Η ενότητα της Άκρας Αριστεράς στη δράση

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Απριλίου

Ένας στόχος δύσκολος αλλά αναγκαίος

Στο πλαίσιο διαρκών νεοφιλελεύθερων-αντεργατικών επιθέσεων αλλά και οικονομικής κρίσης και πολιτικής σήψης όπου βρίσκεται το καπιταλιστικό σύστημα, καθήκον μιας επαναστατικής πολιτικής είναι να δημιουργεί αντιστάσεις (συχνά «κόντρα στο ρεύμα»), που να οδηγούν την εργατική τάξη να περάσει στην αντεπίθεση ανατρέποντας συνολικά τους συσχετισμούς. Η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης (στρατηγικός στόχος μιας πραγματικά κομμουνιστικής δύναμης) δεν μπορεί να έρθει με μια ξερή διακήρυξη του επαναστατικού προγράμματος, που θα «διαφωτίσει» αυτομάτως τις μάζες, ούτε μόνο από την επαναστατική προπαγάνδα. Απαιτείται η κίνηση ευρύτερων κομματιών εργαζόμενων και νεολαίας, όπου μέσα από τις εμπειρίες και τη συμμετοχή τους σε μαχητικές μορφές πάλης και αυτοοργάνωσης (απεργιακές επιτροπές, συντονιστικά καταλήψεων κ.ά.), θα ανεβάσουν το επίπεδο συνείδησης και ριζοσπαστικοποίησής τους. Έτσι αποκτούν αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, ότι μπορούν να αναμετρηθούν «στα ίσα» με τις αστικές δυνάμεις και το κράτος τους. Μόνο με ένα τέτοιο σχέδιο αγώνων, με έναν τέτοιο προσανατολισμό μπορεί να χτιστεί και η ενότητα της Άκρας Αριστεράς στην δράση.

Αυτός ο χώρος δεν διακρίνεται από ιδεολογική ομοιογένεια. Υπάρχουν πολλές διαφοροποιήσεις. Αρκετές δυνάμεις έχουν σταλινική καταγωγή, μακριά από τις προγραμματικές παραδόσεις του επαναστατικού μαρξισμού. Ένα κοινό χαρακτηριστικό, ωστόσο, των ακροαριστερών ρευμάτων (τροτσκιστικές ή τροτσκίζουσες οργανώσεις, μαοϊκοί, κεντριστές κ.ά.) είναι, σε γενικές γραμμές, μια ευαισθησία απέναντι στην επαναστατική πράξη, η συμμετοχή και ο ρόλος σε αγώνες, η έμπρακτη αμφισβήτηση της ταξικής συνεργασίας. Είναι ο χώρος εκείνος ο οποίος βρισκόταν ή γεννήθηκε κάτω από την επίδραση της παγκόσμιας επανάστασης μεταπολεμικά, σε συνθήκες κρίσης του σταλινισμού και σε διαφοροποίηση ή ρήξη με τον αντεπαναστατικό εκφυλισμό των επίσημων ΚΚ.

Στην Ελλάδα, η Άκρα Αριστερά ιστορικά έχει παίξει πρωταγωνιστικό ή σημαντικό ρόλο σε μια σειρά κινητοποιήσεων, αγώνων, κινημάτων, εξεγέρσεων: από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 μέχρι το φοιτητικό κίνημα του 2006-07 και από το κίνημα των πλατειών (2011-12) μέχρι σήμερα. Οι ακροαριστερές οργανώσεις, όταν υπάρχουν στοιχειώδεις συνθήκες συνεννόησης και κοινής δράσης, έχουν καταφέρει να βοηθήσουν στην κίνηση κομματιών των εργαζομένων και της νεολαίας – πολλές φορές δυσανάλογα με το αριθμητικό/οργανωτικό μέγεθός τους, και μάλιστα υπερφαλαγγίζοντας ή αφήνοντας στο περιθώριο τους ρεφορμιστές.

Στη βάση αυτής της παράδοσης και εμπειρίας είναι που η Ο.Κ.Δ.Ε. απευθύνεται προς τις άλλες οργανώσεις της άκρας και επαναστατικής Αριστεράς. Η οργάνωσή μας, από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, πρωταγωνίστησε στο σπάσιμο της «αυτοπεριχαράκωσης» μεταξύ των ακροαριστερών οργανώσεων, ώστε να υπάρχει ένας συντονισμός σε κοινές ενέργειες. Αυτή δεν ήταν και δεν είναι μια προσπάθεια συγκυριακή, αλλά «κόκκινη γραμμή» για την Ο.Κ.Δ.Ε. Δηλαδή η καλλιέργεια συντροφικών σχέσεων στο εσωτερικό του κινήματος (ενάντια σε στρεβλούς ή απολίτικους ανταγωνισμούς), μιας κουλτούρας διαλόγου, βασισμένη στις αρχές του Ενιαίου Μετώπου και της Εργατικής Δημοκρατίας. Οι διαφορές δεν μπορούν να διαγραφούν «ως δια μαγείας», ούτε να σταματήσει η ουσιαστική και πολιτική κριτική – αλλά πιστεύουμε ότι οι επαναστατικές ιδέες δοκιμάζονται πολύ καλύτερα ή μόνο στην πράξη.

