Η άποψή μας: Δεν ξεχνάμε, δεν συγχωρούμε

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Μαρτίου

 

Τώρα που μπήκαμε σε προεκλογική περίοδο, τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας, και κυρίως η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, έχουν αρχίσει να «τάζουν», να «υπόσχονται», να κατεβάζουν προγράμματα πολυσέλιδα σε ιλουστρασιόν χαρτί με φωτογραφίες χαρούμενων κι ανέμελων ανθρώπων, να παρουσιάζουν σποτ και βίντεο στην ΤV που δείχνουν ευτυχισμένους νέους και νέες που ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία. Αυτό που επιδιώκουν με όλα αυτά είναι να ξεχάσουμε όσα έκαναν κατά την κυβερνητική τους θητεία, να μας ξεγελάσουν για να υφαρπάξουν την ψήφο μας. Να ξεχάσουμε τις οβιδιακές τους μεταβολές, τα ψέματα που είπαν. Τις αλλαγές στην πολιτική τους τις δικαιολογούν, σχεδόν, πάντοτε με την αλλαγή των συνθηκών (πολιτικών, κοινωνικών, φυσικών, εξωτερικών παραγόντων κ.ά.). Σχεδόν πάντοτε τις μεταβολές στην πολιτική τους τις χαρακτηρίζουν ρεαλιστικές, αναγκαίες… για μην ρίξουν την οικονομία και τη χώρα στα βράχια. Πολλές φορές ισχυρίζονται ότι αν μπορούσαν θα ενεργούσαν διαφορετικά, αλλά κάτι τέτοιο ήταν απαγορευτικό και επιπλέον αυτοί είναι υπεύθυνοι και δεν είναι λαϊκιστές. Κάπου-κάπου ακούγεται να λέγεται και ένα «συγγνώμη κάναμε λάθος».

Δεν ξεχνάμε

Ας γνωρίζουν όλοι αυτοί οι αμοραλιστές και υπηρέτες των συμφερόντων του κεφαλαίου ότι τίποτα από όσα έκαναν σε βάρος των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων δεν ξεχνιέται, όσο κι αν πολλές φορές η απάντηση αργεί να δοθεί. Μπορεί να μην τιμωρούν πάντα, να πέφτουν, πολλές φορές, θύματα στο νέο προσωπείο με το οποίο παρουσιάζονται ή στη λογική του μικρότερου κακού, αλλά δεν ξεχνάνε. Μπορεί, ακόμη, η αγωνιστικότητα και η οργή να υποχωρούν και ο ατομισμός και η ιδιώτευση να κυριαρχούν, (όπως για παράδειγμα, στην τωρινή περίοδο), πράγματα για τα οποία χαίρονται οι ηγεσίες των αστικών και μνημονιακών κομμάτων, των λεγόμενων κομμάτων εξουσίας. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχουν μνήμη, ότι δέχονται αμάσητα ό,τι τους σερβίρουν. Αντίθετα προβληματίζονται διαρκώς, ζητούν εξηγήσεις για τις ασυνέπειες, απαιτούν συγκεκριμένες απαντήσεις για τις ιδεολογικές και πολιτικές στροφές, θυμώνουν γιατί πίστεψαν και εξαπατήθηκαν.

Δεν ξεχνιούνται οι εξαγγελίες, υποσχέσεις και δεσμεύσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Το «Στις 18 Σοσιαλισμός» (την επαύριο των εκλογών της 17ης Νοεμβρίου 1974) του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ. Ούτε το «ισχυρή Ελλάδα» του Κώστα Σημίτη, ούτε το «Επανίδρυση του Κράτους» του Κώστα Καραμανλή, λίγους μήνες πριν οδηγηθεί η χώρα στην χρεοκοπία. Ούτε, φυσικά, το «σκίσιμο των μνημονίων» από τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε, βέβαια, το «κυβέρνηση των αρίστων» που αποδείχτηκε κυβέρνηση των α(χ)ρήστων, των απατεώνων και των χρυσοδάκτυλων.

