προπαγάνδα σχετικά με το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων δεν προσέθεσαν ως κεντρικό άξονα πάλης ενοποιητικά αιτήματα για τους μισθούς, όπως η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή όλων των μισθών (εφαρμόζεται μερικώς και μόνο για τον κατώτατο μισθό στη Γαλλία). Αρνήθηκαν να στηριχτούν στην πληθώρα επιχειρησιακών απεργιών, που κινητοποιούν μαζικά, αποφασιστικά και πολλάκις νικηφόρα τους εργαζόμενους και εργάτες σε όλην τη Γαλλία, κυρίως και ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα. Φοβούμενες μία ανεξέλεγκτη τροπή του, στόχευσαν μόνο την κυβέρνηση, αρνούμενες να αντιπαρατεθούν κεντρικά με την εργοδοσία και τους καπιταλιστές.

Δεύτερον, διότι η επικύρωση του νόμου από το Συνταγματικό Συμβούλιο συναντάει τα πολιτικά όρια των συνδικαλιστικών ομοσπονδιών, που δυσκολεύονται να εξέλθουν του κάδρου της αστικής νομιμότητας, των θεσμών, της αστικής δημοκρατίας. Από την άλλη μεριά, η επικύρωση αποκαλύπτει στα μάτια των μαζών και της πρωτοπορίας τον ταξικό χαρακτήρα όλων των θεσμών του κράτους, και όχι μόνο του Μακρόν, που αυτός συγκεντρώνει έως τώρα τη μήνιν των διαδηλωτών και αποτελεί τον πλέον μισητό από τους εργάτες πρόεδρο των τελευταίων πολλών δεκαετιών. Η πολιτική κρίση βαθαίνει λοιπόν και λαμβάνει στοιχεία κρίσης του αστικού καθεστώτος.

Έτσι, ο ηγέτης της CFDT, Λωράν Μπερζέρ, δηλώνει ότι ο συνδικαλιστικός αγώνας δεν τελείωσε, αλλά ξεκαθαρίζει ότι το συνδικάτο του δεν θα διαδηλώνει για έξι μήνες, έκανε λόγο για δημοκρατική κρίση αλλά δήλωσε ότι δεν θα αμφισβητήσει την απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου, υποστηρίζει τη διέξοδο ενός δημοψηφίσματος, που μάλιστα δεν εγκρίθηκε από το Συνταγματικό Συμβούλιο, καλεί όμως να σπάσει το ρεκόρ σε αριθμό διαδηλωτών την Πρωτομαγιά. Η κατάσταση τον έχει αναδείξει σε κομβική θέση –σε βαθμό που κυκλοφορούν δημοσιεύματα περί καθόδου στην πολιτική ως προεδρικού υποψηφίου ενάντια στην ακροδεξιά– δεδομένου ότι η ενότητα των συνομοσπονδιών (η СFDT είναι η πρώτη σε ψήφους στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα) συνιστά καθοριστική παράμετρο των κινητοποιήσεων, καθώς αποτελεί στα μάτια των μαζών εγγύηση της μαζικότητάς τους. Στο όνομα αυτής της ενότητας, η ιστορική συνομοσπονδία της εργατικής τάξης στη Γαλλία, η CGT ακολουθεί μία πολιτική ακολουθητισμού προς την СFDT, αναπαράγοντας την τακτική των μεμονωμένων γενικών απεργιών, τις εκκλήσεις για παρέμβαση των θεσμών, ακόμα και την πρόταση για μία «παύση» της μεταρρύθμισης, αντί για την απόσυρση. Αυτή η συμβιβαστική πολιτική της ηγεσίας Μαρτίνεζ της CGT καταδικάστηκε από τους συνέδρους στο πρόσφατο συνέδριο της στις 27-31 Μαρτίου, όπου η εκλεκτή διάδοχος του Μαρτίνεζ απορρίφθηκε, το κείμενο απολογισμού καταψηφίστηκε, χωρίς βέβαια να αναθεωρηθεί εκ βάθρων μία πολιτική πολλών δεκαετιών.