Πρόσφατα παραδείγματα, στα οποία η Ο.Κ.Δ.Ε. συμμετείχε από την πρώτη γραμμή ήταν π.χ. οι κινητοποιήσεις και πρωτοβουλίες για το σπάσιμο στην πράξη των χουντοαπαγορεύσεων στα λοκντάουν και ενάντια στα πρόστιμα, η απόκρουση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, η αντιπολεμική πρωτοβουλία οργανώσεων που οργάνωσε κινητοποιήσεις και εκδηλώσεις.

Σήμερα, είναι γεγονός ότι η πορεία των ακροαριστερών σχημάτων είναι αναντίστοιχη με τις απαιτήσεις της συγκυρίας. Η άκρα αριστερά δεν εκμεταλλεύτηκε το κενό που άφησε η κρίση των ρεφορμιστικών ρευμάτων (σταλινισμός, σοσιαλδημοκρατία), αλλά έχει βρεθεί κι αυτή σε αποδυνάμωση, ίσως και σε αδιέξοδα, ενώ έχει περιοριστεί το εύρος και έχει «θολώσει» η φυσιογνωμία της (π.χ. όσοι αναφέρονται σε μια αριστερά πλέον «ριζοσπαστική»). Αντανακλαστικά και δυνατότητες των ακροαριστερών οργανώσεων διατηρούνται, αλλά δείχνουν να οφείλονται περισσότερο στις παραδόσεις παρά σε μια επίκαιρη ανάλυση, πρόγραμμα, τακτική. Η συμμετοχή σε μεγάλες κινήσεις μαζών (π.χ. στην έκρηξη του Μάρτη μετά το έγκλημα στα Τέμπη) περισσότερο ακολουθεί από πίσω και καταϊδρωμένα το «αυθόρμητο» παρά του δίνει μορφή, πολιτικά, οργανωτικά και μαχητικά χαρακτηριστικά. Η «ενότητα» γίνεται συνήθως κενό γράμμα, μεταφράζεται στο «πως θα φαινόμαστε μαζί» και όχι στο πως θα κάνουμε κάτι πραγματικά μαζί, που θα έχει ουσία και νόημα, που θα προχωράει τον αγώνα ένα βήμα παραπέρα. Γι’ αυτό βολοδέρνουν τα «μέτωπα» με μοναδικό στόχο ένα κοινό εκλογικό κατέβασμα, χωρίς πρακτική ή προγραμματική συμφωνία σε οποιοδήποτε άλλο σημαντικό ζήτημα «καίει» τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Για ορισμένες δυνάμεις, αυτή η αποδυνάμωση αρχίζει να ξεπερνάει τα όρια του εκφυλισμού, δηλ. για όσους στον «βωμό» των εκλογών δεν διστάζουν να συρθούν σε «προοδευτικά» αστικά μορφώματα, όπως το ΜεΡΑ25.

Η σημερινή προβληματική κατάσταση στην Άκρα Αριστερά, που συχνά δημιουργεί μια αφόρητη ασυνεννοησία και σύγχυση, μπορεί και πρέπει να ξεπεραστεί. Όχι γιατί ένας κοινός βηματισμός, η ενότητα στην δράση είναι «φετίχ» – αλλά γιατί είναι απαραίτητα για να βοηθήσουμε στην κίνηση ευρύτερου κόσμου, να δυναμώσουμε έμπρακτα τις αντιστάσεις και τη ριζοσπαστική κατεύθυνση μέσα σ’ αυτές, να αναμετρηθούμε με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση αλλά και με τα εμπόδια που βάζει στο κίνημα η αδιέξοδη πολιτική των ρεφορμιστών (ΚΚΕ). Όσο κι αν φαντάζει δύσκολο, άλλο τόσο μια επαναστατική οργάνωση έχει ευθύνη να παλέψει ώστε μια τέτοια αγωνιστική ενότητα να επιβληθεί πολιτικά, να επανέλθουν στο προσκήνιο οι αγωνιστικές παραδόσεις της άκρας αριστεράς. Αυτή είναι και μια ασπίδα ενάντια στην απειλή της «ιταλοποίησης», που πλανάται μετά από την τεράστια ζημιά που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ενίσχυση της ΟΚΔΕ, η αλλαγή των συσχετισμών υπέρ της επαναστατικής πολιτικής, σημαίνει και ένα σημαντικό δυνάμωμα αυτής της προσπάθειας.