Προκείμενου να πάρει την κυβέρνηση ο Μητσοτάκης έταξε λαγούς με πετραχήλια και φόρεσε την καλοκάγαθη μάσκα. Υποδύθηκε τον κεντρώο και φιλελεύθερο πολιτικό και είπε ότι η δική του ΝΔ δεν είχε καμιά σχέση με τη ΝΔ των προκατόχων του. Κατήγγειλε τις πελατειακές σχέσεις, αλλά τριπλασίασε τους μετακλητούς υπαλλήλους και διόρισε «γαλάζια» παιδιά σε κάθε γωνιά του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Διόρισε σε καίρια πόστα του κράτους ανθρώπους, βασικό προσόν των οποίων ήταν η προσχώρηση στο κόμμα της ΝΔ, δίνοντάς τους μάλιστα προκλητικούς μισθούς. Προχώρησε σε απευθείας αναθέσεις ύψους 8 δισεκατομμυρίων ευρώ. Υποσχέθηκε ότι θα καταργήσει τον νόμο Κατρούγκαλου, όμως, όχι μόνο τον εφάρμοσε, αλλά ψήφισε και ακόμη χειρότερες διατάξεις. Κατήγγειλλε, υποτίθεται, τον λαϊκισμό, αλλά μόνο για να χτυπήσει τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα. Ενίσχυσε παραπέρα το κράτος έκτακτης ανάγκης και περιόρισε ασφυκτικά τις πορείες και τις διαδηλώσεις των εργαζομένων, καταπατώντας το σύνταγμα και τον πιο συνηθισμένο τρόπο έκφρασης των εργατικών και λαϊκών μαζών. Καταπάτησε το άσυλο και έβαλε την αστυνομία μέσα στα Πανεπιστήμια. Έστησε ένα μηχανισμό παρακολούθησης και υποκλοπών, αλλά και ένα κατασταλτικό και δικαστικό μηχανισμό οργουελικού τύπου. Κατηγορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι μοίραζε επιδόματα και η δική του επιδοματική πολιτική κοντεύει να αντικαταστήσει τους μισθούς και τις συντάξεις.

Δεν ξεχνιούνται οι εξαγγελίες και οι δεσμεύσεις του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός από το μνημόνιο, που θα το έσκιζε ή που θα το καταργούσε με ένα Νόμο και ένα άρθρο, έφερε και τρίτο μνημόνιο. Αγνόησε την ετυμηγορία του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, πράγμα επαίσχυντο και πρωτοφανές στην ελληνική αν όχι και στην παγκόσμια ιστορία. Δέσμευσε την περιούσια του δημοσίου στους ξένους δανειστές μέχρι το 2060. Κατήργησε τις «πρόωρες συντάξεις» και επεξέτεινε τα όρια συνταξιοδότησης μέχρι τα 67 έτη. Κατήργησε το ΕΚΑΣ που έπαιρναν οι πιο χαμηλόμισθοι συνταξιούχοι. Αύξησε τον ΦΠΑ – εκτός από τα βασικά τρόφιμα που έμειναν στο 13% – στο 23%. Δέχτηκε τα πρωτογενή πλεονάσματα να ανέρχονται σε 3,5% του ΑΕΠ, πράγμα εξοντωτικό για την οικονομία. Πώς λοιπόν να ξεχαστούν όλα αυτά και πολλά ακόμα;!

Δεν συγχωρούμε

Η πρόσφατη ετήσια έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ δείχνει ανάγλυφα πού οδήγησε η πολιτική των κομμάτων εξουσίας, όπως αρέσκονται να ονομάζονται. Πολύ συνοπτικά: α) το 52,4% των νοικοκυριών δηλώνουν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους επαρκεί για 18 ημέρες, πράγμα που οφείλεται στις αυξήσεις των τιμών και στους χαμηλούς μισθούς και συντάξεις, β) ένα στα δύο νοικοκυριά εκτιμά ότι το 2023 θα χειροτερέψει η οικονομική του κατάσταση, γ) για 6 στα 10 νοικοκυριά οι αυξήσεις στα βασικά αγαθά έχουν τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημά τους. Δεν ξεχνάμε ούτε και συγχωρούμε τις ιδιωτικοποιήσεις που το αποτέλεσμά τους το βλέπουμε στο τραγικό δυστύχημα του ιδιωτικοποιημένου σιδηρόδρομου. Για του σφουγγοκωλάριους όπως ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας πρέπει: τα κόμματα να συνεννοηθούν, για να διαφυλαχθεί η πρόοδος της τελευταίας δεκαετίας!

Όχι, κανένας δεν τους συγχωρεί γιατί δοκίμασε και βίωσε την πολιτική τους με τον χειρότερο τρόπο όπως παρουσιάζεται στην έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ. Η πολιτική τους φέρνει μόνο φτώχεια και εξαθλίωση, τα κέρδη τους σκοτώνουν. Δεν τους συγχωρούμε. Η αποφασιστική ρήξη με το καθεστώς του κεφαλαίου και των πλουσίων, αυτό το καθεστώς που υπηρετούν τα μνημονικά κόμματα είναι θέμα ζωής και θανάτου. Η ΟΚΔΕ ενισχύει όλους τους αγώνες των εργαζομένων και παλεύει αταλάντευτα για τα συμφέροντά τους. Αυτό της δίνει το δικαίωμα να ζητάει την στήριξη και την υποστήριξη όλων των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων, στους αγώνες και στη μάχη των εκλογών.