Έτσι, κακήν-κακώς, παρά τα πολιτικά και συνδικαλιστικά όρια των ηγεσιών αυτών, το συνδικαλιστικό μέτωπο παραμένει ακόμα ενωμένο και δεν μπορούν να μιλήσουν ανοιχτά για κλείσιμο του αγώνα, καθώς υπάρχει ο φόβος ότι όποια συνομοσπονδία αποσυρθεί πρώτη, θα τιναχτεί στον αέρα, με την υφιστάμενη αποχώρηση πολλών μελών αλλά και ολόκληρων συνδικαλιστικών τμημάτων, όπως έγινε σε ανάλογη περίπτωση το 1995, με την αποχώρηση από την СFDT ολόκληρων ομοσπονδιών προς άλλες συνομοσπονδίες μετά την αποχώρηση της από τον απεργιακό αγώνα.

Σε ό,τι αφορά τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, οι δυνάμεις του αριστερού εκλογικού σχηματισμού NUPES (Οικολόγοι, Σοσιαλιστικό Κόμμα, Ανυπότακτη Γαλλία, ΚΚΓ) δεν έχουν καμία κοινή παρουσία, και αδυνατούν να κερδίσουν πολιτικά και δημοσκοπικά, προφανώς λόγω και της συμμετοχής του συνταξιοκτόνου σοσιαλιστικού κόμματος στις τάξεις του. Αντίθετα, η Λεπέν φαίνεται να καρπώνεται δημοσκοπικά οφέλη από τα απόνερα του κινήματος. Η Ανυπότακτη Γαλλία προτάσσει το σύνθημα μίας Έκτης Δημοκρατίας, καταδεικνύοντας ως υπεύθυνη της σημερινής κατάστασης την Πέμπτη Δημοκρατία και το Σύνταγμά της. Το ΚΚΓ στο πρόσφατο συνέδριό του διακήρυξε το τέλος του NUPES και το αναγκαίο ξεπέρασμά του και θέτει ως κύριο στόχο το δημοψήφισμα, ως μία τάχα «δημοκρατική λύση» και διέξοδο, ενώ συνεχίζει την ασταμάτητη ρατσιστική και συστημική κατρακύλα του.

Στην ίδια βασική πολιτική γραμμή με την Ανυπότακτη Γαλλία κινούνται χονδρικά οι οργανώσεις λαμπερτιστικής καταγωγής POID και POI, όπως και η δεξιά διάσπαση του NPA, που γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτή η πέμπτη Δημοκρατία τους επιτρέπει να βιάζουν τη λαϊκή θέληση. Είναι η απόδειξη ότι πρέπει να τελειώσουμε μία και καλή με τους θεσμούς της, ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη να οργανώσουμε μία Συντακτική Εθνοσυνέλευση: για μία εξουσία των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων, που θα προέρχεται από τις κινητοποιήσεις τους, για να αλλάξουμε ριζικά ένα σύστημα που πνέει τα λοίσθια». Εντελώς συνοπτικά, οι τρεις άλλες σημαντικές οργανώσεις της άκρας αριστεράς (αριστερό NPA, Lutte Ouvrière, Revolution Permanente) απορρίπτουν ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα και εμμένουν σε μία πολιτική γενίκευσης των απεργιών, με ανάπτυξη των δομών αυτό-οργάνωσης.

Είναι δύσκολο να προβλεφθεί η εξέλιξη των πραγμάτων και η τύχη του νέου νόμου. Η μεν κυβέρνηση και τα αστικά επιτελεία αλλάζουν ρητορική ως προς τις κινητοποιήσεις, και μιλάνε, όπως το άρθρο σύνταξης στις 16/04 της εφημερίδας Les Echos (ιδιοκτησίας Bernard Arnault, του πλουσιότερου για το 2023 καπιταλιστή στον κόσμο) για γλίστρημα «από την αντιπολίτευση στην αποστασία», για «ντε φάκτο τοποθέτηση στο στρατόπεδο των “εξτρεμιστών”» που αμφισβητεί τους δημοκρατικούς θεσμούς. Η δε λαϊκή και εργατική οργή διογκώνεται ενώ νέες αντεργατικές επιθέσεις προβλέπονται ήδη από την κυβέρνηση μέσα στον επόμενο χρόνο, την ίδια στιγμή που τα τρόφιμα ακριβαίνουν καθημερινά. Η Γαλλία είναι ένα καζάνι που βράζει και η προσπάθεια του Μακρόν και της αστικής τάξης να το καπακώσει, το οδηγεί σε έκρηξη.